ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 3 ΑΑΔ 743
11 Δεκεμβρίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2635)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα Μέρη,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση στην προσφυγή.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2639)
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Εφεσείοντες-Καθ' ων η αίτηση,
v.
ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
v.
ΚΩΝΣΤΑΝΤH ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 2635, 2639)
Έννομο Συμφέρον ― Ανθυπολοχαγού να προσβάλει απόφαση προαγωγής συναδέλφου του, όταν ούτε ο ίδιος αλλά ούτε ο προαχθείς κατείχαν τα προσόντα ― Προαγωγή λόγω «εξαιρετικών περιστάσεων» ― Ανάλυση των νομολογιακών θέσεων ― Λόγω επηρεασμού της υπηρεσιακής του κατάστασης, είχε έννομο συμφέρον ― Επίσης είχε έννομο συμφέρον για την διασφάλιση της ευνομίας στο σώμα.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Προαγωγές ― Κανονισμός 27(4) ― Διαταγή του Υπουργού Άμυνας να κληθούν σε κρίση για προαγωγή, μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ανθυπολοχαγοί που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για κρίση ― Έννοια των «εξαιρετικών περιστάσεων» ― Δεν εμπίπτουν στην έννοια αυτή ούτε η αδικία που υπέστησαν, λόγω προαγωγής συναδέλφων τους, ούτε η ισχυρισθείσα παρανομία της διοίκησης στο παρελθόν ― Πλάνη του Υπουργικού Συμβουλίου, ως προς τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης των εξουσιών του Κανονισμού 27(4).
Πρωτόδικα η απόφαση προαγωγής των εφεσειόντων, λόγω «εξαιρετικών περιστάσεων» μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ακυρώθηκε. Οι εφεσείοντες επεδίωξαν με την έφεσή τους ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, επικαλούμενοι ζήτημα εννόμου συμφέροντος των εφεσιβλήτων να προσβάλουν τις δικές τους προαγωγές, το οποίο είχε απορριφθεί πρωτόδικα.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:
1. Με βάση τις νομολογημένες θέσεις, κρίνεται ότι ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση και ότι πράγματι οι αιτητές είχαν το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν, γιατί επηρεαζόταν άμεσα η υπηρεσιακή τους κατάσταση, αφού μεταξύ άλλων, με την πλήρωση των θέσεων, όπως πληρώθηκαν, καταφαίνεται ότι θα επήρχετο με βεβαιότητα επηρεασμός που θα εκδηλωνόταν στο μέλλον. Επιπρόσθετα, οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον για τη διασφάλιση ευνομίας στο σώμα που υπηρετούσαν.
2. Οι λόγοι που ακολουθήθηκε η διαδικασία αυτή, προκύπτει ότι είναι (α) το γεγονός του δυσμενούς επηρεασμού της ανέλιξης των ενδιαφερομένων μερών προηγουμένως με την ανέλιξη άλλων συναδέλφων τους της σειράς τους, που κρίθηκαν μέσα στο 1995, αφού θεωρήθηκε τούτο ως "εξαιρετικές περιστάσεις" και (β) οι ανάγκες της υπηρεσίας για πλήρωση θέσεων ταγματαρχών.
Κατά την κρίση του Δικαστηρίου ούτε τα γεγονότα της υπόθεσης αποτελούσαν "εξαιρετικές περιστάσεις", με την έννοια που χρησιμοποιείται η φράση στον Κανονισμό, αλλά ούτε και οι ανάγκες της υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, δικαιολογούσαν την απόφαση προαγωγής των συγκεκριμένων προσώπων. Όπως ορθά αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής, "εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να περιγραφούν περιστάσεις που είναι έξω από το σύνηθες, ξεχωριστές, έκτακτες, μοναδικές" και δεν μπορεί να θεωρηθεί, ότι το γεγονός πως δεν έγιναν κρίσεις σε συγκεκριμένες χρονιές, συνιστά εξαιρετική περίσταση.
Καταληκτικά επικυρώνεται η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως παράκαμψη της συνήθους διαδικασίας σε περιπτώσεις που αφορούν προαγωγές μελών της ιδίας τάξης, σαφώς επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση και επεμβαίνει στην κανονική λειτουργία του σώματος, και επικυρώνεται και το εύρημά του, πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε κάτω από πλάνη για το Νόμο, εσφαλμένα θεωρώντας ότι η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια των "εξαιρετικών περιστάσεων" που αναφέρει ο σχετικός Κανονισμός. Παρατηρείται πως ούτε και η θέση των εφεσειόντων ότι το γεγονός ότι δεν έγιναν κρίσεις σε συγκεκριμένη χρονιά, συνιστούσε παρανομία, (αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα) και γι' αυτό η διοίκηση όφειλε να επανορθώσει όπως και έπραξε, διαφοροποιεί την κατάσταση. Θα ήταν αντινομικό αν η παρανομία της διοίκησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε "εξαιρετικές περιστάσεις".
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81,
Παπακυριακού κ.ά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65,
Σφηκουρή ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327.
Εφέσεις.
Συνεκδικαζόμενες εφέσεις από τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (Α.Ε. 2635) και τους Καθ' ων η αίτηση (Α.Ε. 2639) κατά της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φ. Νικολαΐδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 171/96, με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή τους στο βαθμό του Ταγματάρχη, από 15/12/95, σε υφιστάμενες κενές θέσεις.
Ε. Μαρκίδου, για τους Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα μέρη στην Α.Ε. 2635 και Eνδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή, στην A.E. 2639.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Eφεσείοντες στην A.E. 2639 και Kαθ' ων η αίτηση στην προσφυγή, στην A.E. 2635.
Σ. Νικολάου για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη, για τους Εφεσίβλητους-Αιτητές.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα της υπόθεσης φαίνονται στην πρωτόδικη απόφαση και είναι σε συντομία τα πιο κάτω:
Οι αιτητές στην προσφυγή ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του οποίου η απόφαση αποτελεί το αντικείμενο των εφέσεων αυτών, και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το βαθμό λοχαγού στην Εθνική Φρουρά από 15.6.91. Οι αιτητές είχαν διοριστεί σε θέση Ανθυπολοχαγού κατά τα έτη 1981 και 1983 και τα ενδιαφερόμενα μέρη το 1978 και 1980.
Οι αιτητές δεν πληρούσαν τις προνοούμενες από τις διατάξεις των Περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90, προϋποθέσεις για κρίση, και γι' αυτό δεν είχαν δικαίωμα να κληθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική του σύνοδο του 1995 αλλά θα εδικαιούντο τούτο κατά την τακτική σύνοδο του 1996.
Ούτε τα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσφυγή που έφεραν το βαθμό του Λοχαγού από τις 15.6.91 δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίση κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις του 1995, κρίθηκαν όμως από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος αυτό μετά από σχετική διαταγή του Υπουργού Άμυνας που λήφθηκε μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 31.5.95, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 27(4) των σχετικών κανονισμών. Ακολούθως, τα ενδιαφερόμενα μέρη μετά από σχετική απόφαση του Υπουργού Άμυνας ημερομηνίας 13.12.95 έτυχαν προαγωγής στο βαθμό του Ταγματάρχη από τις 15.12.95 σε υφιστάμενες κενές θέσεις.
Ο βασικός λόγος που προβλήθηκε γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν το 1995 αντί το 1996 ήταν το γεγονός ότι η ανέλιξή τους είχε επηρεαστεί δυσμενώς σε σχέση με την ανέλιξη άλλων συναδέλφων τους της σειράς τους, που κρίθηκαν το 1995. Γι' αυτό το λόγο και αφού υπήρχαν υπηρεσιακές ανάγκες στο βαθμό του Ταγματάρχη, είχεν υποβληθεί από τον Υπουργό πρόταση για εξασφάλιση της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι αιτητές δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης γιατί είχαν διοριστεί στο στρατό της Δημοκρατίας σε μεταγενέστερο χρόνο από τα ενδιαφερόμενα μέρη.
Οι καθ' ων η αίτηση στην προσφυγή είχαν προβάλει προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι οι αιτητές δεν είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να προσβάλουν την απόφαση της διοίκησης, γιατί δεν είχαν οι ίδιοι τα προσόντα για προαγωγή. Στην προδικαστική αυτή ένσταση δεν απάντησαν οι αιτητές. Το Δικαστήριο ορθά προχώρησε να εξετάσει το θέμα που εγέρθηκε, αφού η κατοχή έννομου συμφέροντος αποτελεί και θέμα δημόσιας τάξης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε το αναγκαίο έννομο συμφέρον. Περαιτέρω, αποφάνθηκε ότι η δοθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο έγκριση ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Τελικά, το Δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή θεωρώντας ότι η επίδικη απόφαση ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί το Νόμο, δηλαδή λανθασμένη ερμηνεία της σχετικής πρόνοιας των Κανονισμών που προνοεί για την κρίση αξιωματικού σε ημερομηνία κατά την οποία αυτός δεν πληροί τις προϋποθέσεις, για κρίση σε περίπτωση που υφίστανται εξαιρετικές περιστάσεις και τούτο απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Θεώρησε δηλαδή το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα και οι λόγοι που προβλήθηκαν για την προαγωγή δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις.
Την πιο πάνω απόφαση εφεσίβαλαν τόσο τα ενδιαφερόμενα μέρη (Α.Ε. 2635) όσο και η καθ' ης η αίτηση (Α.Ε. 2639). Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν.
Δύο είναι στην ουσία οι λόγοι έφεσης που εγείρονται ενώπιόν μας: Ο πρώτος αφορά την ορθότητα του πρωτόδικου ευρήματος του Δικαστηρίου ότι οι εφεσίβλητοι-αιτητές είχαν έννομο συμφέρον και ο δεύτερος αφορά το αν ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι τα γεγονότα και οι συνθήκες δεν συνιστούσαν εξαιρετικές περιστάσεις, με την έννοια που αυτές αναφέρονται στον σχετικό κανονισμό.
(α) Έννομο Συμφέρον
Οι εφεσείοντες, με παράθεση σχετικής νομολογίας, υποστήριξαν ότι, αφού οι εφεσίβλητοι-αιτητές δεν εδικαιούντο κατά το στάδιο εκείνο σε προαγωγή, κανένα έννομο συμφέρον τους δεν επηρεάστηκε. Αντίθετα, οι εφεσίβλητοι-αιτητές υποστήριξαν την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης.
Η αναγκαιότητα ύπαρξης ενεστώτος έννομου συμφέροντος υπήρξε το αντικείμενο πολυάριθμων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου. Το θέμα χειρίστηκε αναλυτικά ο Πικής, Π., στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. και Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81. Παραθέτουμε ακολούθως εκτενές απόσπασμα από την πιο πάνω απόφαση, από τις σελ. 88:
"Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, "actio popularis", 'oπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι "ενεστώς". Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή. Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1425-29.2.1996, Π.Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)
Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα, δηλαδή, πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Δεν εξομοιώνεται όμως με αγώγιμο δικαίωμα. Το αντικείμενο του επηρεασμού κάτω από το Άρθρο 146, είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα. Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό. Και στις δύο περιπτώσεις, πρέπει να διακρίνεται από το γενικό συμφέρον και να συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντα."
Ακολούθως στην απόφαση γίνεται αναφορά στο τι αποτελεί ηθικό συμφέρον που ικανοποιεί την προϋπόθεση ύπαρξης έννομου συμφέροντος, με αναφορά σε αποφάσεις της Ελληνικής Νομολογίας. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα από τις σελ. 88-89 της απόφασης:
"Δύο παραδείγματα ηθικού συμφέροντος που έχει αναγνωρίσει η Ελληνική νομολογία, ως παραδεχτά για την άσκηση προσφυγής, τείνουν να διαφωτίσουν ως προς τη μορφή που μπορεί να προσλάβει.
Το πρώτο, αφορά το δικαίωμα ανώτερου υπαλλήλου Υπουργείου να προσβάλει απόφαση για την πλήρωση της θέσης του Διευθυντή του Υπουργείου στο οποίο υπηρετεί, παρόλον που ο ίδιος δεν ήταν υποψήφιος για τη θέση. (Βλ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών σελ. 200 - Αποφάσεις Συμβουλίου Επικρατείας, 398 (1945), 400 (1946), 2416 (1953), 1859 (1954), 2080 (1957).) Έρεισμα για τη νομιμοποίησή του να προσφύγει κρίθηκε ότι παρείχε το ιδιαίτερο συμφέρον, ανώτερου υπαλλήλου του Υπουργείου, στη διασφάλιση της ευνομίας στον κλάδο όπου υπηρετούσε. Η διατάραξη της ευνομίας, ενείχε επιπτώσεις για την υπόσταση και το πλαίσιο λειτουργίας της υπηρεσίας την οποίαν, λόγω της θέσης του, ο ανώτερος υπάλληλος είχε συμφέρον να ανακόψει.
Το δεύτερο παράδειγμα, αφορά το δικαίωμα δημότη των Αθηνών να προσφύγει κατά απόφασης που προέβλεπε τη μεταβολή κεντρικής πλατείας της πόλης. (Βλ. Στασινόπουλος (ανωτέρω) 1543 (1957). Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας (1929.1959) σελ. 259 και επέκεινα.) Δημότης άλλης πόλης δεν θα είχε το ίδιο συμφέρον.
Το "ηθικό" συμφέρον, που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δεν συναρτάται με την ηθική τάξη στην στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του."
Σχετική επί του προκειμένου είναι και η απόφαση στην Παπακυριακού κ.ά ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 65, όπου θεωρήθηκε ότι υπήρχε το αναγκαίο έννομο συμφέρον αφού επηρεαζόταν άμεσα η υπηρεσιακή υπόσταση των αιτητών. Στην υπόθεση αυτή έγινε και αναφορά στη Σφηκουρή ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 327.
Με βάση τις πιο πάνω νομολογημένες θέσεις κρίνουμε ότι ήταν ορθή η πρωτόδικη απόφαση και ότι πράγματι οι αιτητές είχαν το αναγκαίο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν, γιατί επηρεαζόταν άμεσα η υπηρεσιακή τους κατάσταση, αφού μεταξύ άλλων, με την πλήρωση των θέσεων, όπως πληρώθηκαν, καταφαίνεται ότι θα επήρχετο με βεβαιότητα επηρεασμός που θα εκδηλωνόταν στο μέλλον. Επιπρόσθετα, οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον για τη διασφάλιση ευνομίας στο σώμα που υπηρετούσαν.
(β) Εξαιρετικές Περιστάσεις
Όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω στην απόφασή μας, η κρίση σε χρόνο κατά την οποία δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού 27 μπορούν να γίνουν μόνο "σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας".
Πρέπει, δηλαδή, να συνυπάρχουν οι περιστάσεις και το συμφέρον της υπηρεσίας.
Οι λόγοι που ακολουθήθηκε η διαδικασία αυτή προκύπτει ότι είναι (α) το γεγονός του δυσμενούς επηρεασμού της ανέλιξης των ενδιαφερομένων μερών προηγουμένως με την ανέλιξη άλλων συναδέλφων τους της σειράς τους που κρίθηκαν μέσα στο 1995, αφού θεωρήθηκε τούτο ως "εξαιρετικές περιστάσεις" και (β) οι ανάγκες της υπηρεσίας για πλήρωση θέσεων ταγματαρχών.
Σχετικά με το (α) πιο πάνω, όπως προκύπτει από τη σελίδα 19 των πρακτικών, που είναι η πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, ο ισχυρισμός για επηρεασμό της ανέλιξης των ενδιαφερομένων μερών βασίζεται στα πιο κάτω γεγονότα. Το 1985 που τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν ως ανθυπολοχαγοί και δικαιούνταν να προαχθούν σε βαθμό υπολοχαγού δεν υπήρχαν αρκετές θέσεις, ενώ το 1986 που δικαιούνταν και πάλιν να κριθούν δεν έγιναν κρίσεις και ούτε και προαγωγές. Τα ενδιαφερόμενα μέρη τελικά προάχθηκαν σε υπολοχαγούς το 1987 και σε λοχαγούς το 1991 και γι' αυτό επίσης δεν πληρούσαν ούτε τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίσεις μέσα στο 1995 ώστε να μπορούν να κριθούν μαζί με τους άλλους συναδέλφους της σειράς τους.
Κατά την κρίση μας ούτε τα πιο πάνω γεγονότα αποτελούσαν "εξαιρετικές περιστάσεις" με την έννοια που χρησιμοποιείται η φράση στον Κανονισμό, αλλά ούτε και οι ανάγκες της υπηρεσίας σε συνάρτηση με τα πιο πάνω δικαιολογούσαν την απόφαση προαγωγής των συγκεκριμένων προσώπων. Όπως ορθά αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής "εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να περιγραφούν περιστάσεις που είναι έξω από το σύνηθες, ξεχωριστές, έκτακτες, μοναδικές" και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το γεγονός πως δεν έγιναν κρίσεις σε συγκεκριμένες χρονιές συνιστά εξαιρετική περίσταση.
Καταληκτικά επικυρώνουμε τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως παράκαμψη της συνήθους διαδικασίας σε περιπτώσεις που αφορούν προαγωγές μελών της ιδίας τάξης σαφώς επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση και επεμβαίνει στην κανονική λειτουργία του σώματος, και επικυρώνουμε και το εύρημά του πως η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε κάτω από πλάνη για το Νόμο, εσφαλμένα θεωρώντας ότι η περίπτωση εμπίπτει στην έννοια των "εξαιρετικών περιστάσεων" που αναφέρει ο σχετικός Κανονισμός. Παρατηρούμε πως ούτε και η θέση των εφεσειόντων ότι το γεγονός ότι δεν έγιναν κρίσεις σε συγκεκριμένη χρονιά συνιστούσε παρανομία, (αν πράγματι έτσι έχουν τα πράγματα) και γι' αυτό η διοίκηση όφειλε να επανορθώσει όπως και έπραξε, διαφοροποιεί την κατάσταση. Θα ήταν αντινομικό αν η παρανομία της διοίκησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστούσε "εξαιρετικές περιστάσεις".
Κατά συνέπεια οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.