ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 3 ΑΑΔ 587
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ Αρ. 2728.
Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Συνδέσμου Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου,
Εφεσειόντων-Αιτητών ,
- και -
Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού,
Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Hμερομηνία
: 15 Ιουνίου, 2001Για τους εφεσείοντες-αιτητές: Αχ. Δημητριάδης.
Για τους εφεσίβλητους-Καθ΄ ων η αίτηση: Ελ. Νικολαϊδου (κα)
Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη, 1, 2, 3, 8, 10-29: Αλ. Λυκούργου (κα),
με Μ. Σοφοκλέους (κα), εκ μέρους Ξ. Κληρίδη.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 4: Α. Λυκούργου (κα), με Στ. Ασπρόφτα,
εκ μέρους Α. Λαδά.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 5 και 7: Α. Λυκούργου (κα),
με Μ. Στυλιανού (κα), εκ μέρους Π. Πολυβίου.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 6: Ν. Παπαευσταθίου.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος 9: Α. Λυκούργου (κα),
εκ μέρους Γ. Τριανταφυλλίδη.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Αίτηση ημερομηνίας 13.3.01 από τους εφεσείοντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Με προσφυγή τους της 27ης Φεβρουαρίου 1996, οι εφεσείοντες αξίωσαν την ακύρωση απόφασης των εφεσιβλήτων για σειρά λόγων, όχι όμως για κακή σύνθεση του Σώματος που έλαβε την απόφαση. Για τους λόγους που εκτίθενται στην πρωτόδικη απόφαση που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, η προσφυγή απορρίφθηκε. Εναντίον της απόφασης ασκήθηκε έφεση της οποίας επιλαμβανόμεθα στο πλαίσιο της προδικασίας που καθιερώθηκε με τον περί Εφέσεων Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996. Σε αυτό το πλαίσιο υποβλήθηκε αίτηση από τους εφεσείοντες με την οποία εξαιτούνται δύο θεραπείες:(α) Διαπίστωση ότι το Δικαστήριο δικαιούται αυτεπάγγελτα κατά τη δίκη να επιληφθεί του θέματος της κακής σύνθεσης του διοικητικού Σώματος που έλαβε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση, προκύπτουσα από την παρουσία κατά τις συνεδριάσεις του και προσώπων άλλων από τα μέλη του, και
(β) Τροποποίηση των λόγων έφεσης ώστε να περιληφθεί σ΄ αυτούς και νέος λόγος έφεσης αναφερόμενος στην κακή σύνθεση του διοικητικού οργάνου, δηλαδή λόγου ακύρωσης της επίδικης διοικητικής απόφασης ο οποίος δεν προβλήθηκε στην προσφυγή τους και κατ΄ επέκταση δεν εξετάστηκε πρωτοδίκως.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ήγειραν ένσταση και στα δύο αιτήματα. Αμφισβήτησαν ότι θέμα κακής σύνθεσης, σε αντίθεση προς θέμα κακής συγκρότησης διοικητικού Σώματος μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Επίσης έφεραν ένσταση στην τροποποίηση των λόγων της έφεσης επικαλούμενοι τις σχετικές αρχές της νομολογίας που τείνουν να υποστηρίξουν ότι αντενδείκνυται, (α) η τροποποίηση των λόγων έφεσης μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την έγερσή της ιδίως, όταν το αντικείμενο της είναι νέος λόγος έφεσης. και (β) η εισαγωγή κατ΄ έφεση λόγου ακύρωσης ο οποίος δεν τέθηκε πρωτοδίκως.
Κατά πόσο δικαιολογείται, ενδείκνυται, ή επιβάλλεται το Εφετείο να επιληφθεί θέματος αυτεπάγγελτα κρίνεται κατά τη δίκη. Ως ο όρος «αυτεπάγγελτα» υποδηλώνει, η εξέταση θέματος το οποίο δεν εγείρεται στην έφεση ανάγεται στο ίδιο το Δικαστήριο. Η προδικασία την οποία καθιερώνει ο περί Εφέσεων Διαδικαστικός Κανονισμός του 1996, έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό του πλαισίου της έφεσης και των συναφών προς την έφεση θεμάτων όπως και την προώθησή τους σε ακρόαση. όχι όμως θεμάτων τα οποία το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αυτεπάγγελτα και πότε τούτο ενδείκνυται.
Η θεραπεία η οποία επιδιώκεται με το αιτητικό 1, είναι άγνωστη στο δίκαιο έξω από το πλαίσιο της προδικασίας και εξ αντικειμένου ανέφικτη η παροχή της. Αυτονόητο είναι ότι δεν θα πραγματευθούμε πότε είναι παραδεκτή η εξέταση θέματος αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Στη Τσαγγαρίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (Αρ. 1) (1995)3 Α.Α.Δ. 31, οι αιτήτριες επεδίωξαν την τροποποίηση της ειδοποίησης έφεσης θέτοντας για πρώτη φορά λόγο ακύρωσης ο οποίος δεν υποβλήθηκε πρωτοδίκως. Οι εφεσείουσες παράλληλα υπέβαλαν ότι ο λόγος για τον οποίο επιδιωκόταν η τροποποίηση αφορούσε θέμα το οποίο το Δικαστήριο μπορούσε να επιληφθεί αυτεπάγγελτα. Το ρητορικό ερώτημα του Δικαστηρίου «ποία η χρειά της τροποποίησης», το θέσαμε και εμείς στο δικηγόρο των εφεσειόντων. Απάντησε ότι η τροποποίηση αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν ήθελε επιληφθεί του θέματος αυτεπάγγελτα. Το βέβαιο είναι ότι το ενδεχόμενο το Δικαστήριο να επιληφθεί αυτεπάγγελτα του θέματος ή όχι, δεν μεταβάλλει τις παραμέτρους αντιμετώπισης του αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης. Στην υπόθεση Τσαγγαρίδου, όπως και στην παρούσα το αίτημα για τροποποίηση αφορούσε την εισαγωγή νέου λόγου έφεσης προς ακύρωση της επίδικης διοικητικής πράξης. Στην Τσαγγαρίδου το αίτημα απορρίφθηκε για τους ακόλουθους κυρίως λόγους:
«Ο λόγος έφεσης και το αιτιολογικό, όπως η ζητουμένη τροποποίηση 4.α, είναι λόγος ακυρώσεως που δεν προβλήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία και επεκτείνει σε ανεπίτρεπτη έκταση τη βάση της προσβολής της νομιμότητας, τόσο της κρινόμενης διοικητικής πράξης, όσο και της πρωτόδικης δικαστικής Απόφασης.»
(Η απόφαση της ολομέλειας δόθηκε από το Στυλιανίδη, Π.)
Ενωρίτερα στην Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993)3 Α.Α.Δ. 429, η Ολομέλεια επεσήμανε ότι η επανεξέταση η οποία διενεργείται κατ΄ έφεση στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας έχει ως βάθρο τα επίδικα θέματα της προσφυγής σε όση έκταση τίθενται προς επανεξέταση με τους λόγους έφεσης.
Στην προγενέστερη απόφαση C.D.Hay Ltd v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1992)3 Α.Α.Δ. 238, 241, η Ολομέλεια διαπίστωσε, ακολουθώντας τη Nissis (No.2) v. The Republic (1967)3 C.L.R. 671, ότι:
«... Η έγερση κατ΄ έφεση λόγου για ακύρωση της επίδικης πράξης, που δεν ηγέρθη κατά την ακρόαση της προσφυγής, είναι επιτρεπτή μόνον εφόσον έχει επιστρωθεί με τα ευρήματα του δικαστηρίου το πραγματικό υπόβαθρο ώστε να καθίσταται δυνατή η διερεύνηση του θέματος.»
Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται και στην Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993)3 Α.Α.Δ. 510. (Βλέπε επίσης Σαββίδης & άλλος ν. Δημοκρατίας (1993)3 Α.Α.Δ. 249.) Στην Καμένος ν. Δημοκρατίας (1996)3 Α.Α.Δ. 24, επισημάναμε καθοδηγούμενοι από την G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ. 449, (Καμένος σ.26), ότι:
«Η εισαγωγή νέων λόγων έφεσης μετά την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή έφεσης, συνεπαγόμενη την ανάπλασή της, δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή (βλ. G.A.P. Estates v. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ. 449). Και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης για τη μη συμπερίληψη του νέου λόγου στην ειδοποίηση έφεσης και δικαιολόγησης της καθυστέρησης, δε γίνεται δεκτή η εισαγωγή του με την τροποποίηση της έφεσης. Αποδοχή του θα είχε ως αποτέλεσμα την ανάπλαση της έφεσης μετά την παρέλευση μακρού χρόνου από την εκπνοή της νενομισμένης προθεσμίας και στην απουσία ικανοποιητικής εξήγησης της καθυστέρησης.»
Παρόλο που αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην υποβολή αιτήματος για τροποποίηση των λόγων έφεσης δεν είναι αναπόφευκτα καταλυτική του δικαιώματος αυτού, όπως επισημαίνεται στη
P. Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας κ.ά. (1996)3 Α.Α.Δ. 323, αυτό επέρχεται όπου επιχειρείται η ανάπλαση της έφεσης.Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Πικής, Π.
Νικολαϊδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
Γαβριηλίδης, Δ.
/ΑυΦ.