ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 179
12 Απριλίου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ,
2. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΚΚΟΥΦΗΣ,
Εφεσείοντες-Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2394)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊστάμενου ― Αιτιολογία ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη η αιτιολόγηση της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση ― Ειδικά το ζήτημα της υποβάθμισης υποψηφίων, μη υστερούντων στις αξιολογήσεις, ως εκ της αναφοράς του Διευθυντή σε αρετές του συστηνόμενου.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την νομιμότητα της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους σε Επιθεωρητή Φυλακών καθώς και την πρωτόδικη απόφαση που την επικύρωσε. Κύριο επίδικο θέμα, ήταν η αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του προαχθέντος.
Η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση που εξέδωσε ο Αρτεμίδης Δ., συμφωνούντων των Αρτέμη και Κραμβή Δ.Δ., αποφάσισε ότι:
Η σύσταση του διευθυντή αρχίζει με την προσωπική κρίση του πως: «το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί των άλλων υποψηφίων από απόψεως εργατικότητας, ανάληψης πρωτοβουλιών, διεύθυνσης και καθοδήγησης προσωπικού και κρατουμένων». Ίσως εδώ θα μπορούσε να παρατηρηθεί, πως, ενώ η άποψη του διευθυντή για το ενδιαφερόμενο μέρος συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων σε ό,τι αφορά τον ίδιο, εντούτοις, μπορεί να υποβαθμίζει τους εφεσείοντες, οι οποίοι επίσης κρίνονται περίπου ισότιμοι σ' αυτά τα στοιχεία στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Έχει σημασία η πιο πάνω παρατήρηση, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, όπου κρίθηκε πως η επίμαχη αιτιολογία εκεί ήταν πλημμελής, γιατί η σύσταση του διευθυντή βασιζόταν αποκλειστικά στη διαπίστωση πως όλοι οι συστηνόμενοι ήσαν άριστοι υπάλληλοι, μεταξύ αυτών και ο εφεσείων, και επομένως ο διευθυντής δεν μπορούσε να κάνει διάκριση μεταξύ τους χωρίς να την εξηγήσει. Στην απουσία τέτοιας εξήγησης, είπε το Δικαστήριο, αφήνεται η εντύπωση πως ο διευθυντής λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του εφεσείοντα ή ότι τα παραγνώρισε.
Εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια της σύστασής του ο διευθυντής ανέφερε και τα εξής: «επειδή ορισμένοι υποψήφιοι υπερείχαν σε αρχαιότητα του Ιωάννου, που συστήνω, και έχουν επίσης τα τελευταία χρόνια περίπου ίσες αξιολογήσεις μ' αυτόν, κάνω παρακάτω ειδική αναφορά σ' αυτούς». Δεν υπάρχει επομένως πιθανότητα να παραπλανήθηκε η Επιτροπή. Ο ίδιος ο διευθυντής διευκρίνισε πως οι αξιολογήσεις των υποψηφίων ήσαν περίπου ίσες. Και προχωρεί να κάνει αναφορά στον καθένα από τους υποψήφιους, μεταξύ αυτών και τους εφεσείοντες, για να τους συγκρίνει με το ενδιαφερόμενο μέρος και να αιτιολογήσει γιατί κατά τη δική του άποψη ήταν ο πιο κατάλληλος για προαγωγή. Ενόψει δε του γεγονότος ότι η επίδικη θέση είναι Επιθεωρητή, Τμήμα Φυλακών, σημαντική είναι και η παρατήρηση του διευθυντή, στην τελευταία παράγραφο της σύστασης, που άπτεται άμεσα της καταλληλότητας του ενδιαφερομένου μέρους να ασκήσει τα καθήκοντα αυτής της θέσης.
Ο Αρτέμης Δ. προσέθεσε στο σκεπτικό της πλειοψηφίας, με χωριστό κείμενο. Την απόφαση της μειοψηφίας εξέδωσε ο Καλλής, Δ. συμφωνούντος του Νικολάου, Δ.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833,
Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742.
Έφεση.
Έφεση από τους αιτητές εναντίον της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φρ. Νικολαΐδης, Δ.) στην Yπόθεση Αρ. 327/95, ημερ. 22/11/96, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή τους εναντίον του προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Επιθεωρητή Φυλακών.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Με την απόφαση που θα διαβάσω συμφωνούν και οι δικαστές Αρτέμης και Κραμβής. Ο δικαστής Αρτέμης θα προσθέσει λίγα λόγια σε δικό του κείμενο. Οι δικαστές Νικολάου και Καλλής διαφωνούν. Ο δικαστής Καλλής θα δώσει την απόφαση, με την οποία συμφωνεί και ο δικαστής Νικολάου.
APTEMIΔHΣ, Δ.: Στις 29.12.94 η Ε.Δ.Υ. προήγαγε τον Χαράλαμπο Ιωάννου, ενδιαφερόμενο μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία και ενώπιόν μας, στη θέση Επιθεωρητή Φυλακών. Μεταξύ των προαξίμων ήσαν και οι εφεσείοντες, αιτητές μαζί με άλλους στην πρωτόδικη διαδικασία, Ανδρέας Τηλεμάχου και Ανδρέας Μακκούφης. Η προσφυγή απορρίφθηκε και η επίδικη διοικητική πράξη επικυρώθηκε στις 22.11.96. Οι εφεσείοντες επιδιώκουν την αναθεώρηση της πρωτόδικης απόφασης με στόχο την ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Στο μακροσκελές εφετήριο ο δικηγόρος των εφεσειόντων παραθέτει με λεπτομέρεια τους λόγους, για τους οποίους και προτείνει την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Αν διαβαστούν προσεκτικά θα διαπιστωθεί πως όλοι κατευθύνονται ενάντια στη σύσταση του διευθυντή, που έγινε ενώπιον της Επιτροπής βάσει του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90. Επικρίνεται, σε χωριστό λόγο έφεσης, και η απόφαση της ΕΔΥ, με την εισήγηση πως είναι αναιτιολόγητη.
Οι γραπτές αγορεύσεις των δικηγόρων επικεντρώνονται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στη σύσταση του διευθυντή. Σ' αυτές γίνεται λεπτομερής αναφορά στην πλούσια νομολογία που επιλαμβάνεται αυτού του ζητήματος, με την καταγραφή πολλών δικαστικών αποφάσεων στις οποίες παρακολουθούμε την εξέλιξή της. Ο συνάδελφος, που εξέδωσε την πρωτόδικη απόφαση, συζητά σε έκταση το πιο πάνω ζήτημα παραθέτοντας και σχετικές αυθεντίες.
Μια πρώτη παρατήρηση που μπορούμε να κάνουμε είναι πως στα νομικά σημεία, που απαριθμούνται στην αίτηση ακυρώσεως, δεν υπάρχει ειδική αναφορά στην εισήγηση πως η σύσταση του διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, νομικό σημείο στο οποίο επικεντρώθηκε ολόκληρη η επιχειρηματολογία ενάντια στην επίδικη απόφαση. Μόνο στην παράγραφο 6 γίνεται αόριστη μνεία, και με διαζευκτική εισήγηση πως η επίδικη απόφαση βασίζεται: «σε εκθέσεις και ή συστάσεις που έγιναν πεπλανημένα και ή με βάση μεροληπτικά και εν πάση περιπτώσει με αντικανονικά κριτήρια και η οποία ήταν προϊόν προκαταλήψεως». Οι νομικοί λόγοι που περιέχονται στις υπόλοιπες 7 παραγράφους άπτονται ουσιαστικά της πρότασης πως η ΕΔΥ απέτυχε, με την ορθή διαδικασία, να επιλέξει τον καταλληλότερο υποψήφιο. Έχουμε τη γνώμη πως, εφόσον η σύσταση του διευθυντή, σύμφωνα με το άρθρο 35(4) του Νόμου, αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο, που απαιτεί ο νόμος στη διαδικασία λήψης της απόφασης, και που ως τέτοιο αποτέλεσε θέμα ειδικής συζήτησης από τη νομολογία μας, επιβαλλόταν να περιληφθεί με καθαρή αναφορά στα νομικά σημεία που παρατίθενται στην αίτηση ακυρώσεως. Στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ηγέρθη τέτοιο θέμα. Θα προχωρήσουμε κι εμείς, δικαστική προνοία, να συζητήσουμε την έφεση όπως έχει παρουσιαστεί ενώπιόν μας.
Οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από το δικηγόρο των εφεσειόντων, για να προωθήσει την εισήγησή του πως η επίμαχη σύσταση του διευθυντή είναι αναιτιολόγητη, καταλαμβάνουν σχεδόν όλες τις σελίδες της γραπτής του αγόρευσης. Το ίδιο κάνει και ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους, με μεγαλύτερη όμως σαφήνεια σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα στοιχεία της σύστασης. Συμπυκνωμένη, αλλά καθαρή, είναι και η εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Κρίνουμε ανώφελο να αναφερθούμε με λεπτομέρεια στις εκατέρωθεν προτάσεις. Θα μπούμε κατ' ευθείαν στο ζήτημα.
Η σύσταση του διευθυντή είναι μακροσκελής. Για να γίνουν εύκολα κατανοητά αυτά που ακολουθούν την παραθέτουμε αυτούσια.
«Με βάση την προσωπική γνώση που έχω για όλους τους υποψηφίους, τα καθήκοντα και τις ευθύνες όπως αυτά περιγράφονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας σε σχέση με τις δυνατοτητες και ικανότητές τους, καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - συστήνω για προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή τον Ιωάννου Χαράλαμπο.
Πιστεύω ότι ο Ιωάννου υπερτερεί των άλλων υποψηφίων από απόψεως εργατικότητας, ανάληψης πρωτοβουλιών, ικανότητος διεύθυνσης και καθοδήγησης προσωπικού και κρατουμένων.
Στο τομέα όπου εργάζεται για χρόνια, ως υπεύθυνος των εργαστηρίων, θεωρείται αναντικατάστατος λόγω των πολλών του ειδικοτήτων. Είναι καταρτισμένος σε όλους τους τομείς της εργασίας του. Έχει καταρτισθεί τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία όπου στάληκε για να ειδικευθεί πάνω στις κλειδαριές κ.τ.λ. Είναι από τους λίγους που φροντίζουν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους στον τομέα της εργασίας τους, δεν είναι άνθρωπος των λόγων αλλά της πράξης και της δουλειάς κάτι που χρειάζεται η υπηρεσία μας κυρίως μάλιστα στο επίπεδο των αξιωματικών.
Πιστεύω ότι ο υποψήφιος αυτός μπορεί να γίνει ένας άριστος αξιωματικός και, γι' αυτό, τον συστήνω.
Επειδή ορισμένοι υποψήφιοι υπερέχουν σε αρχαιότητα του Ιωάννου που συστήνω και έχουν επίσης τα τελευταία χρόνια περίπου ίσες αξιολογήσεις με αυτόν, κάνω παρακάτω ειδική αναφορά σε αυτούς.
Ο Ζαχαριάδης Γεώργιος υπερέχει όλων σε αρχαιότητα, είναι ικανός Αρχιδεσμοφύλακας και έχει μεγάλη προσήλωση στο γράμμα του Νόμου Δεν έχει όμως ούτε την προσωπικότητα αλλά ούτε και τις ικανότητες του συστηνομένου για να αναλάβει την ανώτερη θέση.
Ο Τηλεμάχου Ανδρέας είναι από τους πολύ καλούς Αρχιδεσμοφύλακες, είναι εργατικός, έχει εργαστεί πάρα πολλά χρόνια στα γραφεία των Φυλακών και πιστεύω του χρειάζεται περισσότερη πείρα μέσα σε άλλους τομείς. Χρειάζεται περισσότερη τριβή για να μπορέσει να γίνει τόσο καλός αξιωματικός όσο ο Ιωάννου που συστήνω. Θα ήθελα να προσθέσω ότι το να παραμένει στα γραφεία και όχι σε άλλους χώρους εργασίας είναι δική του επιθυμία.
Ο Μούσκος Βάσος είναι επίσης πολύ καλός ως Αρχιδεσμοφύλακας και μπορεί να εξελιχθεί σε καλό αξιωματικό. Συγκρινόμενος όμως με τον υποψήφιο που συστήνω υστερεί σε προσωπικότητα και ικανότητες να ανταποκριθεί στην υψηλότερη θέση.
Τέλος, ο Χαριλάου Κώστας είναι καλός ως Αρχιδεσμοφύλακας άλλα, πιστεύω, ότι, συγκρινόμενος με το συστηνόμενο, είναι στην ίδια κατάσταση όπως και ο Μούσκος πιο πάνω.
Ακόμη, θέλω να αναφερθώ και στον υποψήφιο Μακκούφη Ανδρέα, ο οποίος έχει πάει στην Αμερική για κάποια μικρή χρονική περίοδο, έχει επισκεφθεί διάφορες φυλακές, έχει επίσης αποκτήσει κάποια προσόντα από την Αγγλία, δεν πιστεύω όμως ότι θα μπορούσε να γίνει τόσο καλός αξιωματικός όσο ο Ιωάννου Χαράλαμπος. Άλλωστε, υστερεί τα τελευταία χρόνια σε αξία.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να προσθέσω ότι, κατά την άποψή μου, αυτός που σύστησα είναι ο πλέον ικανός και θα είναι ο πλέον αποδεκτός αξιωματικός τόσο από τους κρατουμένους όσο από τους συναδέλφους ως αντικειμενικός, τίμιος και εργατικός.»
Ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη, για να κριθεί η σύσταση του διευθυντή ως αιτιολογημένη, θα λέγαμε καλύτερα ορθά αιτιολογημένη, είναι κατά πόσο συνάδει με τα στοιχεία της υπηρεσιακής αξιολόγησης των υποψηφίων. Έχουμε εξετάσει οι ίδιοι από τους διοικητικούς φακέλους τα στοιχεία αυτά. Οι εφεσείοντες και το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσαν τα προσόντα για προαγωγή. Ο εφεσείων Ανδρέας Τηλεμάχου έχει αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους, ο πρώτος διορίστηκε στην προηγούμενη θέση από 1.8.80, ενώ ο προαχθείς Ιωάννου την 1.6.83. Ο Ιωάννου έχει αμελητέα αρχαιότητα έναντι του εφεσείοντος Μακκούφη, που διορίστηκε στην προηγούμενη θέση στις 15.6.83. Στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις υπερέχει οριακά το ενδιαφερόμενο μέρος σε σύγκριση με τους δυο εφεσείοντες. Για τον προαχθέντα όμως γίνονται πολύ ευμενή σχόλια αναφορικά με τον τομέα εργασίας του, στον οποίο χαρακτηρίζεται ως αναντικατάστατος, την ακρίβεια και ταχύτητα με την οποία εκτελεί τα καθήκοντά του, προσφέροντας τις υπηρεσίες του και μετά το κανονικό ωράριο, και το πιο σημαντικό, γιατί αφορά στην επίδικη θέση Επιθεωρητή Φυλακών, καθώς σημειώνεται σε μια από τις εκθέσεις, «διακρίνεται για την ικανότητά του να καθοδηγεί τους υφιστάμενούς του και να οργανώνει, διευθύνει και λειτουργεί πάνω σε συστηματική βάση την εργασία του.» Τα πιο πάνω σχόλια συνοδεύουν την υπηρεσιακή του έκθεση για το 1991. Καλά σχόλια γίνονται, στο ίδιο έτος, και για τους εφεσείοντες, υπολείπονται όμως σε επαινετικό περιεχόμενο αυτών του εφεσείοντος.
Η σύσταση του διευθυντή αρχίζει με την προσωπική κρίση του πως: «το ενδιαφερόμενο μέρος υπερτερεί των άλλων υποψηφίων από απόψεως εργατικότητας, ανάληψης πρωτοβουλιών, διεύθυνσης και καθοδήγησης προσωπικού και κρατουμένων». Ίσως να παρατηρούσε κάποιος, σ' αυτό το σημείο, πως, ενώ η άποψη του διευθυντή για το ενδιαφερόμενο μέρος συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων σε ό,τι αφορά τον ίδιο, εντούτοις, μπορεί να υποβαθμίζει τους εφεσείοντες, οι οποίοι επίσης κρίνονται περίπου ισότιμοι σ' αυτά τα στοιχεία στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Έχει σημασία η πιο πάνω παρατήρηση, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833, όπου κρίθηκε πως η επίμαχη αιτιολογία εκεί ήταν πλημμελής, γιατί η σύσταση του διευθυντή βασιζόταν αποκλειστικά στη διαπίστωση πως όλοι οι συστηνόμενοι ήσαν άριστοι υπάλληλοι, μεταξύ αυτών και ο εφεσείων, και επομένως ο διευθυντής δεν μπορούσε να κάνει διάκριση μεταξύ τους χωρίς να την εξηγήσει. Στην απουσία τέτοιας εξήγησης, είπε το Δικαστήριο, (Αρτέμης, Δ.), αφήνεται η εντύπωση πως ο διευθυντής λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα στοιχεία του εφεσείοντα ή ότι τα παραγνώρισε.
Κρίνουμε όμως για τους λόγους που ακολουθούν, πως εδώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια της σύστασής του ο διευθυντής ανέφερε και τα εξής: «επειδή ορισμένοι υποψήφιοι υπερείχαν σε αρχαιότητα του Ιωάννου, που συστήνω, και έχουν επίσης τα τελευταία χρόνια περίπου ίσες αξιολογήσεις μ' αυτόν, κάνω παρακάτω ειδική αναφορά σ' αυτούς. Δεν υπάρχει επομένως πιθανότητα να παραπλανήθηκε η Επιτροπή. Ο ίδιος ο διευθυντής διευκρίνισε πως οι αξιολογήσεις των υποψηφίων ήσαν περίπου ίσες. Και προχωρεί να κάνει αναφορά στον καθένα από τους υποψήφιους, μεταξύ αυτών και τους εφεσείοντες, για να τους συγκρίνει με το ενδιαφερόμενο μέρος και να αιτιολογήσει γιατί κατά τη δική του άποψη ήταν ο πιο κατάλληλος για προαγωγή. Ενόψει δε του γεγονότος ότι η επίδικη θέση είναι Επιθεωρητή, Τμήμα Φυλακών, σημαντική είναι και η παρατήρηση του διευθυντή, στην τελευταία παράγραφο της σύστασης, που άπτεται άμεσα της καταλληλότητας του ενδιαφερομένου μέρους να ασκήσει τα καθήκοντα αυτής της θέσης. (δες: Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742.)
Με τις πιο πάνω σκέψεις καταλήγουμε, όπως και ο πρωτόδικος δικαστής, πως η σύσταση του διευθυντή ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Αιτιολογημένη είναι επίσης και η απόφαση της ΕΔΥ, στην οποία περιέχονται όλα τα στοιχεία που έλαβε υπόψη της, με ειδική αναφορά σε ένα έκαστο, για να καταλήξει στην απόφασή της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα που θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής και θα εγκρίνει το Δικαστήριο.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να διαβάσω την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., με την οποία και συμφωνώ. Θα επιθυμούσα να κάμω ορισμένα επιπρόσθετα επεξηγηματικά σχόλια. Αναφέρομαι στην απόφαση της Ολομέλειας στην Κουάλης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, (στην οποία γίνεται αναφορά) και στη Χριστοδουλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:
". . . . κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει . . . . . γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψήφιου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο."
Από το τι επεξηγείται και αναλύεται στην απόφαση του Αρτεμίδη Δ., προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την πιο πάνω. Είναι προφανές από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, στις οποίες γίνεται αναφορά, ότι η επίδικη σύσταση δεν τις ανατρέπει αλλά αντίθετα επισημαίνει και προσθέτει σε εκείνα τα στοιχεία στα οποία το ενδιαφερόμενο μέρος έχει ήδη αξιολογηθεί ψηλά και έχει οριακή τουλάχιστον υπεροχή, καταδεικνύοντας και το γιατί ο συστηνόμενος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση.
Ως εκ τούτου συμφωνώ με την απόρριψη της έφεσης με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κυρίως κατά του μέρους της πρωτόδικης απόφασης που σχετίζεται με τη σύσταση του Διευθυντή. Υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ορθή και αιτιολογημένη και ότι δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Από μια απλή ανάγνωση της σύστασης του Διευθυντή προκύπτει ότι οι κύριοι λόγοι για τους οποίους ο Διευθυντής σύστησε το Ε.Μ. είναι οι πιο κάτω:
1. Η υπεροχή του Ε.Μ. έναντι των άλλων υποψηφίων "από απόψεως εργατικότητας, ανάληψης πρωτοβουλιών, ικανότητος διεύθυνσης και καθοδήγηση προσωπικού και κρατουμένων".
2. Η απόδοσή του στον τομέα εργασίας του (θεωρήθηκε αναντικατάστατος στον τομέα όπου εργάζεται λόγω των πολλών του ειδικοτήτων).
3. Η φροντίδα του για να εμπλουτίσει τις γνώσεις και τις ικανότητές του στον τομέα της εργασίας του.
Το άρθρο 35(4) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1990 (1/90) υπαγορεύει όπως οι συστάσεις του Διευθυντή είναι αιτιολογημένες. Έχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου (Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399).
Η Ε.Δ.Υ. σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Βλ. Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454).
Στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Στυλιανού κ.ά. (1990) 3 A.A.Δ. 2427 το θέμα έχει τεθεί ως πιο κάτω:
"Ο Προϊστάμενος του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις απαιτήσεις της θέσης που πρόκειται να πληρωθεί και τις ικανότητες του υποψηφίου για να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης. Οι συστάσεις του, όμως, αν είναι ασύμφωνες με την εικόνα που παρουσιάζεται στις εμπιστευτικές εκθέσεις, πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους αποδίδεται περιορισμένη βαρύτητα, ανάλογα με την έκταση της ασυμφωνίας. (Βλ. Lardis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 64, Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 84 (Απόφαση Ολομέλειας), Niki Ioannou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 431, 432, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Savva v. Republic (1980) 3 C.L.R. 675, 696, και Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950).
Οι εμπιστευτικές εκθέσεις αποτελούν αντικειμενικό στοιχείο κρίσεως της αξίας. Η σημασία των συστάσεων εξασθενίζει ανάλογα με το βαθμό διάστασής τους προς τις εμπιστευτικές εκθέσεις, που καθορίζουν αντικειμενικά την αξία του υπαλλήλου."
Οι τομείς στους οποίους, σύμφωνα με την σύσταση του Διευθυντή, το Ε.Μ. υπερτερεί βαθμολογούνται στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις. Σε ό,τι αφορά τα στοιχεία της πρωτοβουλίας, της διεύθυνσης και καθοδήγησης προσωπικού και του εμπλουτισμού των γνώσεων, στα οποία η σύσταση φέρει το Ε.Μ. να υπερτερεί και οι τρεις υποψήφιοι έχουν αξιολογηθεί με τον ίδιο βαθμό κατά τα τελευταία 4 έτη.
Σε ό,τι αφορά το στοιχείο της εργατικότητας στο οποίο και πάλιν σύμφωνα με τη σύσταση το Ε.Μ. υπερτερεί, με εξαίρεση το έτος 1992, οι εφεσείοντες και το Ε.Μ. έχουν αξιολογηθεί με την ίδια βαθμολογία. Κατά το 1992 οι εφεσείοντες βαθμολογήθηκαν με το βαθμό "πολύ ικανοποιητικά" στο στοιχείο της απόδοσης ενώ το Ε.Μ. με το βαθμό "εξαίρετα".
Προκύπτει από όλα τα πιο πάνω ότι η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Η σύσταση φέρει το Ε.Μ. να υπερτερεί σε 4 τομείς (εργατικότητα, ανάληψη πρωτοβουλιών, διευθυντική ικανότητα, εμπλουτισμός γνώσεων) ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίνουν τέτοια υπεροχή. Όπως λέχθηκε στη Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626:
"Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών."
Τα νομολογηθέντα στη Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην Κουάλη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 742, στην οποία λέχθηκε:
"Όπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.
........................................................................................................
Έτσι όπως και στη Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο."
Στην Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Yπόθ. Aρ. 1047/97 και 5/98, ημερ. 21/3/2000, ο Νικολάου, Δ. παρατήρησε ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί με τη σύσταση του "να διαφοροποιεί την εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογημένη αξία: ανεβάζοντας τον ένα και συνακόλουθα κατεβάζοντας τον άλλο". Αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από τη Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. συνέχισε ως εξής:
"Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμησή του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης."
Καθώς έχει ήδη διαπιστωθεί η σύσταση του Διευθυντή δεν συνάδει με το περιεχόμενο των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων. Επομένως ο Διευθυντής έχει, με τη σύστασή του, διαμορφώσει νέα κατάσταση υπεροχής των Ε.Μ. έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων. Έχει αναφέρει ότι οι προαχθέντες υπερέχουν σε σχέση με στοιχεία τα οποία έχουν αξιολογηθεί στις υπηρεσιακές εκθέσεις, οι οποίες, όμως, δεν τους εμφανίζουν ότι υπερέχουν.
Τυγχάνουν, επομένως, πλήρους εφαρμογής τα νομολογηθέντα στη Χριστοδουλίδη και στην Κουάλη και τα οποία έχουν επεξηγηθεί στην Κωνσταντίνου (πιο πάνω).
Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις αποφάσεις η σύσταση πάσχει. Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης την οποία και επιτρέπουμε.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.