ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
BYRON PAVLIDES ν. REPUBLIC (COMMISSIONER OF INCOME TAX AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 217
COSTAS G. PIKIS ν. REPUBLIC (MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 562
SAVVAS CHR. SPYROU AND OTHERS (NO. 1) ν. REPUBLIC (LICENSING AUTHORITY) (1973) 3 CLR 478
ANTHOUPOLIS LTD., AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 296
PARASKEVOPOULOU ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 647
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
CHRISTODOULIDES AND OTHERS ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1297
FAKAS ν. REPUBLIC (1988) 3 CLR 1928
Παπαγεωργίου Nεόφυτος και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1254
Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βούλης Αντ. (Αρ.3) (1994) 3 ΑΑΔ 93
Πρόεδρος Δημοκρατίας ν. Βούλης Αντ. (Αρ.4) (1994) 3 ΑΑΔ 167
Δημοκρατία ν. Χ''Ιωάννου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 401
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2000) 3 ΑΑΔ 228
17 Απριλίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΑΛΛΗΣ,
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Eφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2455)
Διοικητική πράξη ― Βεβαιωτική ― Σε αντιδιαστολή με εκτελεστή ― Ειδικά η υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται με το δεδικασμένο που παράγουν οι αποφάσεις των Δικαστηρίων ― Περιστάσεις εφαρμογής του κανόνα, στην κριθείσα περίπτωση ισχυριζόμενης μεταστροφής της νομολογίας του Ανώτατου Δικαστηρίου.
Οι εφεσείοντες επεδίωξαν, τόσο με την προσφυγή τους που απορρίφθηκε όσο και με την έφεση, την ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να μην αναθεωρήσει την απόφασή του ημερομηνίας 31/1/1980, που αφορούσε τον τερματισμό των υπηρεσιών των εφεσειόντων.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Στην υπόθεση Marinos Pieri v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε σε έκταση τα κριτήρια που λειτουργούν όταν εγείρεται ζήτημα διάκρισης μεταξύ επιβεβαιωτικής προηγούμενης διοικητικής απόφασης και απόφασης που απολήγει σε νέα διοικητική πράξη, μετά από νέα έρευνα. Σε ειδικό κεφάλαιο της απόφασης, με τίτλο res judicata, συζητιέται η εφαρμογή της αρχής στον τομέα του δημόσιου - διοικητικού δικαίου. Εκτίθενται δε οι τρεις λόγοι, που δικαιολογούν την εφαρμογή της αρχής και στον τομέα του διοικητικού δικαίου. Σ' αυτούς δε τους γνωστούς στο δίκαιο λόγους, που σχετίζονται με τη γενική εφαρμογή του, προστίθεται και 4ος, ως ειδικά εφαρμοζόμενος στις χώρες, όπου λειτουργεί ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών.
Διαπιστώνεται καθαρά από την πιο πάνω απόφαση, πως όταν το ζήτημα αποτελεί res judicata, η διοίκηση οφείλει να σεβαστεί το αποτέλεσμα της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου. Όχι μόνο δεν δικαιούται να το ανατρέψει, αλλά υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 146(5) του Συντάγματος.
Η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ομόφωνη. Ο Νικολάου, Δ. εξέδωσε χωριστή απόφαση με διάφορο σκεπτικό.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Christodoulides and others v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297,
Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254,
Δήμος Λευκωσίας ν. Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191,
Pieri v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054,
Fakas v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1928,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (1994) 3 Α.Α.Δ. 93,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Γ. Παπαδόπουλος, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 351/92, ημερ. 13/5/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους εναντίον της απόλυσής τους από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 31/1/80.
Α. Ανδρέου, για τους Εφεσείοντες.
Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Με το δικό μου σκεπτικό συμφωνούν και οι Δικαστές Αρτέμης, Καλλής και Κραμβής. Ο Δικαστής Νικολάου θα δώσει το δικό του σκεπτικό.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση που μας απασχόλησε θα γίνει διαυγέστερο αν αναφερθούμε με κάποια λεπτομέρεια στα γεγονότα που προηγήθηκαν μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Πηγή των γεγονότων αυτών είναι ο ενώπιόν μας δικαστικός φάκελος, καθώς και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη γνωστή υπόθεση Christodoulides and Others v. The Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297. Στην πιο πάνω υπόθεση συζητήθηκαν νομικά ζητήματα που έδωσαν την αφορμή και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των δικηγόρων των εφεσειόντων, τη νομική βάση της καταχώρισης της προσφυγής που εξετάζουμε, η οποία, αφού απορρίφθηκε πρωτοδίκως οδηγήθηκε ενώπιόν μας.
Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος στη χώρα μας στις 15.7.74, και την τούρκικη εισβολή που ακολούθησε, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους λειτουργούς της που μετείχαν ή συνέδραμαν στο πραξικόπημα. Δεν είναι του παρόντος, και δεν έχει άμεση σχέση με την υπόθεση που μας απασχολεί, να αναφερθούμε στις προσπάθειες για εξεύρεση του ορθού και νόμιμου τρόπου για να τερματιστεί η υπηρεσία των λειτουργών αυτών. Το θέμα έληξε με την απόλυση από το Υπουργικό Συμβούλιο αριθμού υπαλλήλων που υπηρετούσαν σε διάφορες κρατικές λειτουργίες. Ο τερματισμός των υπηρεσιών τους έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή, Έρευνα και Εκδίκασις) Νόμων του 1977-1978, Νόμου του 1978, Ν.57/78, που θεσπίστηκε ειδικά για την τελεσίδικη επίλυση του προβλήματος που αντιμετώπιζε η πολιτεία.
Οι εφεσείοντες 1-14 ήσαν μέλη της αστυνομικής δύναμης, ενώ οι 15-18 δημόσιοι υπάλληλοι. Απολύθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση που ελήφθη στις 31.1.80. Όλοι οι απολυθέντες, μεταξύ αυτών και οι εφεσείοντες, προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η Ολομέλεια απέρριψε τις προσφυγές. (δες: την υπόθεση Χριστοδουλίδης που αναφέρεται πιο πάνω).
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω γεγονότα, εύλογα ρωτιέται κάποιος πώς επανέρχεται το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσα χρόνια μετά. Είναι με αυτή την πτυχή της υπόθεσης που θα ασχοληθούμε. Στις 10.4.90 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε την απόφασή της στην Νεόφυτος Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254, στην οποία το νομικό σημείο που εγειρόταν για κρίση, όπως τούτο διατυπώνεται στην πρώτη παράγραφο της απόφασης, ήταν το εξής: «Έχει το υπουργικό συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311 όπως έχει τροποποιηθεί, και το κατάλοιπο των εξουσιών του που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Συντάγματος εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες δημοσίων υπαλλήλων, στην προκείμενη περίπτωση μέλους της αστυνομικής δύναμης, για λόγους δημοσίου συμφέροντος;» Η απάντηση που δόθηκε από το Δικαστήριο ήταν αρνητική.
Οι εφεσείοντες, επικαλούμενοι αυτή την απόφαση, διατείνονται πως ο τερματισμός και των δικών τους υπηρεσιών από το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 31.1.80, είχε ως έρεισμα τα πιο πάνω άρθρα του περί Συντάξεων Νόμου. Εισηγούνται, επομένως, πως το Ανώτατο Δικαστήριο με την ετυμηγορία του στην υπόθεση Παπαγεωργίου, μετέβαλε τη νομολογία όπως αυτή είχε καθιερωθεί στην υπόθεση Χριστοδουλίδης. Προτείνουν κατά συνέπεια, να εφαρμοσθεί αρχή του διοικητικού δικαίου, που υποβάλλουν πως ισχύει, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση οφείλει όχι μόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεών της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνομη, αποκαθιστώντας έτσι την έννομη τάξη.
Σε μακροσκελή επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων, ημερ. 3.12.91, προς το Υπουργικό Συμβούλιο εκθέτουν τις απόψεις τους, τις οποίες υποστηρίζουν με τα δικά τους νομικά επιχειρήματα. Σ' αυτή ζητούσαν όπως το Υπουργικό Συμβούλιο ανακαλέσει την απόφαση του, που όπως είπαμε ελήφθη στις 31.1.80. Το Υπουργικό Συμβούλιο κοινοποίησε στους δικηγόρους των εφεσειόντων τη θέση του στο σχετικό αίτημα, με επιστολή του γραμματέα του ημερ. 27.2.92. Το ουσιαστικό περιεχόμενο της, που αναφέρεται στην αιτιολογία της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, έχει ως εξής:
«.....................................................................................................
αποφάσισε ενόψει του σκεπτικού της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 4.11.83, στην υπόθεση Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1297, ότι δεν εγείρεται θέμα αναθεώρησης της σχετικής απόφασης του υπουργικού συμβουλίου με ημερομηνία 31.1.80.»
Είναι αυτή, την αρνητική τοποθέτηση στο αίτημά τους, που πρόσβαλαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα χωρίς επιτυχία. Ο συνάδελφος που δίκασε την υπόθεση αποδέκτηκε μια από τις προκαταρκτικές ενστάσεις που υπέβαλε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, και που βασιζόταν στην εισήγηση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη σε νέα έρευνα, με την έννοια που δέχεται η νομολογία μας, για να απολήξει σε νέα διοικητική απόφαση. Το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού πήρε και γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, μελέτησε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, όπως αυτή παρουσιάστηκε από τους δικηγόρους των εφεσειόντων, και απέρριψε τις θέσεις τους. Για τη φύση και νομικά χαρακτηριστικά της νέας έρευνας από διοικητικό όργανο, ο συνάδελφος αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν. Μέλπω Γρηγορίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 191. Δεν ασχολήθηκε με τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ενώπιόν μας πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε νομική υποχρέωση να αναθεωρήσει την απόφασή του της 31.1.80. Υποστήριξε δε τη θέση της επικαλούμενη τη γνωστή αρχή του δεδικασμένου res judicata. Το Υπουργικό Συμβούλιο έκρινε πως δεν μπορούσε να ανατρέψει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδουλίδης.
Στην υπόθεση Marinos Pieri v. The Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζει σε έκταση τα κριτήρια που λειτουργούν όταν εγείρεται ζήτημα διάκρισης μεταξύ επιβεβαιωτικής προηγούμενης διοικητικής απόφασης και απόφασης που απολήγει σε νέα διοικητική πράξη μετά από νέα έρευνα. Σε ειδικό κεφάλαιο της απόφασης, με τίτλο res judicata, συζητιέται η εφαρμογή της αρχής στον τομέα του δημόσιου - διοικητικού δικαίου. Εκτίθενται δε οι τρεις λόγοι, (σελ. 1064), που δικαιολογούν την εφαρμογή της αρχής και στον τομέα του διοικητικού δικαίου. Σαυτούς δε τους γνωστούς στο δίκαιο λόγους, που σχετίζονται με τη γενική εφαρμογή του, προστίθεται και 4ος, ως ειδικά εφαρμοζόμενος στις χώρες, όπου λειτουργεί ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών. Διαβάζουμε από την απόφαση (Πικής, Δ., όπως ήταν τότε) την απαρίθμηση των λόγων για την εφαρμογή της αρχής:
«(α) Τhe need for certainty in the law, particularly with regard to the rights of citizens.
(b) Finality in litigation and, last but not least
(c) The need to sustain the efficacy of the judicial process.
In countries where the powers of the State are formally separated as in Cyprus, there is a fourth reason as well,
(d) the effect of separation of the powers of the State. A reversal of a judicial decision by the executive branch of the Government constitutes an interference with the exercise of the judicial power.»
(υπογράμμιση δική μας)
Έχουμε λοιπόν τη γνώμη, καθώς διαπιστώνεται καθαρά από την πιο πάνω απόφαση, πως όταν το ζήτημα αποτελεί res judicata, η διοίκηση οφείλει να σεβαστεί το αποτέλεσμα της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου. Όχι μόνο δεν δικαιούται να το ανατρέψει, αλλά υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 146(5) του Συντάγματος.
Η έφεση τελειώνει κανονικά εδώ. Θα απορριφθεί για το λόγο που αναφέρουμε αμέσως πιο πάνω. Ας ασχοληθούμε όμως και με την εισήγηση των δικηγόρων των εφεσειόντων πως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υποχρέωση να ανακαλέσει την απόφασή του, ενόψει, καθώς ισχυρίζονται, της αλλαγής της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επήλθε με την απόφαση Παπαγεωργίου, σε αντίθεση με αυτά που υιοθετήθηκαν στην Χριστοδουλίδης. Και τούτο γίνεται χωρίς να το αποφασίζουμε, αλλά στη θεωρητική βάση πως το διοικητικό όργανο είχε τέτοια υποχρέωση, σύμφωνα με αρχή του διοικητικού δικαίου που επικαλούνται οι δικηγόροι των εφεσειόντων, και στην οποία στηρίζεται καθ' ολοκληρίαν η προσφυγή τους, και που αναφέραμε πιο πάνω. Είναι ολωσδιόλου νομικά εσφαλμένη αυτή η προσέγγιση. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομολογιακή μεταβολή. Οι δυο υποθέσεις επιλαμβάνονται της εφαρμογής δυο διαφορετικών νομοθεσιών. Στην Χριστοδουλίδης απορρίφθηκαν οι προσφυγές των αιτητών, ενάντια στον τερματισμού των υπηρεσιών τους από το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί το Δικαστήριο έκρινε πως εφαρμόστηκαν ορθά οι περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή, Έρευνα και Εκδίκασις) Νόμοι του 1977-1978, Ν.57/78. Στην απόφαση του Δικαστηρίου ρητά αναφέρονται τα εξής:
«It follows therefore, that, even assuming, without so dieciding, that any of the legislative provisions referred to by the Council of Ministers in its relevant decision could not support adequately the termination of the services of any one of the applicants, the Council of Ministers was, in any case, duly empowered to terminate the services of each one of the applicants in these cases by virtue, in any event, of section 5 of Law 57/78 and, consequently, it is not necessary to enter into a detailed examination of the scope of the aforementioned legislative provisions; because it is a firmly established principle of Administrative Law that even if an administrative decision could not have been validly based on the legal reason which was actually stated in support of it such decision should still be upheld judicially if it could, nevertheless, be reached validly on the basis of some other legal reason (see, inter alia, in this respect, Pikis v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Spyrou (No.1) v. The Republic (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Akinita Anthoupolis Ltd. v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 296, 303 and Paraskevopoulou v. The Republic (1980) 3 C.L.R. 647, 661, 662).
(υπογράμμιση πάλιν δική μας)
Kρίθηκε, επομένως, με καθαρό και απερίφραστο λόγο πως το Υπουργικό Συμβούλιο λειτούργησε νομίμως, εφαρμόζοντας το άρθρο 5 του πιο πάνω Νόμου, ανεξάρτητα αν η επίκληση από αυτό άλλης νομοθεσίας, και το σημείο τούτο άφησε το Δικαστήριο καθαρά ανοικτό, δεν μπορούσε να στηρίξει την απόφασή του. Ο πιο πάνω νόμος δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση. Αντίθετα εφαρμόστηκε από την Ολομέλεια και αργότερα σε παρόμοια υπόθεση (δες: Ioannis Fakas v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1928), όπου έγινε αναφορά και στη Χριστοδουλίδης).
Στην υπόθεση Παπαγεωργίου εξετάζονται πράγματι οι διατάξεις των άρθρων 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311, και το κατάλοιπο των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Συντάγματος. Έχουμε ήδη πει πως η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα που τέθηκε ήταν αρνητική. Δεν υπεισήλθαν όμως για εξέταση στην υπόθεση οι περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή Έρευνας και Εκδίκασις) Νόμοι του 1977-1978, Ν.57/78.
Για τη συμπλήρωση της ιστορίας, και δεδομένου ότι γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση, σημειώνουμε πως ενώ εκκρεμούσε πρωτόδικα η προσφυγή, το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του, ημερ. 22.4.93, ανακάλεσε τις αποφάσεις που λήφθηκαν το 1979 και 1980, και που, όπως είπαμε, αφορούσαν τον τερματισμό 62 μελών της δημόσιας υπηρεσίας, της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, του κυπριακού στρατού και της αστυνομικής δύναμης μεταξύ αυτών και των εφεσειόντων. Πληροφορήθηκαν μάλιστα οι ενδιαφερόμενοι πως μπορούσαν να αναλάβουν τα καθήκοντά τους.
Η Βουλή αντέδρασε στην αμέσως πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Για ό,τι ακολούθησε, σε ό,τι αφορά μόνο τη νομική πτυχή της, ας πούμε, κρίσης μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής, παραπέμπουμε στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.3) και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.4) (1994) 3 Α.Α.Δ. σελ.93 και 167.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η θέση των εφεσειόντων αφορμάται από την άποψη ότι με την απόφαση στην Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254, επήλθε νομολογιακά μεταβολή του δικαίου βάσει του οποίου κρίθηκε η δική τους περίπτωση με την απόφαση της Ολομέλειας στη Christodoulides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1297. Δέχονται ότι αν δεν υπήρξε μεταβολή, η προσβληθείσα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 20 Φεβρουαρίου 1992 στο αίτημά τους ημερ. 3 Δεκεμβρίου 1991 για ανάκληση προηγούμενων αποφάσεων δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική.
Κρίθηκε πρωτόδικα πως δεν υπήρξε μεταβολή και επομένως η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή. Γι' αυτό, η προσφυγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.
Με τον πρώτο και κύριο λόγο έφεσης - ένας δεύτερος αποβλέπει, αλλά εκ περισσού, στην εξέταση των υπολοίπων ζητημάτων στην προσφυγή σε περίπτωση επιτυχίας στον πρώτο - τίθεται αυτή η πρωτόδικη κατάληξη υπό αμφισβήτηση. Με την εξής αιτιολογία:
"ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ
Το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε καθόλου υπόψην ή επαρκώς την νομική θέση των αιτητών ότι οι συνθήκες πριν την έκδοση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου της 22.4.93 είχαν μεταβληθεί ουσιωδώς και τούτο λόγω της μεταβολής της νομολογίας. Το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψην ότι η δικαστική κρίση για το περιεχόμενο μιας νομοθετικής ή συνταγματικής διάταξης έχει κατ' ανάγκην γενική αναδρομική ισχύ και στο βαθμό που είναι δεσμευτική για την διοίκηση και την δικαιοσύνη η δικαστική αυτή κρίση δημιουργεί δίκαιο. Κατ' ακολουθία όταν αυτή η κρίση αντιτίθεται σε άλλη προγενέστερη μεταβάλλει το δίκαιο. Ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν απλή επανάληψη και επιβεβαίωση των παλαιών νομικών επιχειρημάτων και συλλογισμών αλλά αξιολόγηση της νέας νομικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την μεταβολή της νομολογίας. Λανθασμένα επομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη ότι μια τέτοια αξιολόγηση δεν είναι απλώς βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης αλλά μια νέα διοικητική απόφαση η οποία ελήφθη κατόπιν έρευνας με βάση την αξιολόγηση των δεδομένων που προέκυψαν από την αλλαγή ή μεταβολή της Νομολογίας."
Δεν χρειάζεται να συζητήσω τις δύο ήδη αναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας ώστε να διαπιστώσω κατά πόσο όντως, ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές μεταξύ των δύο με αναφορά στις διατάξεις που απασχόλησαν στην κάθε μια, τις συνδέει κρίσιμος κοινός παρονομαστής σε ό,τι αφορά το σκεπτικό τους επί αρχής δικαίου. Οι εφεσείοντες δεν είναι δυνατό να επιτύχουν ακόμα και αν εκληφθεί ως δεδομένο ότι υπήρξε η νομολογιακή μεταβολή που εισηγούνται.
Την απάντηση σε αυτού του είδους το ζήτημα την έδωσα στην Αλέκος Ν. Κληρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 63/96, ημερ. 16 Απριλίου 1997:
"Προκύπτει από το δικό μας νομικό σύστημα και μια άλλη σημαντική πτυχή. Που είναι ότι η νομολογία αποτελεί πηγή δικαίου. Με αποτέλεσμα η δικαστική απόφαση να καθορίζει γενικά το δίκαιο. Επεσήμανα σε ενδιάμεση απόφασή μου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. Εκλογική Αίτηση 1/95 ημερ. 8 Δεκεμβρίου 1995, ότι αυτό το αποτέλεσμα επικράτησε και στην αναθεωρητική δικαιοδοσία. Παρά την κάποια διάσταση στη νομολογία. Στην Pavlides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 217, όσο και στη Δημοκρατία ν. Χ"Ιωάννου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 401 στην οποία ακολουθήθηκε η ίδια γραμμή, δεν έγινε από την Ολομέλεια δεκτή η νομολογιακή επίδραση του δικαίου με αποφάσεις δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ωστόσο, όγκος νομολογίας καταδείχνει την περί του αντιθέτου αποδοχή της νομολογιακής επίδρασης εκ του λόγου της δικαστικής απόφασης. Πρόσφατο παράδειγμα - και σχετικό με την προκείμενη περίπτωση εφόσον αφορούσε την κήρυξη σε προηγούμενη απόφαση ως άκυρων ορισμένων κανονισμών - αποτελεί η απόφαση της Ολομέλειας στην Κρονίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 3 Α.Α.Δ. 530. Η ασυμφωνία της Pavlides (ανωτέρω) και της Χ''Ιωάννου (ανωτέρω) με τη γραμμή την οποία, καθώς μου φαίνεται, εμπέδωσε όλη η υπόλοιπη επί του θέματος νομολογία δεν εξηγείται σε αυτές με συγκριτική θεώρηση για στήριξη του λόγου τους. Προσεγγίζω λοιπόν το ζήτημα στη βάση της επικρατέστερης, καθώς την αντιλαμβάνομαι, άποψης ότι και σε αυτή τη δικαιοδοσία ο λόγος της δικαστικής απόφασης διαπλάθει το δίκαιο.
Με αυτό ως δεδομένο εγείρεται ακολούθως το κατά πόσο η νομολογιακή μεταβολή του δικαίου αποτελεί ή όχι λόγο για επανεξέταση. Στην πρόσφατη απόφασή μου στη Μιχάλης Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας, 768/96, ημερ. 29/1/1997, υπέδειξα ότι η μεταβολή του νομικού καθεστώτος με την έκδοση νέου κανονισμού επέβαλλε επανεξέταση θέματος σε σχέση με το οποίο είχε προηγουμένως ληφθεί απορριπτική διοικητική απόφαση. Επανεξέταση σημαίνει, βέβαια, νέα έρευνα. Αναφέρθηκα σχετικά στην εξής περικοπή από το "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" (έκδ. 1951) του Στασινόπουλου, στη σελ. 126 όπου επισημαίνεται ότι:
"Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων ......................."
Έτσι, όχι μόνο το πραγματικό αλλά και το νομικό στοιχείο δικαιολογεί την επανεξέταση εφόσον είναι ουσιώδες και νέο. Η παρούσα περίπτωση κρίνεται με αναφορά στο δεύτερο. Το κατά πόσο πρόκειται ή όχι περί νέου νομικού στοιχείου σχετίζεται με τον τρόπο μεταβολής του δικαίου. Η νομοθεσία που αφορά στο ουσιαστικό δίκαιο έχει μόνο μελλοντική ισχύ εκτός εάν προβλέπεται αλλιώς. Τουναντίον, καθώς υπέδειξα στη Μαυρογένης (ανωτέρω) με αναφορά σε αυθεντίες, η διά νομολογίας διάπλαση έχει, στο σύστημά μας, πάντοτε αναδρομική ισχύ. Που σημαίνει ότι το δίκαιο ήταν εξ αρχής όπως διακηρύχθηκε με την τελευταία δικαστική απόφαση. Συνεπώς δεν προκύπτει σε τέτοια περίπτωση νέο νομικό στοιχείο."
Η έφεση δεν μπορεί λοιπόν να επιτύχει. Και απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.