ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 3 ΑΑΔ 56
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2891.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Ανδρέα Σωτηριάδη,
Εφεσείοντα-Ενδιαφε ρόμενου Μέρους
και
Παντελή Θεοφυλάκτου,
Εφεσίβλητου-Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ' ων η αίτηση. ____________________
15 Φεβρουαρίου, 2002.
Για τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος: Α. Ευσταθίου (κα.)
Ο εφεσίβλητος-αιτητής Παντελής Θεοφυλάκτου εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Για την καθ' ης η αίτηση Δημοκρατία: Καμία εμφάνιση.
____________________
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Αρτέμης, Νικολάου,Καλλής, Κρονίδης, Δ.Δ.) θα δοθεί από τον Καλλή, Δ..
Διαφορετική είναι η δική μου θέση για τους λόγους
που εξηγούνται στη ξεχωριστή μου απόφαση.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος στην 'Εφεση 2889 (ο εφεσίβλητος) ήταν υποψήφιος για τη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση (η επίδικη θέση). Η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε για την πλήρωση της επίδικης θέσης σύστησε για προαγωγή τον εφεσείοντα στην 'Εφεση 2891 (ο εφεσείων) και τους Μ. Θεοδώρου και Α. Κωνσταντίνου. Αποφάσισε να μη συστήσει τον εφεσίβλητο «γιατί υστερεί σε σχέση με τους υποψηφίους που συστάθηκαν Θεοδώρου Μιχαήλ και Κωνσταντίνου Αργυρό στα προσόντα και σε σχέση με του τρεις υποψηφίους που συστήθηκαν στην αρχαιότητα. Ο κ. Θεοφυλάκτου
δεν υπερτερεί έναντι των τριών υποψηφίων που συστήθηκαν σε κανένα από τα νόμιμα κριτήρια». Παρατήρησε ότι το πτυχίο του M.D. University of Wales" που κατέχει ο εφεσίβλητος δεν αναγνωρίζεται σύμφωνα με την παραγ. (β) του άρθρου 3 του περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και 'Αλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμο του 1993 (Ν 41(Ι)/93).Σε σχέση με τον εφεσείοντα η Συμβουλευτική Επιτροπή σημείωσε ότι είναι «κάτοχος πτυχίου του Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Αιγαίου».
Ο εφεσίβλητος υπέβαλε ένσταση για τη μη περίληψη του στον κατάλογο των συστηθέντων. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.) απέρριψε την ένσταση. 'Εκρινε ότι:
«(α) Ορθά η Συμβουλευτική Επιτροπή επικαλείται την παραγ. (β) του άρθρου 3 του Νόμου 41(Ι)/93: Η περίοδος σπουδών του για απόκτηση του M.Ed. άρχισε μετά την 29.9.1989. Από τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποστηρίζει ότι ο τρόπος απόκτησης του τίτλου M.Ed. δεν υπάγεται στην πιο πάνω νομοθετική διάταξη.
(β) Ο Πρόεδρος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, σε έγγραφο του με ημερ. 20.6.96, αναφέρει ότι από παραδρομή έγινε αναφορά στο άρθρο 4(ΙΙ) του Νόμου 78(Ι)/95, αντί του άρθρου 5(ΙΙ).
(γ) Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ύστερα από μελέτη των φακέλων των υποψηφίων, δεν εντόπισε οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να υποστηρίζει υπεροχή οποιουδήποτε υποψηφίου στο κριτήριο 'αξία'. Συνεπώς η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας συμφωνεί με την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι ως
(δ) Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας δεν συμμερίζεται τον ισχυρισμό σε σχέση με τη συμμετοχή του Δ.Α.Α.Ε. στην Συμβουλευτική Επιτροπή. Η θέση του Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης ως προς ορισμένα πτυχία δεν μπορούν να θεμελιώσουν προκατάληψη εναντίον του ενισταμένου.
(ε) Οι περιληφθέντες στον κατάλογο της Συμβουλευτικής Επιτροπής υπερέχουν ως προς την αρχαιότητα χωρίς να υστερούν σε αξία από τον ενιστάμενο. Και αν ακόμη ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη το M.Ed. και πάλιν δεν θα ήταν δυνατό να περιληφθεί ο κος Θεοφυλάκτου στον κατάλογο: Η Νομολογία έχει καθορίσει την βαρύτητα που δίνεται σε προσόντα πέραν από τα απαιτούμενα ή τα οποία δεν αποτελούν πλεονέκτημα, σύμφωνα με τα Σχέδια Υπηρεσίας.»
Μετά την απόρριψη της ένστασης του εφεσιβλήτου η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Με απόφαση της ημερ. 4.10.96 αποφάσισε την προαγωγή του εφεσείοντα και των δύο άλλων συστηθέντων (τα Ε.Μ.), από την Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων, στην επίδικη θέση
.Η προαγωγή των 3 Ε.Μ. στην επίδικη θέση προσβλήθηκε με προσφυγή που ασκήθηκε από τον εφεσίβλητο. Παράλληλα ο εφεσίβλητος προσέβαλε την απόφαση της Ε.Ε.Υ. που λήφθηκε στα πλαίσια της αυτής διαδικασίας να μην αναγνωρίσει το πτυχίο Master of Education (M.Ed.) το οποίο εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο Ουαλλίας ύστερα από φοίτηση του εφεσίβλητου εξολοκλήρου σε ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Κύπρο.
Η προσφυγή του εφεσίβλητου εναντίον των Ε.Μ. Μ. Θεοδώρου και Α. Κωνσταντίνου απορρίφθηκε ύστερα από σχετικό αίτημα του δικηγόρου που εκπροσωπούσε αρχικά τον εφεσίβλητο. Για το λόγο αυτό η προσφυγή εξετάσθηκε μόνο αναφορικά με την προαγωγή του εφεσείοντα.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσίβλητος επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στον ισχυρισμό του για αντισυνταγματικότητα της παραγ. (β) του άρθρου 3 του πιο πάνω Νόμου 41(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 69(Ι)/96. Υπέβαλε ότι η εν λόγω διάταξη, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία βασίστηκε σε αυτήν, παραβιάζει την αρχή της ισότητας, που προστατεύει το άρθρο 28.2 του Συντάγματος. Υπέβαλε επίσης ότι η Ε.Ε.Υ. δεν εφάρμοσε ίσο μέτρο κρίσης αναφορικά με την αξιολόγηση των πανεπιστημιακών διπλωμάτων των υποψηφίων και αυτό γιατί αναγνώρισε δίπλωμα που απέκτησε ο εφεσείων από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου το 1994, χωρίς φοίτηση, μόνο με την υποβολή κάποιας μελέτης. Η σχετική διευθέτηση έγινε μεταξύ της Οργάνωσης των Επιθεωρητών και του Πανεπιστημίου Αιγαίου, με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Η διευθέτηση έγινε για να είναι σε θέση, όσοι επιθεωρητές δεν κατείχαν πανεπιστημιακά διπλώματα, να μεταπηδήσουν από τη μισθολογική κλίμακα Α12 στη μισθολογική κλίμακα Α13, όπως προβλέπουν οι διατάξεις του Ν 63(ΙΙ)/93.
Η δικηγόρος της Ε.Ε.Υ. δεν απάντησε στον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση ούτε και στην ένσταση αντισυνταγματικότητας της πιο πάνω πρόνοιας.
Με τον Νόμο 41(Ι)/93 (άρ. 4) καταργήθηκε ο περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Νόμος του 1992 (Νόμος 40(Ι)/93), ο οποίος πρόβλεπε τα εξής:
«2. Το άρθρο 35Β του βασικού νόμου τροποποιείται με την προσθήκη στο τέλος της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) αυτού της πιο κάτω επιφύλαξης:
'Νοείται ότι για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θεωρείται 'πρόσθετο προσόν' και θα λαμβάνει τις ίδιες μονάδες με ισότιμα προσόντα και πανεπιστημιακός τίτλος σπουδών που αποκτήθηκε ύστερα από φοίτηση, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει ή με αλληλογραφία, σε μη εκπαιδευτικά αξιολογημένο - πιστοποιημένο ίδρυμα στην Κύπρο ή σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού που όμως αναγνωρίζεται στη χώρα λειτουργίας του μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ή και μεταγενέστερα, εφόσον η έναρξη της φοίτησης που οδήγησε στην απόκτηση αυτού του τίτλου σπουδών άρχισε πριν από την ημερομηνία αυτή.'»
Σημειώνεται ότι τόσο ο Νόμος 41(Ι)/93 όσο και ο Νόμος 40(Ι)/93 δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11.8.93. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε: «Η ημερομηνία 29.9.89 εμφανίζεται στο νόμο: άρθρ. 3(β). Ποτέ προηγουμένως δεν υπήρχε και δε δόθηκε οποιαδήποτε εξήγηση γιατί τουλάχιστον δεν τέθηκε στην παράγραφο (β) του άρθρου 3 η ίδια ημερομηνία που προσδιόρισε το άρθρ. 3(α) για τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο». Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η διάταξη της παραγ. (β) του άρ. 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:
"Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νουν ότι η εφαρμογή της αρχής της ισότητας από το νομοθέτη και τη διοίκηση περιορίζεται σε έλεγχο ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των διατάξεων. Θα πρόσθετα εδώ ότι η διάταξη αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες. Με μόνη βάση το συμπτωματικό χρονικό κριτήριο έναρξης των σπουδών που, ενώ στην περίπτωση της παραγράφου (α) η ημερομηνία μεταφέρθηκε για να καλύψει ουσιαστικά την τρέχουσα περίοδο, δε συνέβη το ίδιο με την παράγραφο (β). Καταλήγω ότι η διάταξη της παραγράφου (β) του άρθρου 3 στην οποία ερείδεται η επίδικη απόφαση είναι αντισυνταγματική.
Για τους λόγους που εξήγησα η επίδικη απόφαση, που αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος Σωτηριάδη, ακυρώνεται. Με έξοδα.»
Η έφεση
.Εναντίον της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε η Α.Ε. 2889 από την Ε.Δ.Υ. και η Α.Ε. 2891 από το Ε.Μ. Ανδρέα Σωτηριάδη. Η Ε.Ε.Υ. παρέλειψε να καταχωρήσει περίγραμμα αγόρευσης και η έφεση της απορρίφθηκε την 4.9.2000 (βλ. Καν. 13(β) και (ε) του περί Εφέσεων (Προδικασία) Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996). Παρέμεινε για εξέταση μόνο η 'Εφεση 2891.
Η κα. Ευσταθίου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «η διάταξη (άρθρο 3(β) του Νόμου 41(Ι)/93 όπως τροποποιήθηκε από τον Νόμο 69(Ι)/96) αντίκειται στην αρχή της ισότητας και συνιστά διαφορετική μεταχείριση, συνταγματικά ανεπίτρεπτη, αναφορικά με την αναγνώριση διπλωμάτων, που κτήθηκαν υπό τις ίδιες ή ουσιαστικά
όμοιες συνθήκες» είναι εσφαλμένη καθότι:(α) Παραγνωρίζει πλήρως το τεκμήριο της συνταγματικότητας των νόμων το οποίο και δεν μπορεί να καμφθεί με εικασίες ή ενδείξεις,
(β) Δεν αποδείχθηκε και εν πάση περιπτώσει δεν ευρίσκετο ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου το υλικό ώστε να καταλήξει τούτο στη διαπίστωση ότι υφίσταντο ίδιες ή ουσιαστικά όμοιες συνθήκες κτήσης του πανεπιστημιακού διπλώματος ανεξάρτητα από την συνδρομή της ημερ. 29.9.1989.
'Εχει νομολογηθεί, ότι οι Νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται όσο τούτο είναι δίκαια δυνατό με τρόπο συμβατό με την συνταγματικότητα (
Matsis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 245). Ωστόσο κατά την εξέταση ζητημάτων συνταγματικότητας πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι υπάρχει τεκμήριο υπέρ της συνταγματικότητας της επίμαχης διατάξεως και μια τέτοια διάταξη μπορεί να κηρυχθεί αντισυνταγματική μόνο αν το δικαστήριο πεισθεί περί αυτού πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των Νόμων και όχι με τα κίνητρα τους, την πολιτική ή τη σοφία τους ή με τη συμφωνία τους με την φυσική δικαιοσύνη, τις θεμελιώδεις αρχές διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος (Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640).Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (
Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).Στην υπόθεση
Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294 έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) «Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ.
Mikrommatis, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.
Ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης στο σύγγραμμα του «Συνταγματική Θεωρία και Πράξη» σελ. 320 επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει, ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των
υπό ρύθμιση θεμάτων. Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητές των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας. Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη, ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά τη θέσπιση ίσης ρύθμισης.Οι ίδιες θέσεις διατυπώνονται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα», Τόμος Β, παραγ. 1352-53. Σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο παρατηρείται, ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας, δε σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι «δίκαιος», «ορθός», «εύλογος» ή και «σκόπιμος». Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από το Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση «ομοίων» περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη (Βλ. και Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491
).Στην Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Β) 127 ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην
Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940 επεσήμανε ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που συναρτά τον ορισμό και εφαρμογή της με την ουσιαστική ομοιογένεια.Ταξινόμηση με αναφορά σε χρονικά κριτήρια δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας (Βλ.
Commercial Company "Arkozy" v. Republic (1975) 3 C.L.R. 415).Στην Ορφανού κ.α. ν. Α.ΤΗ.Κ., Α.Ε. 2393/8.11.99 υπεγράφη συλλογική σύμβαση μεταξύ της Αρχής και της Συντεχνίας των υπαλλήλων, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, σε πρόσθετες προσαυξήσεις στους υπαλλήλους της Αρχής, που αποκτούν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους προσόντα, και οι οποίοι προσλήφθηκαν (α) πριν από την 1.1.1980 και (β) μεταξύ 1.1.1980-31.5.85. Συμφωνήθηκε συγκεκριμένα πως η απόκτηση του πιστοποιητικού Full Technological Certificate of City and Guilds μέσα σε χρονοδιαγράμματα, που αναφέρονται στη σύμβαση, θα προσέδιδε στους επιτυχόντες επιταχυνόμενη μισθολογική ανέλιξη και προσαυξήσεις, ανάλογα με τα χρόνια που πέρασαν από την ημερομηνία πρόσληψης τους (5, 6, 9 και 12). Οι εφεσείοντες δεν απέκτησαν το πιο πάνω πιστοποιητικό μέσα στις καθορισθείσες προθεσμίες, που η τελευταία ήταν όχι αργότερα της 31.12.91.
Κρίθηκε πως δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση των εφεσειόντων, έναντι άλλων συναδέλφων τους που υπηρετούσαν στον ίδιο βαθμό, γιατί οι τελευταίοι απέκτησαν το σχετικό προσόν όπως προβλεπόταν στη σύμβαση, σε αντίθεση με τους εφεσείοντες που πέτυχαν μεν στις εξετάσεις για απόκτηση του, αλλά μετά την καταληκτική ημερομηνία 31.12.91.
Βλ. και
Commentary on the Constitution of India by D.D. Basu, 5th ed., σελ. 456:"The classification may be according to difference in time.
It is a matter exclusively for the Legislature to decide from what date a law should be given operation and the law cannot be challenged as discriminatory in not affecting prior transactions. There is no discrimination if the law applies generally to all persons who come within its ambit as from the date on which it is made operative, whether with prospective or retrospective effect."
Σε μετάφραση
.«
Αποτελεί θέμα αποκλειστικά για τη νομοθετική εξουσία να αποφασίσει από ποιά ημερομηνία θα τεθεί σε εφαρμογή ένας νόμος και ο νόμος δεν μπορεί να προσβληθεί ότι δημιουργεί διακρίσεις γιατί δεν επηρεάζει προηγούμενες πράξεις. Δεν υπάρχει διάκριση αν ο νόμος εφαρμόζεται γενικά σε όλα τα πρόσωπα
τα οποία εμπίπτουν εντός της εμβέλειας του από την ημερομηνία που τίθεται σε εφαρμογή, είτε με μελλοντική ή με αναδρομική ισχύ.»Στην παρούσα υπόθεση η κρίση περί αντισυνταγματικότητας δεν βασίζεται στην αναγνώριση από την Ε.Ε.Υ. του διπλώματος που απέκτησε ο εφεσείων από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου. Βασίζεται στη διαφοροποίηση που υπάρχει στις αντίστοιχες ημερομηνίες των παραγ. (α) και (β) του άρθρου 3 του Νόμου 41(Ι)/93.
Η παράγραφος (α) του άρθρου 3 καλύπτει τις περιπτώσεις όπου μέρος της φοίτησης έγινε στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη ιδιωτική σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η δε παραγ. (β) καλύπτει τις περιπτώσεις όπου η φοίτηση έγινε στην Κύπρο ή αλλού. Βλέπουμε λοιπόν πως δεν υφίσταται ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Οι δύο περιπτώσεις δεν τελούσαν υπό τας αυτάς συνθήκας. Η πρώτη αφορούσε φοίτηση μόνο στην Κύπρο σε εγγεγραμμένη μάλιστα σχολή ή δεύτερη φοίτηση στην Κύπρο ή αλλού. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις και λαμβανομένου υπόψη ότι ο Νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια «εντός ευρέων πλαισίων» θεωρούμε ότι δεν έχει παραβιασθεί η αρχή της ισότητας. Η επίδικη διαφοροποίηση δεν ήταν αυθαίρετη. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να πετύχει.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.