ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 576

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3087

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.

 

Κωστάκης Στέλιου Χριστοδούλου

Εφεσείων-Ενδιαφερόμενο μέρος

- και -

Μαρίνα Νεοφύτου

Εφεσίβλητη-Αιτήτρια

- και -

1. Υπουργικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας

2. Υπουργός Εσωτερικών

3. Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και

Οικήσεως

4. Δήμος Πέγειας

Εφεσίβλητοι-Καθ΄ων η αίτηση

_______

΄Εφεση εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 21.7.2000

 

15 Ιουνίου, 2001

Για τον εφεσείοντα-ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Σ. Σαμψών.

Για την εφεσίβλητη-αιτήτρια : κα Αρ. Κορακίδου.

_______

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π. : Είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα. Η πρώτη απόφαση με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές Αρτεμίδης, Ηλιάδης και Γαβριηλίδης, θα δοθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη. Η δεύτερη απόφαση θα δοθεί από εμένα. Καταλήγω στο ίδιο αποτέλεσμα για τους λόγους που εκθέτω.

_______

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία διαχωρίστηκε το δικόγραφο της αιτήτριας. Aρχικά η προσφυγή στρεφόταν από τη μια εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 22.2.1996 για χορήγηση στο ενδιαφερόμενο μέρος πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του τοπικού πολεοδομικού σχεδίου και των σχετικών κανονισμών και από την άλλη προσέβαλλε την απόφαση του Δήμου Πέγειας ημερ. 5.3.1997, με την οποία εκδόθηκε καλυπτική άδεια οικοδομής.

΄Υστερα από υποβολή ένστασης για προσβολή στο ίδιο δικόγραφο δύο αυτοτελών και μη συναφών διοικητικών πράξεων, η αιτήτρια-εφεσίβλητη καταχώρησε αίτηση χωρισμού του δικόγραφου η οποία όμως απορρίφθηκε λόγω μη έγκαιρης παρουσίας του δικηγόρου της στο δικαστήριο. Στη συνέχεια καταχωρήθηκε νέα αίτηση για χωρισμό του δικόγραφου και έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την καταχώρηση νέας προσφυγής εναντίον της απόφασης για έκδοση καλυπτικής άδειας οικοδομής από το Δήμο Πέγειας. Αξιωνόταν βέβαια και δήλωση του Δικαστηρίου όπως η καταχώρηση της νέας προσφυγής θεωρηθεί ως εμπρόθεσμη.

Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι οι προσβαλλόμενες με την προσφυγή διοικητικές πράξεις ήταν αυτοτελείς και δεν είχαν μεταξύ τους οποιαδήποτε συνάφεια. Στη συνέχεια διέταξε το χωρισμό του δικόγραφου, επιτρέποντας στην αιτήτρια να καταχωρήσει μέσα σε 45 μέρες από την απόφαση προσφυγή εναντίον της απόφασης του Δήμου Πέγειας. Η υφιστάμενη προσφυγή εναντίον του Δήμου Πέγειας, απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της αιτήτριας-εφεσίβλητης. Το Δικαστήριο διέταξε επίσης όπως η προσφυγή που θα καταχωρηθεί θα θεωρείται ότι ασκήθηκε κατά το χρόνο καταχώρησης της αρχικής προσφυγής, δηλαδή την 24.6.1998. Στην περίπτωση που η αιτήτρια θα παρέλειπε να καταχωρήσει νέα προσφυγή μέσα στην οριζόμενη προθεσμία θα εθεωρείτο ότι εγκατέλειπε το δικαίωμά της.

Το ενδιαφερόμενο μέρος εφεσίβαλε την απόφαση. Ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι χωρεί χωρισμός του δικόγραφου και συνεπώς εσφαλμένα προχώρησε και έδωσε σχετικές οδηγίες. Σύμφωνα με τον εφεσείοντα τόσο η προσφυγή εναντίον των δύο αποφάσεων, όσο και η προσβολή της απόφασης της εξ υπουργών επιτροπής ήταν εκπρόθεσμες και επομένως δεν χωρεί χωρισμός του δικόγραφου, γιατί κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εκπρόθεσμη καταχώρηση προσφυγής.

Συνάφεια υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση άλλης ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο, κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελ. 274, Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 271). ΄Οταν οι πράξεις δεν είναι συναφείς η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων (Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

΄Οπως παρατηρεί ο Θ. Τσάτσος, στη μελέτη Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 357, προσβολή δι΄ ενός δικογράφου δύο αυτοτελών διοικητικών πράξεων οι οποίες δεν έχουν σχέση συνάφειας και δεν συναποτελούν σύνθετη διοικητική ενέργεια είναι απαράδεκτοι. Μια τέτοια όμως προσβολή δεν επάγεται ολοσχερή ακυρότητα του δικόγραφου της αίτησης. Το δικόγραφο παραμένει ισχυρό μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων, αλλά αν η δεύτερη πράξη προσβληθεί μεταγενέστερα με χωριστό δικόγραφο πριν την έκδοση απόφασης στην αρχική αίτηση, το εμπρόθεσμο λογίζεται από της υποβολής της αρχικής αίτησης (βλέπε επίσης Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929- 1959, σελ. 274).

Βέβαια τα πιο πάνω ισχύουν μόνο αν δεν επέλθει προηγουμένως χωρισμός του δικόγραφου και η προσφυγή προχωρήσει προς εκδίκαση και με τις δύο αιτούμενες θεραπείες.

Δεν συμφωνούμε με το επιχείρημα ότι το εμπρόθεσμο της πρώτης αιτούμενης θεραπείας συνιστά προϋπόθεση του χωρισμού. Η προθεσμία που τάσσει το ΄Αρθρο 146.3 του Συντάγματος είναι ανατρεπτική και συνεπώς προσφυγή που κατατίθεται μετά την πάροδό της απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν υποθετικά η πρώτη θεραπεία είναι εκπρόθεσμη και η δεύτερη εμπρόθεσμη, θα ήταν παράλογο η πρώτη κρινόμενη ως απαράδεκτη και συνεπώς ανύπαρκτη, να παρασύρει σε ακυρότητα και τη δεύτερη θεραπεία η οποία αξιώνεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία. Προβληματισμοί που ενισχύουν τον πιο πάνω συλλογισμό, εγείρονται και στην περίπτωση που προ της τελικής εκδίκασης της υπόθεσης ο αιτητής αποσύρει την πρώτη εκπρόθεσμη αιτούμενη θεραπεία. Εξ άλλου, ο κανόνας ότι στην περίπτωση περίληψης δύο μη συναφών θεραπειών στο ίδιο δικόγραφο, το δικόγραφο παραμένει μόνο ως προς την πρώτη των προσβαλλομένων πράξεων ισχυρό, τέθηκε καθαρά για λόγους πρακτικούς. ΄Οταν δικαστήριο είναι αντιμέτωπο με δύο θεραπείες, από τις οποίες θα πρέπει να εξετάσει μόνο τη μία, θα έπρεπε να βρεθεί κάποιος τρόπος επιλογής. ΄Ενας τέτοιος τρόπος ήταν βέβαια η σειρά με την οποία τοποθετήθηκαν οι θεραπείες. Θα ήταν άδικο και εν πολλοίς αντινομικό, αν η θεραπεία την οποία κάποιος αξιώνει από το Δικαστήριο εξαρτιόταν από τη σειρά που υιοθετήθηκε στο δικόγραφο, σειρά που καμιά φορά ακολουθείται εντελώς κατά τύχη.

Αυτά όλα βέβαια δεν επηρεάζουν την τελική κρίση του δικαστηρίου όταν κατά το στάδιο της εκδίκασης θα αποφασίσει κατά πόσο οι δύο, χωριστά τώρα εκδικαζόμενες θεραπείες είναι εμπρόθεσμες ή όχι.

Ο εφεσείων ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέκτηκε ότι η προηγουμένως απορριφθείσα στις 20.10.1999 αίτηση χωρισμού του δικογράφου δεν μπορούσε να θεμελιώσει δεδικασμένο και/ή κώλυμα για επίδικο θέμα (issue estoppel). Και στο σημείο αυτό συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο δικαστήριο. Δεν τίθεται θέμα δεδικασμένου αφού δεν εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας οποιουδήποτε εγειρόμενου θέματος. Η προηγούμενη αίτηση χωρισμού των δικογράφων απορρίφθηκε γιατί ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο έγκαιρα. Επί του θέματος αρκεί να γίνει αναφορά στο Halsbury's Laws of England, Τέταρτη ΄Εκδοση, Τόμος 16, παραγρ. 1529 και στην υπόθεση Henderson v. Henderson (1843) 3 Hare 100, που επισημαίνεται και από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Η αναφορά του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα στην υπόθεση SCF Finance Co Ltd v. Masri and Another (No.3) (Masri, garnishee) (1987) 1 All E.R. 194, δεν προωθεί καθόλου την υπόθεσή του γιατί τα γεγονότα της ήταν εντελώς διαφορετικά. Στην περίπτωση εκείνη ο διάδικος είχε θέσει μεν ενώπιον του δικαστηρίου την άποψή του κατά την αίτησή του για παροχή θεραπείας, αλλά δεν συνέχισε το διάβημα και αποδέκτηκε διάταγμα εναντίον του.

Ορθά συνεπώς το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ούτε και προκύπτει κώλυμα στην εξέταση της αίτησης λόγω της απόρριψης παρόμοιας αίτησης στις 20.10.1999.

Τέλος ο εφεσείων προβάλλει τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τα ενώπιόν του στοιχεία και εσφαλμένα δεν έλαβε υπ΄ όψιν την καθυστέρηση των εφτά και πλέον μηνών που παρατηρήθηκε στην καταχώρηση της δεύτερης αίτησης χωρισμού του δικόγραφου, συμπεριφορά που αντιβαίνει στην αρχή της οικονομίας της δίκης και στην καταστρατήγηση του δόγματος των καθυστερήσεων. Σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, είναι άδικο να επιτρέπεται σε διάδικο θεραπεία, όταν με τη συμπεριφορά του και/ή την αμέλειά του έχει απεμπολήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του, ενώ με τη συμπεριφορά του έχει φέρει τον αντίδικό του σε δυσμενή θέση.

Ο εφεσείων παρέλειψε να εγείρει το συγκεκριμένο θέμα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο συνεπώς δεν είχε τη δυνατότητα να το εξετάσει. Είναι γνωστή η αρχή ότι στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία δεν μπορούν να εγείρονται και εξετάζονται θέματα τα οποία δεν έχουν εγερθεί κατά την πρωτόδικη εκδίκαση.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα τα οποία υπολογίζουμε και επιδικάζουμε στις £500.

Γ. Πικής, Π.

 

 

Χρ. Αρτεμίδης, Δ.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

Τ. Ηλιάδης, Δ.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο