ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 576

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 3087

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στών

Μεταξύ:-

Κωστάκη Στέλιου Χριστοδούλου,

Εφεσείοντος-Ενδιαφ. Μέρους

- και -

Μαρίνας Νεοφύτου,

Εφεσίβλητης-Αιτήτριας

- και -

1. Υπουργικού Συμβουλίου της Δημοκρατίας,

2. Υπουργού Εσωτερικών,

3. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως,

4. Δήμου Πέγειας,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η Αίτηση

------------------------

15 Ιουνίου, 2001

Για τον Εφεσείοντα - Ενδιαφερόμενο Μέρος: Σ. Σαμψών.

Για την Εφεσίβλητη - Αιτήτρια: Αρ. Κορακίδου (κα).

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το ερώτημα, το οποίο καλούμεθα να απαντήσουμε, προσδιορίζεται με ακρίβεια στην απόφαση του Νικολαϊδη, Δ. Απολήγει στο ακόλουθο:-

Είναι παραδεκτός ο χωρισμός από προσφυγή αιτήματος για αναθεώρηση δεύτερης απόφασης ή πράξης μη συναφούς προς την απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της πρώτης θεραπείας, άσχετα από το εμπρόθεσμο της προσβολής της τελευταίας; Με άλλα λόγια, αποτελεί το παραδεκτό της απόφασης, που συνιστά το επίδικο θέμα της πρώτης θεραπείας, προϋπόθεση για τη διάσωση, μέσω χωρισμού, της δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης που τίθεται προς αναθεώρηση με την ίδια προσφυγή;

Η διαπίστωση του Νικολαϊδη, Δ., ότι, εφόσον το απαράδεκτο της αναθεώρησης δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης ή πράξης, μη συναφούς προς την πρώτη, προκύπτει από δικονομικό κώλυμα, απαντά τους προβληματισμούς μου. Εφόσον το κώλυμα δεν είναι δικαιοδοτικό και οι φραγμοί, οι οποίοι τίθενται στην αναθεώρηση δεύτερης ή μεταγενέστερης μη συναφούς προς την πρώτη πράξης, είναι δικονομικοί, δεν αναιρείται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου.

Προσφυγή κατά απόφασης, πράξης ή παράλειψης, η οποία απορρέει από την άσκηση διοικητικής ή εκτελεστικής λειτουργίας, είναι δεκτή, εφόσον ασκείται από πρόσωπο, του οποίου θίγεται ευθέως ενεστώς έννομο συμφέρον, μέσα στην τασσόμενη από το ΄Αρθρο 146.3 του Συντάγματος προθεσμία των 75 ημερών.

Σε σειρά αποφάσεων, κρίθηκε ότι δεν είναι παραδεκτή η προσφυγή κατά περισσότερων της μιας μη συναφών διοικητικών αποφάσεων - (βλ., μεταξύ άλλων, Georghiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 400. Σιμιλλή και ΄Αλλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 813/88, 14/2/90. Λόρδος & Αναστασιάδης Λτδ. και ΄Αλλοι ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος, Υπόθεση Αρ. 974/88, 17/2/90. Πολυδώρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 335/92, 24/2/93. Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, (Ολομέλειας). Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, (Ολομέλειας). Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2401, 29/11/99, (Ολομέλειας)).

Η κυπριακή νομολογία, επί του θέματος, ακολούθησε τους ελληνικούς δικονομικούς κανόνες. Τις ελληνικές δικονομικές ρυθμίσεις ακολούθησε η κυπριακή νομολογία και αναφορικά με τη δυνατότητα χωρισμού δεύτερης ή μεταγενέστερης μη συναφούς προς την πρώτη πράξης, ή απόφασης, ή παράλειψης, η οποία προσβάλλεται με την ίδια προσφυγή, με το ίδιο ένδικο μέσο - (βλ., μεταξύ άλλων, Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2), (ανωτέρω), νοουμένου ότι ο χωρισμός συντελείται μέσα στο πλαίσιο της προσφυγής - (βλ. Χριστοφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 398/92, 30/6/00).

Η δυνατότητα αναθεώρησης περισσότερων της μιας πράξεων με το ίδιο ένδικο μέσο, εφόσον υφίσταται συνάφεια μεταξύ τους, προβλέπεται από το ΄Αρθρο 23 του Προεδρικού Διατάγματος 341/78 - (προγενέστερα ΄Αρθρο 31 Κ. Πολ. Δ). Στην παράγραφο 3 του ιδίου ΄Αρθρου του Προεδρικού Διατάγματος, προβλέπεται και ο χωρισμός μη συναφούς πράξης ή απόφασης, για την οποία επιζητείται δεύτερη θεραπεία αναθεώρησης με το ίδιο ένδικο μέσο - (βλ. Δαγτόγλου - «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», σελ. 283. (Ως προς το προγενέστερο ισχύον δικονομικό πλαίσιο, βλ. Κωνστ. Ν. Γραμμένου - «Δικονομία Διοικητικών Δικαστηρίων» - Ερμηνεία κατ' ΄Αρθρον - Νομολογία - Σχόλια, 1979, σελ. 78.)

΄Ο,τι προκύπτει, είναι ότι η κυπριακή νομολογία ακολούθησε τους θεσμοθετημένους στην Ελλάδα δικονομικούς κανόνες, ως προς τη συνάφεια, το απαράδεκτο αναθεώρησης με το ίδιο ένδικο μέσο μη συναφών πράξεων και τη δυνατότητα διαχωρισμού τους.

Η θέσπιση διαδικαστικών κανόνων, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών που παρέχονται στην κυπριακή Δικαιοσύνη, ανάγεται στις ίδιες τις Δικαστικές Αρχές - (βλ. ΄Αρθρα 135 και 163 του Συντάγματος και τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964, (Ν. 33/64). Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας, ρυθμιστικής της άσκησης των δικαιοδοσιών του δικαστηρίου, εκδόθηκε ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, («Διαδικαστικός Κανονισμός»), ο οποίος διαγράφει τη διαδικασία που ακολουθείται κατά την ενάσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας.

Ο Διαδικαστικός Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεν αναφέρονται ευθέως σε κανένα από τα διαδικαστικά σημεία που εξετάζουμε - (συνάφεια, απαράδεκτο θεώρησης περισσότερων της μιας αποφάσεων με το ίδιο ένδικο μέσο και χωρισμός). Αυτά ρυθμίζονται από τους συμπληρωματικούς διαδικαστικούς κανόνες που εισάγει ο Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού, δηλαδή τον περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό, ως αυτός ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο θέσπισης του Διαδικαστικού Κανονισμού.

Ο Κ.18 προβλέπει:-

«18. Ο κατά την ημέραν της εκδόσεως του παρόντος Κανονισμού ισχύων εν τη Δημοκρατία περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικός Κανονισμός θα εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών και εφ' όσον αι περιστάσεις επιτρέπουν τούτο, εις πάσαν διαδικασίαν ενώπιον του Δικαστηρίου, εκτός εάν άλλως προβλέπεται εις τον παρόντα Κανονισμόν ή εκτός εάν το Δικαστήριον ή Δικαστής άλλως ήθελεν ορίσει.»

Οι αναλογίες, οι οποίες πρέπει να τηρούνται, είναι εκείνες που ανάγονται στις εγγενείς διαφορές μεταξύ του αντικειμένου της πολιτικής και της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Παράδειγμα εφαρμογής των κανόνων της Πολιτικής Δικονομίας και προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας είναι οι κανόνες που σχετίζονται με τη δικογραφία - (βλ. Κυριακίδης και άλλος ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 212/95 και 259/95, 31/1/97. Κοινότης Λυσού κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 2190, 29/6/98).

Η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι μπορεί να συνενωθούν στην ίδια αγωγή διάφορα (several) αγώγιμα δικαιώματα. Η δίκη ενός ή περισσότερων από αυτά μπορεί να διαχωριστεί, εφόσον το δικαστήριο κρίνει ότι τούτο θα διευκολύνει την εκδίκαση των αντίστοιχων πτυχών της υπόθεσης. Συνεπώς, οι κανόνες, τους οποίους καθιερώνει η Πολιτική Δικονομία, σε σχέση με τη συνένωση περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων στην ίδια αγωγή, είναι ακριβώς οι αντίστροφοι από εκείνους τους οποίους υιοθετεί η Ελληνική Δικονομία. Είναι παραδεκτή η έγερση, με την ίδια αγωγή, περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων και χωρεί ξεχωριστή δίκη, εφόσον τούτο κρίνεται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης, ενώ στην Ελλάδα ισχύει το αντίθετο - αποκλείεται η έγερση, με το ίδιο ένδικο μέσο, περισσότερων της μιας πράξεων ή αποφάσεων, προς αναθεώρηση, (εκτός εάν υπάρχει συνάφεια), αλλά χωρεί χωρισμός, εφόσον τούτο επιδιωχθεί πριν από συγκεκριμένο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή πριν την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Οι αναλογίες, οι οποίες ισχύουν, είναι τούτες: Το αγώγιμο δικαίωμα (cause of action) στην πολιτική αγωγή παραλληλίζεται προς τη διοικητική απόφαση, πράξη ή παράλειψη, που αποτελεί το αντικείμενο θεραπείας στην προσφυγή. Βάσει της Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, χωρεί η συνένωση στην ίδια αγωγή περισσότερων του ενός αγώγιμων δικαιωμάτων, προς παροχή θεραπείας. Κατ' αναλογία, ισχύει το ίδιο και για τη συνένωση περισσότερων της μιας αποφάσεων, προς αναθεώρηση στην ίδια προσφυγή.

Δεν υπάρχει λόγος αρχής ο οποίος να αποκλείει την εφαρμογή της Δ.13, ή δικονομική ανάγκη η οποία να την επιβάλλει. Κατά συνέπεια, τυγχάνει εφαρμογής η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εκτός αν το Δικαστήριο, στην υπό εκδίκαση υπόθεση, διατάξει άλλωσπως. Παρέχεται, δηλαδή, ad hoc ευχέρεια στο Δικαστήριο - Κ.18 - να καθορίσει διαδικασία άλλη από την προβλεπόμενη στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Η επιλογή των δικονομικών κανόνων, που θεσμοθετήθηκαν στην Ελλάδα και υιοθετήθηκαν σε σειρά κυπριακών αποφάσεων, μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σ' αυτή την πτυχή του Κ.18 του Διαδικαστικού Κανονισμού. Η νομολογία επί του θέματος δεν αναιρεί το δικονομικό κανόνα που θέτει ο Κ.18. Απλώς δεν τυγχάνει εφαρμογής, εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά.

Στην προκείμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο ενέκρινε το χωρισμό, καθοδηγούμενο από την υφιστάμενη νομολογία, εκδηλώνοντας τη δική του κρίση για το τι δέον γενέσθαι. Βάσει των κανόνων της Ελληνικής Δικονομίας, τους οποίους το Δικαστήριο ακολούθησε, το εκπρόθεσμο της πρώτης απόφασης, που τίθεται προς αναθεώρηση, δεν αναιρεί τη δυνατότητα χωρισμού της δεύτερης ή μεταγενέστερης απόφασης, που τίθεται προς αναθεώρηση με το ίδιο ένδικο μέσο. Κατά συνέπεια, η έφεση είναι απορριπτέα. Η τύχη της δε θα ήταν διαφορετική, εάν ακολουθείτο η Δ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Σ' εκείνη την περίπτωση, δε θα ανέκυπτε καν ζήτημα χωρισμού.

Για τους λόγους που εξέθεσα, καταλήγω ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και συναινώ στην απόρριψή της, όπως διαλαμβάνεται στην απόφαση του Νικολαϊδη, Δ.

 

 

 

 

Γ.Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο