ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 1029
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< FONT FACE="Arial,Arial">ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2856.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.Μεταξύ:
Αντώνη Γεναγρίτη
Εφεσείοντα-Αιτητή P>
Και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφεσιβλήτων- Καθ' ων η αίτηση.
_____________________
15 Νοεμβρίου, 2001
.Για τον εφεσείοντα: Σπ. Ευαγγέλου.
Για την εφεσίβλητη: Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
_______________________
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Ο εφεσείων προσλήφθηκε στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου την 2.3.1964. Παρέμεινε στις τάξεις της Δύναμης μέχρι την 3.2.1979 όταν παραιτήθηκε. Με επιστολή των δικηγόρων του προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως υπέβαλε αίτημα για «παραχώρηση σύνταξης και/ή ανάλογων συνταξιοδοτικών ωφελημάτων για την υπηρεσία του στην Αστυνομία Κύπρου». Υποστήριξε ότι «κατά την αποχώρηση του από την Αστυνομική Δύναμη Κύπρου δεν συνταξιοδοτήθηκε, ούτε σε μεταγενέστερο χρόνο του έχει καταβληθεί οποιοδήποτε ανάλογο ωφέλημα». Η επιστολή κατέληγε ως εξής:«Εν όψει της πρόσφατης τροποποίησης της σχετικής νομοθεσίας και του γεγονότος ότι σε αριθμό πρώην αστυνομικών οι οποίοι παραιτήθηκαν και/ή επαύθησαν έχουν χορηγηθεί ανάλογα ωφελήματα παρακαλώ όπως εξεταστεί το αίτημα του πελάτη μου».
Η πιο πάνω επιστολή έτυχε απάντησης με επιστολή Λειτουργού του Υπουργείου για το Γενικό Διευθυντή του ημερ. 10.9.97 η οποία έχει ως εξής:
«'Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, με Αρ. Φακ. 5/97 (32) και ημερ. 23.5.97, σχετικά με το αίτημα του πελάτη σας κ. Αντώνη Γεναγρίτη, για παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, λόγω υπηρεσίας στην αστυνομία και να σας πληροφορήσω ότι παρόμοιες υποθέσει (Παραιτήσεις), τέθηκαν ενώπιον του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος εγνωμάτευσε ότι οι περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί, κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν περιλάμβαναν πρόνοια για παραχώρηση τέτοιων ωφελημάτων και επομένως ο πελάτης σας δεν δικαιούται οποιωνδήποτε συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.
'Οσον αφορά το θέμα της 'κατά χάρη' παραχώρησης συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, έχει τη γνώμη ότι τα δεδομένα τέτοιων περιπτώσεων δεν δικαιολογούν παρέκκλιση από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις.»
Ο εφεσείων άσκησε προσφυγή. Αντικείμενο της, όπως το καθορίζει η θεραπεία που ζητήθηκε ήταν: «η απόφαση του καθ' ου η αίτηση αρ. 2, η οποία περιέχεται στην επιστολή του με ημερ. 10.9.1997, με την οποία ο καθ' ου η αίτηση απέρριψε την αίτηση του αιτητή για παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων λόγω υπηρεσίας του στην Αστυνομία».
Ως «καθ' ου η αίτηση αρ. 2» προσδιορίσθηκε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης. «Καθ' ου η αίτηση αρ. 1» ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο και «καθ' ου η αίτηση αρ. 3» ο Υπουργός Οικονομικών.
Ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων υπέβαλε πως την αποκλειστική αρμοδιότητα για λήψη απόφασης επί του αιτήματος την είχε το Υπουργικό Συμβούλιο. Πρότεινε πως αναρμοδίως απορρίφθηκε το αίτημά του.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο ζήτησε τις απόψεις των μερών αναφορικά με το κατά πόσο η επιστολή της 10.9.97 περιέχει εκτελεστή διοικητική απόφαση. Ο εφεσείων υποστήριξε πως ουσιαστικά συνιστά απόρριψη του αιτήματος του και πως για το λόγο αυτό, είναι εκτελεστή.
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή. 'Εκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφώς πληροφοριακή. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος της απόφασης του:
«Ο Λειτουργός που τη συνέταξε, για το Γενικό Διευθυντή όπως αναφέρει, ούτε διεκδίκησε ούτε άσκησε αρμοδιότητα στο θέμα. Το μόνο που έκαμε ήταν να πληροφορήσει τους δικηγόρους του αιτητή αναφορικά με την αντίληψη του ως προς τα δικαιώματα του, ενόψει της γνώμης που είχε εκφράσει ο Γενικός Εισαγγελέας σε σχέση με άλλες περιπτώσεις αλλά και γενικότερα σε σχέση με την 'κατά χάρη' παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι σαφώς πληροφοριακή. Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συντεχνία Επιστημονικού Προσωπικού Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 2330/31.3.99, είναι σχετική.
Η προσφυγή είναι απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα.»
Η έφεση
.Η ορθότητα του πιο πάνω συμπεράσματος του Πρωτόδικου Δικαστηρίου έχει αμφισβητηθεί με την παρούσα έφεση. Με αναφορά στη Δημοκρατία ν. Sunoil Burkering Ltd (1994) 3 C.L.R. 26, 31 στην οποία καθορίζονται τα κριτήρια για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης ο κ. Ευαγγέλου, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι στην επίδικη επιστολή αναφέρεται ρητά ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται οποιωνδήποτε συνταξιοδοτικών ωφελημάτων. Στην ουσία - συνεχίζει η εισήγηση - το περιεχόμενο της επιστολής συνιστά απόρριψη του αιτήματος του εφεσείοντα και «έχει ως συνέπεια την άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος ανεξάρτητα αν στην επιστολή αναφέρεται ότι πρόκειται για γνώμη».
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω ο κ. Ευαγγέλου υπέβαλε ότι ο εφεσείων δικαιούται να προσβάλει την επίδικη διοικητική πράξη «για το ότι η απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο καθώς επίσης και για δυσμενή μεταχείριση, γιατί δεν είναι δυνατόν να παραχωρείται κατά χάρη σύνταξη σε αριθμό συναδέλφων του κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες και να μην τυγχάνει ο εφεσείων της ίδιας μεταχείρισης».
Επειδή το επίδικο αίτημα βασίσθηκε στον περί Συντάξεων Νόμο, Κεφ. 311, ζητήθηκε από τον κ. Ευαγγέλου, στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, να υποδείξει τη συγκεκριμένη διάταξη του Κεφ. 311 που καλύπτει την περίπτωση του αιτητή. Απάντησε ότι δεν ήταν σε θέση σε εκείνο το στάδιο να προσδιορίσει τη σχετική νομοθετική διάταξη.
Η έννοια του όρου "εκτελεστή διοικητική πράξη" έχει επεξηγηθεί στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, 27 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους».
Σύμφωνα με το "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο" του Α. Ι. Τάχου, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που συνεπάγεται ευθέως και αμέσως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες για τους διοικούμενους δηλαδή συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα ή (και) υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της "εκτελεστής διοικητικής πράξεως" είναι ότι με την δήλωση βουλήσεως που περιέχει καθορίζει δίκαιον δηλαδή δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις είτε κατά τρόπο γενικό με το να θέτει κανόνες δικαίου (κανονιστική πράξη) είτε κατά τρόπο ειδικό στην ατομική περίπτωση (ατομική πράξη) (Βλ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, 'Εκδοση 1982, σελ. 170)
.Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες "δια των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα στην παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων".
Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εις προσβολήν δι' αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι' ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκο- πούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής δια της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
(Βλ. και Θ. Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", εκ. τρίτη, σελ. 120-121: "Κατά την νομολογίαν του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι πράξις εκτελεστή η περιέχουσα ειδοποίησιν ή απλήν ανακοίνωσιν των απόψεων της διοικήσεως".)
Η δική μας νομολογία έχει θέσει το θέμα της πληροφοριακής πράξης ως εξής:
Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, όπως για παράδειγμα πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου, ή πράξη στην οποία εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης δεν είναι εκτελεστή πράξη (Βλ. Republic v. Demetriou and Others (1972) 3 C.L.R. 219, Krashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου 'Εγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 208, Phylaktides v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1328, Kεφάλα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2478/3.3.2000, Economides v. Republic (1983) 3 C.L.R., 219, Ioannou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1002, Spyrou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 354, Argyrou and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 474 και Μιχαήλ Φρειδερίκου και Σχολές Φρειδερίκου Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 499/88/26.4.90). Βλ. και Απόφαση 2446/1968 του Συμβουλίου της Επικρατείας στην οποία κρίθηκε ότι η επίδικη πράξη απαραδέκτως προσβάλλεται «ως στερουμένη εκτελεστού χαρακτήρος, καθ' όσον αύτη πληροφορίας απλώς παρέχει προς την αιτούσαν, μη δυναμένη να δημιουργήση ίδιον έννομον αποτέλεσμα».
Προσεκτική εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι ο καθ' ου η αίτηση 2 δεν έχει λάβει οποιαδήποτε απόφαση επί του αιτήματος του εφεσείοντα. 'Εχει απλώς δώσει κάποιες πληροφορίες στον εφεσείοντα σε σχέση με το ποιά είναι η κρατούσα νομική θέση επί του αιτήματος του. 'Εχει απλώς πληροφορήσει τον εφεσείοντα για μια κατάσταση πραγμάτων. Σε τέτοια περίπτωση η πράξη στερείται εκτελεστού χαρακτήρος μη δυνάμενη να δημιουργήσει ίδιον έννομο αποτέλεσμα.
Περαιτέρω το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν δικαιούται συνταξιοδοτικών ωφελημάτων είχε κριθεί και βεβαιωθεί κατά το χρόνο της παραίτησης του από την Αστυνομική Δύναμη κατά το έτος 1979. Ο εφεσείων δεν νομιμοποιείται να υποβάλλει αιτήματα τα οποία δεν βρίσκουν έρεισμα σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη σε μια προσπάθεια να στοιχειοθετήσει ζήτημα προς εξέταση και λόγους ακύρωσης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.