ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 3 ΑΑΔ 228
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική έφεση αρ.2455
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΑΜΒΗ, Δικαστών1. Χριστόδουλου Αργυρού, και άλλων ως ο
επισυνημμένος κατάλογος Α.
εφεσείοντες-αιτητές
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Υπουργικού Συμβουλίου
εφεσίβλητοι-καθ΄ων η αίτηση
........................
17 Απριλίου, 2000
Για τους εφεσείοντες: κ.Α.Ανδρέου
Για τους εφεσίβλητους: κα.Τ.Πολυχρονίδου - Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
.........................
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ
.: Καταλήγουμε στο ίδιο αποτέλεσμα.Με το δικό μου σκεπτικό συμφωνούν και οι Δικαστές
Αρτέμης, Καλλής και Κραμβής. Ο Δικαστής Νικολάου
θα δώσει το δικό του σκεπτικό.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το ζήτημα που εγείρεται στην έφεση που μας απασχόλησε θα γίνει διαυγέστερο αν αναφερθούμε με κάποια λεπτομέρεια στα γεγονότα που προηγήθηκαν μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Πηγή των γεγονότων αυτών είναι ο ενώπιον μας δικαστικός φάκελος, καθώς και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη γνωστή υπόθεση
Christodoulides and others v. The Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1297. Στην πιο πάνω υπόθεση συζητήθηκαν νομικά ζητήματα που έδωσαν την αφορμή και, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των δικηγόρων των εφεσειόντων, τη νομική βάση της καταχώρισης της προσφυγής που εξετάζουμε, η οποία, αφού απορρίφθηκε πρωτοδίκως οδηγήθηκε ενώπιον μας.Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος στη χώρα μας στις 15.7.74, και την τούρκικη εισβολή που ακολούθησε, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους λειτουργούς της που μετείχαν ή συνέδραμαν στο πραξικόπημα. Δεν είναι του παρόντος, και δεν έχει άμεση σχέση με την υπόθεση που μας απασχολεί, να αναφερθούμε στις προσπάθειες για εξεύρεση του ορθού και νόμιμου τρόπου για να τερματιστεί η υπηρεσία των λειτουργών αυτών. Το θέμα έληξε με την απόλυση από το Υπουργικό Συμβούλιο αριθμού υπαλλήλων που υπηρετούσαν σε διάφορες κρατικές λειτουργίες. Ο τερματισμός των υπηρεσιών τους έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αναστολής της
Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή, ΄Ερευνα και Εκδίκασις) Νόμων του 1977-1978, Νόμου του 1978, Ν.57/78, που θεσπίστηκε ειδικά για την τελεσίδικη επίλυση του προβλήματος που αντιμετώπιζε η πολιτεία.Οι εφεσείοντες 1-14 ήσαν μέλη της αστυνομικής δύναμης, ενώ οι 15-18 δημόσιοι υπάλληλοι. Απολύθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση που ελήφθη στις 31.1.80. ΄Ολοι οι απολυθέντες, μεταξύ αυτών και οι εφεσείοντες, προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Η
Ολομέλεια απέρριψε τις προσφυγές. (δες: την υπόθεση Χριστοδουλίδης που αναφέρεται πιο πάνω).΄Εχοντας υπόψη τα παραπάνω γεγονότα, εύλογα ρωτιέται κάποιος πώς επανέρχεται το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τόσα χρόνια μετά. Είναι με αυτή την πτυχή της υπόθεσης που θα ασχοληθούμε. Στις 10.4.90 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε την απόφαση της στην Α.Ε.941 Νεόφυτος Παπαγεωργίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατία, 10.4.1990, στην οποία το νομικό σημείο που εγειρόταν για κρίση, όπως τούτο διατυπώνεται στην πρώτη παράγραφο της απόφασης, ήταν το εξής: «΄Εχει το υπουργικό συμβούλιο δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311 όπως έχει τροποποιηθεί, και το κατάλοιπο των εξουσιών του που καθορίζονται στο άρθρο 54
του Συντάγματος εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες δημοσίων υπαλλήλων, στην προκείμενη περίπτωση μέλους της αστυνομικής δύναμης, για λόγους δημοσίου συμφέροντος;» Η απάντηση που δόθηκε από το Δικαστήριο ήταν αρνητική.Οι εφεσείοντες, επικαλούμενοι αυτή την απόφαση, διατείνονται πως ο τερματισμός και των δικών τους υπηρεσιών από το Υπουργικό Συμβούλιο, στις 31.1.80, είχε ως έρεισμα τα πιο πάνω άρθρα του περί Συντάξεων Νόμου. Εισηγούνται, επομένως, πως το Ανώτατο Δικαστήριο με την ετυμηγορία του στην υπόθεση Παπαγεωργίου, μετέβαλε τη νομολογία όπως αυτή είχε καθιερωθεί στην υπόθεση Χριστοδουλίδης. Προτείνουν κατά συνέπεια, να εφαρμοσθεί αρχή του διοικητικού δικαίου, που υποβάλλουν πως ισχύει, σύμφωνα με την οποία η διοίκηση οφείλει όχι μόνο να τηρεί το δίκαιο κατά την έκδοση των πράξεων της, αλλά και να ανακαλεί τυχόν εκδοθείσα παράνομη, αποκαθιστώντας έτσι την έννομη τάξη.
Σε μακροσκελή επιστολή των δικηγόρων των εφεσειόντων, ημερ. 3.12.91, προς το Υπουργικό Συμβούλιο εκθέτουν τις απόψεις τους, τις οποίες υποστηρίζουν με τα δικά τους νομικά επιχειρήματα. Σ΄αυτή ζητούσαν όπως το Υπουργικό Συμβούλιο ανακαλέσει την απόφαση του, που όπως είπαμε ελήφθη στις 31.1.80. Το Υπουργικό Συμβούλιο κοινοποίησε στους δικηγόρους των εφεσειόντων τη θέση του στο σχετικό αίτημα, με επιστολή του γραμματέα του ημερ. 27.2.92. Το ουσιαστικό περιεχόμενο της, που αναφέρεται στην αιτιολογία της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, έχει ως εξής:
«............................. ...........................
αποφάσισε ενόψει του σκεπτικού της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 4.11.83, στην υπόθεση Χριστοδουλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας 1984 3 Α.Α.Δ. 1297, ότι δεν εγείρεται θέμα αναθεώρησης της σχετικής απόφασης του υπουργικού συσμβουλίου με ημερομηνία 31.1.80.»
Είναι αυτή, την αρνητική τοποθέτηση στο αίτημα τους, που πρόσβαλαν οι εφεσείοντες πρωτόδικα χωρίς επιτυχία. Ο συνάδελφος που δίκασε την υπόθεση αποδέκτηκε μια από τις προκαταρκτικές ενστάσεις που υπέβαλε ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, και που βασιζόταν στην εισήγηση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν προέβη σε νέα έρευνα, με την έννοια που δέχεται η νομολογία μας, για να απολήξει σε νέα διοικητική απόφαση. Το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού πήρε και γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, μελέτησε τη νομική πτυχή της υπόθεσης, όπως αυτή παρουσιάστηκε από τους δικηγόρους των εφεσειόντων, και απέρριψε τις θέσεις τους. Για τη φύση και νομικά χαρακτηριστικά της νέας έρευνας από διοικητικό όργανο, ο συνάδελφος αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δήμος Λευκωσίας ν.Μέλπω Γρηγορίου ΑΕ1431 26.4.96. Δεν ασχολήθηκε με τις άλλες προδικαστικές ενστάσεις.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ενώπιον μας πως το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε νομική υποχρέωση να αναθεωρήσει την απόφαση του της 31.1.80. Υποστήριξε δε τη θέση της επικαλούμενη τη γνωστή αρχή του δεδικασμένου res judicata. Το Υπουργικό Συμβούλιο έκρινε πως δεν μπορούσε να ανατρέψει την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Χριστοδουλίδης
.Στην υπόθεση
Marinos Pieri v. The Republic 1983 3 C.L.R. p.1054, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζει σε έκταση τα κριτήρια που λειτουργούν όταν εγείρεται ζήτημα διάκρισης μεταξύ επιβεβαιωτικής προηγούμενης διοικητικής απόφασης και απόφασης που απολήγει σε νέα διοικητική πράξη μετά από νέα έρευνα. Σε ειδικό κεφάλαιο της απόφασης, με τίτλο res judicata, συζητιέται η εφαρμογή της αρχής στον τομέα του δημόσιου - διοικητικού δικαίου. Εκτίθενται δε οι τρεις λόγοι, (σελ. 1064), που δικαιολογούν την εφαρμογή της αρχής και στον τομέα του διοικητικού δικαίου. Σ΄αυτούς δε τους γνωστούς στο δίκαιο λόγους, που σχετίζονται με τη γενική εφαρμογή του, προστίθεται και 4ος, ως ειδικά εφαρμοζόμενος στις χώρες, όπου λειτουργεί ο διαχωρισμός των τριών εξουσιών. Διαβάζουμε από την απόφαση (Πικής, Δ., όπως ήταν τότε) την απαρίθμηση των λόγων για την εφαρμογή της αρχής:«(α) Τhe need for certainty in the law, particularly with regard to the rights of citizens.
(b) Finality in litigation and, last but not least
(c) The need to sustain the efficacy of the judicial process.
In countries where the powers of the State are formally separated as in Cyprus, there is a fourth reason as well,
(d) the effect of separation of the powers of the State.
A reversal of a judicial decision by the executive branch of the Government constitutes an interference with the exercise of the judicial power.»
(υπογράμμιση δική μας)
΄Εχουμε λοιπόν τη γνώμη, καθώς διαπιστώνεται καθαρά από την πιο πάνω απόφαση, πως όταν το ζήτημα αποτελεί res judicata, η διοίκηση οφείλει να σεβαστεί το αποτέλεσμα της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου. ΄Οχι μόνο δεν δικαιούται να το ανατρέψει, αλλά υποχρεούται σε ενεργό συμμόρφωση με την απόφαση του Δικαστηρίου, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 146(5) του Συντάγματος.
Η έφεση τελειώνει κανονικά εδώ. Θα απορριφθεί για το λόγο που αναφέρουμε αμέσως πιο πάνω. Ας ασχοληθούμε όμως και με την εισήγηση των δικηγόρων των εφεσειόντων πως το Υπουργικό Συμβούλιο είχε υποχρέωση να ανακαλέσει την απόφαση του, ενόψει, καθώς ισχυρίζονται, της αλλαγής της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επήλθε με την απόφαση Παπαγεωργίου, σε αντίθεση με αυτά που υιοθετήθηκαν στην Χριστοδουλίδης. Και τούτο γίνεται χωρίς να το αποφασίζουμε, αλλά στη θεωρητική βάση πως το διοικητικό όργανο είχε τέτοια υποχρέωση, σύμωνα με αρχή του διοικητικού δικαίου που επικαλούνται οι δικηγόροι των εφεσειόντων, και στην οποία στηρίζεται καθ΄ολοκληρίαν η προσφυγή τους, και που αναφέραμε πιο πάνω.
Είναι ολωσδιόλου νομικά εσφαλμένη αυτή η προσέγγιση. Δεν υπήρξε οποιαδήποτε νομολογιακή μεταβολή. Οι δυο υποθέσεις επιλαμβάνονται της εφαρμογής δυο διαφορετικών νομοθεσιών. Στην Χριστοδουλίδης απορρίφθηκαν οι προσφυγές των αιτητών, ενάντια στον τερματισμού των υπηρεσιών τους από το Υπουργικό Συμβούλιο, γιατί το Δικαστήριο έκρινε πως εφαρμόστηκε ορθά ο περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή, ΄Ερευνα και Εκδίκασις) Νόμων του 1977-1978, Ν.57/78. Στην απόφαση του Δικαστηρίου ρητά αναφέρονται τα εξής:«It follows therefore, that, even assuming, without so diciding, that any of the legislative provisions referred to by the Council of Ministers in its relevant decision could not support adequately the termination of the services of any one of the applicants, the Council of Ministers was, in any case, duly empowered to terminate the services of each one of the applicants in these cases by virtue, in any event, of section 5 of Law 57/78 and, consequently, it is not necessary to enter into a detailed examination of the scope of the aforementioned legislative provisions; because it is a firmly established principle of Administrative Law that even if an administrative decision could not have been validly based on the legal reason which was actually stated in support of it such decision should still be upheld judicially if it could, nevertheless, be reached validly on the basis of some other legal reason (see, inter alia, in this respect, Pikis v. The Republic, (1967) 3 C.L.R. 562, 575, Spyrou (No.1) v. The Republic, (1973) 3 C.L.R. 478, 484, Akinita Anthoupolis Ltd. v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 296, 303 and Paraskevopoulou v. The Republic, (1980) 3 C.L.R. 647, 661, 662).
(υπογράμμιση πάλιν δική μας)
Kρίθηκε, επομένως, με καθαρό και απερίφραστο λόγο πως το Υπουργικό Συμβούλιο λειτούργησε νομίμως, εφαρμόζοντας το άρθρο 5 του πιο πάνω Νόμου, ανεξάρτητα αν η επίκληση από αυτό άλλης νομοθεσίας, και το σημείο τούτο άφησε το Δικαστήριο καθαρά ανοικτό, δεν μπορούσε να στηρίξει την απόφαση του. Ο πιο πάνω νόμος δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση. Αντίθετα εφαρμόστηκε από την Ολομέλεια και αργότερα σε παρόμοια υπόθεση (δες
: Ioannis Fakas v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1928), όπου έγινε αναφορά και στη Χριστοδουλίδης.Στην υπόθεση Παπαγεωργίου εξετάζονται πράγματι οι διατάξεις των άρθρων 6(στ) και 7 του περί Συντάξεων Νόμου, Κεφ.311, και το κατάλοιπο των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου που καθορίζονται στο άρθρο 54 του Συντάγματος. ΄Εχουμε ήδη πει πως η απάντηση του Δικαστηρίου στο ερώτημα που τέθηκε ήταν αρνητική. Δεν υπεισήλθε όμως για εξέταση στην υπόθεση ο περί Αναστολής της Διαδικασίας της Προνοουμένης υπό των
περί Ορισμένων Πειθαρχικών Παραπτωμάτων (Διεξαγωγή ΄Ερευνας και Εκδίκασις) Νόμων του 977-1978, Ν.57/78.Για τη συμπλήρωση της ιστορίας, και δεδομένου ότι γίνεται αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση, σημειώνουμε πως ενώ εκκρεμούσε πρωτόδικα η προσφυγή, το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του, ημερ. 22.4.93, ανακάλεσε τις αποφάσεις που λήφθηκαν το 1979 και 1980, και που, όπως είπαμε, αφορούσαν τον τερματισμό 62 μελών της δημόσιας υπηρεσίας, της εκπαιδευτικής υπηρεσίας, του κυπριακού στρατού και της αστυνομικής δύναμης μεταξύ αυτών και των εφεσειόντων. Πληροφορήθηκαν μάλιστα οι ενδιαφερόμενοι πως μπορούσαν να αναλάβουν τα καθήκοντα τους.
Η Βουλή αντέδρασε στην αμέσως πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Για ό,τι ακολούθησε, σε ό,τι αφορά μόνο τη νομική πτυχή της, ας πούμε, κρίσης μεταξύ Κυβέρνησης και Βουλής, παραπέμπουμε στις αποφάσεις της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ.3) και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ.4) 1994 3 Α.Α.Δ. σελ.93 και 167.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/MAA