ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 491
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2546
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ Δ/ΣΤΩΝ
CYPRUS BUREAU OF SHIPPING
Εφεσείοντε ς/Αιτητές
και
1. Υπουργού Οικονομικών
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Εφεσιβλήτω ν/Καθ΄ων η αίτηση
----------------
25 Σεπτεμβρίου 2000
Για τους εφεσείοντες: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους εφεσίβλητους: Στ. Χούρη.
-------------------
Νικήτας Δ.:
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει οδικαστής Γ. Κωνσταντινιδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Οι εφεσείοντες διεκδίκησαν εξαίρεση από την καταβολή φόρου προστιθέμενης αξίας σε σχέση με ορισμένες από τις υπηρεσίες που προσφέρουν αλλά, με απόφαση ημερομηνίας 1.11.93, δόθηκε λύση αντίθετη προς την άποψή τους. Κρίθηκε πως, ενόψει του Νόμου, οι εξειδικευθείσες υπηρεσίες φορολογούνταν. Οι εφεσείοντες δεν πείστηκαν για την ορθότητα της απόφασης και την 29.11.93, αντί άλλης ενέργειας, απηύθυναν με τους λογιστές τους επιστολή προς τον ΄Εφορο ΦΠΑ. Υπέβαλλαν, όπως αναφέρουν, ένσταση και ζητούσαν αναθεώρηση της απόφασης που είχε ληφθεί. Δόθηκε απάντηση στις 8.12.93, και αυτή απορριπτική, και ασκήθηκε προσφυγή.Ως αντικείμενο της προσφυγής προσδιορίστηκε η απόφαση της 8.12.93 και απασχόλησε πρωτοδίκως ζήτημα αναφορικά με την εκτελεστότητά της. Ο πρώτος ισχυρισμός των εφεσειόντων ήταν πως εξετάστηκαν νέα στοιχεία και πως, κατά τα παγίως ισχύοντα, η δεύτερη απόφαση
, ως ληφθείσα μετά από νέα έρευνα, ήταν εκτελεστή. Ο δεύτερος ισχυρισμός τους ήταν εναλλακτικός. Και νέα στοιχεία να μήν υπήρχαν, η επιστολή των λογιστών τους έθετε θέμα άσκησης ιεραρχικού ελέγχου από τον ΄Εφορο τον ίδιο και ήταν παράνομη η εξέτασή της από τον προϊστάμενο του Επαρχιακού Γραφείου ΦΠΑ της Λεμεσού.Ο συνάδελφός μας που εκδίκασε την προσφυγή, με αναφορά στις υποθέσεις Christakis L. Varnava v. Republic (District Officer Nicosia and Another) (1968) 3 CLR 566, Kωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. 1996 3 ΑΑΔ 474, και στα Συγγράμματα Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Ι, 7η έκδοση σελ. 117 και Στασινόπουλου - Το Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών (1964) σελ. 176 έκρινε πως η προσβληθείσα απόφαση ήταν βεβαιωτική, ως εξής:
"Στην παρούσα περίπτωση οι λογιστές του αιτητή αμφισβήτησαν την απόφαση της Διοίκησης της 1.11.1993 για τον καθορισμό του καταβλητέου ποσού των £3.130.99σ. παραθέτοντας ως σημείο ένστασης προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους 12 τιμολόγια της περιόδου 1.7.1992 μέχρι 30.11.1992 και 8 τιμολόγια της περιόδου 1.12.1992 μέχρι 28.12.1993. Από μια προσεκτική εξέταση των εγγράφων που βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι τα πιο πάνω 12 τιμολόγια είχαν ήδη ληφθεί υπ' όψη από τους καθ΄ων η αίτηση αφού αναφέρονται στη Σημείωση 1 της επιστολής τους ημερομηνίας 1.11.1993, όπως επίσης και τα υπόλοιπα 8 τιμολόγια της περιόδου 1.12.1992 μέχρι 28.2.1993 που αναφέρονται στη Σημείωση 4 της επιστολής τους ημερομηνίας 1.11.1993.
Από τα πιο πάνω φαίνεται καθαρά ότι ο αιτητής δεν παρουσίασε νέα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη διεξαγωγή νέας έρευνας αλλά παρέθεσε προς εξέταση τους αριθμό τιμολογίων, τα οποία είχαν ήδη εξετασθεί και τα οποία λήφθηκαν υπ' όψη από τους καθ΄ων η αίτηση στον καθορισμό του οφειλομένου ποσού την 1.11.1993."
Επίσης έκρινε αβάσιμο τον εναλλακτικό ισχυρισμό. Αναφέρθηκε στο άρθρο 52 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990 (Ν. 246/90 όπως τροποποιήθηκε) σε σχέση με τη δυνατότητα υποβολής ένστασης στον Υπουργό Οικονομικών μέσα σε προθεσμία που τάσσεται και, όπως εξήγησε, η επιστολή των λογιστών "δεν μπορούσε να θεωρηθεί κάτι περισσότερο από μια αίτηση για επανεξέταση". Πρόσθεσε τα ακόλουθα:
"Η φρασεολογία του άρθρου 52 του Νόμου 246/90 που καθορίζει ότι οι ενστάσεις θα πρέπει να υποβάλλονται στον αρμόδιο Υπουργό, είναι περιοριστική σε βαθμό που να μην επιτρέπει την υποβολή άλλων ενστάσεων στα ίδια και ή ανώτερα όργανα του Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Εφόσο δε, δεν υποβλήθηκε ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 52, ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας δεν είχε αρμοδιότητα ή υποχρέωση να θεωρήσει την επιστολή των λογιστών του αιτητή της 29.11.1993 ως ένσταση και να προχωρήσει στην εξέτασή της."
Με την έφεση κατά την απόρριψης της προσφυγής ως απαράδεκτης, επαναφέρονται και τα δυο θέματα. Αναφορικά με το πρώτο, οι εφεσείοντες ήταν ιδιαιτέρως σύντομοι. Στο περίγραμμά τους, στο οποίο δεν προστέθηκε οτιδήποτε κατά την ακρόαση, καλύπτουν το ζήτημα της ύπαρξης η μή νέων στοιχείων με το γενικό ισχυρισμό πως "παρουσίασαν συμπληρωματικά και επεξηγηματικά στοιχεία για τις υπηρεσίες που παρέχουν στους πελάτες τους στο εξωτερικό". Ποιά θεωρούν ως τέτοια στοιχεία δεν εξειδικεύουν και αναφορά σε όσα στην πρωτόδικη απόφαση δείχνουν πως τα τιμολόγια τα οποία επικαλέστηκαν ήταν εξ αρχής ενώπιον της διοίκησης, δεν κάμνουν. Ο ισχυρισμός τους απολήγει ατεκμηρίωτος και η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης παραμένει ακλόνητη.
Αναφορικά με το δεύτερο θέμα, αφού εξηγούν οι εφεσείοντες πως πράγματι η επιστολή των λογιστών τους δεν συνιστούσε "ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό", θεωρούν ότι επιβαλλόταν καθήκον εξέτασής της από τον ίδιο τον ΄Εφορο. Επρόκειτο, όπως λέγουν, για νέο αίτημα προς τον ίδιο, διαφορετικό από το πρώτο που οδήγησε στην απόφαση της 1.11.93, το οποίο αποσκοπούσε στην πρωτογενή άσκηση αρμοδιότητας από τον ιεραρχικά ανώτερο, προς άρση "παρανομίας ή άδικης μεταχείρισης". Παραπέμπουν στους Στασινόπουλο - Μαθήματα Διοικητικού Δικαίου (1957) σελ. 152, Δαγτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο (α΄) έκδοση 1977, σελ. 222, 223, Τσάτσο - Αίτησις Ακυρώσεως, 3η έκδοση, σελ. 16 και Σπηλιωτόπουλο - Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου έκδοση 1977 σελ. 190 και εισηγούνται πως αναρμοδίως ο προϊστάμενος επελήφθη αιτήματος, που άλλωστε αφορούσε δική του απόφαση, το οποίο απευθύνθηκε προς τον ΄Εφορο.
Δεν υπάρχει πραγματικό υπόβαθρο που να δικαιολογεί εξέταση κάτω από τέτοιο πρίσμα. ΄Οπως ορθά υποδεικνύουν οι καθ΄ων η αίτηση η επιστολή των λογιστών απευθύνεται μεν προς τον Έφορο ΦΠΑ, στη Λεμεσό όμως. Το ότι δε απευθυνόταν στον αρμόδιο λειτουργό της Λεμεσού που ήταν εκείνος που εξέδωσε και την πρώτη απόφαση, επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το κείμενο της. Αρχίζει με τη φράση "αναφερόμαστε στην επιστολή σας ημερομηνίας 1.11.93 στον πιο πάνω πελάτη μας" και καταλήγει με την παράκληση "όπως αναθεωρήσετε την απόφασή σας...". Σημειώνουμε πως και στην ίδια την προσφυγή γίνεται αναφορά στις δυο αποφάσεις ως αδιακρίτως προερχόμενες από τους "καθ΄ων η αίτηση" και ορθά, όπως καταλήγουμε, κρίθηκε ότι το διάβημά τους συνιστούσε αίτηση για επανεξέταση, δηλαδή απλό "αίτημα θεραπείας" ή "χαριστική
προσφυγή". (Βλ. Δαγτόγλου - Γενικό Διοικητικό Δίκαιο 3η έκδοση σελ. 469 § 983, Ε. Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 4η έκδοση, σελ. 235 § 251). Ο προϊστάμενος του Επαρχιακού Γραφείου Λεμεσού, όπως δέχονται και οι αιτητές, ήταν κατά νόμο αρμόδιος για την έκδοση απόφασης επί του θέματος, ως ειδικά εξουσιοδοτημένος δυνάμει του περί Εκχωρήσεως και Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/62). Αρμοδίως επελήφθη και αφού η δεύτερη απόφαση του ήταν βεβαιωτική, ορθά απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή που την προσέβαλλε.Περιλήφθηκε στους λόγους έφεσης και ένα "ευρύτερο", όπως χαρακτη-ρίστηκε, θέμα, ως εξής:
"Όμως τίθεται και το ευρύτερο θέμα ότι εάν ήθελε θεωρηθεί η απόφασή του καθ΄ου ημερ. 1.11.93 ή 8.12.93 ήταν ενός και μόνο περιεχομένου, η προσφυγή ήταν εμπρόθεσμα καταχωρημένη έναντι και των δύο αυτών αποφάσεων.
΄Αρα η προσφυγή που εμπρόθεσμα αμφισβητούσε τη μόνη απόφαση του καθ΄ου δεν μπορούσε να απορριφθεί για το λόγο που απορρίφθηκε."
Η απόφαση της 1.11.93 ήταν εκτελεστή, γνωστοποιήθηκε στους αιτητές και έκτοτε ενεργοποιήθηκε η προθεσμία των 75 ημερών. Η υποβολή "αίτησης θεραπείας" ή "χαριστικής προσφυγής" δεν διακόπτει ούτε αναστέλλει την προθεσμία [Larkos ν. Republic (1987) 3 CLR 2189] και η προσφυγή θα ήταν εκπρόθεσμη ως προς εκείνη. Εν πάση περιπτώσει, στρέφεται μόνο κατά της δεύτερης απόφασης που δεν ήταν εκτελεστή.
Στο περίγραμμα αγόρευσης για τους εφεσείοντες προβάλλεται και ο ισχυρισμός πως η επιστολή ημερομηνίας 8.12.93 είναι μόνο η "κοινοποίηση" και όχι η απόφαση η ίδια. Επικαλούνται την Ρομπέρτος Βραχίμης Προσφυγή 1058/94 ημερομηνίας 23.6.95 και εισηγούνται ότι, χωρίς την απόφαση, έχουμε λόγο ακύρωσης και, βέβαια, δεν μπορεί να εγείρεται θέμα βεβαιωτικής πράξης. Είναι προφανής η έλλειψη του πραγματικού ερείσματος στο οποίο θεμελιώθηκε ο ισχυρισμός αφού η επιστολή ενσωματώνει εν προκειμένω την απόφασή του μονομελούς οργάνου που είχε την αρμοδιότητα. Δεν θα μπορούσε όμως και να συζητηθεί τέτοιο ζήτημα αφού δεν εγείρεται με τους λόγους έφεσης.
Το τελευταίο ζήτημα αφορά στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας τα οποία, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες, δεν θα έπρεπε να υποστούν. Οι αρχές που διέπουν το θέμα εξηγήθηκαν από την Ολομέλεια σε σειρά πρόσφατων αποφάσεων. [Βλ. μεταξύ άλλων, Κασάπης κ.α. ω. Δημοκρατίας κ.α., ΑΕ 1959, 15.1.98, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1892, 28.1.98 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας ΑΕ 2271 ημερομηνίας 29.1.99]. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι για παρέμβασή μας στον τρόπο με τον οποίο ο συνάδελφός μας άσκησε τη διακριτική του εξουσία.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
ΝΙΚΗΤΑΣ,Δ.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ , Δ.
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.
/ΜΣι.