ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 564
12 Ιουνίου, 2001
[ΠΙΚΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
FOOD PRESERVING & CANNING INDUSTRIES LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2792)
Φορολογία ― Φορολογία Εισοδήματος ― Κέρδος από εμπορία γης ― Κριτήρια χαρακτηρισμού της πώλησης ως εμπορίας και του κέρδους από αυτή εμπορικού ― Νομολογία ― Ορθά δεν δόθηκε βαρύτητα στην αιτία της πώλησης που ήταν η αποπληρωμή δανείων ― Ορθά δεν δόθηκε βαρύτητα στην παρέλευση ετών από την προηγούμενη πώληση ― Ορθά λήφθηκε υπόψη πως η εμπορία γης ήταν ένας από τους σκοπούς της εταιρείας.
Η εφεσείουσα εταιρεία προσέβαλε την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή της κατά της φορολογίας εισοδήματος, για κέρδος που προέκυψε από πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας της, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι αναγκάστηκαν να πωλήσουν τα οικόπεδα στην Τράπεζα Κύπρου για εξόφληση χρέους τους.
Το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί. Κατ' αρχήν σημειώνεται ότι οι προηγούμενες πωλήσεις οικοπέδων είχαν φορολογηθεί με φόρο εισοδήματος βάσει της φορολογικής δήλωσης των ίδιων των εφεσειόντων και σύμφωνα με τους λογαριασμούς που οι ίδιοι υπέβαλαν. Η μόνη διαφορά, είναι το γεγονός ότι στην πώληση αυτή τη φορά προέβηκαν ύστερα από πιέσεις από την τράπεζα για εξόφληση του χρέους τους.
Η κρίσιμη ερώτηση δεν αφορά τον τρόπο αποχωρισμού από στοιχείο του ενεργητικού, αλλά το χαρακτήρα του ενεργητικού, δηλαδή κατά πόσο είναι εμπορικού ή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα.
Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η επισήμανση ότι σε εννιά χρόνια από της κτήσης των οικοπέδων μόνο 13 είχαν διατεθεί, ενώ τα άλλα 48 διατέθηκαν όλα μαζί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Θα μπορούσε αγοραστής αντί της Τράπεζας Κύπρου, να ήταν οποιοσδήποτε άλλος. Σκοπός της πώλησης ήταν η συλλογή χρημάτων προς κάλυψη υποχρεώσεών τους. Κάλλιστα όμως μπορούσε να ήταν η κάλυψη οποιασδήποτε άλλης τους ανάγκης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο κύριος σκοπός της εταιρείας ήταν η παραγωγή ειδών ζαχαροπλαστικής και όχι η ανάπτυξη γης. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι σύνηθες να αναγράφονται στο ιδρυτικό έγγραφο σκοποί που καλύπτουν μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Οι σκοποί για τους οποίους ιδρύεται μια εταιρεία είναι αυτοί που αναφέρονται στο ιδρυτικό της έγγραφο. Οι σκοποί αυτοί έχουν ίση σημασία και εφαρμογή, εφ΄ όσον καθορίζουν για τους σκοπούς του νόμου το πλαίσιο των εξουσιών μέσα στο οποίο μια εταιρεία δικαιούται να ενεργεί, ζήτημα που δεν αφορά μόνο την ίδια την εταιρεία, αλλά το ευρύ κοινό. Οι σκοποί μιας εταιρείας, όπως αυτοί ορίζονται στο ιδρυτικό της έγγραφο, δεν συνιστούν το αποκλειστικό κριτήριο για την κατάταξη μιας πώλησης ως συνιστώσης εμπορία. Η συγκεκριμένη δοσοληψία που αποτελεί το αντικείμενο της φορολόγησης εξετάζεται υπό το φως όλων των γεγονότων που την περιβάλλουν.
Η παρέλευση μακρού χρόνου μεταξύ των πωλήσεων των οικοπέδων, δεν είναι καθοριστικό στοιχείο, στο να αποφασιστεί κατά πόσο η συγκεκριμένη συναλλαγή συνιστά εμπορία.
Τα κριτήρια διάκρισης εμπορίας και επένδυσης έχουν διαμορφωθεί σε μια μακρά σειρά δικαστικών αποφάσεων οι οποίες αναφέρονται από το πρωτόδικο δικαστήριο.
Μερικά από τα κριτήρια είναι το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρόμοιων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την πώληση, το κίνητρο, η μέθοδος χρηματοδότησης, η γνώση του ιδιοκτήτη, ο τρόπος απόκτησης και το πώς χρησιμοποιήθηκε το προϊόν της πώλησης. Τα κριτήρια αυτά είναι αντικειμενικά, δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.
Τέλος οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και χωρίς οποιανδήποτε μαρτυρία έκρινε ότι ένας εκ των διευθυντών των εφεσειόντων ήταν έμπειρος στη διαχείριση και διάθεση οικοπέδων, με αποτέλεσμα λανθασμένα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία αυτή είχε κάποια σχέση στη διάθεση των οικοπέδων το 1979. Είναι φανερό ότι καμιά ιδιαίτερη σημασία δεν δόθηκε στη διαπίστωση αυτή, η οποία αναφέρεται μόνο εν παρόδω στην πρωτόδικη απόφαση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,
Παντζιαρής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 529,
Δημοκρατία v. Matossian (1992) 3 Α.Α.Δ. 399,
Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398,
Georghiades v. Republic (1980) 3 C.L.R. 525,
Δημοκρατία v. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346,
Colakides Development Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 239,
Γκαράνης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 13,
Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 565,
Κτηματική Εταιρεία Α. Χ'Σάββα Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593,
Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αρ. Προσφυγής 595/96) ημερομηνίας 29/1/99 με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της φορολόγησής τους με φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά για κέρδος τους από πώληση αριθμού οικοπέδων.
Ι. Λοϊζίδου για Λ. Δημητριάδη, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π. : Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένης στο μητρώο εταιρειών με κύρια δραστηριότητα την παραγωγή και διάθεση ειδών ζαχαροπλαστικής. Το 1970 ένας από τους δύο διευθυντές της εταιρείας πώλησε στους εφεσείοντες 61 οικόπεδα αντί συνολικού ποσού £77.479. Σε μεταγενέστερο στάδιο οι εφεσείοντες πώλησαν αρκετά από τα οικόπεδα αυτά, το κέρδος δε υπολογίστηκε για σκοπούς φόρου εισοδήματος σύμφωνα με τους υποβληθέντες λογαριασμούς.
Το 1979, προς εξόφληση δανείου τους με την Τράπεζα Κύπρου πώλησαν σ' αυτήν αριθμό οικοπέδων τα οποία ήταν βεβαρημένα με υποθήκη προς εξασφάλιση του πιο πάνω δανείου. Η τακτοποίηση του δανείου αξιωνόταν πιεστικά από την τράπεζα.
Το κέρδος που πραγματοποιήθηκε κρίθηκε από το Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ως εμπορικό και οι εφεσείοντες φορολογήθηκαν ανάλογα, με φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά. Σχετική ένστασή τους απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση.
Προσφυγή η οποία ασκήθηκε εναντίον της πιο πάνω απόφασης των καθ' ων η αίτηση απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο. Με την παρούσα έφεση οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν έδωσε την πρέπουσα βαρύτητα στο γεγονός ότι αναγκάστηκαν να πωλήσουν τα οικόπεδα στην Τράπεζα Κύπρου για εξόφληση χρέους τους. Επισημαίνεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι η τράπεζα αξίωσε πιεστικά την τακτοποίηση των οφειλών τους και ως εκ τούτου το Δικαστήριο θα έπρεπε να μην δεκτεί ότι η διάθεση των οικοπέδων έγινε για σκοπούς εμπορίας.
Το πιο πάνω επιχείρημα δεν ευσταθεί. Κατ' αρχήν σημειώνεται ότι οι προηγούμενες πωλήσεις οικοπέδων είχαν φορολογηθεί με φόρο εισοδήματος βάσει της φορολογικής δήλωσης των ίδιων των εφεσειόντων και σύμφωνα με τους λογαριασμούς που οι ίδιοι υπέβαλαν. Η μόνη διαφορά, την οποία επικαλούνται βέβαια και οι εφεσίβλητοι, είναι το γεγονός ότι στην πώληση αυτή τη φορά προέβηκαν ύστερα από πιέσεις από την τράπεζα για εξόφληση του χρέους τους.
Δεν βρίσκουμε ότι η διαφορά αυτή διαφοροποιεί την κατάσταση. Όπως έχει επισημανθεί και στην υπόθεση Georghiades ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 659, 669, 670, η κρίσιμη ερώτηση δεν αφορά τον τρόπο αποχωρισμού από στοιχείο του ενεργητικού, αλλά το χαρακτήρα του ενεργητικού, δηλαδή κατά πόσο είναι εμπορικού ή κεφαλαιουχικού χαρακτήρα. (Βλέπε επίσης Παντζιαρής ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 529, όπου αποφασίστηκε, αυτή τη φορά αναφορικά με το άρθρο 5 του περί Φορολογίας τους Εισοδήματος Νόμου, πως κριτήριο για την επιβολή φόρου δεν αποτελεί ο τρόπος διάθεσης της περιουσίας, αλλά η προσκόμιση κέρδους. Βλέπε επίσης Δημοκρατία ν. Matossian (1992) 3 A.A.Δ. 399).
Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και η επισήμανση ότι σε εννιά χρόνια από της κτήσης των οικοπέδων μόνο 13 είχαν διατεθεί, ενώ τα άλλα 48 διατέθηκαν όλα μαζί στη συγκεκριμένη περίπτωση. Θα μπορούσε αγοραστής αντί της Τράπεζας Κύπρου, να ήταν οποιοσδήποτε άλλος. Σκοπός της πώλησης ήταν η συλλογή χρημάτων προς κάλυψη υποχρεώσεών τους. Κάλλιστα όμως μπορούσε να ήταν η κάλυψη οποιασδήποτε άλλης τους ανάγκης.
Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται περαιτέρω ότι το Δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπ' όψιν ότι ο κύριος σκοπός της εταιρείας ήταν η παραγωγή ειδών ζαχαροπλαστικής και όχι η ανάπτυξη γης. Θεωρούν περαιτέρω ότι η αναφορά στους σκοπούς της εταιρείας στο ιδρυτικό της έγγραφο για αγορά και εμπορία ακίνητης περιουσίας, δεν μπορεί να μεταβάλει τον κύριο σκοπό που είναι η εμπορία τροφίμων. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι είναι σύνηθες να αναγράφονται στο ιδρυτικό έγγραφο σκοποί που καλύπτουν μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων, ούτως ώστε διάφορες πράξεις να βρίσκονται εντός των σκοπών της εταιρείας.
Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398, οι σκοποί για τους οποίους ιδρύεται μια εταιρεία είναι αυτοί που αναφέρονται στο ιδρυτικό της έγγραφο. Οι σκοποί αυτοί έχουν ίση σημασία και εφαρμογή, εφ' όσον καθορίζουν για τους σκοπούς του νόμου το πλαίσιο των εξουσιών μέσα στο οποίο μια εταιρεία δικαιούται να ενεργεί, ζήτημα που δεν αφορά μόνο την ίδια την εταιρεία, αλλά το ευρύ κοινό. Στην ίδια απόφαση επισημαίνεται ότι οι σκοποί μιας εταιρείας, όπως αυτοί ορίζονται στο ιδρυτικό της έγγραφο, δεν συνιστούν το αποκλειστικό κριτήριο για την κατάταξη μιας πώλησης ως συνιστώσης εμπορία. Η συγκεκριμένη δοσοληψία που αποτελεί το αντικείμενο της φορολόγησης εξετάζεται υπό το φως όλων των γεγονότων που την περιβάλλουν (Georghiades v. Republic (1980) 3 C.L.R. 525).
Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα δεν έλαβε υπ' όψιν τη χρονική περίοδο που μεσολάβησε από την απόκτηση των οικοπέδων και τη διάθεσή τους. Συγκεκριμένα επισημαίνεται ότι μέχρι το 1979, εννιά δηλαδή χρόνια μετά την απόκτησή τους, διατέθηκαν μόνο 13 οικόπεδα, ενώ τα υπόλοιπα 48 διατέθηκαν όλα μαζί προς την Τράπεζα Κύπρου.
Τα πιο πάνω δεν είναι καθοριστικά στο να αποφασιστεί κατά πόσο η συγκεκριμένη συναλλαγή συνιστά εμπορία. Οι εφεσείοντες θεωρούσαν ως μέρος των αποθεμάτων τους και τα διατηρούσαν στο κυκλοφορούν ενεργητικό και διαθέσιμα προς πώληση. Εξ άλλου οι ίδιοι στους λογαριασμούς τους περιλάμβαναν και τους τόκους για εξόφληση του τιμήματος αγοράς τους, ως έξοδα για απόκτηση εισοδήματος.
Τα κριτήρια διάκρισης εμπορίας και επένδυσης έχουν διαμορφωθεί σε μια μακρά σειρά δικαστικών αποφάσεων οι οποίες αναφέρονται από το πρωτόδικο δικαστήριο (βλέπε Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346, Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (ανωτέρω), Colakides Development Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 239, Γκαράνης ν. Δημοκρατίας, (1998) 3 Α.Α.Δ. 13, Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 565).
Μερικά από τα κριτήρια είναι το αντικείμενο της περιουσίας, η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας, η συχνότητα παρόμοιων πράξεων, η συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται, οι περιστάσεις που υπαγόρευσαν την πώληση, το κίνητρο, η μέθοδος χρηματοδότησης, η γνώση του ιδιοκτήτη, ο τρόπος απόκτησης και το πώς χρησιμοποιήθηκε το προϊόν της πώλησης (Κτηματική Εταιρεία Α. Χ" Σάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593). Τα κριτήρια αυτά είναι αντικειμενικά (Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15), δεν είναι εξαντλητικά και κανένα από μόνο του δεν είναι καθοριστικό.
Μπορεί στην παρούσα περίπτωση ορισμένα κριτήρια να ικανοποιούνται και άλλα όχι. Όμως λαμβάνοντάς τα υπ' όψιν στο σύνολό τους δεν μπορούμε παρά να δεκτούμε ότι η απόφαση του Εφόρου είναι εύλογη.
Τέλος οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα και χωρίς οποιανδήποτε μαρτυρία έκρινε ότι ένας εκ των διευθυντών των εφεσειόντων ήταν έμπειρος στη διαχείριση και διάθεση οικοπέδων, με αποτέλεσμα λανθασμένα να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία αυτή είχε κάποια σχέση στη διάθεση των οικοπέδων το 1979. Είναι φανερό ότι καμιά ιδιαίτερη σημασία δεν δόθηκε στη διαπίστωση αυτή, η οποία αναφέρεται μόνο εν παρόδω. Μάλιστα το Δικαστήριο σημειώνει ότι η προσωπική δραστηριότητα του διευθυντή στον τομέα των αγοραπωλησιών ακινήτων δεν επηρεάζει την εταιρεία που αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα, επισημαίνοντας απλά ότι ο διευθυντής, το πρόσωπο που ενεργούσε για λογαριασμό των εφεσειόντων, ήταν έμπειρος στον τομέα αυτό.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται, μέ έξοδα εναντίον των εφεσειόντων τα οποία υπολογίζουμε και επιδικάζουμε στις £500.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.