ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 987
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2875
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών
Μεταξύ
:-Ροζάννας-Αμφιτρίτης Κούτσιου, από τη Λεμεσό,
Εφεσείουσας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Εφεσιβλήτων
------------------------
15 Νοεμβρίου, 2001
Για την Εφεσείουσα: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Εφεσίβλητους: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
------------------------
ΠΙΚΗΣ, Π
.: Με την απόφαση, που ακολουθεί, είναι σύμφωνος και ο Κρονίδης, Δ.------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα, Διοικητικός Λειτουργός Α στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, υπηρετούσε στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, στη Λεμεσό. Μετά από πρόταση του Υπουργείου Οικονομικών, όπου ανήκει το Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, και απόφαση της Ε.Δ.Υ., η εφεσείουσα μετατέθηκε στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων, στη Λευκωσία.
Η πρόταση για τη μετάθεσή της υποβλήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών και υπογράφηκε «για Γενικό Διευθυντή» από τον κ. Παρέλλη, Λειτουργό του Υπουργείου Οικονομικών.
Αναμφισβήτητο είναι ότι τηρήθηκαν όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται για τη μετάθεση προσωπικού από μία πόλη σε άλλη. Δόθηκε στην εφεσείουσα η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις της και να υποβάλει παραστάσεις, έντονες πρέπει να λεχθεί, κατά της μετάθεσής της. Ως αποκαλύπτει το πρακτικό, στο οποίο στοιχειοθετείται η επίδικη διοικητική απόφαση, η Ε.Δ.Υ. εξέτασε όλα τα ενδεχόμενα πριν καταλήξει στην απόφασή της - ότι ενδείκνυται η μετάθεση της εφεσείουσας, χάριν των αναγκών της Υπηρεσίας.
Ως σημαίνων λόγος, προς ακύρωση της υπό αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, προβλήθηκε η υπογραφή της επιστολής προς μετάθεση της εφεσείουσας από πρόσωπο άλλο από το Γενικό Διευθυντή
. γεγονός που παραμένει αμετάβλητο από τη χρήση της πρόθεσης «για».Το πρωτόδικο Δικαστήριο δε διαπίστωσε οποιαδήποτε ατέλεια στην υποβολή της πρότασης, αποδεχόμενο ότι η επιστολή προήλθε από το Γενικό Διευθυντή και ότι η ενέργειά του είχε την έγκριση της αρμόδιας αρχής - του Υπουργού, στον οποίο παρέχεται η εξουσία υποβολής πρότασης προς μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου - (΄Αρθρο 48(2) - περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, (Ν. 1/90)
).Η ίδια η επιστολή έχει ως ακολούθως:-
«΄Εχω οδηγίες να υποβάλω πρόταση για μετάθεση της κας Ροζάννας-Αμφιτρίτης Κούτσιου, Διοικητικού Λειτουργού Α΄, Γ.Δ.Π., από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας στο Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων, για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 6 της συνημμένης πρότασης.»
Δεν τέθηκε, υποδεικνύει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο,τιδήποτε ενώπιόν του, το οποίο να κλονίζει το τεκμήριο της κανονικότητας - «...ότι, δηλαδή, η πρωτοβουλία ανήκε στον Υπουργό και την άσκησε μέσω του Γενικού Διευθυντή». Παραπέμπει προς τούτο στην Βεληγκέκα ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 792/90, 15/12/90, όπου το Δικαστήριο επισήμανε:-
«... η Διοίκηση είναι ο κριτής της ανάγκης για τη μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο ότι διενεργήθηκε χάριν του δημοσίου συμφέροντος.»
Περαιτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, στη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης, συνεκτιμήθηκε κάθε τι σχετικό με αυτή, για να καταλήξει ότι η έρευνα υπήρξε άρτια και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. δεόντως αιτιολογημένη.
Ενώπιόν μας η εφεσείουσα πρόβαλε ανάλογες θέσεις με εκείνες που έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την εγκυρότητα της εισήγησης για τη μετάθεσή της, προβάλλοντας το γεγονός ότι αυτή δεν υπογράφηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, αλλά από υφιστάμενό του. Υποστήριξε ότι η χρήση της πρόθεσης «για» δεν καθιστά την πρόταση για μετάθεση έκφραση του Γενικού Διευθυντή. Προς επίρρωση των θέσεών της, επικαλέστηκε την πρωτόδικη απόφαση στη Σιημητρά ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 491/98, 12/1/99, όπου, κάτω από ανάλογες συνθήκες, κρίθηκε ότι επιστολή, υπογραφείσα από υφιστάμενο «για Γενικό Διευθυντή», δεν μπορούσε να ταυτιστεί με πρόταση του ίδιου του Γενικού Διευθυντή. Στην απουσία οποιασδήποτε σημείωσης, στην οποία να καταγράφονται οι οδηγίες των ιεραρχικά προϊσταμένων, αποφασίστηκε, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή η επιστολή ως αυθεντική έκφραση του ίδιου του Γενικού Διευθυντή. Εφόσον δε η επιστολή εξομοιούται με επιστολή του υφισταμένου του Γενικού
Διευθυντή, τίθεται και το ερώτημα από πού προήλθαν οι οδηγίες προς τον υφιστάμενο για την υποβολή της πρότασης.Η πλειοψηφία του Δικαστηρίου κρίνει, για τους λόγους που παρέχονται στην απόφαση του Καλλή, Δ., ότι, και στην προκείμενη περίπτωση, η επιστολή δεν προήλθε από το Γενικό Διευθυντή και, για το λόγο αυτό, η πρωτόδικη απόφαση υπόκειται σε παραμερισμό και η επίδικη διοικητική απόφαση σε ακύρωση. Διάφορη είναι η δική μου άποψη και αντίθετη η κατάληξή μου, θέσεις με τις οποίες ταυτίζεται και ο Κρονίδης
, Δ. Παρακάτω εκθέτω τους λόγους που μας οδηγούν σ' αυτές:-Το «για» ως πρόθεση - (έχει και άλλες χρήσεις: μόριο, σύνδεσμος) - προέρχεται από το αρχαίο «διά» - (βλ. «Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσης»
, Ι. Σταματάκου, Τόμος Πρώτος). συντάσσεται δε με αιτιατική και «... δηλοί: την αιτίαν διά την οποίαν γίνεται τι, τον λόγον, το 'αναγκαστικόν αίτιον' ...», (σελ. 889). Το «για», στο πλαίσιο που χρησιμοποιείται στην προκείμενη υπόθεση, υποδηλώνει ότι η επιστολή υπογράφηκε από υφιστάμενο Λειτουργό εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή. για λογαριασμό του. ΄Οτι του δόθηκε αυτή η εντολή - να υπογράψει εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή την επιστολή - δεν αμφισβητήθηκε. Πρόκειται για πρόταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία, στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας, υπογράφηκε από υφιστάμενο Λειτουργό εκ μέρους του, κάτι το σύνηθες στη Δημόσια Υπηρεσία. Σε συμφωνία με το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνουμε ότι δεν υπάρχει τίποτε, που να κλονίζει την αυθεντικότητα της προέλευσης της πρότασης από το Γενικό Διευθυντή.Η θέση, την οποία υιοθετούμε, υποστηρίζεται από την απόφαση του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μαλιώτη, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6426, 22/6/98, όπου κρίθηκε ότι η έφεση, υπογραφείσα από δικηγόρο της Δημοκρατίας «για το Γενικό Εισαγγελέα»
, συνιστούσε έφεση του Γενικού Εισαγγελέα*. Η ίδια προσέγγιση χαρακτηρίζει και την απόφαση της Ολομέλειας στη Χαράλαμπος Γιάγκου, Αίτηση στην Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 10259, 2/12/98.Το θέμα που εξετάζεται έχει συμπλεχθεί και με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες του Υπουργού, της «αρμόδιας αρχής», και του Γενικού Διευθυντή, μέσω του οποίου ο Υπουργός «συνήθως ενεργεί». Επί τούτου του θέματος, οι απόψεις μας είναι οι ακόλουθες:-
Η διατύπωση του πλαισίου λειτουργίας της αρμόδιας αρχής στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο δεν είναι τυχαία. Προβλέπεται, στην περίπτωση υπουργείου, ότι αρμόδια αρχή είναι ο Υπουργός «... που ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου για τους υπαλλήλους του Υπουργείου του και κάθε Τμήματος που υπάγεται σ' αυτό
.». Η φράση «ενεργεί συνήθως μέσω του Γενικού Διευθυντή» μεταθέτει το «ενεργείν» της αρμόδιας αρχής στο Γενικό Διευθυντή. Ο όρος «συνήθως» καλύπτει όλες εκείνες τις περιπτώσεις, που αφορούν το προσωπικό του Υπουργείου σε σχέση με την υπηρεσιακή του θέση και υπόσταση. όπου η ανάμειξη του Υπουργού είναι ανεπίτρεπτη. Αυτό προκύπτει από τη διάκριση που γίνεται στο Σύνταγμα μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας. Η διάκριση αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια στη Charilaos Frangoulides (No. 2) and The Republic of Cyprus, through The Public Service Commission (1966) 3 C.L.R. 676. Το ασυμβίβαστο των δύο λειτουργιών, του Υπουργού και του δημοσίου υπαλλήλου, βάσει των σχετικών συνταγματικών διατάξεων, καθιστά ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε ανάμειξη του Υπουργού σε θέματα που άπτονται της υπηρεσιακής θέσης του προσωπικού - (βλ. ΄Αρθρα 49, 59.2, 122 και 125 του Συντάγματος).Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος, που θεσπίστηκε το 1967 - (Ν. 33/67), χρησιμοποιεί την ορολογία που υιοθετείται και από το διάδοχο Νόμο περί Δημόσιας Υπηρεσίας
- (Ν. 1/90), ως προς το πλαίσιο λειτουργίας της αρμόδιας αρχής.Η αναγνώριση της διάκρισης μεταξύ πολιτικής εξουσίας και διοικητικής λειτουργίας, σε σχέση με το προσωπικό της Δημόσιας Υπηρεσίας, υιοθετείται σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων, μπορεί δε να χαρακτηριστεί ως θεμελιακή αρχή της λειτουργίας της Δημόσιας Υπηρεσίας - (βλ. Αποφάσεις της Ολομέλειας στη
C.T.O. v. HadjiDemetriou (1987) 3 C.L.R. 780. Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 941 και 944, 10/4/90. ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159, (απόφαση πλειοψηφίας).Η ίδια αρχή έτυχε έγκρισης, στη γενικότητά της, στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 206, με την επιφύλαξη όμως ότι δεν αποκλείεται η ανάθεση διοικητικής λειτουργίας σε πολιτικό όργανο, εκτός όπου η εξουσία παρέχεται από το Σύνταγμα σε άλλη αρχή. Τη διαφωνία μου με την απόφαση στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1), (ανωτέρω), την διατύπωσα στην απόφαση μειοψηφίας, που εξέδωσα στην ίδια υπόθεση. Εκεί εξηγώ ότι η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναγνωρίζει ότι η διάκριση μεταξύ πολιτικής και διοικητικής λειτουργίας διαπερνά ολόκληρο το πεδίο της Δημόσιας Υπηρεσίας, αναφορικά με το προσωπικό. Αντανακλά δε τη συνταγματική αρχή για το θεσμικό αποκλεισμό πολιτικής επιρροής στη Δημόσια Υπηρεσία - (βλ., επίσης, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 1531, 30/5/97).
Ανεξάρτητα από τις θέσεις μου στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1
), η εξουσία για τη μετάθεση προσωπικού από πόλη σε πόλη και για κάθε άλλο θέμα, που άπτεται της υπηρεσιακής υπόστασης δημοσίων υπαλλήλων, αποδίδεται στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Συνεπώς, και κατά το λόγο της πλειοψηφίας στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (Αρ. 1), ισχύει ο διαχωρισμός μεταξύ πολιτικής και διοικητικής λειτουργίας, ο οποίος, κατά νομοτέλεια, εκτείνεται και στα προκαταρκτικά της μετάθεσης.Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, θα απορρίπταμε την έφεση.
Γ.Μ. Πικής, Π.
Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΜΠ