ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 3 ΑΑΔ 91

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2681.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.

 

Mεταξύ:

Δημητρίου Δ. Δημητριάδη, από την Πάφο,

Εφεσείοντος-Αιτητή,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

Ημερομηνία: 27 Φεβρουαρίου 2001.

Για τον εφεσείοντα: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

- - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Στην απόφαση που ακολουθεί εξηγώ τους λόγους που με οδηγούν σε αντίθετο αποτέλεσμα από την κατάληξη της πλειοψηφίας. Κρίνω ότι ο περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995 (Ν.78(Ι)/95) (o νόμος), θεσπίστηκε κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, διαπίστωση που αναιρεί το νομικό υπόβαθρο της επίδικης διοικητικής απόφασης και την καθιστά άκυρη. Δεν θα ενδιατρίψω στο πραγματικό υπόβαθρο, ή στα θέματα που τίθενται με την έφεση τα οποία με ακρίβεια προσδιορίζονται στην απόφαση της πλειοψηφίας που ετοιμάστηκε από το Γαβριηλίδη, Δ. Θα επικεντρωθώ στο σκοπό του νόμου και στις διατάξεις εκείνες που προσδίδουν το στίγμα της αντινομίας του προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, όλως ιδιαίτερα στο άρθρο 5(3) του νόμου.

Αντικείμενο του νόμου ήταν ο επαναπροσδιορισμός, για τη χρονική περίοδο της ισχύος του, των νομοθετικά καθορισθέντων στοιχείων που προσμετρούσαν σε προαγωγές εκπαιδευτικών στην στοιχειώδη εκπαίδευση (άρθρο 6 του Νόμου). Ο νόμος θεσπίστηκε προς πλήρωση του κενού που προέκυψε μετά την απόφαση στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Προσφυγή αρ. 747/93 - 8.3.1995, σύμφωνα με την οποία οι βαθμολογίες των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές για μια χρονική περίοδο, ήταν έκνομες. Ενώ οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Επιθεώρησις και Αξιολόγησις) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 223/76), καθόρισαν το 40, ως την ανώτατη βαθμολογία, οι επιθεωρητές με προσυμφωνημένη απόφασή τους καθόρισαν το 36, ως την ανώτατη δυνατή βαθμολογία αφιστάμενοι εις τούτο από το πνεύμα και το γράμμα του νόμου. Οι αντινομικές τους αξιολογήσεις αποκηρύχθηκαν ως άκυρες καθιστώντας τις υφιστάμενες βαθμολογίες απαράδεκτες ως στοιχείο κρίσης για τις προαγωγές των επηρεαζομένων εκπαιδευτικών.

Αντί της αντιμετώπισης του κενού που δημιουργήθηκε με πρόσφορα διοικητικά μέτρα, επενέβη ο νομοθέτης προς πλήρωσή του με την υποκατάσταση του ισχύοντος νομικού κανόνα με νέο ο οποίος θα ίσχυε από την ημέρα έκδοσης του νόμου, 14.7.1995, μέχρι την 31.12.96. Κατά την περίοδο που θα μεσολαβούσε αναστελλόταν η ισχύς των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β του περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου (Ν.10/69 όπως τροποποιήθηκε) που καθόριζαν τα στοιχεία που προσμετρούσαν για τις προαγωγές εκπαιδευτικών. Αντί εκείνων θα ίσχυαν οι διατάξεις των άρθρων 4 και 5 του νόμου και τα στοιχεία που ορίζονται σ΄ αυτά. Ατόνησε τοιουτοτρόπως το νομικό καθεστώς κάτω από το οποίο υπηρέτησαν οι διδάσκαλοι σε σχέση με την αξιολόγηση της υπηρεσίας τους, το οποίο όμως αναβίωσε μετά την εκπνοή της ζωής του νόμου.

Αναφορικά με τις βαθμολογήσεις των εκπαιδευτικών η πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου 3 του άρθρου 5 του νόμου προβλέπει:

«Νοείται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή κατά τη μελέτη των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων θα αγνοεί και δε θα λαμβάνει υπόψη τις βαθμολογίες που εμπεριέχονται στις εν λόγω Υπηρεσιακές Εκθέσεις:»

Ο εφεσείων υποστήριξε, ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου, χωρίς επιτυχία, ότι ο νόμος προσκρούει στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών εφόσον αποβλέπει στη ρύθμιση θέματος που ανάγεται στη διοικητική λειτουργία. Εξίσου ανεπιτυχώς, πρόβαλε (ο εφεσείων) ότι ο νόμος προσβάλλει την αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.

Στην απόφαση που εφεσιβάλλεται διαπιστώνεται κατ΄ αρχή ότι η διαμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας της διοίκησης ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία του κράτους. Η θέση αυτή είναι αναντίρρητη. Το ερώτημα είναι εάν εντός του διοικητικού πλαισίου που διαγράφει ο νόμος είναι παραδεκτή νομοθετική ρύθμιση ως προς την εφαρμογή του. Η τήρηση του νόμου αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης και καθήκον της η επαναφορά, σε περίπτωση παρέκκλισης, στη νομική τάξη. Αυτό επιβάλλει η αρχή της σύννομης λειτουργίας του Κράτους. Στο απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης που παρατίθεται στην απόφαση της πλειοψηφίας, αναφέρεται μεταξύ άλλων:

«Δεν βλέπω πώς με τον καθορισμό του τρόπου αποτίμησης της αξίας των υποψηφίων με νομοθεσία παραβιάζεται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών.»

Διαφορετική είναι η δική μου θεώρηση. Η εκτέλεση των νόμων αποτελεί έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Μάλιστα από αυτή τη λειτουργία προσλαμβάνει και το όνομά της η "Εκτελεστική" εξουσία, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω και σε προηγούμενες αποφάσεις μου. Τα άρθρα του βασικού νόμου (Ν.10/69) που αναστάληκαν με το νόμο είναι εκείνα που οριοθετούσαν τη λειτουργία της Διοίκησης στο συγκεκριμένο πεδίο. Η θεραπεία της διοικητικής δυσλειτουργίας ανάγεται ως εκ της φύσεως του αντικειμένου της στην Εκτελεστική και όχι στη Νομοθετική εξουσία. Η παράλειψη των επιθεωρητών, να εκπληρώσουν το έργο τους σύμφωνα με το νόμο, συνιστούσε διοικητική εκτροπή υποκείμενη σε επανόρθωση στο πλαίσιο της διοικητικής λειτουργίας.

Στη Μιχαήλ Θεοδοσίου Λτδ. ν. Δήμου Λ/σού (1993)3 Α.Α.Δ. 25, υπογραμμίστηκε ότι δεν χωρεί ρύθμιση διοικητικού θέματος από τη νομοθετική εξουσία. Κρίθηκε ότι η ακύρωση διαταγμάτων απαλλοτρίωσης αποτελεί πτυχή της εκτελεστικής εξουσίας, οπόταν η ακύρωσή τους από τη νομοθετική εξουσία προσέκρουε στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών και για το λόγο αυτό ήταν αντισυνταγματική. Διαφωτιστική επί του ιδίου θέματος, είναι και η απόφαση στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ.1) (1992)3 Α.Α.Δ. 109.

Όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω σε πρωτόδικες αποφάσεις μου η θεραπεία παρεκκλίσεων από το νόμο κατά την εκτέλεση του διοικητικού έργου αποτελεί καθήκον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου με την υιοθέτηση πρόσφορων μέτρων.

Στη Savva and Others v. Republic (1988)3 C.L.R. 160 διαπιστώθηκε ότι οι εμπιστευτικές εκθέσεις δεν ήταν υπογεγραμμένες από τον προσυπογράφοντα λειτουργό και για το λόγο αυτό δεν συνιστούσαν εμπιστευτικές εκθέσεις με την έννοια που τους απέδιδε ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος (Ν.33/67). Το απόσπασμα που ακολουθεί άπτεται του θέματος που εξετάζουμε. (σ.168)

«The unavoidable conclusion is that the reports on the candidates for the year 1982 were incomplete and as such did not qualify as confidential reports within the meaning of the Circular. It was in the power of the Public Service Commission to take steps for their completion by referring the reports back to the Administration with the request that they be countersigned by the officer who was exercising supervision at the time over the candidates.»

(Βλ. επίσης Theoclitou & Another v. Republic (1988)3 C.L.R. 1271 και Στυλιανου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989)3 Α.Α.Δ. 2802.) Εξίσου εφικτή, και στην προκείμενη περίπτωση, ήταν η πλήρωση του κενού με την αναβαθμολόγηση των εκπαιδευτικών από τους επιθεωρητές σύμφωνα με το πνεύμα και το γράμμα του Νόμου.

Προβλήθηκε και δεύτερος λόγος για τον οποίο ο νόμος είναι αντισυνταγματικός. Η θέση του εφεσείοντος, όπως έγινε κατανοητή μπορεί να συνοψισθεί ως εξής. Ενώ οι εκπαιδευτικοί που υπηρετούσαν μαζί με τους επηρεαζόμενους από το νόμο, αξιολογήθηκαν βάσει των διατάξεων των άρθρων 35Α και 35Β του βασικού νόμου (Ν.10/69), εκείνοι οι οποίοι θα ετύγχαναν προαγωγής κατά την περίοδο ισχύος του νόμου θα αξιολογούνταν βάσει διαφορετικών κριτηρίων παρόλο που το αντικείμενο της αξιολόγησης ήταν η ίδια παρελθούσα περίοδος. Το ίδιο ισχύει και για τους προϋπηρετήσαντες μελλούμενους να κριθούν μετά την εκπνοή του νόμου.

Άποψή μου είναι ότι με το νόμο τίθεται διαφορετικό κριτήριο για την αξιολόγηση όμοιων υποκειμένων του νόμου, των εκπαιδευτικών που τελούσαν στην υπηρεσία βάσει του ανασταλέντος νόμου. Η διάκριση η οποία επιχειρείται στερείται αντικειμενικού ερείσματος και για το λόγο αυτό αντίκειται στην αρχή της ισότητας που κατοχυρώνει σφαιρικά το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος. (Βλ. μεταξύ άλλων Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ. 2) (1989)3 Α.Α.Δ. 1931. Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991)1 Α.Α.Δ. 119 και Μαυρογένης ν. Δημοκρατίας (1991)3 Α.Α.Δ. 441.)

Για τους λόγους που έχω εκθέσει θα επέτρεπα την έφεση.

 

 

 

 

Γ. Μ. Πικής,

Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο