ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 667
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2673
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ. ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Γιώργου Αλεξάνδρου, Λατσιά
Εφεσεί οντα/Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Εφεσίβ λητης/Καθ΄ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 13.7.2001Ο εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Για την εφεσίβλητη: κα Γ. Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
- - - - - -
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
: Την 1.3.1988 ο εφεσείων διορίστηκε στη θέση Πολιτικού Μηχανικού, 2ης Τάξεως, Υπουργείο Γεωργίας και Φυσικών Πόρων (όπως ήταν τότε). Την 1.3.1990 προήχθη στη θέση Πολιτικού Μηχανικού, 1ης Τάξεως. Από τις 26.3.1991, και για περίοδο δύο ετών, ο εφεσείων υπηρέτησε με απόσπαση στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.Με επιστολή του προς το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερομηνίας 25.9.1995, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος εισηγήθηκε τη μεταφορά της θέσης Πολιτικού Μηχανικού 1ης και 2ης Τάξεως στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και, ταυτόχρονα, τη μετονομασία της σε θέση Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης και 2ης Τάξεως. Παράλληλα, εισηγήθηκε την κατάργηση μίας κενής θέσης Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης και 2ης Τάξεως στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων γιατί, όπως ανέφερε στην επιστολή του, αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων ότι η θέση δεν εξυπηρετούσε οποιοδήποτε χρήσιμο σκοπό.
Η εισήγηση υιοθετήθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και, αφού περιλήφθηκε στον προϋπολογισμό του 1996, ψηφίστηκε σε Νόμο με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο 1(ΙΙ) του 1996 (ο Νόμος).
Την 1.2.1996 η εφεσίβλητη Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απηύθυνε στον εφεσείοντα την ακόλουθη επιστολή:
«Έχω οδηγίες να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με τον Περί Προϋπολογισμού Νόμο του 1996, Ν.1(ΙΙ) του 1996, η θέση Πολιτικού Μηχανικού, 1ης Τάξης, Υπουργείο Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, που κατέχετε, έχει μετονομαστεί από 1.1.96 σε Εκτελεστικό Μηχανικό, 1ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, και έχει μεταφερθεί από το Κεφάλαιο 12.01.2 στο Κεφάλαιο 12.06.2 Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων.»
Ο εφεσείων πρόσβαλε το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής με προσφυγή η οποία, όμως, απορρίφθηκε πρωτόδικα ως απαράδεκτη με το σκεπτικό ότι αυτή πληροφορούσε απλώς τον εφεσείοντα για τις πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με τη θέση του και, συνεπώς, εφόσον ήταν καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα, δεν συνιστούσε εκτελεστή διοικητική απόφαση.
Με την ενώπιόν μας έφεση, ο εφεσείων αμφισβήτησε με επιτυχία την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Με απόφασή μας, που δόθηκε στις 15.1.2001, κρίναμε ότι:
«Ο εφεσείων έχει δίκαιο. Σύμφωνα με τη νομολογία μόνο οι εκτελεστές διοικητικές πράξεις ή αποφάσεις υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγχο. Εκτελεστές δε θεωρούνται οι πράξεις ή αποφάσεις εκείνες οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα για τους διοικούμενους, δηλαδή συνιστούν, μεταβάλλουν ή καταργούν δικαιώματα και/ή υποχρεώσεις τους. Στη Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26, 27, ο Πικής Δ. (όπως ήταν τότε) έθεσε το θέμα ως εξής:
'Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη Διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους.'
Πράξεις ή αποφάσεις πληροφοριακού χαρακτήρα ή που εκφράζουν την πρόθεση και όχι τη βούληση της διοίκησης, χωρίς να παράγουν έννομα αποτελέσματα, στερούνται του στοιχείου της εκτελεστότητας. (Βλ., μεταξύ άλλων, Υπ. Οικονομικών κ.α. ν. Παπαξενοπούλου (1993) 3 ΑΑΔ 478, Krashias Dev. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198 και Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 ΑΑΔ 539
).Στην προκείμενη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή υπό την έννοια ότι, με την εφαρμογή του Νόμου στο πρόσωπό του, αφενός αυτός μετακινείται και τοποθετείται στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και, αφετέρου, χωρίς την αποδοχή του, διορίζεται σε θέση άλλη από εκείνη στην οποία πρωτοδιορίστηκε και προάχθηκε, με νέο Σχέδιο Υπηρεσίας και διαφορετικά καθήκοντα. Εμπεριέχει, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση το στοιχείο της εκτελεστότητας και, σαν τέτοια, υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.»
Ακολούθως προχωρήσαμε στην ακρόαση της ουσίας της προσφυγής.
Ο εφεσείων υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα για το λόγο ότι στηρίζεται σε πρόνοια του Νόμου η οποία είναι αντισυνταγματική διότι παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Διαφορετική ήταν η θέση της δικηγόρου της εφεσίβλητης. Σύμφωνα με την εισήγησή της δεν υπάρχει ενώπιόν μας διοικητική απόφαση ώστε να μπορεί να ασκηθεί αναθεωρητική δικαιοδοσία. Υπάρχει απλώς εφαρμογή της πρόνοιας του Νόμου για μεταφορά της θέσης Πολιτικού Μηχανικού 1ης και 2ης Τάξης από το Υπουργείο Γεωργίας στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, και, ταυτόχρονα, για μετονομασία της θέσης σε θέση Εκτελεστικού Μηχανικού 1ης και 2ης Τάξης. Η προσφυγή στρέφεται, δηλαδή, κατά νόμου, χωρίς να μεσολαβεί εκτελεστή διοικητική απόφαση. Πρόσθετα, η δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι «στο παρόν στάδιο ο εφεσείων κωλύεται να εγείρει θέμα αντισυνταγματικότητας νόμου γιατί δεν έχει εγείρει στην προσφυγή του 166/96 κανένα λόγο αντισυνταγματικότητας» και «το Δικαστήριο δεν δικαιούται αυτεπαγγέλτως να εξετάσει λόγους αντισυνταγματικότητας».
Η εισήγηση του εφεσείοντα είναι ορθή. Η επιστολή της εφεσίβλητης Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας της 1.2.1996 εμπεριέχει απόφαση της αρμόδιας αρχής, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια άσκησης της εκτελεστικής λειτουργίας της και αποβλέπει, στην πραγματικότητα, όχι μόνο να πληροφορήσει τον εφεσείοντα για την πρόνοια του Νόμου, αλλά και, αρμόδια, να εκτελέσει, στο πρόσωπό του, την εν λόγω πρόνοια. Πρόνοια η οποία πράγματι παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών υπό την έννοια ότι, με αυτή, η Βουλή των Αντιπροσώπων, επιδιώκει να ασκήσει, και όντως ασκεί, διοικητική λειτουργία, με τα έννομα αποτελέσματα που περιγράψαμε στις 15.1.200
1, στο πρόσωπο του εφεσείοντα και μόνο. (Βλ. μεταξύ άλλων, Άννα Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Προσφ. 534/97 κ.ά., 23.12.1999).Όσον αφορά την εισήγηση της δικηγόρου της εφεσίβλητης, ότι ο εφεσείων κωλύεται να εγείρει ενώπιόν μας θέμα αντισυνταγματικότητας γιατί δεν το είχε εγείρει στην πρωτόδικη διαδικασία (προσφυγή 166/96) παραθέτουμε, εις απάντηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Ο δικηγόρος του αιτητή (πρωτόδικα ο εφεσείων εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο) υποστήριξε ότι η επιστολή αυτή
Η έφεση επιτυγχάνει.
Η επίδικη απόφαση της 1.2.1996, εις εκτέλεση της αντισυνταγματικής πρόνοιας του Νόμου, ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Στον εφεσείοντα επιδικάζονται τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας και τα πραγματικά του έξοδα κατ΄ έφεση.
FONT>Π.
Δ.
Δ.
FONT>Δ.
Δ.
/ΧΤΘ