ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 674
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2602
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΠΙΚΗ, Π., ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Ρ.ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.
1. Σταύρος Βούργος και
2. Τασούλα Βούργου
Εφεσείοντες
- και -
Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω
Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Εφεσίβλητοι
_______
20 Νοεμβρίου, 2000
Για τους εφεσείοντες : κ. Σπ. Ευαγγέλου.
Για τους εφεσίβλητους : κα Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
_______
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει οΦρ. Νικολαΐδης, Δ.
_______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Στις 4.9.1991 οι εφεσείοντες υπέβαλαν δηλώσεις διάθεσης ακίνητης περιουσίας από τις οποίες φαίνεται ότι πώλησαν σε εταιρεία το τεμάχιο 223, Φ/Σχ. LIV/50.4.111, Τμήμα C, Ενορία Αποστόλου Πέτρου και Παύλου, στη Λεμεσό, αντί ποσού £18.000. Οι εφεσείοντες ήταν εγγεγραμμένοι συνιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο ο καθένας. Στις δηλώσεις διάθεσης δηλώθηκε ότι η πώληση έγινε με σύμβαση ημερ. 15.2.1989. Η μεταβίβαση του οικοπέδου έγινε στις 18.12.1991 και το Κτηματολόγιο υπολόγισε για σκοπούς μεταβιβαστικών τελών την αξία του ακινήτου στις £30.000.
Στις 5.12.1995 ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (στο εξής "ο Διευθυντής"), πληροφορήθηκε ότι στους λογαριασμούς που η αγοράστρια εταιρεία υπέβαλε για σκοπούς φορολογίας παρουσιαζόταν ότι το οικόπεδο αγοράστηκε στην τιμή των £50.000. Στους ίδιους λογαριασμούς παρουσιάζεται ότι οι λογαριασμοί των εφεσειόντων στην εταιρεία πιστώθηκαν ανάλογα και εκδόθηκαν 25.000 μετοχές ονομαστικής αξίας μιας λίρας, στον καθένα.
Με βάση το ποσό που δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο κανένα ποσό κεφαλαιουχικού φόρου δεν ήταν πληρωτέο. Αντίθετα, με βάση την αναφορά στους λογαριασμούς της εταιρείας ως τιμής πώλησης τις £50.000, προκύπτει για τον καθένα από τους εφεσείοντες υποχρέωση καταβολής φόρου ύψους £2.700.
Οι ενστάσεις που οι εφεσείοντες υπέβαλαν με σχετικές επιστολές τους ημερ. 5.1.1996 απορρίφθηκαν και ο Διευθυντής επέμεινε ότι το ορθό ποσό αντιπαροχής του οικοπέδου ήταν £50.000, όπως είχε δηλωθεί στους λογαριασμούς που κατατέθηκαν για σκοπούς φόρου εισοδήματος από την εταιρεία.
Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πιο πάνω απόφαση με προσφυγή, αλλά το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 13.2.1998 κατέληξε ότι το συμπέρασμα του Διευθυντή ήταν εύλογα επιτρεπτό.
Οι εφεσείοντες προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο καθορισμός του προϊόντος πώλησης του ακίνητου ήταν, με βάση τα στοιχεία που είχε ο Διευθυντής, εύλογα επιτρεπτός, γιατί τα στοιχεία που έλαβε υπ΄ όψιν του ήταν άσχετα, ενώ, από την άλλη, εσφαλμένα και αυθαίρετα αγνόησε τα ουσιώδη στοιχεία που υπέβαλαν οι εφεσείοντες.
Οι εφεσίβλητοι αντίθετα υποστηρίζουν ότι δεν τίθεται θέμα αυθαίρετης παραγνώρισης της δήλωσης των εφεσειόντων γιατί, άνκαι η δήλωση στο Κτηματολόγιο είναι επίσημο έγγραφο που δεν μπορούσε να παραγνωριστεί χωρίς επαρκή έρευνα, εξ ίσου επίσημη είναι και η δήλωση της εταιρείας προς το Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων για σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος. Επισημαίνεται επίσης το γεγονός ότι οι εφεσείοντες είναι σύμβουλοι και μέτοχοι της εταιρείας που κατέθεσε τους λογαριασμούς.
Η έφεση θα πρέπει να επιτύχει. Ο Διευθυντής αυθαίρετα και χωρίς επαρκή έρευνα επέβαλε τη συγκεκριμένη φορολογία για την πώληση του ακινήτου στηριζόμενος στους λογαριασμούς της εταιρείας. Δεν είχε δικαίωμα χωρίς περαιτέρω έρευνα να αποδεχθεί το ποσό που αναφέρεται στους λογαριασμούς της εταιρείας ως ποσό κτήσης του συγκεκριμένου ακινήτου, έστω κι΄ αν μέτοχοι και σύμβουλοι της εταιρείας είναι οι εφεσείοντες. Βέβαια θα πρέπει να πούμε ότι από την άλλη δεν ήταν δεσμευμένος, όπως τέθηκε από τους εφεσείοντες, να αποδεκτεί το ποσό που δηλώθηκε στο Κτηματολόγιο κατά τη μεταβίβαση ως αληθές. Θα έπρεπε όμως να προβεί σε έρευνα για να καταλήξει στα ορθά γεγονότα.
΄Οπως έχει ενδεικτικά αναφερθεί στην υπόθεση Adis Ltd v. Republic (1986) 3 C.L.R. 900, η δήλωση μεταβίβασης είναι θεσμοποιημένο επίσημο έγγραφο και δεν μπορεί να γίνεται δεκτό ο,τιδήποτε αντιφατικό προς το περιεχόμενό της, που θα είχε ως αποτέλεσμα η δήλωση να παρουσιάζεται ότι δεν περιέχει την αληθή κατάσταση πραγμάτων. Βέβαια το θέμα διαφέρει όταν υπάρχει ισχυρισμός ή υπόνοια για δόλια ή εσφαλμένη καταγραφή στη δήλωση. ΄Ομως στην παρούσα περίπτωση έχει δηλωθεί ότι δεν τίθεται θέμα δόλιας δήλωσης (βλέπε επίσης Pissarides v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1920, 1929).
Από την άλλη, δεν συμφωνούμε με την ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσίβλητων ότι οι λογαριασμοί της εταιρείας θεωρούνται επίσημο έγγραφο, της ίδιας μάλιστα βαρύτητας με τη δήλωση μεταβίβασης που γίνεται στο Κτηματολόγιο. ΄Ομως, εν πάση περιπτώσει, η αναφορά και μόνο στα βιβλία της αγοράστριας εταιρείας κάποιας τιμής κτήσης, δεν ήταν στοιχείο αρκετό για λήψη απόφασης. Θα έπρεπε η καταγραφή στους λογαριασμούς της εταιρείας του συγκεκριμένου ποσού να δώσει στο Διευθυντή την ευκαιρία για περαιτέρω έρευνα.
Ακόμα, η αποδοχή από το Διευθυντή ως ορθού τιμήματος αγοράς του ποσού που αναγράφεται στους λογαριασμούς της εταιρείας, ουσιαστικά ισοδυναμεί με απόδοση προς τους εφεσείοντες, αλλά ίσως και προς την εταιρεία, πρόθεσης διάπραξης ποινικού αδικήματος για ψευδή δήλωση (βλέπε άρθρο 49(1)(α) του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν.
9/65).Πριν τελειώσουμε θα πρέπει να τονίσουμε ότι με τα πιο πάνω δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ότι υιοθετούμε τη θέση των εφεσειόντων ότι ο Διευθυντής είναι υποχρεωμένος να αποδεκτεί τη δήλωση που έγινε στο Κτηματολόγιο, χωρίς οποιαδήποτε άλλη έρευνα. Περιοριζόμαστε να διαπιστώσουμε ότι η απόφαση του Διευθυντή να βασιστεί αποκλειστικά στους λογαριασμούς της αγοράστριας εταιρείας ήταν λανθασμένη.
Η έφεση επιτρέπεται και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με έξοδα τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Γ. Πικής, Π.
Χρ. Αρτεμίδης, Δ.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Τ. Ηλιάδης, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΔ