ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 1096
30 Νοεμβρίου, 2001
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
KΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση,
ν.
ΑΔΑΜΟΥ ΑΔΑΜΙΔΗ,
ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2868)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Προσόν πλεονέκτημα ― «Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία» ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς τη σχετικότητα της πείρας.
Η εφεσείουσα Δημοκρατία, επεδίωξε ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης, σύμφωνα με την οποία οι εφεσείοντες κατείχαν το πλεονέκτημα της σχετικής ως προς τα καθήκοντα της θέσης πείρας.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Το θέμα των εξόδων είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τη γενική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν την έκβαση της υπόθεσης, αρχή που ισχύει και σε διοικητικές υποθέσεις. Κρίνεται ότι δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
2. Το ζητούμενο ήταν αν οι εφεσίβλητοι είχαν "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης". Η Συμβουλευτική Επιτροπή, εκτός του ότι φαίνεται να παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις κατοχής του πλεονεκτήματος, ενήργησε, όπως τουλάχιστο προκύπτει από το πόρισμα της, χωρίς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας, που θα συνίστατο σε διερεύνηση της πραγματικής κατάστασης σχετικά με τα καθήκοντα που όντως ασκούσαν οι εφεσίβλητοι στην προηγούμενή τους θέση, κάτι που θα οδηγούσε στην εξακρίβωση του κατά πόσο τα καθήκοντα αυτά προσέδωσαν σε αυτούς την αναγκαία πείρα, σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Ούτε από το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται αυτή να γνώριζε ποιά ήταν τα πραγματικά αυτά καθήκοντα, αφού το μόνο που εκεί αναφέρεται, είναι ότι έκρινε το επίδικο θέμα με βάση τα σχέδια υπηρεσίας.
Τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ, που υιοθέτησε χωρίς περαιτέρω έρευνα το πόρισμα της πρώτης, ενήργησαν και έκριναν το επίδικο θέμα του πλεονεκτήματος χωρίς τη δέουσα έρευνα και με ελλιπή στοιχεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλιν, καταλήγοντας στην απόφαση του, προφανώς ενήργησε και αυτό με βάση τα ίδια.
Η έφεση απορρίπτεται και η ακυρωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται, για τους λόγους όμως που εκτέθηκαν πιο πάνω.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.
Έφεση.
Έφεση από την καθ' ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγών 125/98, 249/98) ημερομηνίας 9/6/99 με την οποία ακυρώθηκε ο διορισμός του ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, 2ης Τάξης, Τμήμα Εργασίας, από 2/2/98.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσείουσα-Καθ' ης η αίτηση.
Α. Ευσταθίου, για τον Εφεσίβλητο 1-Αιτητή.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο 2-Αιτητή.
Π. Κυπριανού, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Π. Αρτέμη, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές τους οι εφεσίβλητοι-αιτητές πρόσβαλαν το διορισμό του ενδιαφερομένου μέρους Τασούλας Κυπριανίδου-Λεοντίδου στη μόνιμη θέση Βιομηχανικού Υγιεινολόγου, 2ης Τάξης, Τμήμα Εργασίας, από 2.2.98. Οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν συμπεριλήφθηκαν στον προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων που συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή προς την εφεσείουσα Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ). Η Συμβουλευτική Επιτροπή θεώρησε, μεταξύ άλλων, ότι δεν ικανοποιούσαν το πλεονέκτημα που προβλεπόταν στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης που προνοούσε ότι: "Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα".
Η ΕΔΥ υιοθέτησε το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής χωρίς περαιτέρω έρευνα. Στο πόρισμα αυτό αναφέρονται τα ακόλουθα:
". . . Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε επίσης ότι η πείρα των υποψηφίων Αδαμίδη Αδάμου και Οικονόμου Ευθυβούλου που αποκτήθηκε λόγω απασχόλησης τους στη θέση του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, από τις 15.3.93 και εντεύθεν δεν αποτελεί πλεονέκτημα γιατί το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, όπως προκύπτει από τα Σχέδια Υπηρεσίας, είναι διαφορετικό από εκείνο της θέσης Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης."
Ήταν η θέση των εφεσίβλητων πρωτόδικα ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα δεν πιστώθηκαν οι δύο αιτητές με κατοχή του προβλεπόμενου πλεονεκτήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού παρέθεσε τα σχέδια υπηρεσίας των δύο θέσεων αναφορικά με τα καθήκοντα προέβη σε σύγκριση και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι προέκυπτε σαφώς ότι, παρόλον ότι τα καθήκοντα των δύο θέσεων δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ταυτόσημα, ήταν παρόμοια σε πολλά σημεία και ότι τα καθήκοντα της προηγούμενης θέσης που κατείχαν οι εφεσίβλητοι ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ έπρεπε να είχαν πιστώσει τους αιτητές με το πλεονέκτημα και με το να μην πράξουν τούτο ενήργησαν κάτω από το κράτος πλάνης περί τα πράγματα, πλάνη που ήταν ουσιώδης, αφού αν οι αιτητές πιστώνονταν με το πλεονέκτημα, κατά πάσα πιθανότητα θα συμπεριλαμβάνονταν στους υποψηφίους που συστήθηκαν για διορισμό, ή τουλάχιστον θα καλούνταν για προφορική εξέταση.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα-καθ΄ης η αίτηση ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του με το να υπεισέλθει στην πρωτογενή ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, προβάλλοντας ότι τούτο ήταν έργο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της ΕΔΥ και το μόνο που θα μπορούσε το Δικαστήριο να πράξει ήταν να ελέγξει το εύλογα επιτρεπτό της ερμηνείας που δόθηκε και όχι να ερμηνεύσει το ίδιο τα σχέδια υπηρεσίας.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει την ορθότητα της θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τα καθήκοντα των δύο θέσεων ήσαν σχετικά, προβάλλοντας ότι το Δικαστήριο βασίστηκε σε φραστικές και λεκτικές ομοιότητες και παρέλειψε να λάβει υπόψη το διαφορετικό επίπεδο των θέσεων, το διαφορετικό τους αντικείμενο και σκοπό που καλείται να υπηρετήσει ο κάτοχος των θέσεων, καθώς και τα προσόντα που απαιτούνται για κάθε μία από τις δύο θέσεις.
Προσβάλλει επίσης η εφεσείουσα την καταδίκη της σε έξοδα. Όσον αφορά αυτό το λόγο έφεσης, αναφέρουμε πως το θέμα των εξόδων είναι εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου με βάση τη γενική αρχή ότι τα έξοδα ακολουθούν την έκβαση της υπόθεσης, αρχή που ισχύει και σε διοικητικές υποθέσεις. Κρίνουμε ότι δεν χωρεί επέμβαση μας. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. (Δέστε γενικά για το θέμα των εξόδων, μεταξύ άλλων, τη Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.)
Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αποφασίζοντας ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν ικανοποιούσαν το πλεονέκτημα της επίδικης θέσης, ανέφερε ότι, όπως προέκυπτε από τα σχέδια υπηρεσίας, "το περιεχόμενο των καθηκόντων της θέσης του Επιθεωρητή Ασφαλείας 3ης τάξης, . . . , είναι διαφορετικό από εκείνο της θέσης του Βιομηχανικού Υγιεινολόγου 2ης τάξης." Επισημαίνουμε όμως πως αυτό δεν ήταν ακριβώς το ζητούμενο. Το ζητούμενο ήταν αν οι εφεσίβλητοι είχαν "πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης". Είμαστε της άποψης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, εκτός του ότι φαίνεται να παρερμήνευσε τις προϋποθέσεις κατοχής του πλεονεκτήματος, ενήργησε, όπως τουλάχιστο προκύπτει από το πόρισμα της, χωρίς διεξαγωγή της αναγκαίας έρευνας, που θα συνίστατο σε διερεύνηση της πραγματικής κατάστασης σχετικά με τα καθήκοντα που όντως ασκούσαν οι εφεσίβλητοι στην προηγούμενή τους θέση, κάτι που θα οδηγούσε στην εξακρίβωση του κατά πόσο τα καθήκοντα αυτά προσέδωσαν σε αυτούς την αναγκαία πείρα, σχετική με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης. Ούτε από το πόρισμα της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται αυτή να γνώριζε ποιά ήταν τα πραγματικά αυτά καθήκοντα, αφού το μόνο που εκεί αναφέρεται είναι ότι έκρινε το επίδικο θέμα με βάση τα σχέδια υπηρεσίας.
Καταλήγουμε, ως εκ τούτου, ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ, που υιοθέτησε χωρίς περαιτέρω έρευνα το πόρισμα της πρώτης, ενήργησαν και έκριναν το επίδικο θέμα του πλεονεκτήματος χωρίς τη δέουσα έρευνα και με ελλιπή στοιχεία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο και πάλιν, καταλήγοντας στην απόφαση του, προφανώς ενήργησε και αυτό με βάση τα ίδια.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται και η ακυρωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται, για τους λόγους όμως που εκθέσαμε πιό πάνω. Τα έξοδα της έφεσης επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων-αιτητών.
Η�έφεση απορρίπτεται με έξοδα.