ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 741
20 Σεπτεμβρίου, 2001
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Εφεσίβλητης-Καθ' ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2811)
Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική ― Εφόσον η νέα απόφαση είχε το ίδιο περιεχόμενο, προερχόταν από το ίδιο όργανο και αφορούσε επιβεβαίωση προηγούμενης εκτελεστής απόφασης, ήταν βεβαιωτική της πρώτης.
Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία κρίθηκε πως η επίδικη απόφαση ήταν βεβαιωτική.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Η εφεσείουσα γνώριζε ευθέως από τις 29.1.1998 με την εν λόγω επιστολή την τοποθέτηση της Τράπεζας επί του αιτήματός της και τους λόγους για την απόρριψή του. Η επιστολή εκείνη συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία δεν προσεβλήθη. Αντ' αυτής προσεβλήθη η επιστολή της 13.3.1998 η οποία μόνο βεβαιωτική της ήδη κοινοποιηθείσας απόφασης ήταν, χωρίς να τη διαφοροποιεί καθ' οιονδήποτε τρόπο και χωρίς να προέκυπτε κατόπιν νέας έρευνας επί νέων στοιχείων. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην αρμοδιότητα με βάση την οποία εστάλησαν οι δύο επιστολές.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 197.
Έφεση.
Έφεση από την αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 344/98) ημερομηνίας 12/3/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόρριψης, για δεύτερη φορά, του αιτήματός της για παραχώρηση σ' αυτήν τεσσάρων προσαυξήσεων ως γραφέας στην Κεντρική Τράπεζα, όπου υπηρετούσε.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα.
Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει απόφαση με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της εφεσείουσας για το λόγο ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση ήταν βεβαιωτική προηγούμενης.
Το ιστορικό του πράγματος ανάγεται σε αίτημα της εφεσείουσας, η οποία υπηρετούσε ως γραφέας στην Κεντρική Τράπεζα, όπως της δοθούν τέσσερις προσαυξήσεις οι οποίες, σύμφωνα με συλλογική σύμβαση μεταξύ της Κεντρικής Τράπεζας και της Ενωσης Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου, παραχωρούντο στους υπαλλήλους που κατείχαν θέση γραφέα και αποκτούσαν πτυχίο κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους. Το αίτημα της απορρίφθηκε στις 29.1.1998 για το λόγο ότι το πτυχίο που απέκτησε δεν μπορούσε, όπως συνεβούλευσε και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, να θεωρηθεί αναγνωρισμένο βάσει του Νόμου 41(1)/93 αφού μέρος της φοίτησης της δεν έγινε στο Πανεπιστήμιο που το απένειμε. Η εφεσείουσα επανήλθε μέσω του δικηγόρου της ζητώντας επανεξέταση και επιμένοντας ότι το πτυχίο της ήταν αναγνωρισμένο και ότι η αναγνώρισή του δεν εξαρτάτο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Η Κεντρική Τράπεζα απάντησε στις 13.3.1998, αναλύοντας τη θέση που είχε ήδη διατυπώσει στην προηγούμενη απάντησή της στις 29.1.1998 με αναφορά στα δεδομένα της φοίτησης της εφεσείουσας και στο νόμο. Είναι αυτή η απόφαση που προσεβλήθη με την προσφυγή και εκρίθη βεβαιωτική εκείνης της 29.1.1998, για το λόγο ότι "..... δεν περιέχει τίποτε άλλο παρά επανάληψη των θέσεων που εξέφρασε [η Τράπεζα] στην ίδια την αιτήτρια, με την επιστολή της 29.1.98."
Το παράπονο που διατυπώνεται στην έφεση είναι ότι η επιστολή της 29.1.1998 δεν ήταν απόφαση αλλά εσωτερικό σημείωμα προερχόμενο από λειτουργό της Τράπεζας και όχι από τα αρμόδια όργανά της, ενώ η επιστολή της 13.3.1998 ήταν ενέργεια της ίδιας της Τράπεζας αφού επελήφθη για πρώτη φορά αρμόδια του θέματος. Αυτή ήταν ουσιαστικά και η απάντηση της εφεσείουσας στην προδικαστική ένσταση της Τράπεζας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βεβαιωτική εκείνης της 29.1.1998 όπως διατυπώθηκε στην προσφυγή. Τη θέση αυτή αναπτύσσει στο περίγραμμα αγόρευσής του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την εφεσείουσα, εισηγούμενος ότι η υπάλληλος της Τράπεζας που απέστειλε την επιστολή της 29.1.1998 δεν είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει ούτε απέστειλε την επιστολή κατ' εξουσιοδότηση, ενώ η επιστολή της 13.3.1998 προήρχετο από την αρμόδια για το θέμα Υπηρεσία Προσωπικού και Υπηρεσιακών Θεμάτων. Επιχειρηματολογεί προς τούτο ο κ. Αγγελίδης λέγοντας ότι, άν και, όπως προκύπτει από το φάκελο, η επιστολή της 29.1.1998 εστάλη αφού ενεκρίθη από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, εν τούτοις η εφεσείουσα δεν γνώριζε τούτο και έτσι δεν γνώριζε ότι υπήρχε απόφαση της ίδιας της Τράπεζας, με αποτέλεσμα μόνο η επιστολή της 13.3.1998 να συνιστούσε κοινοποίηση της απόφασης της Τράπεζας. Εξ άλλου, λέγει, ο ίδιος ο Διοικητής δεν μπορούσε από μόνος του να επιληφθεί του θέματος παρά μόνο σύμφωνα με γνωμοδότηση της Επιτροπής Προσωπικού.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Κατ' αρχή, όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Τράπεζα, η ίδια η εφεσείουσα είχε αποταθεί για παραχώρηση των προσαυξήσεων στην Υπηρεσία Προσωπικού και Υπηρεσιακών Θεμάτων, από την οποία και προήλθε η επιστολή της 29.1.1998. Στη συνέχεια, η ίδια η επιστολή του δικηγόρου της ζητούσε "επανεξέταση/αναθεώρηση" της επιστολής της 29.1.1998. Δεν είναι δε ορθή η εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι με την εν λόγω επιστολή του ζητήθηκε να υπάρξει "αρμόδια και τελική" απόφαση της Τράπεζας. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς διάφορο του τί αναφέρετο στην επιστολή, η οποία ζητούσε καθαρά και μόνο επανεξέταση. Τέτοια αναφορά μάλιστα θα αντίκειτο προς την ίδια τη θέση του κ. Αγγελίδη ότι η εφεσείουσα δεν αντελήφθη ότι η απόφαση είχε ληφθεί αναρμόδια παρά μόνο αργότερα.
Όπως ανακριβής είναι ως προς τη συνέχεια και η αναφορά του κ. Αγγελίδη, ότι με την επιστολή της 13.3.1998 γνωστοποιήθηκε για πρώτη φορά στην εφεσείουσα ότι "η ίδια" (έμφαση δική του) η Τράπεζα έκρινε το αίτημα και ότι η εν λόγω επιστολή κοινοποιεί για πρώτη φορά στην εφεσείουσα ότι είναι "απόφαση της Κεντρικής" (έμφαση δική του). Η πραγματικότητα είναι ότι τόσο η επιστολή της 29.1.1998 όσο και η επιστολή της 13.3.1998 προέρχονται από την ίδια Υπηρεσία Προσωπικού και Διοικητικών Θεμάτων, υπογραφόμενη μάλιστα από την ίδια λειτουργό, και αναφέρονται στα ίδια γεγονότα, νομική πτυχή και τοποθέτηση, η επιστολή της 13.3.1998 περιέχουσα απλώς πιο αναλυτική αναφορά. Η επιστολή της 29.1.1998 ουδόλως εισηγείτο ότι η κοινοποιούμενη τοποθέτηση της Τράπεζας δεν ελήφθη αρμοδίως, ούτε έγινε έτσι αντιληπτή από την εφεσείουσα. Το ότι η εφεσείουσα δεν γνώριζε ότι η απόφαση είχε τύχει της έγκρισης του Διοικητή της Τράπεζας ασφαλώς δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Προς τούτο δεν είναι καθόλου σχετική η αναφορά που γίνεται στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, όπου το θέμα ήταν διαφορετικό και αφορούσε την πληρότητα και επάρκεια της γνώσης της ίδιας της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία και δεν κοινοποιήθηκε σαν τέτοια στην αιτήτρια. Εδώ η εφεσείουσα γνώριζε ευθέως από τις 29.1.1998 με την εν λόγω επιστολή την τοποθέτηση της Τράπεζας επί του αιτήματός της και τους λόγους για την απόρριψή του. Η επιστολή εκείνη συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία δεν προσεβλήθη. Αντ' αυτής προσεβλήθη η επιστολή της 13.3.1998 η οποία μόνο βεβαιωτική της ήδη κοινοποιηθείσας απόφασης ήταν, χωρίς να τη διαφοροποιεί καθ' οιονδήποτε τρόπο και χωρίς να προέκυπτε κατόπιν νέας έρευνας επί νέων στοιχείων. Ούτε υπήρχε οποιαδήποτε διαφοροποίηση στην αρμοδιότητα με βάση την οποία εστάλησαν οι δύο επιστολές.
Κατά τα λοιπά, η εισήγηση για αναρμοδιότητα θα ήταν θέμα ουσίας του οποίου θα μπορούσε να επιληφθεί το δικαστήριο μόνο εφ' όσον είχε ενώπιόν του εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.