ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 206
14 Απριλίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΠΕΤΡΑΚΗ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ, ΜEΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤH ΤΜHΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣOΔΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2500)
Φορολογία Κεφαλαιουχικών Κερδών ― Φορολογία κέρδους από διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας βάσει του Άρθρου 6 του Ν.52/80 ― Υπολογισμός αγοραίας αξίας της γης την 27/6/78, πριν διαχωριστεί σε οικόπεδα και αναπροσαρμογή της για τα τρία οικόπεδα βάσει του εμβαδού τους ― Εύλογη και νόμιμη η απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ― Μεταγενέστερη τροποποίηση του Άρθρου 6 με το Ν.135/90, δεν είχε εφαρμογή για φορολογίες που επιβλήθηκαν πριν την τροποποίηση.
Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Σχόλια Δικαστηρίου στην απόφαση αναφορικά με τη στάση του διοικούμενου κατά την αμφισβήτηση της μεθόδου έκδοσης διοικητικής απόφασης ― Επιτρεπτά υπό τις περιστάσεις, εφόσον αποσκοπούσαν στον τονισμό του ευλόγου της επίδικης απόφασης.
Έξοδα ― Ακολουθούν το αποτέλεσμα ― Δεν δικαιολογήθηκε παρέκκλιση από τον κανόνα, επειδή τα εγερθέντα θέματα ήταν νομικά.
Η εφεσείουσα επεδίωξε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία, η προσφυγή της κατά της απόφασης του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων να της επιβάλει φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών για κέρδος που προέκυψε από την πώληση τριών οικοπέδων της, απορρίφθηκε.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση αποφάσισε ότι:
1. Προβάλλεται το επιχείρημα ότι το Άρθρο 6 δεν παρέχει στο Διευθυντή την εξουσία να χρησιμοποιεί ως βάση για φορολογία στην περίπτωση διάθεσης ενός οικοπέδου, το ποσοστό της αξίας του ακίνητου από το διαχωρισμό του οποίου προέκυψε το οικόπεδο. Υποστηρίχτηκε ότι η εισήγηση αυτή υιοθετήθηκε από σειρά αποφάσεων.
Το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως παρατηρεί πολύ σωστά και το πρωτόδικο δικαστήριο οι αποφάσεις που αναφέρθηκαν ερμηνεύουν το Άρθρο 6 όπως έχει τροποποιηθεί από το Άρθρο 4 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990, Ν.135/90. Στην παρούσα υπόθεση η επιβολή της φορολογίας έγινε πριν την τροποποίηση.
2. Η εφεσείουσα εισηγήθηκε πως εν όψει της βασικής αρχής ότι οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ο πρωτόδικος δικαστής παρέλειψε να εντοπίσει και σχολιάσει τη μη αναφορά του Νόμου στον τρόπο υπολογισμού τεμαχίων που προέκυψαν από διαχωρισμό. Εφαρμόζοντας το Άρθρο 6 θα πρέπει να βρεθεί η αξία των οικοπέδων κατά τις 27.6.1998 και όχι η αξία του ακίνητου πριν από το διαχωρισμό.
Ο συλλογισμός της εφεσείουσας είναι αβάσιμος. Ο Διευθυντής είχε κάθε εξουσία να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε και να λάβει υπ' όψιν του την αξία του ακινήτου από το διαχωρισμό του οποίου προήλθαν τα συγκεκριμένα οικόπεδα. Μπορεί το Άρθρο 6 να μην αναφέρει τίποτε σχετικά, αλλά η διαδικασία που ακολούθησε και σύμφωνη με το πνεύμα του νόμου είναι και εύλογη. Ο Διευθυντής υπολόγισε το κέρδος που προέκυψε χρησιμοποιώντας ένα πρόσφορο τρόπο.
3. Άλλος λόγος έφεσης περιέχει την επισήμανση ότι το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρξε από πλευράς της εφεσείουσας καμιά εισήγηση ως προς το ποια κατά την άποψή της ήταν η ορθή μέθοδος εκτίμησης των στοιχείων. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αναφορά ήταν καθ' όλα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο εκθέτοντας την άποψη, ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Διευθυντής όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με το νόμο, αλλά συνήδε με την ορθή εφαρμογή του, προχώρησε και για να τονίσει τη θέση αυτή προέβη στο συγκεκριμένο σχόλιο. Απλά και μόνο για να καταδείξει το εύλογο του συλλογισμού του Διευθυντή.
Το σημείο αυτό έχει σχέση και με ένα άλλο μέρος της πρωτόδικης απόφασης. Το Δικαστήριο κατά την καταγραφή των γεγονότων αναφέρει ότι η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση εναντίον της επιβολής της φορολογίας προβάλλοντας ως μόνο ισχυρισμό ότι η εκτιμημένη αξία της γης κατά την 1.1.1980 ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική. Η απάντηση στο επιχείρημα αυτό, επισημαίνει το Δικαστήριο, είναι πως οι ιδιοκτήτες του κτήματος αν και μπορούσαν, δεν αμφισβήτησαν την καθορισθείσα από το Κτηματολόγιο αξία.
4. Είναι γνωστή η αρχή, ότι τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν διακρίνεται λόγος, γιατί η παρούσα υπόθεση αποτελεί εξαίρεση. Το γεγονός ότι τα εγειρόμενα θέματα είναι νομικά και αφορούν ερμηνεία της κειμένης νομοθεσίας, δεν συνιστά λόγο παρέκκλισης από την τηρούμενη πρακτική.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824,
Οράτη v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 45/96, ημερ. 8.11.1996,
Έφεση.
Έφεση από την εφεσείουσα εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χρ. Αρτεμίδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 555/95, ημερ. 11/7/97, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εναντίον της φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών η οποία της επιβλήθηκε για την πώληση τριών οικοπέδων της στη Λεμεσό.
Σπ. Ευαγγέλου, για την Εφεσείουσα.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα προέβη ύστερα από την εξασφάλιση σχετικής άδειας στο διαχωρισμό σε οικόπεδα κτήματος στην Αγία Φύλα Λεμεσού. Από το διαχωρισμό προέκυψαν 45 οικόπεδα.
Όταν διέθεσε προς πώληση τρία από αυτά, ζήτησε από το Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (στο εξής "ο Διευθυντής"), την έκδοση πιστοποιητικών απαλλαγής από τη φορολογία ακίνητης ιδιοκτησίας, ούτως ώστε να μπορέσει να μεταβιβάσει τα οικόπεδα στους αγοραστές. Ο Διευθυντής, εφαρμόζοντας το άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980, Ν.52/80, επέβαλε φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών συνολικού ύψους £4.234,20.
Ο Διευθυντής υπολόγισε την αξία των οικοπέδων την 27.6.1978 με βάση την αγοραία αξία του κτήματος κατά την πιο πάνω ημερομηνία, πριν βέβαια από το διαχωρισμό του. Την αξία αυτή κατένειμε στα 45 οικόπεδα που είχαν προκύψει από το διαχωρισμό, κατ' αναλογία του εμβαδού τους, αναπροσαρμόζοντάς την με βάση την αξία που καθορίστηκε κατά τη γενική εκτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224. Στη συνέχεια υπολόγισε τα έξοδα διαχωρισμού τα οποία και πάλι κατένειμε στα 45 οικόπεδα κατ' αναλογία του εμβαδού τους.
Η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση ισχυριζόμενη ότι η εκτιμημένη αξία του ακίνητου πριν το διαχωρισμό ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική.
Καταχώρησε προσφυγή αξιώνοντας ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή ημερ. 28.3.1995, με την οποία υπολόγισε το κέρδος που προέκυψε από τα οικόπεδα που πωλήθηκαν. Την προσφυγή αυτή το Δικαστήριο απέρριψε με απόφασή του ημερ. 11.7.1997.
Με τους λόγους έφεσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι το άρθρο 6 δεν παρέχει στο Διευθυντή την εξουσία να χρησιμοποιεί ως βάση για φορολογία στην περίπτωση διάθεσης ενός οικοπέδου, το ποσοστό της αξίας του ακίνητου από το διαχωρισμό του οποίου προέκυψε το οικόπεδο. Υποστηρίχτηκε ότι η εισήγηση αυτή υιοθετήθηκε από σειρά αποφάσεων (Γεώργιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824 και Οράτη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 45/96, ημερ. 8.11.1996).
Το επιχείρημα αυτό θα πρέπει να απορριφθεί. Όπως παρατηρεί πολύ σωστά και το πρωτόδικο δικαστήριο οι αποφάσεις που αναφέρθηκαν ερμηνεύουν το άρθρο 6 όπως έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 4 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1990, Ν.135/90. Στην παρούσα υπόθεση η επιβολή της φορολογίας έγινε πριν την τροποποίηση.
Εξ άλλου οι αποφάσεις στις οποίες στήριξε την εισήγησή του ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων έχουν διαφορετικό υπόβαθρο. Για παράδειγμα στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, τονίζεται ότι τα οικόπεδα που προέκυψαν ήταν άγνωστου εμβαδού, θέσης ή άλλων χαρακτηριστικών, ενώ αναπόσπαστο στοιχείο του συλλογισμού του Εφόρου ήταν η εξομοίωση από την άποψη της αξίας των οικοπέδων στα οποία διαιρέθηκε το ακίνητο. Στην υπόθεση Οράτη ν. Δημοκρατίας επαναλαμβάνεται ότι η απόφαση του Διευθυντή στηρίζεται σε μια ισοπεδωτική βάση φορολόγησης που δεν λαμβάνει υπ' όψιν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα του κάθε οικοπέδου. Και εδώ ακριβώς διαφέρει η παρούσα υπόθεση. Ο Διευθυντής κατά τον καθορισμό της αξίας έλαβε υπ' όψιν το εμβαδόν των οικοπέδων που προέκυψαν από το διαχωρισμό.
Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι το άρθρο 6 του Νόμου 52/80 παραμένει σιωπηλό στο θέμα του υπολογισμού της αξίας ακίνητου που προκύπτει από το διαχωρισμό μεγαλύτερου τεμαχίου. Εν όψει, συνεχίζει η εφεσείουσα, της βασικής αρχής ότι οι φορολογικοί νόμοι πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά, ο πρωτόδικος δικαστής παρέλειψε να εντοπίσει και σχολιάσει την ατέλεια αυτή του νόμου. Εφαρμόζοντας το άρθρο 6 θα πρέπει να βρεθεί η αξία των οικοπέδων κατά τις 27.6.1998 και όχι η αξία του ακίνητου πριν από το διαχωρισμό.
Επί παντός κέρδους που προκύπτει από διάθεση ιδιοκτησίας επιβάλλεται φόρος με συντελεστή 20% (άρθρο 4). Κέρδος, σύμφωνα με το άρθρο 2, είναι το κέρδος που προκύπτει μετά την 1.8.1980, ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου, λόγω διάθεσης ιδιοκτησίας.
Σύμφωνα με το άρθρο 6 (1) (α), κατά τον υπολογισμό του κέρδους οιαδήποτε προ της 27.6.1978, ή κατ' επιλογήν του ιδιοκτήτη, πριν από τις 14.7.1974, αύξηση της αξίας της ιδιοκτησίας δε λαμβάνεται υπ' όψιν.
Ο συλλογισμός της εφεσείουσας είναι αβάσιμος. Ο Διευθυντής είχε κάθε εξουσία να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε και να λάβει υπ' όψιν του την αξία του ακινήτου από το διαχωρισμό του οποίου προήλθαν τα συγκεκριμένα οικόπεδα. Μπορεί το άρθρο 6 να μην αναφέρει τίποτε σχετικά, αλλά η διαδικασία που ακολούθησε και σύμφωνη με το πνεύμα του νόμου είναι και εύλογη. Ο Διευθυντής υπολόγισε το κέρδος που προέκυψε χρησιμοποιώντας ένα πρόσφορο τρόπο.
Άλλος λόγος έφεσης περιέχει την επισήμανση ότι το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν υπήρξε από πλευράς της εφεσείουσας καμιά εισήγηση ως προς το ποια κατά την άποψή της ήταν η ορθή μέθοδος εκτίμησης των στοιχείων. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αναφορά ήταν καθ' όλα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο εκθέτοντας την άποψη, που κι εμείς συμμεριζόμαστε, ότι η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Διευθυντής όχι μόνο δεν είναι αντίθετη με το νόμο, αλλά συνάδει με την ορθή εφαρμογή του, προχωρεί και για να τονίσει τη θέση αυτή προβαίνει στο συγκεκριμένο σχόλιο. Απλά και μόνο για να καταδείξει το εύλογο του συλλογισμού του Διευθυντή.
Το σημείο αυτό έχει σχέση και με ένα άλλο μέρος της πρωτόδικης απόφασης. Το Δικαστήριο κατά την καταγραφή των γεγονότων αναφέρει ότι η εφεσείουσα υπέβαλε ένσταση εναντίον της επιβολής της φορολογίας προβάλλοντας ως μόνο ισχυρισμό ότι η εκτιμημένη αξία της γης κατά την 1.1.1980 ήταν πολύ χαμηλότερη από την πραγματική. Η απάντηση στο επιχείρημα αυτό, επισημαίνει το Δικαστήριο, είναι πως οι ιδιοκτήτες του κτήματος άνκαι μπορούσαν, δεν αμφισβήτησαν την καθορισθείσα από το Κτηματολόγιο αξία.
Ο τελευταίος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της διαταγής του Δικαστηρίου όπως οι αιτητές επιβαρυνθούν με £200 έξοδα. Οι εφεσείοντες προβάλλουν το επιχείρημα ότι αφού το επίδικο σημείο είναι καθαρά νομικό και αφορά βασικά την εφαρμογή και ερμηνεία σχετικής νομοθετικής πρόνοιας, αναφορικά με την οποία δεν υπήρχε νομολογία, οι εφεσείοντες δεν θα έπρεπε να είχαν επιβαρυνθεί με τα έξοδα.
Είναι γνωστή η αρχή ότι τα έξοδα κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα. Δεν βλέπουμε λόγο γιατί η παρούσα υπόθεση αποτελεί εξαίρεση. Το γεγονός ότι τα εγειρόμενα θέματα είναι νομικά και αφορούν ερμηνεία της κειμένης νομοθεσίας, δεν συνιστά λόγο παρέκκλισης από την τηρούμενη πρακτική.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να σχολιάσουμε κάτι που με έκπληξη παρατηρήσαμε. Το περίγραμμα αγόρευσης που καταχωρήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ' ων η αίτηση αντιγράφει επί λέξει ολόκληρη την πρωτόδικη απόφαση. Μια τέτοια πρακτική δεν βλέπουμε σε τι εξυπηρετεί. Κατ' αρχήν με την ακριβή αντιγραφή της πρωτόδικης απόφασης δεν απαντώνται τα επιχειρήματα που εγείρονται στην έφεση. Περαιτέρω, το λιγότερο που θα περίμενε κανένας θα ήταν να δηλωθεί η πατρότητα του κειμένου, άνκαι κάτι τέτοιο δεν θα εξαντλούσε το καθήκον του ευπαίδευτου συνήγορου των εφεσίβλητων να βοηθήσει το Δικαστήριο. Η επανάλειψη των σκέψεων του δικαστή στο περίγραμμα δεν βλέπουμε σε τι εξυπηρετεί. Εξ άλλου η πιστότητα της αντιγραφής απέκλεισε το ενδεχόμενό της μη επισήμανσης.
Η έφεση απορρίπτεται αλλά εν όψει των πιο πάνω οι εφεσείοντες θα επιβαρυνθούν μόνο με τα μισά έξοδα της διαδικασίας κατ' έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.