ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 723

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 2453 ΚΑΙ 2454

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δ.Δ.

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2453

Μεταξύ:

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργικού Συμβουλίου,

2. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού,

Εφεσειόντων

- και -

THE PHILIPS COLLEGE,

Εφεσιβλήτων

---------------------------

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2454

Μεταξύ:

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργικού Συμβουλίου,

2. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού,

Εφεσειόντων

- και -

PRIVATE GRAMMAR & MODERN SCHOOLS (PGMS) LTD,

Εφεσιβλήτων

---------------------------

8 Δεκεμβρίου 2000

Για τους εφεσείοντες: Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για τους εφεσιβλήτους: Α.Σ. Αγγελίδης.

---------------------------

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας θα

δώσει ο Νικολάου, Δ. Με αυτή συμφωνούν οι Αρτέμης

και Κραμβής, Δ.Δ. Την απόφαση της μειοψηφίας θα

δώσει ο Καλλής, Δ. Με αυτή συμφωνώ και εγώ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τα βασικά δεδομένα είναι και στις δύο υπό εξέταση Αναθεωρητικές Εφέσεις τα ίδια, όπως τα ίδια είναι και τα νομικά ζητήματα που απασχόλησαν το Δικαστήριο. Υποβλήθηκαν, βάσει του άρθρου 30 του τότε περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαιδεύσεως Νόμου του 1987 (Ν. 1/87), αιτήσεις για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των προσφερθέντων κλάδων σπουδών: στις 17 Νοεμβρίου 1992 από τους εφεσιβλήτους στην Α.Ε. 2454, Private Grammar and Modern Schools (PGMS) Ltd, για το Cyprus College· και από τους εφεσιβλήτους The Philips College, στην Α.Ε. 2453, στις 22 Φεβρουαρίου 1993. Κοινοποιήθηκαν και στους δύο, στις 24 Φεβρουαρίου 1995, απορριπτικές αποφάσεις τις οποίες προσέβαλαν με προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σε εκείνη του Cyprus College, την προσφυγή αρ. 266/95, εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 1995 ακυρωτική απόφαση κατόπιν δήλωσης εκ μέρους της Δημοκρατίας ότι ο Γενικός Εισαγγελέας είχε, στις 24 Μαρτίου 1995, γνωμοδοτήσει πως οι Κανονισμοί 69, 95, 96 και 97 των περί Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση Κλάδων Σπουδών) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 201/92) οι οποίοι εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 34 του Νόμου ήταν ultra vires, ενώ ο Κανονισμός 69 ήταν και αντισυνταγματικός γιατί αντίκειτο στην αρχή της διάκρισης των λειτουργειών του Κράτους και ότι, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση στηριζόταν στους εν λόγω εξειδικευθέντες κανονισμούς, η Δημοκρατία δεν μπορούσε να την υποστηρίξει. Κατ΄ ακολουθίαν, στις 7 Απριλίου 1995 η Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, η κατά νόμον αρμόδια αρχή, προέβη σε ανάκληση με αναδρομική ισχύ τόσο της απόφασης που αφορούσε το Philips College, όσο και παρομοίων αποφάσεων που αφορούσαν άλλες Σχολές οι οποίες επίσης είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Θεωρούμε χρήσιμο να επισημάνουμε σε αυτό το σημείο τα εξής αδιαμφισβήτητα για το νομικό καθεστώς. Πρώτο, ο Νόμος 1/87 έθετε με το άρθρο 30(3), στο "Μέρος V-Εκπαιδευτική Αξιολόγησις-Πιστοποίησις", τις παραμέτρους με βάση τις οποίες θα διενεργείτο η αξιολόγηση-πιστοποίηση και επομένως "..... μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών .....": βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd, A.E. 2450 ημερ. 5 Ιουλίου 2000. Δεύτερο, αποφασιστική αρμοδιότητα για την πιστοποίηση-αξιολόγηση είχε η Υπουργός. Σύμφωνα με το άρθρο 30(2):

"Η εκπαιδευτική αξιολόγησις-πιστοποίησις κλάδου σπουδών διενεργείται υπό του Υπουργού κατόπιν εισηγήσεως υποβαλλόμενης προς αυτόν υπό Επιτροπής διοριζόμενης προς τούτο υπό του Υπουργικού Συμβουλίου."

 

Το σχετικό μέρος των Κανονισμών του 1992, το οποίο αφορούσε τη Διαδικασία για Εκπαιδευτική Αξιολόγηση-Πιστοποίηση, άρχιζε με τον Κανονισμό 69 που προέβλεπε ότι:

"69. Για το σκοπό της άσκησης των αρμοδιοτήτων που διαλαμβάνονται στο Νόμο αυτό διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Παιδείας και με προηγούμενη σύμφωνη Απόφαση της πλειοψηφίας της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση."

 

Είναι φανερό ότι ενώ ο νόμος προέβλεπε για επιτροπή διοριζομένη από το Υπουργικό Συμβούλιο, ο Κανονισμός κατ΄ αντίθεση προέβλεπε για Συμβούλιο που διοριζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο και μάλιστα υπό την αιγίδα της Βουλής, κάτι που αποτελούσε, βέβαια, απαράδεκτη ανάμειξη του νομοθετικού σώματος στην άσκηση διοικητικής λειτουργίας. Έπειτα, όσο και αν μοιάζει απίστευτο, με τους Κανονισμούς 95, 96 και 97 η ουσιαστική αρμοδιότητα την οποία ο νόμος είχε δώσει στον Υπουργό αφαιρείτο και δίδετο στο Συμβούλιο. Τους παραθέτουμε:

"95. - (1) Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας διαβιβάζει το ταχύτερο δυνατό την εισήγηση της Ομάδας Αξιολόγησης στον Πρόεδρο του Συμβουλίου.

(2) Το Συμβούλιο εισηγείται στον Υπουργό:

(α) Αποδοχή της αίτησης·

(β) απόρριψη της αίτησης·

(γ) αναβολή λήψης απόφασης για καθορισμένη περίοδο κατά την οποία η σχολή θα προσπαθήσει να θεραπεύσει συγκεκριμένες αδυναμίες που θα επισημανθούν.

96. Στην περίπτωση που το Συμβούλιο εισηγείται αποδοχή της αίτησης για εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, ο Υπουργός εγκρίνει την εισήγηση, μεριμνά για την εγγραφή της σχολής στο Μητρώο των Εκπαιδευτικά Αξιολογημένων-Πιστοποιημένων Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης που τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας, εκδίδει το σχετικό Πιστοποιητικό και δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την εγγραφή της σχολής στο πιο πάνω Μητρώο.

97. Στις περιπτώσεις (β) και (γ) του Κανονισμού 95 ο Υπουργός επικυρώνει την απόφαση του Συμβουλίου και διά του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας ενημερώνει σχετικά την ενδιαφερόμενη σχολή."

 

Αυτοί, λοιπόν, οι τέσσερις Κανονισμοί δεν θα εφαρμόζονταν πια· παρέμειναν όμως όλοι οι υπόλοιποι Κανονισμοί από το σύνολο των εκατόν τεσσάρων οι οποίοι, ανάμεσα σε άλλα εξέθεταν με λεπτομέρεια τα επί μέρους στοιχεία και τους παράγοντες που συνέθεταν τις παραμέτρους τις οποίες έθετε ο νόμος για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση.

Ο νόμος που, όπως υποδείξαμε, μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς Κανονισμούς, μπορούσε ακόμα ευχερέστερα να λειτουργήσει με τους ήδη εκδοθέντες, εξαιρουμένων των τεσσάρων εκείνων που, όπως έκρινε το Δικαστήριο, αντιστρατεύονταν τις πρόνοιες του νόμου και επομένως δεν είχαν καμιά θέση στη λειτουργία του. Είναι όμως προφανές ότι ο νόμος δεν άρεσε στη διοίκηση. Και γι΄ αυτό δεν ήταν διατεθειμένη να τον εφαρμόσει. Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη στο διορισμό επιτροπής, όπως απαιτούσε το άρθρο 30(2) του νόμου, και γι΄ αυτό η Υπουργός δεν μπορούσε να προχωρήσει. Με επιστολή ημερ. 5 Απριλίου 1995 για το Cyprus College και με επιστολή ημερ. 17 Μαΐου 1995 για το Philips College, οι εφεσίβλητοι ζήτησαν εφαρμογή του νόμου. Σε απαντητική επιστολή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ημερ. 4 Δεκεμβρίου 1995, η θέση της διοίκησης διατυπώθηκε ως εξής:

"................................. .................................................. .....................

1. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την Απόφασή του στην Υπόθεση 266/95, ημερ. 29.3.1995 ακύρωσε την επίδικη πράξη και κήρυξε τους Κανονισμούς για την αξιολόγηση ως αντισυνταγματικούς.

2. Το Υπουργείο Παιδείας, σε συνεννόηση με την Εισαγγελία, προχώρησε αμέσως στην ετοιμασία νέου νομοσχεδίου με το οποίο επιχειρείται η θεραπεία των αδυναμιών της διαδικασίας που ακολουθήθηκε και η οποία κρίθηκε ως αντισυνταγματική από το Ανώτατο.

Το νομοσχέδιο αυτό εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του της 22.11.1995 και στις 23.11.1995 το προωθήσαμε στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση. Μόλις ψηφιστεί το νομοσχέδιο σε νόμο θα προχωρήσει αμέσως η διαδικασία εκπαιδευτικής αξιολόγησης των ιδιωτικών σχολών.

.................................. .................................................. ...................."

 

Οι εφεσίβλητοι προσέβαλαν την παράλειψη με αντίστοιχες προσφυγές: την 725/95, ημερ. 9 Αυγούστου 1995, για το Cyprus College· και την 119/96, ημερ. 9 Φεβρουαρίου 1996, για το Philips College. Εκδόθηκαν στις 9 Μαΐου 1997 πανομοιότυπες, στο σκεπτικό, αποφάσεις. Κρίθηκε ότι:

".... το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκ του νόμου (άρθρο 30(2) του Νόμου 1/87) τη θετική υποχρέωση να διορίσει επιτροπή που θα προχωρούσε στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση των κλάδων σπουδών. Η παράλειψη να προβεί στο διορισμό της επιτροπής, ύστερα από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 266/95, εξέτρεψε το Υπουργικό Συμβούλιο από το εκ του νόμου καθήκον του. Η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να εκπληρώσει την εκ του νόμου υποχρέωσή του επηρέασε τους αιτητές δυσμενώς και συνεπώς οι αιτητές έχουν κάθε δικαίωμα να αξιώσουν σχετική δήλωση του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.4(γ) του Συντάγματος. Έτσι θα πρέπει να εκδοθεί η αιτούμενη δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να καλείται το Υπουργικό Συμβούλιο να εκτελέσει παν το παραλειφθέν."

 

Και εκδόθηκε δήλωση ανάλογα. Η Δημοκρατία άσκησε εν συνεχεία τις υπό εξέταση αναθεωρητικές εφέσεις.

Προκύπτει από το ιστορικό που εκθέσαμε ότι ο ουσιώδης στην κάθε περίπτωση χρόνος για τη διακρίβωση παράλειψης ήταν ο χρόνος καταχώρισης των αντίστοιχων προσφυγών. Επειδή όμως έγινε λόγος για τα μετέπειτα θα αναφερθούμε εν συντομία και σε αυτά. Εν τέλει δημοσιεύτηκε στις 3 Μαΐου 1996 ο νέος νόμος: Ο περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμος του 1996 (Ν. 67(Ι)/96) ο οποίος κατάργησε τον προηγούμενο και προέβη σε διάφορες νέες ουσιαστικές ρυθμίσεις. Για την εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση αρμοδιότητα δεν είχε πλέον ο Υπουργός αλλά νεο-ιδρυθέν Συμβούλιο. Παραθέτουμε τη σχετική πρόνοια στο άρθρο 32(1) του νέου νόμου:

"32. - (1) Η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης διενεργείται από Συμβούλιο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Κλάδων Σπουδών Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που διορίζεται για το σκοπό αυτό από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού."

 

Κατά την ίδια ημερομηνία δημοσίευσης του νέου νόμου, εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 37 και 70 νέοι Κανονισμοί: βλ. την Κ.Δ.Π. 143/96. Οι νέοι Κανονισμοί προωθούσαν βέβαια τις πρόνοιες του νέου νόμου. Εν τέλει η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδων σπουδών των Σχολών των εφεσιβλήτων διενεργήθηκε βάσει του νέου νόμου, όχι του παλαιού. Οι καταχωρισθείσες προσφυγές προχώρησαν όμως, ενόψει προφανώς του ενδεχομένου να παρέμεινε ζημιογόνο κατάλοιπο για το οποίο θα χωρούσε αγωγή βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.

Η Δημοκρατία επικαλέστηκε κατά τη συζήτηση των εφέσεων την πρόσφατη ομόφωνη απόφασή μας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd, Α.Ε. 2450, ημερ. 5 Ιουλίου 2000, η οποία αφορούσε παρόμοια περίπτωση. Το σκεπτικό εκείνης της απόφασης περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα στο οποίο εκτίθεται και το ζήτημα που μας είχε απασχολήσει:

"Καθώς σημειώσαμε στην αρχή της απόφασης μας, ένα είναι το νομικό ζήτημα που εγείρεται, για το οποίο εκφράστηκαν διϊστάμενες απόψεις των δικηγόρων των μερών. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν παρέλειψε να εκτελέσει οποιαδήποτε νομίμως οφειλόμενη υποχρέωση. Αντίθετα, υποστήριξε, πως η θέση του διοικητικού οργάνου, όπως εκφράστηκε στην εφεσίβλητη, ήταν πως η αξιολόγηση του κλάδου σπουδών της θα γινόταν μόλις θεσπίζονταν νέοι κανονισμοί. Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης διατείνεται όμως πως η θέσπιση κανονισμών δεν είναι προϋπόθεση για την αξιολόγηση-πιστοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 30 του Νόμου, το οποίο λειτουργεί αυτοτελώς και ανεξάρτητα από την ύπαρξη Κανονισμών. Σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 30 η εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση κλάδου σπουδών, διενεργείται από τον Υπουργό μετά από εισήγηση που υποβάλλεται προς αυτόν από Επιτροπή που διορίζεται προς τούτο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης, όφειλε να διορίσει την Επιτροπή αυτή για να προχωρήσει στην αξιολόγηση-πιστοποίηση, και να υποβάλει την εισήγηση της στον Υπουργό.

Η δική μας άποψη είναι, με εκτίμηση, διαφορετική απ΄ αυτή που εκφράστηκε πρωτοδίκως. Υπενθυμίζουμε πως, με το αιτητικό της προσφυγής, επιδιώκεται δήλωση του Δικαστηρίου πως η παράλειψη του Υπουργικού Συμβουλίου να διορίσει επιτροπή για να προβεί στην εκπαιδευτική αξιολόγηση-πιστοποίηση, είναι άκυρη. Έχουμε τη γνώμη πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή. Μολονότι ο Νόμος θα μπορούσε να λειτουργήσει και χωρίς την έκδοση κανονισμών, εντούτοις, και εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων.

Είναι ορθή, κατά την άποψη μας, η θέση που υιοθέτησε το Υπουργικό Συμβούλιο. Το άρθρο 34(1) του Νόμου έχει ως εξής:

34. - (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς δημοσιευομένους εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας δια τον καθορισμόν παντός θέματος όπερ χρήζει ή είναι δεκτικόν καθορισμού και δια την καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

Η εξουσιοδότηση του Νόμου προς το Υπουργικό Συμβούλιο, για την έκδοση κανονισμών, είναι δυνητική, όπως ρητά διατυπώνεται στο άρθρο. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την εξουσία, που του παρέχεται από το Νόμο. Επιπλέον, επισημαίνουμε και το εδάφιο (2)(α) του άρθρου, που λέει:

(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), οιοιδήποτε Κανονισμοί δύνανται -

(α) να ρυθμίζωσι τον τρόπον και την διαδικασίαν

της εκπαιδευτικής αξιολογήσεως-πιστοποιή-

σεως κλάδων σπουδών.

Η δυνητική εξουσία που έδωσε ο Νομοθέτης στο Υπουργικό Συμβούλιο, παίρνει πιο ουσιαστικό περιεχόμενο, ενόψει και των διατάξεων του τελευταίου άρθρου του Νόμου, 37, που προβλέπει πως η έναρξη της ισχύος του αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου, 1987, εκτός του Μέρους V, που θα αρχίζει σε ημερομηνία που ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας. Και το Μέρος V του Νόμου περιέχει τα άρθρα 30 και 34, που αναφέρονται, όπως είπαμε πιο πάνω, στο διορισμό της Επιτροπής Αξιολόγησης από το Υπουργικό Συμβούλιο, και στην έκδοση κανονισμών που να ρυθμίζουν, μεταξύ άλλων, και τη διαδικασία της εκπαιδευτικής αξιολόγησης. Μολονότι δεν ενδιαφέρει άμεσα την παρούσα έφεση, οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί, εκδόθηκε δε και σχετική απόφαση αναφορικά με την αξιολόγηση-πιστοποίηση του κλάδου σπουδών της εφεσιβλήτης."

Από την άλλη μεριά, η θέση των εφεσιβλήτων ήταν, βασικά, ότι δεν απαιτούνταν Κανονισμοί για την εφαρμογή του Ν. 1/87 αλλά ότι εν προκειμένω υπήρχαν, αφού ultra vires κρίθηκαν μόνο τέσσερις από τους Κανονισμούς - οι 69, 95, 96 και 97, εκ των οποίων ο πρώτος και αντισυνταγματικός - οι οποίοι "δεν εμπόδιζαν καθόλου την άσκηση της οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του άρθρου 30(2)" του Ν. 1/87.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη του συναδέλφου μας που δέχθηκε τη θέση των εφεσιβλήτων. Η ακυρωτική δικαστική απόφαση στη μια περίπτωση και η αναδρομική ανάκληση στην άλλη, επέβαλλαν στη διοίκηση την υποχρέωση να εξετάσει τα αντίστοιχα αιτήματα στη βάση του τότε ισχύοντος νομικού καθεστώτος. Η υποχρέωση προέκυπτε από αρχές τόσο θεμελιακές ώστε να καθίσταται αχρείαστη η συζήτηση. Το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. P.A. College Ltd (ανωτέρω), ενταγμένο στα δικά του όρια, δεν απέβλεπε σε αμφισβήτησή τους. Αναφέραμε εκεί πως "το Υπουργικό Συμβούλιο δεν αρνήθηκε, μήτε και παρέλειψε να διορίσει την πιο πάνω Επιτροπή" και πως "εφόσον το Υπουργικό Συμβούλιο επέλεξε την έκδοση κανονισμών, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου, εδικαιολογείτο, μετά την κήρυξη των ως ultra vires, να επανέλθει με την έκδοση νέων". Προσθέσαμε μάλιστα πως παρόλον που δεν ενδιέφερε άμεσα την έφεση, "..... οι Κανονισμοί έχουν ήδη θεσπιστεί .....". Είναι προφανές πως τελούσαμε με την αντίληψη ότι η διοίκηση θα προέβαινε σε επανεξέταση κατόπιν της έκδοσης νέων κανονισμών βάσει του ίδιου νόμου και επομένως, διατηρουμένου πάντοτε του ίδιου νομικού καθεστώτος, θα έπρεπε να έχει κάποια λογικά περιθώρια να το πράξει ώστε να διευκολυνθεί διαδικαστικά κατά την επανεξέταση.

Διαπιστώνουμε τώρα ότι η διοίκηση δεν ήταν έτσι που προσανατολίστηκε. Ήδη από τις αρχές Δεκεμβρίου 1995, μήνες πριν από την καταχώριση των προσφυγών από τις οποίες προέρχονται οι παρούσες εφέσεις - δύο μήνες στη μια και οκτώ στην άλλη - το κατέστησε σαφές πως θα προέβαινε σε επανεξέταση μόνο μετά τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος με τη θέσπιση του νέου νόμου.

Ως προς τη χρονική διάσταση της παράλειψης, είναι νομίζουμε αρκετό να πούμε ότι από τη στιγμή που αφαιρείται το στοχείο των διεργασιών για έκδοση νέων κανονισμών - διαδικαστικής φύσης - στη βάση του υφιστάμενου νόμου, προκύπτει πως δεν συνέτρεχε λόγος για τη σημειωθείσα καθυστέρηση επανεξέτασης. Ούτε άλλωστε έγινε εισήγηση περί του αντιθέτου.

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

Π. Αρτέμης, Δ.

Γ.Κ. Νικολάου, Δ.

Α. Κραμβής, Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο