ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 723
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ
ΑΡ. 2453 και 2454.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2453.
Μεταξύ:
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου,
2. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού,
Εφεσειόντων
και
THE PHILIPS COLLEGE,
Εφεσιβλήτων. P>
________________
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2454.
Μεταξύ:
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου,
2. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού,
Εφεσειόντων
και
PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS (PGMS) LTD,
Εφεσιβλήτων. P>
___________________
8 Δεκεμβρίου, 2000
.Για τους εφεσείοντες: Ρ. Πετρίδου (κα.), Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γεν. Εισ.
Για τους εφεσίβλητους: Α. Σ. Αγγελίδης.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Οι πιο πάνω εφέσεις έχουν συνεκδικαστεί. Εγείρουν σχεδόν ταυτόσημα νομικά και πραγματικά ζητήματα.Η εφεσίβλητη στην έφεση 2453 είναι σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η εφεσίβλητη εταιρεία στην έφεση 2454 είναι ιδιοκτήτρια ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης γνωστή ως Cyprus College. Οι δύο εφεσίβλητες υπέβαλαν αίτηση για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών που προσφέρουν με βάση το άρθρο 30 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (Ν 1/87) (ο Νόμος). Με απόφαση ημερ. 24.2.95 η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε τις εφεσίβλητες ότι το αίτημα τους για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση απορρίφθηκε.
Η πιο πάνω απόφαση ημερ. 24.2.95 προσβλήθηκε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου με την υπόθεση Private Grammar & Modern Schools (PGMS) Ltd κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 266/95. Κατά την ακρόαση της προσφυγής 266/95 η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση έθεσε υπόψη του Δικαστηρίου γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σύμφωνα με την οποία:
(α) Ο Καν. 69 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 201/92), με βάση τους οποίους έγινε η επίδικη αξιολόγηση, ήταν άκυρος λόγω αντισυνταγματικότητας και λόγω υπερβάσεως του πλαισίου εξουσίας προς έκδοση του, όπως το εν λόγω πλαίσιο καθόρισε ο εξουσιοδοτικός Νόμος.
(β) Οι Καν. 95, 96 και 97 της Κ.Δ.Π. 201/92 είναι άκυροι ως θεσπισθέντες καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Ενόψει των πιο πάνω η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση στην Προσφυγή 266/95 δέχθηκε ακύρωση των Κανονισμών "και κήρυξη ως άκυρων και αντισυνταγματικών των Κανονισμών που αναφέρονται στη Γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα με συνέπεια και την ακύρωση της αξιολόγησης, η οποία στηρίχθηκε πάνω σε αυτούς τους Κανονισμούς". Στη συνέχεια το Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 29.3.95 ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη καθώς και τους πιο πάνω Κανονισμούς τους οποίους κήρυξε ως αντισυνταγματικούς. Παραθέτουμε την απόφαση του:
"Εν όψει των λεχθέντων και των δηλώσεων των δύο πλευρών και της νομολογίας που αναφέρθηκε στο Δικαστήριο, η επίδικη πράξη ακυρώνεται ως επίσης και οι Κανονισμοί, οι οποίοι αναφέρονται στη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα και κηρύττονται ως αντισυνταγματικοί"
Θέτουμε μια παρένθεση για να υποδείξουμε ότι η Κ.Δ.Π. 201/92 έχει θεσπισθεί δυνάμει εξουσιοδότησης που παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο με το άρθρο 34(1) του Νόμου. Μετά την ακυρωτική απόφαση η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού πληροφόρησε τους εφεσίβλητους στην ΄Εφεση 2454 ότι αποφάσισε να ανακαλέσει τις αποφάσεις που περιέχονται στην επιστολή ημερ. 24.2.95, αντικείμενο της προσφυγής 266/95 με αναδρομική ισχύ "έτσι ώστε να θεωρηθούν ως μηδέποτε γενόμενες".
Ακολούθησε αίτημα των εφεσιβλήτων στην ΄Εφεση 2454 για αξιολόγηση της σχολής τους. Με επιστολή τους ημερ. 5.4.1995 προς την Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού αξίωσαν την αναγνώριση των τίτλων σπουδών τους θεωρώντας υπεύθυνο το Υπουργείο για τη σημειωθείσα καθυστέρηση. Επανέλαβαν τη θέση ότι η διοίκηση όφειλε να ενεργήσει τάχιστα προς άρση των συνεπειών και προς ενεργό συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα. Παρόμοιο αίτημα υπέβαλαν και οι εφεσίβλητοι στην ΄Εφεση 2453. Με επιστολή ημερ. 17.5.1995 προς το Υπουργικό Συμβούλιο ζήτησαν την εφαρμογή του Νόμου και την αξιολόγηση της σχολής τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Αξίωσαν την ενεργό συμμόρφωση με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ισχυριζόμενοι ότι το Υπουργικό Συμβούλιο εξακολουθούσε να παραλείπει οφειλόμενη εκ του Νόμου υποχρέωση, δηλαδή την υποχρέωση που θέτει το άρθρο 30(2).
Τα πιο πάνω αιτήματα των αιτητών δεν ικανοποιήθηκαν. ΄Ετσι στις 9.8.95 οι εφεσίβλητοι στην ΄Εφεση 2454 καταχώρισαν την προσφυγή 725/95 με την οποία, ανάμεσα σ΄ άλλα, ζητούσαν την ακύρωση της παράλειψης των εφεσειόντων "να μη εφαρμόσουν τα εκ του Νόμου προβλεπόμενα κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά για τη σύσταση της Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση και ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί".
Στις 9.2.96 ακολούθησε η προσφυγή των εφεσιβλήτων στην ΄Εφεση 2453 με την οποία ζητούσαν, ανάμεσα σ΄ άλλα, ακύρωση της παράλειψης των εφεσειόντων 2 να "μη εφαρμόσουν την εκ του δικαστικού δεδικασμένου και/ή του Νόμου οφειλόμενη ενέργεια κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά να προβούν στη σύσταση Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση".
Το πρωτόδικο δικαστήριο δικαίωσε και τους δύο εφεσίβλητους με το ίδιο σκεπτικό. Μεταφέρουμε το σχετικό μέρος από την απόφαση, αντικείμενο της έφεσης 2453:
"Στην παρούσα υπόθεση το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του Νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί σε διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το ΄Αρθρο 146.4 (γ) του Συντάγματος. ΄Ετσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν."
Η πρωτόδικη κατάληξη έχει αμφισβητηθεί με τις πιο πάνω δύο εφέσεις με ταυτόσημους λόγους έφεσης.
Στη διάρκεια της ακρόασης των εφέσεων έγινε δεκτό ότι στην μεν ΄Εφεση 2453 είχε προηγηθεί ανάκληση της απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα των εφεσιβλήτων για αξιολόγηση στη δε ΄Εφεση 2454 είχε προηγηθεί η ακυρωτική απόφαση στην πιο πάνω προσφυγή 266/95.
Στην Δημοκρατία κ.α. ν. P.A. College Ltd, Α.Ε. 2450/5.7.2000 τα γεγονότα ήταν ταυτόσημα με εκείνα της έφεσης 2453. Είχε και στην υπόθεση εκείνη προηγηθεί ανακλητική απόφαση. Η Ολομέλεια απασχολήθηκε με ακριβώς τους ίδιους λόγους έφεσης. ΄Εθεσε το θέμα ως εξής:
"Καθώς σημειώσαμε στην αρχή της απόφασης μας, ένα είναι το νομικό ζήτημα που εγείρεται, για το οποίο και εκφράστηκαν διϊστάμενες απόψεις των δικηγόρων των μερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να εκτελέσει οποιαδήποτε νομίμως οφειλόμενη υποχρέωση. Αντίθετα, υποστήριξε, πως η θέση του διοικητικού οργάνου, όπως εκφράστηκε στην εφεσίβλητη, ήταν πως η αξιολόγηση του κλάδου σπουδών της θα γινόταν μόλις θεσπίζονταν νέοι κανονισμοί. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διατείνεται όμως πως η θέσπιση κανονισμών δεν είναι προϋπόθεση για την αξιολόγηση-πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών, διενεργείται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από Επιτροπή που διορίζεται προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, όφειλε να διορίσει την Επιτροπή αυτή για να προχωρήσει στην αξιολόγηση-πιστοποίηση, και να υποβάλει την εισήγηση της στον Υπουργό.
Η δική μας άποψη είναι, με εκτίμηση, διαφορετική απ΄ αυτή που εκφράστηκε πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε πως, με το αιτητικό της προσφυγής, επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει επιτροπή για να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, είναι άκυρη. ΄Εχουμε τη γνώμη πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή. Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως άνω ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.
Είναι ορθή, κατά την άποψη μας, η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 34(1) του Νόμου έχει ως εξής:
'34.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας δια τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και δια την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.'
Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνεται στο άρθρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. Επιπλέον, επισημαίνουμε και το εδάφιο (2) (α) του άρθρου, που λέει:
'(2) ΄Ανευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οιοιδήποτε Κανονισμοί δύνανται -
(α) να ρυθμίζωσι τον τρόπον και την διαδικασίαν της
εκπαιδευτικής αξιολογήσεως-πιστοποιήσεως
κλάδων σπουδών.'
Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου άρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Και το Μέρο V του Νόμου περιέχει τα άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως είπαμε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έφεση, οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί, εκδόθηκε δε και σχετική απόφαση αναφορικά με την αξιολόγηση-πιστοποίηση του κλάδου σπουδών της εφεσίβλητης."
Ενόψει του αποτελέσματος της ΄Εφεσης 2450 η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων ανέφερε ότι στις υπό συζήτηση εφέσεις εγείρονται τα ίδια θέματα με εκείνα της ΄Εφεσης 2450. Υιοθέτησε λοιπόν την απόφαση στην ΄Εφεση 2450 χωρίς να προσθέσει οτιδήποτε άλλο.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων ανέφερε ότι είχε οδηγίες από τους πελάτες του να επιμένει επί της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης. Υπέβαλε ότι διαφωνεί με την απόφαση στην ΄Εφεση 2450 γιατί - όπως το έθεσε - δεν ετίθετο θέμα δυνητικής επιλογής αλλά για οφειλόμενη ενέργεια μετά από ακυρωτική απόφαση. Επομένως το θέμα δεν είχε αντιμετωπιστεί υπό το φως του άρθρου 146.5 του Συντάγματος εν σχέσει με την υποχρέωση της διοίκησης για επανεξέταση.
Σε ερώτηση του Δικαστηρίου κατά πόσο ζητά από το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση της Ολομέλειας στην ΄Εφεση 2450 ο ευπαίδευτος συνήγορος απάντησε ότι ο κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να απευθυνθεί στο δικαστήριο. "Εδώ - όπως το έθεσε - διαφοροποιείται γιατί υπάρχει ακυρωτική απόφαση". Η διοίκηση - κατέληξε - όφειλε να επανεξετάσει γιατί υπήρχε το ακυρωτικό αποτέλεσμα.
Στην απάντηση της η ευπαίδευτη συνήγορος των εφεσειόντων υπέβαλε ότι η ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης στην ΄Εφεση 2454 δεν διαφοροποιεί το αποτέλεσμα. Η υποχρέωση της διοίκησης μετά την ακυρωτική απόφαση ήταν η ίδια έναντι όλων των ενδιαφερομένων. Να επαναφέρει τα πράγματα
στην προτέρα των θέση. Η διοίκηση συμμορφώθηκε με το ακυρωτικό δεδικασμένο και ανακάλεσε αμέσως όλες τις εκπαιδευτικές αξιολογήσεις περιλαμβανομένων και εκείνων στις οποίες δεν είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. Η συνταγματική υποχρέωση για συμμόρφωση πραγματοποιήθηκε. Στη συνέχεια η διοίκηση θέσπισε νέους Κανονισμούς και προχώρησε με την αξιολόγηση. Σήμερα δεν υπάρχει παράλειψη και οι εφεσίβλητοι στερούνται εννόμου συμφέροντος το οποίο πρέπει να υφίσταται και κατά το χρόνο εκδίκασης της προσφυγής τους.Η ΄Εφεση 2453
:΄Εγινε δεκτό και από τις δύο πλευρές ότι τα γεγονότα της πιο πάνω έφεσης είναι ταυτόσημα με εκείνα της ΄Εφεσης 2450. Εφαρμόζεται επομένως ο λόγος (ratio) της απόφασης στην ΄Εφεση 2450. Σαν αποτέλεσμα αυτής της κατάληξης η ΄Εφεση 2453 επιτρέπεται.
Παρόλο ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης επεδίωξε να επιχειρηματολογήσει εναντίον της ορθότητας της απόφασης στην ΄Εφεση 2450 στο τέλος επικεντρώθηκε επί του επιχειρήματος της διαφοροποίησης λόγω του ότι στην ΄Εφεση 2454 είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι απόκλιση από προηγούμενη απόφαση δικαιολογείται μόνο εφόσο διαπιστώνεται ότι η προηγούμενη δικαστική απόφαση είναι αδιαμφισβήτητα λανθασμένη (Βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, 337). Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον μας που να μπορεί να οδηγήσει σε τέτοια διαπίστωση. Η ΄Εφεση 2450 έχει αποφασισθεί ορθά.
Στα όσα έχουμε αναφέρει στην Α.Ε. 2450 προσθέτουμε και τα εξής:
Με το αιτητικό της προσφυγής στην Α.Ε. 2453 ο εφεσίβλητος επεδίωξε:
(α) παράλειψη του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού να μη εφαρμόσει "την εκ του δικαστικού δεδικασμένου και/ή του Νόμου οφειλόμενη ενέργεια κατά το άρθρο 30 του Νόμου 1/87 και ειδικά να προβεί στη σύσταση
Επιτροπής που θα βοηθήσει στην αξιολόγηση ...."
.(β) την ακύρωση της παράλειψης του Υπουργικού Συμβουλίου "να εξετάσει
το αίτημα των αιτητών για αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών
τους .....".
Το αιτητικό της προσφυγής στην Α.Ε. 1454 ήταν παρόμοιο με το πιο πάνω με τη διαφορά ότι στο αιτητικό της παραγ. (α) δεν γίνεται αναφορά στο δεδικασμένο και αναφέρεται σε παράλειψη και των δύο καθ΄ ων η αίτηση.
Προσβλητή παράλειψη "οφειλομένης νομίμου ενεργείας" υφίσταται "οσάκις διά σαφούς διατάξεως η διοίκησις υποχρεούται εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως" (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59 σελ. 243 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών, ΄Εκδοση Τετάρτη, σελ. 195. Βλ. επίσης Georghiades v. Republic (1966) 3 C.L.R. 153, Ζένιου ν. Ρ.Ι.Κ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 2177, Δήμος Λάρνακας ν. Mobil Oil Cyprus Ltd (1995) 3 A.A.Δ. 400
).΄Εχει νομολογηθεί ότι η παράλειψη ελέγχεται δικαστικά μόνο στις περιπτώσεις που αναφέρεται σε ενέργεια που το όργανο έχει υποχρέωση να προβεί δυνάμει του Νόμου και όχι σε ενέργεια στην οποία το όργανο δυνατό να προβεί σαν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει ο Νόμος (Βλ.
Sophocles Demetriades & Son v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 727, 734, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, 23, Mavrommatis and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1006, 1022, 1023 και Πετούσης ν. Α.Η.Κ. (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1234, 1235).Σύμφωνα με το άρθρο 30(2) του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (1/87) "η εκπαιδευτική αξιολόγησις-πιστοποίησις κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού κατόπιν εισηγήσεως υποβαλλόμενης προς αυτόν υπο επιτροπής διοριζομένης προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου". Ωστόσο ο Νόμος δεν κατέστησε υποχρεωτικό για τη διοίκηση να ενεργεί μόνο δυνάμει του άρθρου 30(2). Με το άρθρο 34(2) έχει χορηγήσει διακριτική ευχέρεια στο Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς "διά τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και δια την καλυτέραν εφαρμογήν του παρόντος Νόμου". Δεν έχουμε, επομένως, σαφή διάταξη η οποία να υποχρεώνει τη διοίκηση "εις συγκεκριμένην ενέργειαν προς ρύθμισιν ωρισμένης σχέσεως". ΄Εχουμε νομοθετικές διατάξεις οι οποίες προσφέρουν δύο επιλογές στη διοίκηση. Το άρθρο 34(2) σαφώς παρέχει στη διοίκηση την διακριτική ευχέρεια
να προχωρήσει στην αξιολόγηση με το να ακολουθήσει την οδό της θέσπισης Κανονισμών.Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση παρέλειψε να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 30(2) του Νόμου 1/87 σαν αποτέλεσμα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που της παρέχεται από το άρθρο 34(2) του Νόμου. Δεν μπορούμε, επομένως, να μιλούμε για "παράλειψη οφειλομένης νομίμου ενεργείας", η οποία εμπίπτει εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Η ΄Εφεση 2454
:Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η παρούσα έφεση διαφοροποιείται από την ΄Εφεση 2450 εν όψει του γεγονότος ότι στην ΄Εφεση 2454 είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση. ΄Εχουμε την άποψη πως δεν χωρεί οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Θα εξηγήσουμε τους λόγους στη συνέχεια.
Ανεξάρτητα από την ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης και αυτή η έφεση θα πρέπει να εξεταστεί με βάση το αιτητικό της προσφυγής. ΄Οπως έχουμε ήδη υποδείξει οι εφεσίβλητοι είχαν ζητήσει ακύρωση της παράλειψης της διοίκησης να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 30(2) του Νόμου 1/87.
Με την ακυρωτική απόφαση δεν είχε υποδειχθεί στη διοίκηση ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να δράσει. Δεν της υποδείχθηκε να δράσει αποκλειστικά δυνάμει του άρθρου 30(2) του Νόμου. Η ευχέρεια που είχε η διοίκηση πριν από την ακυρωτική απόφαση να ενεργήσει με βάση το άρθρο 3
4(2) δεν είχε επηρεασθεί από την ακυρωτική απόφαση, είχε παραμείνει άθικτη και αλώβητη. Επομένως και μετά την ακυρωτική απόφαση η διοίκηση είχε την απόλυτη διακριτική ευχέρεια είτε να ενεργήσει δυνάμει του άρθρου 30(2) είτε δυνάμει του άρθρου 34(2). Εφόσο η υιοθέτηση της πορείας που προδιαγράφεται από το άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87 ήταν θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας δεν υπάρχει παράλειψη "οφειλομένης νομίμου ενεργείας" εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.Μη υπάρχουσας τέτοιας παράλειψης η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Εφόσον δεν έχει θεμελιωθεί οποιαδήποτε παράλειψη εντός της έννοιας του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, το γεγονός ότι η διοίκηση προχώρησε στην αξιολόγηση μετά από θέσπιση νέου Νόμου - του Νόμου 67(Ι)/96 - και Νέων Κανονισμών (βλ. Κ.Δ.Π. 143/96) δεν μπορεί να επηρεάσει την κατάσταση. ΄Αλλωστε οι εφεσίβλητοι δεν προώθησαν την υπόθεση τους πάνω σε τέτοια βάση. ΄Εθιξαν μόνο ακροθιγώς το θέμα.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, προσθέτουμε ότι η πορεία που έχει επιλέξει η διοίκηση συνάδει και με τις αρχές που διέπουν το θέμα της επανεξέτασης μετά από ακυρωτική απόφαση. Οι λόγοι είναι οι πιο κάτω:
Σύμφωνα με τη νομολογία μετά από ακύρωση μιας πράξης η διοίκηση "οφείλει να την επανεκδώσει αποφεύγοντας τα ελαττώματα που οδήγησαν στην ακύρωση της. Κατά την νέα αυτή έκδοση της πράξεως η διοίκηση δεσμεύεται από την ερμηνεία που έδωσε στο Νόμο το δικαστήριο (Σ.τ.Ε. 2706/64)" (Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", 2η έκδοση, παραγ. 827
).Ο Ιωάννης Δ. Σαρμάς στο σύγγραμμα "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β΄ έκδοση, σελ. 738-739 θέτει το θέμα ως εξής:
"Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχεται παγίως (ΣτΕ 1660/1980, 159/1981) τα ακόλουθα: 'Η Διοίκησις συμμορφουμένη προς το περιεχόμενον ακυρωτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας υποχρεούται ου μόνον να θεωρήση ανίσχυρον και μη υφισταμένην νομικώς την δια της ως είρηται αποφάσεως ακυρωθείσαν διοικητικήν πράξιν, αλλά και δια θετικών ενεργειών αυτής να χωρήση εις την αναμόρφωσιν των επί τη βάσει της ακυρωθείσης πράξεων ή κατά συνέπειαν προς ταύτην δημιουργηθείσαν εν τω μεταξύ νομικήν κατάστασιν, ανακαλούσα ή τροποποιούσα τας σχετικάς διοικητικάς πράξεις ή εκδίδουσα νέας μετ΄ αναδρομικής έτι ισχύος εφ΄ όσον συντρέχει περίπτωσις περαιτέρω τοιαύτης ενεργείας, επί τω τέλει της αποκαταστάσεως των πραγμάτων εις ην θέσιν θα ευρίσκοντο ταύτα αν αρχήθεν δεν είχεν εκδοθή η ακυρωθείσα πράξις ή δεν είχε σημειωθή η ακυρωθείσα παράλειψις, άνευ δεσμεύσεως τινός εκ του εν τω μεταξύ διαδραμόντος χρόνου ή εκ της εκδόσεως πράξεων αφοροσών εις τρίτους και ενδεχομένως θιγομένους εκ της ρηθείσης αποκαταστάσεως."
Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση, με την ανάκληση της εκπαιδευτικής αξιολόγησης, έχει θεωρήσει ανίσχυρη και μη υφιστάμενη νομικώς την ακυρωθείσα διοικητική πράξη. Πρόσθετα με θετικές ενέργειες της, ήτοι με τη θέσπιση νέου Νόμου και νέων Κανονισμών οι οποίοι αντικατέστησαν τους ακυρωθέντες από το δικαστήριο, προχώρησε στην έκδοση νέας πράξης. Με την έκδοση νέων Νόμων και νέων Κανονισμών η διοίκηση απέφυγε τα ελαττώματα που οδήγησαν στην ακύρωση της πρώτης πράξης. Η διοίκηση έχει επομένως συμμορφωθεί με το ακυρωτικό δεδικασμένο και δεν μπορεί να κριθεί ένοχη της ισχυριζόμενης παράλειψης να εφαρμόσει τα προβλεπόμενα από το άρθρο 30 του Νόμου.
Είναι αλήθεια ότι στην ΄Εφεση 2450 η Ολομέλεια αποφάνθηκε ότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση Κανονισμών. Ωστόσο εφόσο η διοίκηση είχε διακριτική ευχέρεια να επιλέξει τη διαδικασία των Κανονισμών, την οποία και αρχικά επέλεξε, η επιμονή της σε εκείνη τη διαδικασία επιτρέπεται - και επιβάλλεται - από τις αρχές του διοικητικού δικαίου και δεν βρίσκουμε τίποτε το επιλήψιμο στον τρόπο που έχει ενεργήσει (Βλ. Γ. Μ. Παπαχατζή "Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σελ. 900: "΄Οταν ο νομοθέτης έχει δώσει την ευχέρεια στη διοικητική υπηρεσία να κάνει επιλογή ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες 'διαδικασίες' για να προβεί σε μια ορισμένη δράση ('οδοί πορείας' - σύμφωνα με τον νόμο - περισσότερες από μία) και η αρμόδια υπηρεσία έχει έμπρακτα προκρίνει τη μιά από τις 'διαδικασίες' αυτές κι έχει αρχίσει τις ενέργειές της, δεν είναι νόμιμο υστερότερα να υπαναχωρήσει και να αρχίσει να ακολουθεί κατόπιν άλλο δρόμο, παρόλο που κι ο τελευταίος αυτός προβλέπεται από τον νόμο").
Υπαναχώρηση λοιπόν από τη διαδικασία η οποία είχε προκριθεί προηγουμένως θα προσέκρουε στις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου και θα αποτελούσε έγκυρο λόγο ακύρωσης.
Ούτε και μπορεί να γίνεται λόγος για μη εξέταση του θέματος της αξιολόγησης με βάση το νομικό καθεστώς που επικρατούσε κατά το χρόνο της ακύρωσης. ΄Ενα τέτοιο θέμα μπορεί να εγερθεί μόνο ως λόγος ακύρωσης της νέας απόφασης.
΄Επεται πως και η ΄Εφεση 2454 πρέπει να επιτραπεί.
Οι πιό πάνω δύο εφέσεις επιτυγχάνουν και επιτρέπονται με έξοδα.
ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ
Δ.
Π. ΚΑΛΛΗΣ
Δ.
/ΕΑΠ.