ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 568
3 Οκτωβρίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. LOUIS TOURIST AGENCY LTD,
2. LEDRA FREE SHOPS LTD,
3. M.B. GOODBUY SHOPS LTD,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2554)
Προσφορές ― Υποχρέωση προκήρυξης προσφορών ― Επιβάλλεται από την αρχή της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης αλλά και του δημόσιου δικαίου ― Συνάπτονται μετά από διαγωνισμό ― Το ίδιο δύναται να συμβεί και για τη σύναψη συμβάσεων διαχείρισης περιουσίας του κράτους, εφόσον ενέχει ως κύριο σκοπό της την προώθηση σκοπών δημόσιας ωφέλειας ― Κριτήριο πρακτικό, κατά πόσο με την απόφαση επιδιώκεται πρωταρχικά η προαγωγή δημόσιου σκοπού ― Τέτοια και εντός της σφαίρας του δημόσιου δικαίου η απόφαση διαχείρισης των καταστημάτων αφορολογήτων ειδών στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου.
Έννομο Συμφέρον ― Προσβολής παράλειψης του κράτους να προκηρύξει προσφορές ― Το κατέχει ο αιτητής ο οποίος έχει την προσδοκία να υποβάλει προσφορά.
Οι εφεσείοντες στράφηκαν με την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία η προσφυγή τους κατά της παράλειψης προκήρυξης προσφορών για διαχείριση των αφορολογήτων καταστημάτων στα αεροδρόμια και αντ' αυτού η ανάθεση της διαχείρισης στις Κυπριακές Αερογραμμές, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Είναι αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι οι συμβάσεις του κράτους και των οργανισμών δημοσίου δικαίου, πρέπει να συνάπτονται μετά από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό. Toύτο συνάδει με τις αρχές χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, γιατί δίδει την ευκαιρία στους πολίτες να συναγωνίζονται και ταυτόχρονα διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον με την επιλογή του καταλληλότερου προσφοροδότη.
Όμως ενέργειες της διοίκησης και σύναψη συμβάσεων σε θέματα που αφορούν τη διαχείριση της περιουσίας του κράτους, δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου τομέα αλλά του ιδιωτικού, και, σε τέτοιες περιπτώσεις, η διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών. Έστω όμως και αν πρόκειται για διαχείριση κυβερνητικής περιουσίας, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις η διαχείριση αυτή να διεξάγεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρείται ότι παύει από του να ισοδυναμεί με απλή διαχείριση περιουσίας, αλλά γίνεται διαχείριση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η προώθηση σκοπών δημόσιας ωφέλειας, και, ως εκ τούτου, αυτή παίρνει τη μορφή δημόσιου έργου ή υπηρεσίας και υπαγορεύει την αναγκαιότητα προκήρυξης προσφορών.
Τα Κυπριακά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει ένα πρακτικό κριτήριο για να αποφασίζεται κατά πόσο πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου. Τούτο περιστρέφεται γύρω από τον κύριο σκοπό που επιδιώκεται με την πράξη. Αν με την απόφαση πρωταρχικά επιδιώκεται η προαγωγή δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη ευρίσκεται στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου.
Στην παρούσα περίπτωση, κρίνεται ότι ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι τέτοιος, που το κοινό ή μεγάλη μερίδα του, έχει ενδιαφέρον και συμφέρον, αφού θα έχει επιπτώσεις πέραν εκείνων που επηρεάζουν τα άμεσα μέρη της σύμβασης. Θεωρείται ότι το θέμα εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και κρίνεται πως ο Κανονισμός 19 των Κανονισμών των Αποθηκών, στον οποίον αναφέρονται περιπτώσεις υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών, έστω και αν δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να την αποκλείσει. Ως εκ τούτου, επί του προκειμένου το Δικαστήριο διαφωνεί με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Τούτου δοθέντος, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο οι αιτητές είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν.
Προκύπτει από γεγονότα ότι η μη προκήρυξη προσφορών και ο κατά συνέπεια αποκλεισμός των αιτητών θίγει δυσμενώς τα συμφέροντά τους, αφού, όπως προκύπτει, ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα που θα υπέβαλλαν προσφορά, αν τους εδίδετο η ευκαιρία.
Κατά συνέπεια, κρίνεται πως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να παρακάμψουν τη διαδικασία προσφορών και να συνάψουν σύμβαση ως ανωτέρω, ήταν παράνομη.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Α. Σαζεΐδης & Υιός Λτδ ν. Δήμου Αθηαίνου (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 2237,
Chrysanthou and Another v. Republic (1968) 3 C.L.R. 519,
Antoniou and Others v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623,
Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μ. Κρονίδης, Δ.) στην Υπόθεση Αρ. 244/93, ημερ. 14/11/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους κατά της απόφασης ανάθεσης της διαχείρισης των καταστημάτων αφορολογήτων ειδών στα αεροδρόμια Λάρνακας και Πάφου στις Κυπριακές Αερογραμμές ή σε θυγατρική τους εταιρεία, κατά παράκαμψη της διαδικασίας των προσφορών.
Ν. Παπαευσταθίου με Γ. Σεραφείμ, για τους Εφεσείοντες-Αιτητές.
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Π. Πολυβίου, για το Εφεσίβλητο-Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στην έφεση αυτή παρόλον ότι εμφανίστηκαν δικηγόροι εκ μέρους των εφεσίβλητων-καθ' ων η αίτηση και του εφεσίβλητου-ενδιαφερομένου μέρους, εντούτοις δεν ακούστηκαν γιατί δεν είχαν καταχωρήσει περιγράμματα αγορεύσεων.
Μετά από δημοσιεύματα στον ημερήσιο τύπο αναφορικά με επικείμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου να αναθέσει τη διαχείριση των καταστημάτων αφορολογήτων ειδών στα αεροδρόμια Λάρνακος και Πάφου, στις Κυπριακές Αερογραμμές Λτδ ή σε θυγατρική τους εταιρεία, οι αιτητές απέστειλαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επιστολή ημερομηνίας 23.12.92 εκφράζοντας την αντίθεσή τους προς τούτο και εκθέτοντας τις απόψεις τους για το ποιες διαδικασίες θα έπρεπε να ακολουθηθούν. Τελικά ο Υφυπουργός παρά τω Προέδρω με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.93 τους πληροφόρησε ότι η Κυβέρνηση αποφάσισε πράγματι να αναθέσει τη διαχείριση των καταστημάτων αυτών στις Κυπριακές Αερογραμμές ή σε θυγατρική τους εταιρεία.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οι εφεσείοντες-αιτητές καταχώρησαν την προσφυγή, αντικείμενο αυτής της έφεσης, με την οποία ζητούσαν την κήρυξη της πιο πάνω απόφασης ως παράνομης και άκυρης και αιτούνταν επίσης την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση να παρακάμψουν τη διαδικασία προσφορών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την προσφυγή, την απέρριψε, θεωρώντας ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν υπήρχε υποχρέωση προκήρυξης προσφορών, αφού η μόνη σχετική πρόνοια που κατόρθωσε το Δικαστήριο να επισημάνει ήταν οι Κανονισμοί Αποθηκών, που διέπουν τη διαδικασία προσφορών, και συγκεκριμένα ο Κανονισμός 19(α) που προνοεί τα ακόλουθα:
"Όλες οι αγορές και πωλήσεις αγαθών και η παροχή/εκμίσθωση υπηρεσιών γίνεται με την προκήρυξη δημόσιων προσφορών".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγοντας ανέφερε τα ακόλουθα:
"Κατά τη γνώμη μου το θέμα της παρούσας περίπτωσης δεν εμπίπτει στα πιο πάνω. Δεν διεπίστωσα την ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης ρυθμιστικής πρόνοιας που να διέπει το θέμα, ούτε μου υποδείχτηκε από τους δικηγόρους των διαδίκων, όπως είπα και προηγουμένως, οτιδήποτε. Επομένως καταλήγω, με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, ότι δεν υπήρχε νομική υποχρέωση προκήρυξης προσφορών στην παρούσα περίπτωση. Το θέμα επαφίετο στη διακριτική ευχέρεια των καθ' ων η αίτηση που δεν προκύπτει από πουθενά ότι δεν ασκήθηκε καλόπιστα και νόμιμα."
Αναφορικά με το θέμα έννομου συμφέροντος που ήγειραν οι εφεσίβλητοι-καθ' ων η αίτηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν υπήρχε υποχρέωση εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση να προκηρύξουν προσφορές, τότε οι αιτητές θα είχαν έννομο συμφέρον, γιατί η προσβαλλόμενη ενέργεια θα τους είχε στερήσει της άσκησης του νόμιμου δικαιώματός τους να υποβάλουν προσφορά. Αφού όμως το Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση προκήρυξης προσφορών, έκρινε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε έννομο συμφέρον εκ μέρους των αιτητών που είχε θιγεί.
Είναι αρχή του διοικητικού δικαίου ότι οι συμβάσεις του κράτους και των οργανισμών δημοσίου δικαίου πρέπει να συνάπτονται μετά από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό. Toύτο συνάδει με τις αρχές χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, γιατί δίδει την ευκαιρία στους πολίτες να συναγωνίζονται και ταυτόχρονα διασφαλίζει και το δημόσιο συμφέρον με την επιλογή του καταλληλότερου προσφοροδότη. Όπως λέχθηκε και στην Α. Σαζεΐδης & Υιός Λτδ ν. Δήμου Αθηαίνου (1989) 3 Α.Α.Δ. 2237, "οι συμβάσεις του κράτους και των οργανισμών δημοσίου δικαίου συνάπτονται κατά κανόνα ύστερα από δημοπρασία ή μειοδοτικό διαγωνισμό. Με τη μέθοδο αυτή εκλέγεται το ικανότερο πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση του έργου και προασπίζεται το κύρος των διοικητικών οργάνων εναντίον κάθε υπόνοιας μεροληπτικής άσκησης των καθηκόντων τους".
Όμως ενέργειες της διοίκησης και σύναψη συμβάσεων σε θέματα που αφορούν τη διαχείριση της περιουσίας του κράτους δεν εμπίπτουν στη σφαίρα του δημόσιου τομέα αλλά του ιδιωτικού, και, σε τέτοιες περιπτώσεις, η διοίκηση δεν υπέχει υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών. Έστω όμως και αν πρόκειται για διαχείριση κυβερνητικής περιουσίας, μπορεί υπό ορισμένες προϋποθέσεις η διαχείριση αυτή να διεξάγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρείται ότι παύει από του να ισοδυναμεί με απλή διαχείριση περιουσίας, αλλά γίνεται διαχείριση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η προώθηση σκοπών δημόσιας ωφέλειας, και, ως εκ τούτου, αυτή παίρνει τη μορφή δημόσιου έργου ή υπηρεσίας και υπαγορεύει την αναγκαιότητα προκήρυξης προσφορών. Σχετική είναι η απόφαση Chrysanthou and Another v. The Republic of Cyprus (1968) 3 C.L.R. 519, όπου η ενοικίαση κυβερνητικού αγροκτήματος θεωρήθηκε ως διαχείριση κυβερνητικής περιουσίας για σκοπούς γενικού δημόσιου συμφέροντος που ενέπιπτε στο πεδίο του δημόσιου δικαίου και συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη εναντίον της οποίας χωρούσε προσφυγή.
Τα Κυπριακά δικαστήρια έχουν υιοθετήσει ένα πρακτικό κριτήριο για να αποφασίζεται κατά πόσο πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου. Τούτο περιστρέφεται γύρω από τον κύριο σκοπό που επιδιώκεται με την πράξη. Αν με την απόφαση πρωταρχικά επιδιώκεται η προαγωγή δημόσιου σκοπού, τότε η πράξη ευρίσκεται στη σφαίρα του δημόσιου δικαίου. Τούτο επισημάνθηκε στην Antoniou and Others v. Republic (1984) 3(A) C.L.R. 623, στη σελ. 627. Περαιτέρω λέχθηκαν τα ακόλουθα στην ίδια σελίδα της πιο πάνω απόφασης:
"Α public purpose is one in which the public at large or a noticeable section of it has an interest in the sense that its proper promotion has repercussions extending beyond those immediately affecting the parties directly affected thereby. If the decision intended to promote a public purpose entails adjustment of private rights, it is nontheless justiciable under Article 146.1 because of the need to ensure proper scrutiny of its legality."
(Δέστε και Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481).
Στην παρούσα περίπτωση κρίνουμε ότι ο πρωταρχικός σκοπός της απόφασης είναι τέτοιος που το κοινό ή μεγάλη μερίδα του έχει ενδιαφέρον και συμφέρον αφού θα έχει επιπτώσεις πέραν εκείνων που επηρεάζουν τα άμεσα μέρη της σύμβασης. Θεωρούμε ότι το θέμα εμπίπτει στον τομέα του δημόσιου και όχι του ιδιωτικού δικαίου και κρίνουμε πως ο Κανονισμός 19 των Κανονισμών των Αποθηκών, στον οποίον αναφέρονται περιπτώσεις υποχρέωσης προκήρυξης προσφορών, έστω και αν δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση, δεν μπορεί να την αποκλείσει. Ως εκ τούτου, επί του προκειμένου διαφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Τούτου δοθέντος, θα πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο οι αιτητές είχαν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να προσφύγουν.
Στην έκθεση γεγονότων της αίτησης τους οι αιτητές αναφέρονται στην επιστολή ημερομηνίας 23.12.92, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
"Κατά την όλη συζήτηση του θέματος πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι έχουμε επενδύσει πολύ σημαντικά στον τομέα της διαχείρισης αφορολογήτων τόσο σε κεφάλαια και τεχνολογικό εξοπλισμό όσο και σε έμψυχο υλικό, καθώς και ότι στον τομέα αυτό απασχολούνται από τις καθαρά ιδιωτικές επιχειρήσεις συνολικά 120 άτομα. Επιπρόσθετα επίσης θέλουμε να σας πληροφορήσουμε ότι ήδη μέλη μας δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα σε χώρες του εξωτερικού κι ότι οπωσδήποτε μια ρύθμιση με βάση την οποία δεν θα έχουμε τη δυνατότητα να ασχολούμαστε στον τομέα των αφορολογήτων στον τόπο μας, αναπόφευκτα θα έχει επιδράσεις καίρια αρνητικές στην προσπάθεια διείσδυσης σε ξένες αγορές."
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η μη προκήρυξη προσφορών και ο κατά συνέπεια αποκλεισμός των αιτητών θίγει δυσμενώς τα συμφέροντά τους, αφού, όπως προκύπει από τα πιο πάνω, ήταν ενδιαφερόμενα πρόσωπα που θα υπέβαλλαν προσφορά, αν τους εδίδετο η ευκαιρία.
Κατά συνέπεια, κρίνουμε πως η απόφαση των καθ' ων η αίτηση να παρακάμψουν τη διαδικασία προσφορών και να συνάψουν σύμβαση ως ανωτέρω, ήταν παράνομη. Η έφεση γίνεται αποδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ' έφεση.
Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.