ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 294

16 Μαΐου, 2000

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΑΓΙΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ (ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ),

Εφεσιβλήτων.

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 2449)

 

Εκτοπισθέντες και Παθόντες ― Κριτήρια παροχής βοήθειας για στέγαση/αυτοστέγαση εκτοπισθέντων ― Απόρριψη αιτήματος επειδή η κατοικία είχε αγοραστεί από τη σύζυγο, πριν το γάμο ― Το γεγονός ότι δεν αποπληρώθηκε το τίμημα και ούτε μεταβιβάστηκε ο τίτλος πριν το γάμο, εύλογα κρίθηκε πως δεν ανέτρεπε το δεδομένο της αγοράς της κατοικίας πριν το γάμο της με τον εκτοπισθέντα σύζυγο ― Η απόφαση κρίθηκε στη βάση των αρχών του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας των αποφάσεων της διοίκησης ― Ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης απορρίφθηκε.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός Έλεγχος ― Επέμβαση Δικαστηρίου ― Σε αποφάσεις διακριτικής ευχέρειας ― Ελέγχεται ως προς την άσκησή της εντός των επιτρεπτών ορίων της.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Επιτρέπει εύλογες διακρίσεις μεταξύ ανομοιογενών υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου.

Ο εφεσείων που είναι εκτοπισθείς, αμφισβήτησε με την έφεσή του την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης με την οποία η προσφυγή του, κατά της απόφασης των εφεσίβλητων να απορρίψουν αίτημά του, για οικονομική βοήθεια για αυτοστέγαση, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Όπου απόφαση λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια, το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή, λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης. Ωστόσο το δικαστήριο υποχρεούται να επέμβει σε περίπτωση που η διακριτική ευχέρεια ασκείται με πλημμελή τρόπο, όπως π.χ. όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί έγκυρα να υποστηριχθεί από τη δοθείσα αιτιολογία  ή όπου ουσιώδεις παράγοντες δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη.

Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά την ερμηνεία που έχει δώσει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Δεν εντοπίστηκε οποιοδήποτε σφάλμα στη δοθείσα ερμηνεία.

Υπό το φως της ερμηνείας εκείνης και των στοιχείων που περιβάλλουν την περίπτωση του εφεσείοντα, ορθά κρίθηκε ότι αυτή δεν καλύπτεται από τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε πλήρη ταύτιση με το πρωτόδικο δικαστήριο, το Δικαστήριο θεωρεί, ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση ήταν ουσιαστικά ακριβής με άλλα λόγια η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στη διοίκηση. Ακολουθεί πως οι λόγοι 2 και 3 της έφεσης δεν ευσταθούν.

2.  Έχει υποστηριχθεί ότι με τη διεύρυνση των κριτηρίων επήλθε και η άνιση μεταχείριση μεταξύ των εκτοπισθέντων που αυτοστεγάσθηκαν σε ιδιόκτητα οικόπεδα των μη εκτοπισθέντων συζύγων και αυτών που αυτοστεγάσθηκαν σε αγορασθέντα από τον μη εκτοπισθέντα σύζυγο διαμερίσματα ή έτοιμες οικίες και μερικώς πληρωθέντα από την μη εκτοπισθείσα σύζυγο και τον πατέρα της (και το υπόλοιπο από τους δύο συζύγους), διαχωρισμό παντελώς παράλογο και άδικο. 

     Η αρχή της ισότητας δεν συνεπάγεται μαθηματική ισότητα.

Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 2 C.L.R. 294, αποφασίσθηκε πως η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων". Αυτό που αποκλείει η αρχή της ισότητας είναι διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε "εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή δεν χωρεί διάκριση, εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης".

     Οι δύο περιπτώσεις που επικαλείται ο εφεσείων δεν είναι όμοιες. Δεν έχει επομένως σημειωθεί παράβαση της αρχής της ισότητας. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου διευρύνει αισθητά το φάσμα των δικαιούχων και δεν δημιουργεί ανισότητα.

3.  Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης έχει υποστηριχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το επιχείρημα για εξόφληση του οικοπέδου επί του οποίου ανεγείρετο η οικία η οποία αγοράσθηκε από τη σύζυγο του εφεσείοντα κατά το χρόνο που παντρεύτηκαν, δεν είχε κανένα νομικό ή λογικό έρεισμα  εφόσον, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αγορά οικίας "στο χαρτί" εξυπακούει και αγορά της γης επί της οποίας θα ανεγείρετο η οικία.

     Εφόσον σύμφωνα με το πωλητήριο έγγραφο η σύζυγος του εφεσείοντα αγόρασε έτοιμη κατοικία την οποία θα οικοδομούσε ο πωλητής και όχι μερίδιο επί οικοπέδου και εφόσον δεν παρέλαβε οποιοδήποτε μέρος γης ή μέρος κατοικίας πριν από την τελική αποπεράτωση, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ότι το επιχείρημα δεν έχει κανένα λογικό ή νομικό έρεισμα.

4.  Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη της ένστασης του εφεσείοντα - ότι  το σπίτι θεωρείται ως αγορασθέν με βάση την ημερομηνία του συμβολαίου και όχι την τιτλοποίηση - έχει συζητηθεί με τον έκτο λόγο της έφεσης.

     Τα όσα προβάλλονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης δεν βρίσκουν έρεισμα στο ενώπιον του Δικαστηρίου υλικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στην αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση και έκρινε ότι ήταν ουσιαστικά ακριβής με την έννοια ακόμη του Άρθρου 2 του Κεφ. 224, στο οποίο στηρίχθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα.

     Κατά τα άλλα, η γενική αναφορά στις γενικές αρχές του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149, ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αφού, όπως υπέδειξε δεν προσδιορίστηκαν. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

5.  Με τον έβδομο λόγο της έφεσης έχει αποδοθεί σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο, γιατί δεν σχολίασε και δεν συμπέρανε ότι ο εφεσείων εφόσον πληρώνει μέρος του τιμήματος αγοράς της οικίας "θα  δικαιούτο άμα τη αποπληρωμή της να εγγραφεί ως συνιδιοκτήτης στο βαθμό της εισφοράς του, δυνάμει των προνοιών των αρχών περί καταπιστευμάτων (resulting and constructing) και λανθασμένα απεφάνθη ότι αυτός δεν είχε σχέση με την αγορά της οικίας".

     Εν όψει της ορθότητας της κατάληξης στην οποία έχει αχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την ερμηνεία της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν διακρίνεται πως θα εξυπηρετούσε την υπόθεση του εφεσείοντα, η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με τις αρχές που διέπουν τα καταπιστεύματα. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

6.  Με τον τελευταίο - όγδοο - λόγο της έφεσης έχει υποστηριχθεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αιτιολογία των επίδικων πράξεων, δηλαδή ότι η σύζυγος του εφεσείοντα ήταν ιδιοκτήτρια ή κάτοχος οικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο που παντρεύτηκαν, ήταν ουσιαστικά ακριβής και η επίδικη απόφαση λογικά εφικτή.

     Από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης προκύπτει σαφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αιτιολογήσει με πληρότητα τη σχετική κατάληξή του. Δεν έχει εντοπιστεί οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Drousiotis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 722,

Goulelis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 81,

Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125,

Θεοχαρίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63,

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441,

Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378,

Γιασεμίδου v. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491,

Παπαδοπούλου κ.ά. v. Ράπτη (1996) 1 Α.Α.Δ. 1306,

Σεργίδης v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119.

Έφεση.

Έφεση από τον αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Σ. Νικήτας, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 447/96, ημερ. 13/5/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της άρνησης των καθ' ων η αίτηση να αναθεωρήσουν την απορριπτική απόφασή τους στο αίτημά του να του χορηγηθεί οικονομική βοήθεια για στέγαση με βάση τα κριτήρια στέγασης/αυτοστέγασης για τους εκτοπισθέντες τα οποία ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 20/4/94.

Ν. Χ''Ιωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα  δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφασή του με αρ. 40.907, ημερ. 20.4.94, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να εγκρίνει "νέα κριτήρια για στέγαση/αυτοστέγαση εκτοπισθέντων και αύξηση της παρεχόμενης οικονομικής βοήθειας για αυτοστέγαση σε ιδιόκτητο οικόπεδο ή για αγορά έτοιμης κατοικίας/διαμερίσματος".

Το μέρος της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που είναι σχετικό με την παρούσα διαδικασία έχει ως εξής:

"4.5 Αυτοστεγασθέντες με δικά τους έξοδα σε ιδιόκτητα       οικόπεδα και με αγορά έτοιμης κατοικίας/διαμερίσματος.

Οι πρόσφυγες που αυτοστεγάστηκαν με δικά τους έξοδα χωρίς να πάρουν οποιαδήποτε βοήθεια, παίρνουν το 50% της οικονομικής βοήθειας στο χρόνο ανέγερσης ή αγοράς της κατοικίας/διαμερίσματος. Οι Υπουργοί Εσωτερικών και Οικονομικών συμφώνησαν στις 20.12.93, να δίδεται το 50% της βοήθειας και σε εκείνες τις περιπτώσεις που αυτοστεγάστηκαν σε ιδιόκτητα οικόπεδα και η σύζυγος δεν είναι εκτοπισθείσα."

Ο εφεσείων, ο οποίος γεννήθηκε στην Αμμόχωστο και ήταν κάτοχος προσφυγικής ταυτότητας, αποτάθηκε - στις 16.5.95 - στην Υπηρεσία Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων για να του χορηγηθεί το 50% της οικονομικής βοήθειας, η οποία παρέχεται για αγορά έτοιμης κατοικίας. Η αίτησή του απορρίφθηκε στις 7.2.96 με την αιτιολογία ότι "η σύζυγός του κατείχε διαμέρισμα πριν παντρευτούν".

Ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητα της απόρριψης του αιτήματός του με προσφυγή του δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Παραθέτουμε, από την πρωτόδικη απόφαση, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης:

"Της επίδικης απόφασης προηγήθηκε προσωπική συνέντευξη του αιτητή από την Υπηρεσία, κατά την οποία του ζητήθηκε η προσκομιδή διαφόρων στοιχείων. Ένα από αυτά, που ακολούθως παρουσίασε, ήταν πωλητήριο έγγραφο ημερ. 20.5.89. Από αυτό προκύπτει πως η σύζυγος του αιτητή, που ήταν τότε ελεύθερη, αγόρασε από την εταιρεία "ΚΕΡΜΙΑ ΛΤΔ", τη διόροφη κατοικία στο Στρόβολο για την οποία ο αιτητής υπέβαλε το παραπάνω αίτημα για συνδρομή. Το τίμημα αγοράς ήταν £64.500. Η πωλούμενη κατοικία, σύμφωνα με τους όρους του εγγράφου, θα παραδινόταν μέχρι τον Ιούνιο του 1991. Ωστόσο, όπως ο αιτητής αναφέρει σε ένορκη δήλωση στην οποία προέβη, αποπερατώθηκε αργότερα το Νοέμβριο του 1991. Μέχρι τότε ο πενθερός του αιτητή κατέβαλε, ο ίδιος προσωπικά, έναντι του τιμήματος αγοράς και 'υπό μορφή προίκας', όπως αναφέρεται στην πρώτη αγόρευση του αιτητή, ποσό £53.200 (βλέπε παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης ημερ. 6.12.96). Το υπόλοιπο από £12.300 πλέον τόκοι και δικαιώματα μεταβίβασης άρχισε να πληρώνει ο αιτητής με τη σύζυγό του με μηνιαίες δόσεις από £220 η καθεμιά (βλέπε επίσης παράγραφο 5 ανωτέρω).

Στις 3.5.95 ο δικηγόρος του αιτητή παραπονέθηκε πως λανθασμένα δε δόθηκε η προβλεπόμενη από την απόφαση αρ. 40.907 του Υπουργικού Συμβουλίου οικονομική βοήθεια. Η σύζυγος του αιτητή δεν ήταν, ακόμη και κατά το χρόνο που γράφτηκε η διαμαρτυρία για απόρριψη του αιτήματος, ιδιοκτήτρια της κατοικίας. Η Υπηρεσία δε μεταπείσθηκε.  Αρνήθηκε να αναθεωρήσει την απορριπτική απόφαση για το λόγο που αναφέρεται σε επιστολή της προς το δικηγόρο του αιτητή ημερ. 14.5.96:

'.... σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια/αποφάσεις το διαμέρισμα θεωρείται αγορασθέν με βάση την ημερομηνία του συμβολαίου και όχι με βάση την τιτλοποίηση ή αποπληρωμή του.'"

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το μόνο ερώτημα είναι αν ήταν λογικά επιτρεπτό για τους εφεσίβλητους να αποφασίσουν ότι "πριν παντρευτεί ο αιτητής η σύζυγός του ήτο ιδιοκτήτρια της οικίας για την αγορά της οποίας ζητείτο βοήθεια". Το ερώτημα απάντησε ο ίδιος αρνητικά επικαλούμενος τον ορισμό της λέξης "κύριος" που παρέχει το άρθρο 2 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου, Κεφ. 224 και των διατάξεων του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, τις οποίες όμως δεν προσδιόρισε.  Επίσης επικαλέσθηκε το γεγονός, που βεβαίωσε ο εφεσείων σε ένορκη δήλωσή του ημερ. 6.12.96, ότι μέχρι τότε το πωληθέν δεν είχε ακόμη μεταβιβαστεί.

Το πρωτόδικο δικαστήριο δε δέχθηκε τις πιο πάνω θέσεις και απέρριψε την προσφυγή. Παραθέτουμε το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης:

"Από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου αυτού - της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου - προκύπτει ότι βοήθεια μπορεί να παρασχεθεί σε δύο κατηγορίες δικαιούχων:  σε πρόσφυγες που αυτοστεγάστηκαν χωρίς οποιαδήποτε βοήθεια, κτίζοντας οι ίδιοι ή αγοράζοντας κατοικία. Επισημαίνεται ότι στο πρώτο αυτό σκέλος του κριτηρίου χορήγησης βοήθειας δεν γίνεται - πιστεύω σκόπιμα για σκοπούς διαφοροποίησης - καμιά μνεία σε μη εκτοπισθείσα σύζυγο. Η δεύτερη περίπτωση αφορά αυτοστέγαση πραγματοποιούμενη όμως σε οικόπεδο που αποτελεί ιδιοκτησία είτε ενός πρόσφυγα είτε της συζύγου του, που δεν έχει τέτοια ιδιότητα. Δε διαφαίνεται η δημιουργία ανισότητας εφόσον η νέα απόφαση διευρύνει αισθητά το φάσμα των δικαιούχων.

Είναι παραδεκτόν ότι η σύζυγος του αιτητή δεν είναι εκτοπισθείσα και ότι αγόρασε την επίδικη κατοικία πολύ πριν παντρευτεί τον αιτητή. Αποτελεί περαιτέρω κοινό έδαφος ότι δεν αγοράστηκε από τον αιτητή με την ιδιότητα του πρόσφυγα, ούτε κτίστηκε σε ιδιόκητο οικόπεδο του ενός ή του άλλου των συζύγων. Όπως προκύπτει από το πωλητήριο, αγοράστηκε έτοιμη κατοικία με την έννοια ότι θα ανεγειρόταν από τον πωλητή. Και το μέγιστο μέρος του τιμήματος αγοράς καταβλήθηκε από τον πατέρα της συζύγου. Το επιχείρημα για εξόφληση του οικοπέδου μέσα στα πλαίσια του πωλητήριου εγγράφου, που αφορά σαφώς την πώληση ενιαίας περιουσίας, δεν έχει κανένα νομικό ή λογικό έρεισμα.

Η αιτιολογία που δόθηκε ότι η σύζυγος ήταν κάτοχος ή ιδιοκτήτης (με την έννοια ακόμη του άρθρ. 2 στο οποίο στηρίχθηκε ο συνήγορος) προτού παντρευτεί, είναι ουσιαστικά ακριβής. Έτσι η κρινόμενη περίπτωση δεν καλύπτεται από οποιοδήποτε από τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου."

Η έφεση.

Το τελευταίο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η σύζυγος του εφεσείοντα ήταν κάτοχος ή ιδιοκτήτρια οικίας προτού παντρευτεί - με την έννοια ακόμη του άρθρου 2 του Κεφ. 224 - έχει αμφισβητηθεί με το δεύτερο λόγο της έφεσης (ο πρώτος λόγος της έφεσης αποσύρθηκε). Είχε υποστηριχθεί ότι ήταν εσφαλμένο λαμβανομένων υπόψη των αναντίλεκτων γεγονότων της υπόθεσης.

Σύμφωνα με αυτά τα γεγονότα - υποστήριξε ο κ. Χ''Ιωάννου  εκ μέρους του εφεσείοντα - πριν παντρευτεί ο εφεσείων δεν υπήρχε οικία για να είναι ιδιοκτήτρια ή κάτοχός του η σύζυγός του. Η ανέγερση της οικίας είχε αποπερατωθεί τρεις μήνες μετά που νυμφεύτηκε με τον εφεσείοντα. Εφόσο σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία η σύζυγος του εφεσείοντα δεν ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια της οικίας, ούτε δικαιούτο να εγγραφεί σε οποιοδήποτε χρόνο ως ιδιοκτήτρια της οικίας, γιατί δεν είχε εξοφλήσει το τίμημα της αγοράς και γιατί κατά το χρόνο που υποβλήθηκε το επίδικο αίτημα υπήρχε χρεωστικό υπόλοιπο εκ Λ.Κ.10,000,  εσφαλμένα κρίθηκε ότι ήταν ιδιοκτήτρια της οικίας εντός της έννοιας του άρθρου 2 του Κεφ. 224.

Με τον τρίτο λογο έφεσης ο εφεσείων έχει υποστηρίξει ότι η πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου έχει ερμηνευθεί εσφαλμένα από το πρωτόδικο δικαστήριο με τρόπο που ο εφεσείων δεν πληρούσε τα κριτήρια. Διαζευκτικά - συνεχίζει η εισήγηση - το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε το δεύτερο σκέλος των κριτηρίων δηλαδή τη συμφωνία "να δίδεται το 50% της βοήθειας σε εκείνες τις περιπτώσεις που αυτοστεγάστηκαν σε ιδιόκτητο οικόπεδο και η σύζυγος δεν είναι εκτοπισθείσα".

Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί στα πλαίσια άσκησης διακριτικής ευχέρειας από τη διοίκηση. Επομένως το ζήτημα της νομιμότητάς της πρέπει να προσεγγιστεί με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο τέτοιων αποφάσεων. Όπου απόφαση λαμβάνεται κατά διακριτική ευχέρεια το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον με την ορθή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας έχει ληφθεί μια απόφαση η οποία ήταν εύλογα επιτρεπτή λαμβανομένου υπόψη του υλικού το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης.  Ωστόσο το δικαστήριο υποχρεούται να επέμβει σε περίπτωση που η διακριτική ευχέρεια ασκείται με πλημμελή τρόπο όπως π.χ. όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί έγκυρα να υποστηριχθεί από τη δοθείσα αιτιολογία  ή όπου ουσιώδης παράγοντες δεν λήφθηκαν δεόντως υπόψη (Βλ. Drousiotis v. Republic (1966) 3 C.L.R. 722 και Goulelis v. Republic (1970) 3 C.L.R. 81).

Έπεται πως οδηγός μας κατά την εξέταση των πιο πάνω λόγων της έφεσης και της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να είναι οι πιο πάνω αρχές.

Καθώς φαίνεται από το κείμενο της πρωτόδικης απόφασης (παρατίθεται στη σελ. 300, πιο πάνω) το πρωτόδικο δικαστήριο ερμήνευσε την επίμαχη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.  Αποφάνθηκε ότι οικονομική βοήθεια μπορεί να παρασχεθεί σε δύο κατηγορίες δικαιούχων, τις οποίες υπέδειξε (βλ. σελ. 300). Στη συνέχεια αφού έλαβε υπόψη τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την περίπτωση του εφεσείοντα έκρινε ότι η αιτιολογία που δόθηκε ότι η σύζυγος του ήταν κάτοχος ή ιδιοκτήτρια (με την έννοια ακόμη του αρ. 2 του Κεφ. 224) προτού παντρευτεί είναι ουσιαστικά ακριβής.  Κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η κρινόμενη περίπτωση δεν καλύπτεται από οποιοδήποτε από τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Στην ουσία αυτό που εννοούσε το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Άλλωστε αυτό υποστηρίζει και ο εφεσείων με τον όγδοο λόγο της έφεσης.

Έχουμε προσεγγίσει τους πιο πάνω λόγους της έφεσης υπό το φως των πιο πάνω αρχών που διέπουν το δικαστικό έλεγχο αποφάσεων που λαμβάνονται κατά διακριτική ευχέρεια. Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την ερμηνεία που έχει δώσει το πρωτόδικο δικαστήριο στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στη δοθείσα ερμηνεία.

Έχουμε, επίσης, την άποψη ότι υπό το φως της ερμηνείας εκείνης και των στοιχείων που περιβάλλουν την περίπτωση του εφεσείοντα ορθά κρίθηκε ότι αυτή δεν καλύπτεται από τα κριτήρια που έθεσε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Σε πλήρη ταύτιση με το πρωτόδικο δικαστήριο θεωρούμε ότι η αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση ήταν ουσιαστικά ακριβής με άλλα λόγια η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή στη διοίκηση. Ακολουθεί πως οι λόγοι 2 και 3 της έφεσης δεν ευσταθούν.

Λανθασμένη, σύμφωνα με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, ήταν και η ερμηνεία που δόθηκε στο δεύτερο σκέλος της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Έχει υποστηριχθεί ότι με τη διεύρυνση των κριτηρίων επήλθε και η άνιση μεταχείριση μεταξύ των εκτοπισθέντων που αυτοστεγάσθηκαν σε ιδιόκτητα οικόπεδα των μη εκτοπισθέντων συζύγων και αυτών που αυτοστεγάσθηκαν σε αγορασθέντα από τον μη εκτοπισθέντα σύζυγο διαμερίσματα ή έτοιμες οικίες και μερικώς πληρωθέντα από την μη εκτοπισθείσα σύζυγο και τον πατέρα της (και το υπόλοιπο από τους δύο συζύγους) διαχωρισμό παντελώς παράλογο και άδικο. 

Η αρχή της ισότητας δεν συνεπάγεται μαθηματική ισότητα (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125).

Στην υπόθεση Republic v. Arakian (1972) 2 C.L.R. 294 αποφασίσθηκε πως η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων". Αυτό που αποκλείει η αρχή της ισότητας είναι διακρίσεις οι οποίες δεν ανάγονται σε "εγγενείς διαφορές μεταξύ των υποκειμένων ή αντικειμένων του δικαίου. Εάν τα υποκείμενα ή αντικείμενα της ρύθμισης είναι ομοιογενή δεν χωρεί διάκριση, εάν είναι ανομοιογενή χωρεί και παρέχεται ευχέρεια για την θεσμοθέτηση διάφορου κανόνα ή την υιοθέτηση διάφορης ρύθμισης" (Βλ. Θεοχαρίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 63, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 441, Χαρ. Ι. Φιλιππίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 378, Γιασεμίδου ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491, Παπαδοπούλου κ.ά. ν. Ράπτη (1996) 3 Α.Α.Δ. 1306 και Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119).

Έχουμε την άποψη πως οι δύο περιπτώσεις που επικαλείται ο εφεσείων δεν είναι όμοιες. Δεν έχει επομένως σημειωθεί παράβαση της αρχής της ισότητας. Κατά τα άλλα συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου διευρύνει αισθητά το φάσμα των δικαιούχων και δεν δημιουργεί ανισότητα.

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης έχει υποστηριχθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι το επιχείρημα για εξόφληση του οικοπέδου επί του οποίου ανεγείρετο η οικία η οποία αγοράσθηκε από τη σύζυγο του εφεσείοντα κατά το χρόνο που παντρεύτηκαν δεν είχε κανένα νομικό ή λογικό έρεισμα εφόσον, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, αγορά οικίας "στο χαρτί" εξυπακούει και αγορά της γής επί της οποίας θα ανεγείρετο η οικία.

Παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε σε επιχείρημα για εξόφληση του οικοπέδου μέσα στα πλαίσια του πωλητηρίου εγγράφου. Ωστόσο στο σχετικό λόγο της έφεσης δεν γίνεται αναφορά σ' αυτό - το υπογραμμισμένο μέρος - της πρωτόδικης απόφασης.

Εφόσον σύμφωνα με το πωλητήριο έγγραφο η σύζυγος του εφεσείοντα αγόρασε έτοιμη κατοικία την οποία θα οικοδομούσε ο πωλητής και όχι μερίδιο επί οικοπέδου και εφόσον δεν παρέλαβε οποιοδήποτε μέρος γης ή μέρος κατοικίας πριν από την τελική αποπεράτωση ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο ότι το επιχείρημα δεν έχει κανένα λογικό ή νομικό έρεισμα.

Η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στην αιτιολογία που δόθηκε για την απόρριψη της ένστασης του εφεσείοντα - ότι το σπίτι θεωρείται ως αγορασθέν με βάση την ημερομηνία του συμβολαίου και όχι την τιτλοποίηση - έχει συζητηθεί με τον έκτο λόγο της έφεσης. Έχει υποστηριχθεί ότι η σχετική ερμηνεία δεν περιέχεται οπουδήποτε στα κριτήρια και δεν συνάδει με το άρ. 2 του Κεφ. 224 και τις γενικές αρχές του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.

Τα όσα προβάλλονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης δεν βρίσκουν έρεισμα στο ενώπιόν μας υλικό. Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στην αιτιολογία που δόθηκε από τη διοίκηση και έκρινε ότι ήταν ουσιαστικά ακριβής με την έννοια ακόμη του άρ. 2 του Κεφ. 224 στο οποίο στηρίχθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντα.

Κατά τα άλλα η γενική αναφορά στις γενικές αρχές του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 ορθά δεν εξετάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο αφού όπως υπέδειξε δεν προσδιορίστηκαν. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

Με τον έβδομο λόγο της έφεσης έχει αποδοθεί σφάλμα στο πρωτόδικο δικαστήριο γιατί δεν σχολίασε και δεν συμπέρανε ότι ο εφεσείων εφόσον πληρώνει μέρος του τιμήματος αγοράς της οικίας "θα δικαιούτο άμα τη αποπληρωμή της να εγγραφεί ως συνιδιοκτήτης στο βαθμό της εισφοράς του δυνάμει των προνοιών των αρχών περί καταπιστευμάτων (resulting and constructing) και λανθασμένα απεφάνθη ότι αυτός δεν είχε σχέση με την αγορά της οικίας".

Εν όψει της ορθότητας της κατάληξης στην οποία έχει αχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο μετά την ερμηνεία της σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου δεν βλέπουμε πως θα εξυπηρετούσε την υπόθεση του εφεσείοντα η ενασχόληση του πρωτόδικου δικαστηρίου με τις αρχές που διέπουν τα καταπιστεύματα.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Με τον τελευταίο - όγδοο - λογο της έφεσης έχει υποστηριχθεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αιτιολογία των επίδικων πράξεων, δηλαδή ότι η σύζυγος του εφεσείοντα ήταν ιδιοκτήτρια ή κάτοχος οικίας κατά τον ουσιώδη χρόνο που παντρεύτηκαν, ήταν ουσιαστικά ακριβής και η επίδικη απόφαση  λογικά εφικτή.

Από το σκεπτικό της πρωτόδικης απόφασης (παρατίθεται στις σελ. 300-301, πιο πάνω) προκύπτει σαφώς ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αιτιολογήσει με πληρότητα τη σχετική κατάληξή του. Όπως έχουμε ήδη αποφανθεί δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στην πρωτόδικη προσέγγιση. Έπεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η�έφεση απορρίπεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο