ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 619
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική έφεση αρ.2482
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ,Π., ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στωνΞενή Λάρκου, από τη Λευκωσία
εφεσείων-αιτητής
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
εφεσίβλητης-καθ΄ης η αίτηση
........................
3 Νοεμβρίου, 2000
Για τον εφεσείοντα: κ.Α.Σ.Αγγελίδης
Για τους εφεσίβλητους: κα.Τ.Πολυχρονίδου - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α.
.........................
ΠΙΚΗΣ, Π.
: Την απόφαση του Δικαστηρίουθα δώσει ο δικαστής Χρ.Αρτεμίδης.
........................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: Ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος ήσαν, μαζί με ένα άλλο άτομο, οι προσοντούχοι υποψήφιοι για προαγωγή στη θέση Διευθυντή, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, που καθορίζεται στα σχέδια υπηρεσίας ως θέση προαγωγής. Εφαρμόζονται, κατά συνέπεια, οι διατάξεις του άρθρου 35 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν.1/90 (στα επόμενα «ο Νόμος»), αναφορικά με τη διαδικασία επιλογής του καταλληλότερου υποψήφιου. Στις 13.7.95 προάχθηκε από την ΕΔΥ το ενδιαφερόμενο μέρος. Ο εφεσείων πρόσβαλε πρωτοδίκως, αλλά ανεπιτυχώς, την πιο πάνω απόφαση. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος είχε προβάλει τρεις ουσιαστικά λόγους για να επιτύχει την ακύρωση της, που επαναλαμβάνονται στο εφετήριο ως λόγοι έφεσης, επιδιώκοντας εδώ την ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας. Ο πρώτος, που είναι και ο πιο σοβαρός κατά την άποψη μας, καλύπτει την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος πως η σύσταση, που προβλέπεται στην παράγρ. 4 του άρθρου 35 του Νόμου, και που αποτελεί κατά τη νομολογία ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως, δεν έγινε από τον αρμόδιο λειτουργό, που, όπως προνοείται στην πιο πάνω διάταξη, είναι ο Προϊστάμενος του Τμήματος, αλλά από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών. Σημειώνουμε πως ο προϊστάμενος του τμήματος, διευθυντής Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων, βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια. Είναι η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας πως, ενόψει αυτού του γεγονότος, ο τελών με προαφυπηρετική άδεια διευθυντής ήταν ανενεργός του λειτουργήματος του, σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του Καν.7(1) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορήγηση Αδειών) Κανονισμών ΚΔΠ101/95, που προβλέπει:«7.-(1) Υπάλληλος που αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή μετά από αίτησή του σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις των περί Συντάξεων Νόμων, οφείλει να λάβει πριν από την αφυπηρέτησή του την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του. Σε καμιά περίπτωση δε δικαιούται να αποποιηθεί την άδεια ανάπαυσης που έχει σε πίστη του ή να υπηρετήσει έναντι αυτής ή να διεκδικήσει πληρωμή αντί αυτής.»
(υπογραμμίζουμε τη σχετική πρόνοια που μας αφορά).
Να πούμε αμέσως πως συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας, λόγω ακριβώς της καθαρής διατύπωσης του Κανονισμού.
Η παράγραφος 4 του άρθρου 35 του Νόμου διαλαμβάνει:
«(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε.»
Στις ερμηνευτικές διατάξεις του Νόμου διαβάζουμε:
«Προϊστάμενος Τμήματος» σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και, προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει ........»
Είναι παραδεκτό πως η υπηρεσία φόρου εισοδήματος αποτελεί Τμήμα, και προϊστάμενος του είναι ο Διευθυντής Φόρου Εισοδήματος. Εφόσον η θέση, από την οποία και διεκδικούσαν τη θέση διευθυντή οι προσοντούχοι υποψήφιοι, ήταν η αμέσως κατώτερη της τελευταίας ο μόνος, που σύμφωνα με τις πάνω ρητές διατάξεις του Νόμου, θα μπορούσε να προβεί στις συστάσεις, ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος. Αυτός όμως βρισκόταν με προαφυπηρετική άδεια και επομένως ήταν ανενεργός του λειτουργήματος του. ΄Εχουμε τη γνώμη πως το κενό θα μπορούσε νόμιμα να πληρωθεί με αναπληρωτικό διορισμό, όπως ειδικά προβλέπεται στο άρθρο 42 του Νόμου. Ο διορισθείς θα είχε αρμοδιότητα να εκτελεί όλα τα καθήκοντα της θέσης, και στην προκείμενη περίπτωση να προβεί στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ο διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος να κάνει τις συστάσεις, έστω και αν προϊσταται όλων των λειτουργών που υπάγονται στο υπουργείο, γιατί ο Νόμος, όπως υποδείξαμε πιο πάνω, καθορίζει ρητά την υπηρεσιακή ιδιότητα του λειτουργού που προβαίνει στις συστάσεις ενώπιον της ΕΔΥ. Ευσταθεί, επομένως, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος. Η δική μας κρίση, διαφορετική
απ΄αυτή του συναδέλφου μας, οδηγεί στην επιτυχία της έφεσης, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναφέρεται στο περιεχόμενο της σύστασης, με την εισήγηση πως δεν είναι αιτιολογημένη. Ο τρίτος λόγος περιέχει τον ισχυρισμό πως, από το σύνολο των κριτηρίων που προσμετρούν κατά την αξιολόγηση, ο εφεσείων αποδεικνύεται ο καταλληλότερος για προαγωγή. Δεν θα ασχοληθούμε με αυτούς τους λόγους, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας που αφορά τον πρώτο λόγο έφεσης. Και τούτο γιατί τα θέματα με τα οποία καταπιάνονται οι πιο πάνω λόγοι θα είναι ενδεχομένως αντικείμενο στην επανεξέταση.
Θα μας απασχολήσει όμως για λίγο ο 4ος λόγος έφεσης. Σ΄αυτόν προτείνεται πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε να προχωρήσει στη διαδικασία προαγωγής, γιατί δεν υπήρχε εγκεκριμένο σχέδιο υπηρεσίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 27 του Νόμου, προϋπόθεση που ρητά προνοείται στο άρθρο 35(2)(β). Ο συνάδελφος απέρριψε πρωτοδίκως την εισήγηση, αφού αναφέρθηκε στην ευθυγραμμισμένη νομολογία πάνω στο ζήτημα, και ειδικότερα στις υποθέσεις Hadjisdemetriou v. C.T.O. (1986) 3 C.L.R. 1956, προσφυγή αρ.1141/90 Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας ημερ. 22.4.92, προσφυγή αρ. 1174/91 Ζίζιρου ν. Δημοκρατίας ημερ. 29.9.93, και στην πιο πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Σοφιανός και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 334 όπου κρίθηκε πως σχέδια υπηρεσίας που είχαν καταρτιστεί και εγκριθεί πριν από την έναρξη εφαρμογής του Νόμου, όπως η περίπτωση που εξετάζουμε, παραμένουν έγκυρα. Ο δικηγόρος του εφεσείοντος όμως δηλώνει στο εφετήριο, και διατείνεται στη γραπτή του αγόρευση, πως η νομολογία μας είναι εσφαλμένη. Δεν νομίζουμε να χρειάζεται να πούμε τίποτε περισσότερο. Συμφωνούμε πάνω σ΄αυτό το σημείο με την πρωτόδικη απόφαση.
Τέλος ο δικηγόρος του εφεσείοντος αμφισβητεί, για πολλοστή φορά και κατά συρροή, τη διαταγή του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία επωμίστηκε τα έξοδα, ο αποτυχών πρωτοδίκως πελάτης του. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει εκφραστεί αναντίρρητα στο θέμα.
Για τους λόγους που συζητούμε πιο πάνω η έφεση επιτρέπεται με έξοδα, εδώ και πρωτοδίκως.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/MAA