ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 703
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2709
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Α. ΚΡΑΜΒΗ,Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.
Έλλη Mayes από το Λονδίνο,
εφεσείουσα -αιτήτρια,
και
Έφορος Φόρου Εισοδήματος,
εφεσίβλητο ς-καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
18.7.01ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την εφεσείουσα : κ. Λ. Γεωργιάδης
Για τον εφεσίβλητο: κα Τζ. Καρακάννα
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστή, με την οποία επικύρωσε την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερομηνίας 22.12.93, με βάση την οποία επιβλήθηκαν στην εφεσείουσα με τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας α) φορολογία φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1986-1992 και β) φορολογία έκτακτης εισφοράς για την άμυνα για τα χρόνια 1987-1999.
Οι νομικοί λόγοι ακυρότητας που προβλήθηκαν πρωτόδικα με την αίτηση ήταν οι πιο κάτω:
α) Έλλειψη αιτιολογίας.
β) Έλλειψη δέουσας έρευνας.
γ) Παραγνώριση γεγονότων που έπρεπε να ληφθούν υπόψη και αποδοχή γεγονότων που δεν έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη.
δ) Πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.
ε) Κατάχρηση εξουσίας.
στ) Αντίθεση με "σχετική νομοθεσία πρωτογενή και δευτερογενή", παράβαση της νομολογίας και των αρχών του Διοικητικού Δικαίου.
ζ) Αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Παρατηρούμε ότι πολλοί από τους λόγους αυτούς είναι γενικοί και αόριστοι.
Η έφεση περιέχει τους πιο κάτω λόγους:
1) Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη και όχι εύλογα επιτρεπτή, διότι αποτελεί παράβαση κατ΄ουσία διάταξης του άρθρου 24 του Συντάγματος, που προνοεί επιβολή φορολογίας, σύμφωνα με το εισόδημα εκάστου.
2) Έλλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας.
3) Πλάνη περί τα πράγματα.
4) Αγνόηση ουσιωδών στοιχείων του φακέλου με τον οποίο λόγο στην ουσία προσβάλλονται και τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με μαρτυρία που άκουσε από τις δύο πλευρές σχετικά με αμφισβητούμενα γεγονότα που αφορούσαν την υπόθεση.
Στο περίγραμμα αγόρευσης του ο αδελφός της αιτήτριας, που εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος της μετά από άδεια του Δικαστηρίου, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Δικαστηρίου επετεύχθη με ψευδείς παραστάσεις, επιχείρημα που βασίζεται και πάλι στην αποδοχή από το Δικαστήριο της ορθότητας της μαρτυρίας της μάρτυρος που κατέθεσε εκ μέρους του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος. Προσβάλλονται, δηλαδή, τα ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων του πρωτόδικου Δικαστή.
Πρόβαλε επίσης το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, γιατί αγνόησε σχετική νομολογία βάσει της οποίας ουσιαστικά δεν φορολογείται άτομο εκτός αν έχει εισπράξει το φορολογητέο εισόδημα (
Dewar v. I.R.C. (1935) 2 K.B. 351, και Lambe v. I.R.C. (1934) 1 K.B. 178). Τέλος, πρόβαλε το επιχείρημα ότι η αναθεώρηση της αρχικής φορολογίας της 13.4.93 με την επίδικη ήταν ανεπίτρεπτη, γιατί δεν υπήρξε εσκεμμένη παράλειψη ή δόλος εκ μέρους της αιτήτριας.Είναι σταθερά νομολογημένη αρχή ότι δεν μπορούν να προβληθούν στην έφεση λόγοι για ακύρωση διοικητικής πράξης άλλοι από εκείνους που στοιχειοθέτησαν την προσφυγή και τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Μόνο λόγοι δημόσιας τάξης μπορούν να εγερθούν για πρώτη φορά ή ακόμα και να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Δέστε Κυπριανού ν. Δημοκρατία (1993) 3 Α.Α.Δ. 510 και Δημοκρατία ν. Κουκουρή και Άλλοι (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Επιπρόσθετα, θέματα συνταγματικότητας πρέπει να εγείρονται ειδικά και δεν εξετάζονται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης που εκθέσαμε πιο πάνω, δηλαδή παράβαση του άρθρου 24 του Συντάγματος, δεν θα εξετασθεί κατ΄έφεση αφού δεν προβλήθηκε πρωτόδικα. Επίσης, η επιχειρηματολογία εκ μέρους της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης της, που αφορά τη μη ύπαρξη εσκεμμένης παραπλάνησης ή δόλου εκ μέρους της και πάλι δεν θα εξετασθεί για το λόγο ότι ούτε καλύπτεται από τους λόγους έφεσης, αλλά ούτε και αποτελούσε λόγο ακυρότητας πρωτόδικα.
Για καλύτερη κατανόηση των εγειρομένων θεμάτων στην έφεση θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε τα γεγονότα, όπως εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση (Προσφ. 193/94) στις σελ. 1-3:
"(α) Τα αποδεκτά γεγονότα
Η Αλεξάνδρα Γεωργιάδου απεβίωσε στη Λευκωσία στις 4.11.86 εγκαταλείποντας δύο τέκνα, το Λεύκο Γεωργιάδη ηλικίας 67 χρόνων και την Έλλη Mayes ηλικίας 72 χρόνων. Η αποβιώσασα άφησε διαθήκη ημερομηνίας 10.10.72 με την οποία παραχωρούσε όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία της στη θυγατέρα της Έλλη Mayes. Επειδή η αιτήτρια ήταν μόνιμη κάτοικος εξωτερικού, ο αδελφός της Λεύκος Γεωργιάδης ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της στην Κύπρο σύμφωνα με τις πρόνοιες σχετικού πληρεξούσιου εγγράφου. Στις 6.4.93 επιβλήθηκαν στην αιτήτρια φορολογίες για τις οποίες υποβλήθηκε σχετική ένσταση. Στις 14.4.93 κατόπιν αίτησης της αιτήτριας (που επιθυμούσε να ζητήσει την έγκριση της Κεντρικής Τράπεζας για εξαγωγή συναλλάγματος) εκδόθηκε από τον καθ΄ου η αίτηση βεβαίωση ότι η αιτήτρια είχε διευθετήσει τις φορολογικές της υποχρεώσεις για τα χρόνια 1986-1992 σύμφωνα με δηλώσεις που είχε υποβάλει για εισπράξεις ενοικίων και μερισμάτων. Στις 22.12.93 επιβλήθηκαν οι Τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας για τα χρόνια 1986-1992 και οι Τελικές Φορολογίες Έκτακτης Εισφοράς για την Αμυνα για τα χρόνια 1987-1992. Η ουσία της προσφυγής αφορά την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να φορολογήσει την αιτήτρια με επιπρόσθετο εισόδημα από ενοίκια που προέκυψε από ½ κληρονομικό μερίδιο λόγω θανάτου της μητέρας της αιτήτριας στις 4.11.86. Ο καθ΄ου η αίτηση κατάληξε στην πιο πάνω απόφαση αφού έλαβε υπόψη την ένορκη δήλωση που υπέγραψε ο Λεύκος Γεωργιάδης στις 31.8.87 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ως εκτελεστής της περιουσίας της μητέρας του, σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα που εδικαιούντο να έχουν σύμφέρον στην περιουσία ήταν η Έλλη Mayes και ο Λεύκος Γεωργιάδης.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι η σχετική απόφαση είναι άκυρη αφού,
(1) Υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα,
(2) Δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα,
(3) Η απόφαση για επανεξέταση και επιβολή αναθεωρημένης φορολογίας είναι παράνομη και
(4) Ο καθ΄ου η αίτηση παρέλειψε να παραχωρήσει τις διεκδι-κούμενες εκπτώσεις.
(β) Τα μη αποδεκτά γεγονότα
Η αιτήτρια πρόβαλε τη θέση ότι τα δύο χρεωστικά γραμμάτια που είχαν υπογραφεί από την αποβιώσασα Αλεξάνδρα Γεωργιάδου για £30.000 έκαστο προς όφελος της Μονίκ Λ. Γεωργιάδη ημερομηνίας 9.1.69 και Έλλης Λ. Γεωργιάδη ημερομηνίας 9.1.69 και ένα για £10.000 που είχε υπογραφεί προς όφελος του Πέτρου-Ενρίκου Λ. Γεωργιάδη στις 19.6.70 (θυγατέρων και γιού του Λεύκου Γεωργιάδη), παρουσιάστηκαν από το Λεύκο Γεωργιάδη για σκοπούς καθορισμού της φορολογίας της αιτήτριας στον Έφορο Φόρου Εισοδήματος το 1993, σε αντίθεση με τους καθ΄ων η αίτηση που ισχυρίζονται ότι έλαβαν γνώση της ύπαρξης των γραμματίων
με τη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας στις 8.2.96. Επιπρόσθετα η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι είχε εκδοθεί απαλλαγή φορολογίας της με σχετικό πιστοποιητικό ημερομηνίας 12.6.87 (τεκμήριο Α στη διαδικασία αντεξέτασης του Λεύκου Γεωργιάδη) σε αντίθεση με τους καθ΄ων η αίτηση που ισχυρίζονται ότι το πιο πάνω πιστοποιητικό εκδόθηκε για να επιτρέψει η Κεντρική Τράπεζα την εξαγωγή στο εξωτερικό συναλλάγματος που ανήκε στην αιτήτρια.Για τα οπιο πάνω θέματα καταχωρήθηκαν ένορκες δηλώσεις από το Λεύκο Γεωργιάδη και τη Βοηθό Φοροθέτη στο Γραφείο φόρου Εισοδήματος Ελευθερία Αναγιωτού. Αναφορικά με τα γραμμάτια ο Λεύκος Γεωργιάδης αντεξεταζόμενος ανέφερε ότι παρουσίασε τα γραμμάτια στα Γραφεία του Φόρου Εισοδήματος αρχικά το 1983, στη συνέχεια ανέφερε ότι τα είχε παρουσιάσει το 1989 και τελικά ισχυρίστηκε ότι τα παρουσίασε το 1993. Η Ελευθερία Αναγιωτού που ήταν παρούσα σε όλες τις συναντήσεις του Λεύκου Γεωργιάδη με υπεύθυνους του Φόρου Εισοδήματος ανέφερε ότι ουδέποτε ο Λεύκος Γεωργιάδης παρουσίασε τα τρία γραμμάτια στο γραφείο τους. Τα πιο πάνω γραμμάτια (που δεν είναι χαρτοσημασμένα) είχαν λήξει πριν από το θάνατο της Αλεξάνδρας Γεωργιάδου και δεν είχαν πληρωθεί ούτε ανανεωθεί. Αναφορικά με την έκδοση του πιστοποιητικού ημερομηνίας 12.6.87 η μάρτυς ανέφερε ότι επειδή υπήρχε διαφωνία με το Λεύκο Γεωργιάδη ως προς το ύψος του εισοδήματος, το Γραφείο Φόρου Εισοδήματος για να το διευκολύνει στην εξαγωγή συναλλάγματος στο εξωτερικό, εξέδωσε το πιστοποιητικό ημερομηνίας 12.6.87 σύμφωνα με τη δήλωση που υποβλήθηκε. Η δήλωση αναφερόταν σε εισόδημα £24.428 με φόρο £1.294 και £513 Εισφορά για την Άμυνα που πληρώθηκε. Η δήλωση δεν συμπεριλάμβανε εισόδημα που προερχόταν από ενοίκια του κληρονομικού μεριδίου, για το οποίο δεν είχε πληρωθεί ο φόρος. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πιο πάνω πιστοποιητικό αναφέρεται ότι "η βεβαίωση αυτή δίνεται κατόπιν αιτήσεως του πληρεξούσιου αντιπροσώπου της κ. Λεύκου Γεωργιάδη επειδή προτίθεται να ζητήσει έγκριση εξαγωγής συναλλάγματος για το ποσό των £7.000 που όπως δηλώνει αντιπροσωπεύει ενοίκια και μερίσματα όπως πιο πάνω."
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε την εκδοχή της Ε. Αναγιωτού.
Όσον αφορά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι χωρεί επέμβαση μας. Είναι γνωστότατες οι αρχές με βάση τις οποίες το Εφετείο επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων και αξιοπιστίας μαρτύρων και με βάση αυτές τις αρχές κρίνουμε ότι ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Δικαστήριο να καταλήξει και να αξιολογήσει με τον τρόπο που αξιολόγησε τις μαρτυρίες ενώπιον του και να δεχθεί εκείνη της μάρτυρος εκ μέρους του εφεσίβλητου-καθ΄ου η αίτηση. Είναι κατά συνέπεια με βάση τα ευρήματα αυτά που εξετάσαμε την παρούσα έφεση.
Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος της δέουσας έρευνας. Με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο, το εύρημα του ότι η απόφαση του Εφόρου Κληρονομίας επί σχετικών θεμάτων δεν μπορούσε να δεσμεύει το γραφείο του Φόρου Εισοδήματος, είναι ορθό. Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι η διαθήκη της Αλεξάνδρας Γεωργίου, καθώς και τα γραμμάτια είχαν περιέλθει σε γνώση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος απορρίφθηκε όπως έχουμε ήδη αναφέρει και δεν χωρεί επέμβαση μας στο εύρημα του Δικαστηρίου. Έτσι, με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν στο φορολογικό φάκελο της εφεσείουσας, κρίνουμε ότι δεν υπήρξε ούτε πλάνη περί τα πράγματα, αλλά ούτε και έλλειψη έρευνας: η απόφαση του εφεσίβλητου ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Επίσης, με βάση το εύρημα του Δικαστηρίου, το οποίο θεωρούμε δικαιολογημένο, ότι η αρχική βεβαίωση της 14.4.93 είχε εκδοθεί όχι για τελική διευθέτηση των φορολογικών υποχρεώσεων της εφεσείουσας αλλά για να παρουσιαστεί στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για να τη διευκολύνει για να της δοθεί άδεια εξαγωγής συναλλάγματος, είναι σαφές ότι η βεβαίωση αυτή δεν καθιστούσε παράνομη ούτε και εμπόδιζε την αναθεώρηση της αρχικής φορολογίας και την επιβολή τελικής φορολογίας στις 22.12.93. Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Δ. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.