ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2000) 3 ΑΑΔ 575

20 Oκτωβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΛΕΚΟΣ Ν. ΚΛΗΡΙΔΗΣ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2441)

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεδικασμένο ― Ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι πάντων ως προς το αποτέλεσμα, όχι ως προς τον λόγο της (ratio decidendi) ― Ακύρωση απόφασης με την αιτιολογία ότι οι Κανονισμοί στους οποίους βασίστηκε ήταν ultra vires, δεν αποτελεί «νέο στοιχείο» που υποχρεώνει τη Διοίκηση να επανεξετάσει αίτημα τρίτου διοικούμενου το οποίο είχε απορριφθεί στο παρελθόν και δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή ― Ανάλυση της νομολογίας ως προς το δεδικασμένο.

Ακυρωτική Απόφαση ― Ο λόγος της ακύρωσης που ήταν η κρίση περί το ultra vires των Κανονισμών, μπορεί να καθοδηγήσει τη διοίκηση στην ανάκληση παλαιότερης απόφασής της, αλλά δεν επηρεάζει το δικαιοδοτικό πλαίσιο με το οποίο θα κριθεί στο Δικαστήριο η απόρριψη αιτήματος για επανεξέταση.

Ο εφεσείων επεδίωξε να ανατρέψει το απορριπτικό στην εκκαλούμενη απόφαση αποτέλεσμα, στην οποία κρίθηκε πως ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν είχε υποχρέωση να επανεξετάσει προηγούμενη απορριπτική του απόφαση σε αίτημα σύνταξης βάσει δικαστικής απόφασης, που αφορούσε άλλον αιτητή, στην οποία κρίθηκε ως ultra vires ο σχετικός Κανονισμός 3 των Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 309/92), με την αιτιολογία πως το δεδομένο αυτό δεν αποτελούσε νέο πραγματικό στοιχείο και η απόφασή του ήταν βεβαιωτική της προηγούμενης, η οποία δεν είχε προσβληθεί με προσφυγή.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1. Δέχεται ο εφεσείων πως πράγματι το μόνο δίκαιο που ίσχυε  εξ αρχής ήταν εκείνο που προσδιόρισε αναδρομικά η δικαστική απόφαση στην Αγαπίου. Επομένως, όπως εισηγείται, "απορρίφθηκε παράνομα η αρχική αίτησή του", οπότε ήταν καθήκον της διοίκησης να επανεξετάσει το θέμα με βάση το δίκαιο όπως το διέπλασε δεσμευτικά το δικαστικό δεδικασμένο. Υποβλήθηκε νέο αίτημα που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί προς άρση της παρανομίας αφού η κρίση στην Αγαπίου ότι ο Κανονισμός ήταν ultra vires δεν ήταν στοιχείο της αιτιολογίας της αλλά "εξαφάνισε εξ' υπαρχής τους Κανονισμούς και το υπόβαθρο της πρώτης περί τον αιτητή απόφασης, που ουσιαστικά ρύθμισε το τότε αίτημα του παράνομα". Εδικαιούτο, λοιπόν, ο εφεσείων, καταλήγει η εισήγηση, εξέτασης του αιτήματός του κατά το δίκαιο όπως το διαμόρφωσε ή το αποκατέστησε η ακυρωτική απόφαση, που ως τέτοια ίσχυε έναντι πάντων. 

    Αντικείμενο στην Αγαπίου και στην Ouzounian ήταν ο διοικητικός χειρισμός σε σχέση με τη σύνταξη των αιτητών και αποτέλεσμά του ήταν η ακύρωσή του. Το δεδικασμένο αφορούσε σε αυτόν και μόνο. Η κρίση ως προς την έλλειψη εξουσιοδότησης εκ του Νόμου για θέσπιση Κανονισμού που να προβλέπει παραγραφή του δικαιώματος σε σύνταξη ήταν η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Ο Κανονισμός δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να ήταν, αφ' εαυτού, αντικείμενο των διαδικασιών εκείνων. Το ζήτημα της εξουσιοδότησης προς θέσπιση του Κανονισμού εξετάστηκε παρεμπιπτόντως και συνιστούσε ζήτημα κριθέν με την έννοια του όρου όπως την δίδει η απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργίου.

    Στην Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά., είχαν συζητηθεί παρεμφερή θέματα και εξηγήθηκε ότι:

"ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελιώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο".

    Είναι, λοιπόν, ορθή η κρίση του συναδέλφου Δικαστή, πως αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ταυτότητας προσώπου και διαφοράς, οι αναφερθείσες υποθέσεις δεν παρήγαγαν δεδικασμένο που να αφορούσε στην περίπτωση του εφεσείοντα. Ο εφεσείων εκλαμβάνει ότι στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 530, η Ολομέλεια προσέγγισε ως δεδικασμένο το ότι Κανονισμοί ήταν ultra vires, αφού έτσι κρίθηκε σε άλλη υπόθεση κατά την αναθεώρηση άλλης πράξης που αφορούσε άλλους. Δεν ήταν αυτό το νόημα της απόφασης της Ολομέλειας. Εκείνο που μέτρησε δεν ήταν το αποτέλεσμα της προηγηθείσας απόφασης, αλλά ο λόγος της. Αυτός δεν είχε αμφισβητηθεί, ενώ όπως εξυπονοείται μπορούσε να αμφισβητηθεί, αποτελούσε κοινή θέση των μερών πως παρέμεινε ισχυρός και, πάνω στη βάση του, κρίθηκε και στη νέα υπόθεση πως οι Κανονισμοί ήταν ultra vires, με συνέπεια τη στοιχειοθέτηση, και σε εκείνη, όμοιας αιτίας ακυρότητας.

    Η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε, εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερομηνίας 1.6.95, ήταν εκτελεστή. Η νομιμότητά της συνεπώς θα ήταν δυνατό να ελεχθεί με προσφυγή που θα ασκείτο μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Αφού δεν προσβλήθηκε παραμένει ισχυρή. Δεν επέδρασαν στο κύρος της οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε σχέση με το κύρος άλλων αποφάσεων και δεν την εξαφάνισαν. Έλεγχος και απόφανση επί της νομιμότητάς της τώρα, θα σήμαινε παράκαμψη της προθεσμίας των 75 ημερών. Ορθά, λοιπόν, αυτή η δυνατότητα εξαρτήθηκε από την ύπαρξη νέου στοιχείου, νομικού στην περίπτωση, που θα συνέθετε νέα εκτελεστή πράξη. Η απόφαση στην Αδάμου και στην Οuzounian δεν συνιστούσε τέτοιο νέο στοιχείο αφού δεν μετέβαλε το δίκαιο, αλλά προσδιόρισε πως αυτό ήταν από την αρχή, όπως υποδείχθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Συνοψίζουμε πως η απόφαση στην Μαρούλα Χριστοδουλίδου βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο. Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα κατ' επίκληση απόφασης της Ολομέλειας, που κήρυξε αντισυνταγματική ορισμένη νομοθετική πρόνοια, ενώ δεν είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση που καθόρισε τα δικαιώματά της στη βάση της ίδιας νομοθετικής πρόνοιας, μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Κρίθηκε ότι δεν παράχθηκε νέα εκτελεστή πράξη, αλλά μόνο βεβαιωτική της αρχικής, ακριβώς γιατί η απόφαση της Ολομέλειας δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο το οποίο θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης.

2. Ο εφεσείων επικαλέστηκε και την απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε στην Ανδρέας Χατζηνικολάου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου. Είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο στην άσκηση προσφυγής, η οποία και κρίθηκε απαράδεκτη, αλλά προστέθηκαν παρατηρήσεις αναφορικά με την υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλέσει την προσβληθείσα πράξη, ως παράνομη. Αυτό, όμως, ως θέμα ενδεδειγμένης αντίδρασης ώστε να διασφαλιστεί η νομιμότητα, παρά την "απουσία μέσων ή μηχανισμού για αναθεώρηση παράνομης διοικητικής απόφασης" και "άσχετα και ανεξάρτητα από πειθαναγκασμό από τη δικαστική εξουσία". Το Δικαστήριο συμμερίζεται αυτές τις παρατηρήσεις και, καθώς φαίνεται, θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τη διοίκηση στην παρούσα περίπτωση, που αφορά σε πράξη δυσμενή για τον πολίτη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της έφεσης. Δεν στοχεύουν όμως, στη διαφοροποίηση των καθιερωμένων αρχών που διέπουν την ανάκληση και το κυριότερο δεν διευρύνουν το δικαιοδοτικό πλαίσιο του Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Αγαπίου v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2075,

Ouzounian v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 996/94, ημερ. 13.5.96,

Παύλου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231,

Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

Χριστοδουλίδου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1163/99, ημερ. 4.9.00,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

Κρονίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 530,

Χατζηνικολάου v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 106.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Νικολάου, Ε.) στην Υπόθεση Αρ. 63/96, ημερ. 16/4/97, με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή την οποία άσκησε εναντίον της απόρριψης από τους καθ' ων η αίτηση του αιτήματός του για επανεξέταση της αίτησής του για παροχή σύνταξης.

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το άρθρο 40 του περι Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 Ν. 41/80 (όπως τροποποιήθηκε) εξαρτά το δικαίωμα σε οποιανδήποτε παροχή από την προς τούτο υποβολή αίτησης. Ο Κανονισμός 3 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Παροχές) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 309/92) έταξε τρίμηνη προθεσμία για την υποβολή τέτοιας αίτησης και πρόβλεψε επιπτώσεις από την υπέρβασή της. Όπως ορίστηκε, αυτή, η υπέρβαση δηλαδή, "συνεπάγεται παραγραφή του δικαιώματος για την παροχή για οποιαδήποτε μέρα για την οποία εξέπνευσε η προθεσμία υποβολής αίτησης ....."

Ο εφεσείων συμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία στις 12.12.92 αλλά υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης στις 15.2.95. Συνεπώς, η αίτησή του εγκρίθηκε με μόνο τρίμηνη αναδρομική ισχύ, ήτοι από 15.11.94.  Του γνωστοποιήθηκε η απόφαση με επιστολή ημερομηνίας 1.6.95 και αυτή κατέστη απρόσβλητη αφού παρήλθε άπρακτη η προθεσμία των 75 ημερών που θέτει το άρθρο 146.3 του Συντάγματος.

Στις 30.10.95 ο εφεσείων ζήτησε επανεξέταση, προτείνοντας ως έρεισμα την πρωτόδικη απόφαση του Αρτέμη Δ., στην Νίκος Αγαπίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2075. Όπως αποφασίστηκε, το άρθρο 36 του Νόμου παρέχει απόλυτο δικαίωμα σε σύνταξη όταν πληρούνται οι ουσιαστικές προϋποθέσεις που τίθενται και ήταν ultra vires ο Κανονισμός 3 που επαγόταν παραγραφή του. (Βλ. επίσης και την απόφαση του Αρτεμίδη Δ. στην Dicran Ouzounian v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 996/94 ημερομηνίας 13.5.96).  Ο Διευθυντής του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε το αίτημα για επανεξέταση, επιβεβαίωσε την αρχική απόφαση και, με επιστολή του ημερομηνίας 14.11.95, πληροφόρησε τον εφεσείοντα πως "το δεδικασμένο της απόφασης που επικαλείστε αφορά συγκεκριμένη υπόθεση με συγκεκριμένα γεγονότα και δεν μπορεί να επεκταθεί και να καλύψει άλλες παρόμοιες περιπτώσεις".

Ασκήθηκε προσφυγή και απασχόλησε πρωτοδίκως το αναθεωρήσιμο του θέματος. Ο εφεσείων υποστήριξε πως παράχθηκε "δεδικασμένο" που δέσμευε τη διοίκηση και πως η ορθή σημασία - ερμηνεία των Κανονισμών, όπως την καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο, συνιστούσε, από την έκδοση της δικαστικής απόφασης, νέο νομικό καθεστώς, υπό το φως του οποίου θα έπρεπε να επανεξεταστεί το θέμα. Οι καθ' ων η αίτηση είχαν αντίθετη άποψη. Επικαλέστηκαν την πρωτόδικη απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε στην Παύλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1991) 4 Α.Α.Δ. 4231 στην οποία δεν έγινε δεκτή η αναγωγή της δικαστικής ερμηνείας νομοθετικών διατάξεων σε νέο στοιχείο. Όπως εξηγήθηκε, ο Νόμος υφίστατο, ό,τι άλλαξε ήταν η εκτίμηση των επιπτώσεών του. Υποστήριξαν, επομένως, πως η προσβληθείσα απόφαση ήταν βεβαιωτική.

Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε πρωτοδίκως την προσφυγή, την απέρριψε ως απαράδεκτη. Ως προς τον ισχυρισμό για "δεδικασμένο", αφού παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, υπέδειξε πως

"ενώ το αποτέλεσμα καθαυτό δεσμεύει τους πάντες, τα στοιχεία της αιτιολογίας του δεσμεύουν όπου συντρέχουν οι προϋποθέσεις ταυτότητας προσώπου και διαφοράς",

που δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση. Ο λόγος της πρωτόδικης απόφασης ως προς τα λοιπά, βρίσκεται στη σελίδα 8. Το δίκαιο ήταν εξαρχής όπως διακηρύχθηκε με την τελευταία δικαστική απόφαση. Συνεπώς δεν προέκυπτε νέο νομικό στοιχείο.

Ο εφεσείων επαναφέρει τα ίδια θέματα, κατά παραγνώριση όπως μπορούμε να σημειώσουμε από τώρα, της ουσίας της πρωτόδικης απόφασης. Δέχεται ο εφεσείων πως πράγματι το μόνο δίκαιο που ίσχυε εξ αρχής ήταν εκείνο που προσδιόρισε αναδρομικά η δικαστική απόφαση στην Αγαπίου. Επομένως, όπως εισηγείται, "απορρίφθηκε παράνομα η αρχική αίτησή του", οπότε ήταν καθήκον της διοίκησης να επανεξετάσει το θέμα με βάση το δίκαιο όπως το διέπλασε δεσμευτικά το δικαστικό δεδικασμένο. Υποβλήθηκε νέο αίτημα που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί προς άρση της παρανομίας αφού η κρίση στην Αγαπίου ότι ο Κανονισμός ήταν ultra vires δεν ήταν στοιχείο της αιτιολογίας της αλλά "εξαφάνισε εξ' υπαρχής τους Κανονισμούς και το υπόβαθρο της πρώτης περί τον αιτητή απόφασης, που ουσιαστικά ρύθμισε το τότε αίτημά του παράνομα". Εδικαιούτο, λοιπόν, ο εφεσείων, καταλήγει η εισήγηση, εξέτασης του αιτήματός του κατά το δίκαιο όπως το διαμόρφωσε ή το αποκατέστησε η ακυρωτική απόφαση, που ως τέτοια ίσχυε έναντι πάντων. Αναφέρθηκε συναφώς στην πρωτόδικη απόφαση του Γαβριηλίδη Δ. στη Μαρούλλα Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 1163/99, ημερομηνίας 4.9.00, με την εισήγηση πως δεν πρέπει να την ακολουθήσουμε.

Αντικείμενο στην Αγαπίου και στην Ouzounian ήταν ο διοικητικός χειρισμός σε σχέση με τη σύνταξη των αιτητών και αποτέλεσμά του ήταν η ακύρωσή του. Το δεδικασμένο αφορούσε σε αυτόν και μόνο. Η κρίση ως προς την έλλειψη εξουσιοδότησης εκ του Νόμου για θέσπιση Κανονισμού που να προβλέπει παραγραφή του δικαιώματος σε σύνταξη ήταν η αιτιολογία της δικαστικής απόφασης. Ο Κανονισμός δεν ήταν ούτε θα μπορούσε να ήταν, αφ' εαυτού, αντικείμενο των διαδικασιών εκείνων. Το ζήτημα της εξουσιοδότησης προς θέσπιση του Κανονισμού εξετάστηκε παρεμπιπτόντως και συνιστούσε ζήτημα κριθέν με την έννοια του όρου όπως την δίδει η απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργίου (ανωτέρω). Υπενθυμίζουμε συναφώς και την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας που εξέδωσε ο Πικής Π. στην Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 Α.Α.Δ. 49. Είχαν συζητηθεί παρεμφερή θέματα και εξηγήθηκε ότι

"ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi) είναι η αρχή δικαίου στην οποία θεμελειώνεται το αποτέλεσμα της απόφασης, σε αντίθεση με αυτό τούτο το αποτέλεσμα για το οποίο δημιουργείται δεδικασμένο".

Είναι, λοιπόν, ορθή η κρίση του συναδέλφου μας πως αφού δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της ταυτότητας προσώπου και διαφοράς, οι αναφερθείσες υποθέσεις δεν παρήγαγαν δεδικασμένο που να αφορούσε στην περίπτωση του εφεσείοντα. Ο εφεσείων εκλαμβάνει ότι στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 530, η Ολομέλεια προσέγγισε ως δεδικασμένο το ότι Κανονισμοί ήταν ultra vires, αφού έτσι κρίθηκε σε άλλη υπόθεση κατά την αναθεώρηση άλλης πράξης που αφορούσε άλλους. Δεν ήταν αυτό το νόημα της απόφασης της Ολομέλειας. Εκείνο που μέτρησε δεν ήταν το αποτέλεσμα της προηγηθείσας απόφασης αλλά ο λόγος της. Αυτός δεν είχε αμφισβητηθεί, ενώ όπως εξυπονοείται μπορούσε να αμφισβητηθεί, αποτελούσε κοινή θέση των μερών πως παρέμεινε ισχυρός και, πάνω στη βάση του, κρίθηκε και στη νέα υπόθεση πως οι Κανονισμοί ήταν ultra vires, με συνέπεια τη στοιχειοθέτηση, και σε εκείνη, όμοιας αιτίας ακυρότητας.

Η πρώτη απόφαση που εκδόθηκε, εκείνη που γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα με την επιστολή ημερομηνίας 1.6.95, ήταν εκτελεστή. Η νομιμότητά της συνεπώς θα ήταν δυνατό να ελεχθεί με προσφυγή που θα ασκείτο μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Αφού δεν προσβλήθηκε παραμένει ισχυρή. Δεν επέδρασαν στο κύρος της οι δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν σε σχέση με το κύρος άλλων αποφάσεων και δεν την εξαφάνισαν. Έλεγχος και απόφανση επί της νομιμότητάς της τώρα θα σήμαινε παράκαμψη της προθεσμίας των 75 ημερών. Ορθά, λοιπόν, αυτή η δυνατότητα εξαρτήθηκε από την ύπαρξη νέου στοιχείου, νομικού στην περίπτωση, που θα συνέθετε νέα εκτελεστή πράξη. Η απόφαση στην Αγαπίου και στην Οuzounian δεν συνιστούσε τέτοιο νέο στοιχείο αφού δεν μετέβαλε το δίκαιο αλλά προσδιόρισε πως αυτό ήταν από την αρχή, όπως υποδείχθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Συνοψίζουμε πως η απόφαση στην Μαρούλα Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) μας βρίσκει σύμφωνους. Η αιτήτρια είχε υποβάλει αίτημα κατ' επίκληση απόφασης της Ολομέλειας που κήρυξε αντισυνταγματική ορισμένη νομοθετική πρόνοια ενώ δεν είχε προσβάλει τη διοικητική απόφαση που καθόρισε τα δικαιώματά της στη βάση της ίδιας νομοθετικής πρόνοιας, μέσα στην προθεσμία των 75 ημερών. Κρίθηκε ότι δεν παράχθηκε νέα εκτελεστή πράξη αλλά μόνο βεβαιωτική της αρχικής, ακριβώς γιατί η απόφαση της Ολομέλειας δεν συνιστούσε νέο νομικό στοιχείο το οποίο θα επέβαλλε καθήκον επανεξέτασης.

Ο εφεσείων επικαλέστηκε και την απόφαση του Πική Δ., όπως ήταν τότε στην Ανδρέας Χατζηνικολάου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1992) 4 Α.Α.Δ. 106. Είχε διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο στην άσκηση προσφυγής, η οποία και κρίθηκε απαράδεκτη, αλλά προστέθηκαν παρατηρήσεις αναφορικά με την υποχρέωση της διοίκησης να ανακαλέσει την προσβληθείσα πράξη, ως παράνομη. Αυτό, όμως, ως θέμα ενδεδειγμένης αντίδρασης ώστε να διασφαλιστεί η νομιμότητα, παρά την "απουσία μέσων ή μηχανισμού για αναθεώρηση παράνομης διοικητικής απόφασης" και "άσχετα και ανεξάρτητα από πειθαναγκασμό από τη δικαστική εξουσία". Συμμεριζόμαστε αυτές τις παρατηρήσεις και θα λέγαμε πως, καθώς μας φαίνεται, θα μπορούσαν να καθοδηγήσουν τη διοίκηση στην παρούσα περίπτωση, που αφορά σε πράξη δυσμενή για τον πολίτη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της Έφεσης. Δεν στοχεύουν όμως, στη διαφοροποίηση των καθιερωμένων αρχών που διέπουν την ανάκληση και το κυριότερο δεν διευρύνουν το δικαιοδοτικό μας πλαίσιο.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο