ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PRES. OF REPUBLIC ν. HOUSE OF R/NTATIVES (1985) 3 CLR 1724
PRES. OF REPUBLIC ν. HOUSE OF R/NTATIVES (1985) 3 CLR 2165
Πρ. Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 ΑΑΔ 252
Δημοκρατία ν. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 ΑΑΔ 458
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Bουλής των Aντιπροσώπων (Aρ. 1) (2000) 3 ΑΑΔ 157
Kυπριακή Δημοκρατία ν. The Philips College και Άλλων (2000) 3 ΑΑΔ 723
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ν. ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ, ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 1/2008, 15 Ιανουαρίου 2009
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 5) (2014) 3 ΑΑΔ 518, ECLI:CY:AD:2014:C830
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2011) 3 ΑΑΔ 72
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 1) (2009) 3 ΑΑΔ 23
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2001) 3 ΑΑΔ 519
(2001) 3 ΑΑΔ 83
16 Φεβρουαρίου, 2001
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 140 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ,
ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 1),
Καθ' ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 1/2000)
Ο περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμος του 2000 ― Κατά πόσο συγκρούεται με τα Άρθρα 61 και 179 του Συντάγματος ― Το Άρθρο 5(2) του Νόμου, το οποίο δεν διασπάται από την ενιαία νομοθετική διάταξη, είναι αντισυνταγματικό, γιατί έρχεται σε αντίθεση με το Άρθρο 61 του Συντάγματος και συνακόλουθα το Άρθρο 179 αυτού, εφόσον προβλέπει για την προηγούμενη συμφωνία της Βουλής αναφορικά με διορισμούς αξιωματούχων διοικητικής αρχής.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 140.1 του Συντάγματος ― Εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού ― Εκτείνεται είτε στο σύνολο του νόμου ή σε συγκεκριμένη διάταξή του.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιζήτησε με την παρούσα αναφορά, γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του «περί καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000» βρισκόταν σε αντίθεση ή ήταν ασύμφωνο με τα Άρθρα 61 και 179 του Συντάγματος.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωματεύοντας ότι το συγκεκριμένο άρθρο ήταν αντισυνταγματικό, αποφάσισε ότι:
1. Το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του Νόμου προβλέπει:-
«(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με προηγούμενη σύμφωνη Απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, από κατάλογο προσώπων που υποβάλλεται από τις οργανώσεις των αντιστασιακών.»
Θέση του Προέδρου είναι ότι η ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό των μελών της Επιτροπής εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του Σώματος, γιατί ο διορισμός των μελών διοικητικής αρχής ή οργάνου συνιστά αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι το Κυπριακό Σύνταγμα θεμελιώνεται στη διάκριση των εξουσιών, αρχή η οποία περιορίζει, αφενός, την κάθε Εξουσία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της και αποκλείει, αφετέρου, την ανάληψη από μία Εξουσία αρμοδιοτήτων άλλης Εξουσίας ή την εισχώρηση μιας Εξουσίας στο πεδίο λειτουργίας άλλης.
Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποκλείει την ανάμειξη της Βουλής στη συγκρότηση διοικητικών οργάνων, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν επιχειρείται, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί. Και στα δύο νομοθετήματα, που αποτέλεσαν το αντικείμενο σύγκρισης, προβλέπεται η συμμετοχή της Βουλής στο έργο επιλογής των μελών διοικητικής αρχής και, για τους ίδιους λόγους, είναι ανεπίτρεπτη. Μπορεί, μάλιστα, να λεχθεί ότι, στην προκείμενη περίπτωση, αυτοί τούτοι οι διορισμοί τίθενται υπό την αίρεση της Βουλής και, για το λόγο αυτό, η ανάμειξή της στο διοριστικό έργο είναι δραστικότερη, σε σύγκριση με την «επικύρωση» των διορισμών, που ήταν η διάταξη του νόμου η οποία αποκηρύχθηκε ως αντισυνταγματική στην Αναφορά 4/99.
Η νόμω κρατούσα δημοκρατία, αποτελεί τον αντίποδα του πραξικοπήματος. Η λειτουργία της δεν χωρεί καμιά απόκλιση από τη συνταγματική τάξη, στην οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου.
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του Νόμου, κατά τρόπο άμεσο και αποφασιστικό, παρέχει λόγο και έρεισμα ανάμειξης της Βουλής στο διοριστικό έργο αξιωματούχων διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, είναι αντισυνταγματικό.
Συνταγματικά ενστάσιμες είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5(2), που αφορούν την ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό των μελών της Επιτροπής. Δεν είναι εφικτή η διάσπαση των ενστάσιμων προνοιών του Άρθρου 5(2), εφόσον αποτελούν μέρος ενιαίας νομοθετικής διάταξης, ρυθμιστικής του διορισμού των μελών της Επιτροπής. Καθώς επισημαίνεται στην Αναφορά 4/99:-
2. Όπως επισημάνθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 157:
«Η εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού εκτείνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος, στο σύνολο του νόμου ή μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένη διάταξή του. Η αντισυνταγματικότητα διάταξης ή διατάξεων του νόμου συμπαρασύρει και το υπόλοιπο μέρος του, εάν η νομοθεσία αποτελεί ενιαίο σύνολο. Έχει αυτό το χαρακτηριστικό, οποτεδήποτε οι πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, οπόταν δε χωρεί διάσπασή τους.»
3. Γνωμάτευση ότι το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000, είναι αντισυνταγματικό, γιατί παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και, επομένως, έρχεται σε αντίθεση προς το Άρθρο 61 του Συντάγματος, που συναρτά την εξουσία της Βουλής με το νομοθετείν και, συνακόλουθα, προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος, που καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 157,
Pres. of Republic v. House of Representatives (1985) 3 C.L.R. 2165,
Δημοκρατία v. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1992) 3 Α.Α.Δ. 458,
Δημοκρατία v. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,
Κυπριακή Δημοκρατία v. The Philips College κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 723,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1991) 3 Α.Α.Δ. 252.
Αναφορά.
Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας για γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του "περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000», (ο «Νόμος»), ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις του Άρθρου 61 του Συντάγματος, που προσδιορίζει τις εξουσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων, και, κατ' επέκταση, του Άρθρου 179 του Συντάγματος.
Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας επιζητά τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του «περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000», (ο «Νόμος»), ευρίσκεται σε αντίθεση ή είναι ασύμφωνο με τις διατάξεις του Άρθρου 61 του Συντάγματος, που προσδιορίζει τις εξουσίες της Βουλής των Αντιπροσώπων, και, κατ' επέκταση, του Άρθρου 179 του Συντάγματος, το οποίο καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας. Το συνταγματικό αυτό ερώτημα είναι το αντικείμενο της Αναφοράς που εξετάζουμε.
Σκοπός του νόμου είναι η καθιέρωση της τραγικής για την ιστορία του τόπου και της συνταγματικής τάξης ημέρας της 15ης Ιουλίου, 1974, κατά την οποία εκδηλώθηκε το καταστροφικό πραξικόπημα, ως ημέρας μνήμης και τιμής, η αναγνώριση όσων έπεσαν και αγωνίστηκαν για την προάσπιση της Δημοκρατίας και η απόδοση της τιμής που αρμόζει σ' αυτούς.
Η υλοποίηση των σκοπών του Νόμου, ανατίθεται σε Επιτροπή, η σύσταση της οποίας προβλέπεται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του Νόμου. Σ' αυτό το μέρος του νομοθετήματος εστιάζονται οι συνταγματικές ενστάσεις του Προέδρου, όπως προκύπτει από τη θεραπεία η οποία επιδιώκεται και όπως βεβαίωσε ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος τον εκπροσώπησε, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου.
Όπως επισημάναμε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 157:-
«Η εξουσία αποκήρυξης νόμου ως αντισυνταγματικού εκτείνεται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος, στο σύνολο του νόμου ή μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένη διάταξή του. Η αντισυνταγματικότητα διάταξης ή διατάξεων του νόμου συμπαρασύρει και το υπόλοιπο μέρος του, εάν η νομοθεσία αποτελεί ενιαίο σύνολο. Έχει αυτό το χαρακτηριστικό, οποτεδήποτε οι πρόνοιες του νόμου είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, οπόταν δε χωρεί διάσπασή τους - (βλ. Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 1724. Pres. of Republic v. House o R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 2165).»
Στο ερώτημα, αν, υπό το φως της νομολογίας, είναι παραδεκτή η διαγραφή μόνο του ενστάσιμου μέρους της σχετικής διάταξης του Άρθρου 7(2), στην προμνησθείσα Αναφορά, λέχθηκε:-
«Η απάντηση είναι αρνητική, εφόσον συνιστά μέρος ενιαίας νομοθετικής πρόνοιας, ρυθμιστικής του διορισμού των μελών της Επιτροπής.»
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του Νόμου προβλέπει:-
«(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο με προηγούμενη σύμφωνη Απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων από κατάλογο προσώπων που υποβάλλεται από τις οργανώσεις των αντιστασιακών.»
Θέση του Προέδρου είναι ότι η ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό των μελών της Επιτροπής εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του Σώματος, γιατί ο διορισμός των μελών διοικητικής αρχής ή οργάνου συνιστά αρμοδιότητα της Εκτελεστικής Εξουσίας.
Αδιαμφισβήτητο είναι ότι το κυπριακό Σύνταγμα θεμελιώνεται στη διάκριση των εξουσιών, αρχή η οποία περιορίζει, αφενός, την κάθε Εξουσία στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της και αποκλείει, αφετέρου, την ανάληψη από μία Εξουσία αρμοδιοτήτων άλλης Εξουσίας ή την εισχώρηση μιας Εξουσίας στο πεδίο λειτουργίας άλλης.
Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, (ανωτέρω), το Άρθρο 7(2), το οποίο ρύθμιζε τη σύσταση Επιτροπής για την υλοποίηση των σκοπών του περί της Αναγνώρισης όλων των Αγώνων του Κυπριακού Λαού για Ελευθερία και Δημοκρατία (Τιμητικές Διακρίσεις) Νόμου του 1999, κηρύχθηκε αντισυνταγματικό, επειδή προέβλεπε την επικύρωση του διορισμού των μελών της Επιτροπής από τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Στην ίδια Αναφορά επαναλαμβάνεται η παγιωμένη θέση ότι:-
«Αποκλείεται η ανάμειξη της Βουλής άμεσα ή έμμεσα και κάτω από οποιοδήποτε μανδύα σε διορισμούς στο δημόσιο. λειτουργία, εξ ορισμού, αναγόμενη στην Εκτελεστική Εξουσία.»
Εκτός από την απόφαση στην Αναφορά 4/99, ο Γενικός Εισαγγελέας παρέπεμψε και σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες αντανακλούν τη στερεωθείσα νομολογιακή θέση - ότι αποκλείεται η ανάμειξη της Νομοθετικής Εξουσίας σε διορισμούς στο δημόσιο - (βλ. Pres. of Republic v. House of R/ntatives (1985) 3 C.L.R. 2165, Δημοκρατία ν. Βουλής Αντιπροσώπων (Αρ.3) (1992) 3 Α.Δ.Δ. 458, Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363, Κυπριακή Δημοκρατία ν. The Philips College (2000) 3 Α.Α.Δ. 723).
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, εισηγήθηκε ότι διακρίνονται οι διατάξεις του Άρθρου 5(2) του Νόμου από εκείνες του Άρθρου 7(2), του νόμου που αποτέλεσε το αντικείμενο θεώρησης στην Αναφορά 4/99, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι, σε αντίθεση προς εκείνη την περίπτωση, η ανάμειξη της Βουλής στη σύσταση της Επιτροπής, που προβλέπεται στο Νόμο που εξετάζουμε, περιορίζεται σε προηγούμενη συμφωνία του Σώματος. Αντιδιαστέλλεται, όπως εισηγήθηκε, ως εκ της φύσεώς της, τέτοια ανάμειξη στο διοριστικό έργο από την «επικύρωση», που αποτελεί πράξη διοίκησης.
Η διάκριση, η οποία επιχειρείται, στερείται καταφανώς ερείσματος. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών αποκλείει την ανάμειξη της Βουλής στη συγκρότηση διοικητικών οργάνων, υπό οποιαδήποτε μορφή και αν επιχειρείται, όπως έχει επανειλημμένα αποφασιστεί. Και στα δύο νομοθετήματα, που αποτέλεσαν το αντικείμενο σύγκρισης, προβλέπεται η συμμετοχή της Βουλής στο έργο επιλογής των μελών διοικητικής αρχής και, για τους ίδιους λόγους, είναι ανεπίτρεπτη. Μπορεί, μάλιστα, να λεχθεί ότι, στην προκείμενη περίπτωση, αυτοί τούτοι οι διορισμοί τίθενται υπό την αίρεση της Βουλής και, για το λόγο αυτό, η ανάμειξή της στο διοριστικό έργο είναι δραστικότερη, σε σύγκριση με την «επικύρωση» των διορισμών, που ήταν η διάταξη του νόμου η οποία αποκηρύχθηκε ως αντισυνταγματική στην Αναφορά 4/99.
Άλλο επιχείρημα, το οποίο προβλήθηκε εκ μέρους της Βουλής, είναι ότι η ανάγκη για τη θέσπιση του Νόμου προκλήθηκε από την «αντισυνταγματική στάση» των πραξικοπηματιών και, επομένως, η ρύθμιση του θέματος εκφεύγει του συνταγματικού πλαισίου, διότι αφορά θέμα μη προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αρμοδιότητας. Η νόμω κρατούσα δημοκρατία αποτελεί τον αντίποδα του πραξικοπήματος. Η λειτουργία της δε χωρεί καμιά απόκλιση από τη συνταγματική τάξη, στην οποία θεμελιώνεται το κράτος δικαίου - (βλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντιπρ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 252).
Το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του Νόμου, κατά τρόπο άμεσο και αποφασιστικό, παρέχει λόγο και έρεισμα ανάμειξης της Βουλής στο διοριστικό έργο αξιωματούχων διοικητικής αρχής. Κατά συνέπεια, είναι αντισυνταγματικό. Οι διατάξεις του Άρθρου 5(2) διαχωρίζονται από τον υπόλοιπο Νόμο, εφόσον, με τη διαγραφή τους, «δεν πλήττεται ο πυρήνας του νόμου και δεν αλλοιώνονται οι σκοποί του.» - (βλ. απόφαση στην Αναφορά 4/99, (ανωτέρω)).
Συνταγματικά ενστάσιμες είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5(2), που αφορούν την ανάμειξη της Βουλής στο διορισμό των μελών της Επιτροπής. Δεν είναι εφικτή η διάσπαση των ενστάσιμων προνοιών του Άρθρου 5(2), εφόσον αποτελούν μέρος ενιαίας νομοθετικής διάταξης, ρυθμιστικής του διορισμού των μελών της Επιτροπής. Καθώς επισημαίνεται στην Αναφορά 4/99:-
«Η ανασύσταση νομοθετικής διάταξης επάγεται την αναμόρφωση του περιεχομένου της από το δικαστήριο, διαδικασία που κείται εκτός του πλαισίου της δικαστικής λειτουργίας (διάκριση εξουσιών).»
Γνωματεύουμε ότι το εδάφιο (2) του Άρθρου 5 του περί Καθιέρωσης της 15ης Ιουλίου 1974 ως ημέρας Μνήμης και Τιμής των Πεσόντων και Αγωνισθέντων για τη Δημοκρατία Νόμου του 2000, είναι αντισυνταγματικό, γιατί παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και, επομένως, έρχεται σε αντίθεση προς το Άρθρο 61 του Συντάγματος, που συναρτά την εξουσία της Βουλής με το νομοθετείν και, συνακόλουθα, προς το Άρθρο 179 του Συντάγματος, που καθιστά το Σύνταγμα τον υπέρτατο νόμο της Δημοκρατίας.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.