ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 3 ΑΑΔ 36

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2381

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,

ΗΛΙΑΔΗ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, ΔΔ.

 

Γεώργιος Κάππα, από τα Λύμπια,

Εφεσείων-Αιτητής

ν.

Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας,

Εφεσιβλήτων-Καθ'ων η αίτηση

-------------------------

25 Ιανουαρίου 2000

Για τον Εφεσείοντα: κ. Κ. Ευσταθίου.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Ν. Χ" Ιωάννου.

-----------------------------

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

-------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Ο Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (ΟΚΓΒ) είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και συστάθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του "Περί της Καθιδρύσεως Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Περί της Ρυθμίσεως, Ελέγχου και Αναπτύξεως της Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Περί των Αρμοδιοτήτων του Οργανισμού και Περί Ετέρων Συναφών Ζητημάτων Νόμου", αρ. 4/69. Πιο συγκεκριμένα ο Οργανισμός έχει καθήκον να ασκεί τις αρμοδιότητες που του παρέχει ο Νόμος για τη διοργάνωση της γαλακτοκομικής βιομηχανίας προς όφελος των παραγωγών γάλακτος, των καταναλωτών γάλακτος και των διαφόρων συμφερόντων της οικονομίας (άρθρο 24). Εκαστος παραγωγός ο οποίος παράγει γάλα προς πώληση έχει υποχρέωση να εγγραφεί στο Μητρώο του Οργανισμού (άρθρο 25) και δεν επιτρέπεται σε παραγωγό που δεν έχει εγγραφεί να πωλεί γάλα είτε εντός είτε εκτός της Δημοκρατίας (άρθρο 26). Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 έχει ανατεθεί στον Οργανισμό γενική εξουσία ρύθμισης της εμπορίας γάλακτος, που συμπεριλαμβάνει μεταξύ άλλων το δικαίωμα

(α) Καθορισμού του είδους και της τιμής του γάλακτος που προσφέρεται προς πώληση,

(β) Ρύθμισης της σήμανσης, συσκευασίας, αποθήκευσης και διαφήμισης του γάλακτος που προσφέρεται προς πώληση και

(γ) Καθορισμού της ποσότητας γάλακτος που προσφέρεται προς πώληση από οποιοδήποτε εγγεγραμμένο παραγωγό.

Οι πιο πάνω εξουσίες, όπως ρητά προβλέπεται από το άρθρο 32 του Νόμου, μπορούν να ασκηθούν με την έγκριση του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας.

Η μη συμμόρφωση προς τις σχετικές πρόνοιες που καθορίζει ο Νόμος συνιστά αδίκημα (άρθρο 51), για το οποίο επισύρεται η επιβολή ποινής χρηματικού προστίμου και/ή φυλάκισης (άρθρο 53).

Στις 26/1/90 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας (στο οποίο η Παγκύπρια Οργάνωση Αγελαδοτρόφων εκπροσωπείται από δύο μέλη) εξέτασε τα προβλήματα που προέκυπταν από την αυξημένη παραγωγή αγελαδινού γάλακτος και αποφάσισε την υιοθέτηση Σχεδίου Προγραμματισμού της Παραγωγής του Αγελαδινού Γάλακτος για το σωστό προγραμματισμό της παραγωγής γάλακτος.

Το Σχέδιο Προγραμματισμού Παραγωγής Αγελαδινού Γάλακτος είχε σαν απώτερο σκοπό την εξισορρόπηση της προσφοράς με τη ζήτηση αγελαδινού γάλακτος και την εξάλειψη πλεονασμάτων και ελλείψεων προέβλεπε ότι η παραγωγή θα ήταν ατομική για κάθε μονάδα. Μονάδα εθεωρείτο ο ενιαίος χώρος διεξαγωγής κτηνοτροφικών εργασιών με ενιαίο εξοπλισμό και ζωϊκό κεφάλαιο, που μπορούσε να έχει πολλούς ιδιοκτήτες ή εγγεγραμμένους παραγωγούς. Ο προγραμματισμός και το ύψος της παραγωγής καθοριζόταν από τον Οργανισμό και αφορούσε τις μηνιαίες παραδόσεις του γάλακτος. Σαν βάση για τον προσδιορισμό των ποσοστώσεων για το 1990 θα εθεωρείτο η παράδοση του γάλακτος για το 1989. Οι συντελεστές για το 1991 θα ήταν ίσοι με το 60% της παραγωγής του 1990 και ίσοι με το 40% της παραγωγής του 1989. Από το 1992 και μετά θα εφαρμοζόταν ένα συγκεκριμένο σύστημα με βάση την ποσότητα που παραδόθηκε πριν 2 χρόνια, την ποσότητα που παραδόθηκε τον προηγούμενο χρόνο και την ποσότητα που παραδόθηκε τον τρέχοντα χρόνο. Η κατανομή κατά μήνα της ετήσιας ποσόστωσης βασιζόταν στην εποχιακή διακύμανση της παραγωγής και της εποχιακής διακύμανσης της ζήτησης του γάλακτος. Για τους νεοεισερχόμενους που θα αρχίζουν τη λειτουργία της μονάδας τους με νεαρά ζώα ή με αγορά γαλακτοφόρων αγελάδων, χωρίς μεταβίβαση ποσοστώσεων, θα ισχύουν τα ίδια κριτήρια όπως και για τους άλλους παραγωγούς. Το σχέδιο προέβλεπε επίσης τη σύσταση Διαρκούς Επιτροπής η οποία θα εξέταζε ειδικές περιπτώσεις που θα προέκυπταν από παράγοντες εκτός ελέγχου των συμβαλλόμενων μερών.

Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή από την 1/4/90. Ο εφεσείων το αποδέχθηκε και συμμορφώθηκε με την υιοθέτηση των προνοιών του σχεδίου. Ο εφεσίβλητος Οργανισμός πληροφόρησε εγγράφως τον εφεσείοντα στις 3/1/95 για τις ποσοστώσεις που του είχαν καθορισθεί για το 1995, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου Προγραμματισμού της Παραγωγής του Αγελαδινού Γάλακτος. Με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 10/1/95 ο εφεσείων, χωρίς να προσβάλλει την εγκυρότητα του σχεδίου, ζήτησε την αύξηση των ποσοστώσεων του με τον ισχυρισμό ότι τον προηγούμενο χρόνο του είχαν δοθεί μεγαλύτερες ποσοστώσεις. Οι εφεσίβλητοι του παραχώρησαν μια αύξηση την οποία ο εφεσείων δεν θεώρησε ικανοποιητική και κατόπιν νέου αιτήματος του εμφανίσθηκε στις 28/6/95 ενώπιον του Συμβουλίου του Οργανισμού προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι είχε αδικηθεί από τις καθορισθείσες ποσοστώσεις αφού είχε ξεγελαστεί από το μεταφορέα του χωριού του και αφού το πλεονασματικό γάλα πιστωνόταν στο όνομα άλλων παραγωγών που δεν κάλυπταν τις ποσοστώσεις τους. Κατόπιν συζήτησης αποφασίστηκε με πλειοψηφία να του παραχωρηθεί μια νέα αύξηση των ποσοστώσεων ως ακολούθως:

Ιούνιος - 32.000 λίτρα.

Ιούλιος - 33.000 "

Αύγουστος - 33.000 "

Σεπτέμβριος - 36.000 "

Οκτώβριος - 36.000 "

Νοέμβριος - 36.000 "

Η πιο πάνω απόφαση κοινοποιήθηκε στον εφεσείοντα με σχετική επιστολή ημερομηνίας 12/7/95. Ο εφεσείων προσέβαλε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης για διάφορους λόγους και το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική προσφυγή.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι λανθασμένη και τούτο γιατί η απόφαση της 26/1/90 (πάνω στην οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση της 12/7/95 για την αύξηση των ποσοστώσεων του) είναι νομικά ανύπαρκτη αφού ελλείπει η έγκριση της υιοθέτησης της από τον αρμόδιο Υπουργό, όπως προβλέπεται από το πιο πάνω άρθρο 32 του Νόμου.

Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν ότι υπάρχει μια αντίφαση στην όλη επιχειρηματολογία του εφεσείοντος αφού από τη μια το επίδικο θέμα βασίζεται πάνω στην άρνηση των εφεσιβλήτων να ικανοποιήσουν το αίτημα του εφεσείοντος για την αύξηση των ποσοστώσεων του μέσα στα πλαίσια της εφαρμογής του σχεδίου του 1990 και από την άλλη ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα του ίδιου του σχεδίου του 1990.

 

Η αντίφαση αυτή φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Και αυτό λόγω της στάσης που επέδειξε ο εφεσείων μετά τη λήψη της πιο πάνω επιστολής ημερομηνίας 3/1/95 στην οποία γινόταν αναφορά στο σχέδιο.

Οι προεκτάσεις του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας έχουν εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων. (Βλ. Dometakis v. The Republic [1988] 3 C.L.R. 1673, Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 839/91 της 14/5/99, Goody's Evagorou Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 638/97 της 30/6/98, Καντούνας και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 682/96 κ.α. της 18/9/98, Κουππάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 267/93 της 11/3/94, A. and G. Electrical Services Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αίτηση 769/93 της 23/4/96.)

Το δόγμα έχει επεξηγηθεί πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις αρ. 534/97 κ.α. της 23/12/99 στην οποία υποδείχθηκε ότι λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ίδιας απόφασης προς προσπορισμό μεγαλύτερου οφέλους.

Στην παρούσα περίπτωση ο εφεσείων είχε αποδεχθεί την εφαρμογή των προνοιών του σχεδίου για ορισμένα χρόνια. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις είχε ζητήσει και του είχαν δοθεί αυξήσεις στις ποσοστώσεις σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχεδίου. Για το 1995 ενώ γνώριζε ότι οι ποσοστώσεις που του δόθηκαν βασίζονταν πάνω στο σχέδιο, είχε ζητήσει και του είχε δοθεί μια συγκεκριμένη αύξηση την οποία δεν θεώρησε ως ικανοποιητική και ζήτησε μια μεγαλύτερη αύξηση. Οταν οι καθ'ων η αίτηση του παραχώρησαν μια νέα αύξηση, την οποία και πάλι δεν θεώρησε ικανοποιητική, αποφάσισε να προσβάλει την τελευταία αύξηση ισχυριζόμενος ταυτόχρονα ότι το σχέδιο, που για τόσα χρόνια είχε αποδεχθεί, ήταν νομικά ανύπαρκτο. Πιστεύουμε ότι τα περιστατικά αποτελούν μια κλασσική περίπτωση εφαρμογής του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

 

 

 

 

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ

 

 

 

 

 

 

 

Το δόγμα εξετάστηκε αρχικά στην υπόθεση Christodoulos Kyriakides (No. 1) v. The Council for Registration of Architects and Civil Engineers (1965) 3 C.L.R. 151, όπου ο αιτητής προσέβαλε την άρνηση των καθ'ων η αίτηση να τον εγγράψουν ως αρχιτέκτονα εξ επαγγέλματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί της Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών και Περί Ετέρων Συναφών Ζητημάτων Νόμου (Αρ. 41/62), αποφασίστηκε ότι ο αιτητής δεν ενομιμοποιείτο να υποστηρίξει ότι η σύσταση του Συμβουλίου Αρχιτεκτόνων ήταν παράνομη αφού ο ίδιος είχε ζητήσει την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Συμβουλίου προς όφελος του. Στη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου τονίστηκε ότι "κανένας δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα".

Λίγο αργότερα στην υπόθεση Platis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 384, οι υπηρεσίες του αιτητή ως μέλους της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου τερματίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο το Μάρτιο του 1973. Τον Αύγουστο του 1974 το Υπουργικό Συμβούλιο, που συστάθηκε ευθύς μετά από το πραξικόπημα, ανακάλεσε την προηγούμενη απόφαση του και ο αιτητής επανήλθε στις τάξεις της Αστυνομίας. Τον Οκτώβριο του 1975 ο Περί Πραξικοπήματος (Ειδικές Διατάξεις) Νόμος (αρ. 57/75) προνόησε ότι όλες οι πράξεις της Κυβέρνησης που είχε συσταθεί ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος ήταν παράνομες και άκυρες. Αποφασίστηκε ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να προωθήσει την προσφυγή του για ακύρωση της απόφασης του Μαρτίου του 1973, αφού είχε υποστηρίξει ότι αυτές ανακλήθηκαν ab initio σύμφωνα με την απόφαση του Αυγούστου του 1974.

Στην υπόθεση "I Ekklisia tou Theou tis Prophetias" v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1050 η αιτήτρια Εκκλησία ζήτησε την παραχώρηση Τουρκοκυπριακής γης που είχε εγκαταλειφθεί από Τουρκοκύπριους ιδιοκτήτες για τη στέγαση των αναγκών της. Η αίτηση απορρίφθηκε. Η αιτήτρια Εκκλησία άνκαι είχε αναγνωρίσει τη διακριτική νομική ευχέρεια των καθ'ων η αίτηση να εξετάσουν και αποδεχθούν την αίτηση της, προσέβαλε τη συνταγματικότητα του Νόμου με τις οποίες οι περιουσίες Τουρκοκυπρίων που είχαν εγκαταλειφθεί, είχαν περιέλθει στους καθ'ων η αίτηση. Το Δικαστήριο αφού τόνισε ότι αυτή αποτελούσε μια κλασσική περίπτωση επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, που είναι ανεπίτρεπτη στο διοικητικό δίκαιο, απέρριψε την προσφυγή.

Στην υπόθεση Dometakis v. The Republic (1988) 3 C.L.R. 1673, ο αιτητής προσέβαλε την εγκυρότητα της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους. Υποβλήθηκε εκ μέρους του ότι η σχετική σύσταση που είχε ετοιμασθεί από ιεραρχικά ανώτερο του δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή αφού αυτός δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως δημόσιος υπάλληλος. Η σύσταση για τον αιτητή προερχόταν επίσης από πρόσωπο που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος. Αποφασίστηκε ότι η προσφυγή δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή σύμφωνα με το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας.

Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα την απόφαση Ραφτόπουλος ν. Δημοκρατίας (Αίτηση 839/91 της 14/5/99) όπου ο αιτητής από τη μια αποδεχόταν αναδρομικούς διορισμούς για να επιτύχει και το δικό του αναδρομικό διορισμό και από την άλλη υποστήριζε ότι οι αναδρομικοί διορισμοί δεν μπορούσαν να γίνουν. Το Δικαστήριο αφού προέβη σε μια εκτεταμένη ανάλυση του δόγματος της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας απέρριψε την προσφυγή. (Ιδε επίσης Goody's Evagorou Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 638/97 της 30/6/98 και Καντούνας και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 682/96 κ.α. της 18/9/98).

Το δόγμα έχει τύχει εφαρμογής σε περιπτώσεις νομικών γνωματεύσεων όταν η αποδοχή από τον αιτητή γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα χαρακτηρίζεται αργότερα από τον ίδιο αιτητή ως παράνομη (ίδε Κουππάρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αίτηση 267/93 της 11/3/94) και σε περιπτώσεις προσφορών όταν η αιτήτρια εταιρεία ενώ επιδοκιμάζει τη διαδικασία με την οποία νομιμοποιήθηκε η συμμετοχή της στο διαγωνισμό, ταυτόχρονα αποδοκιμάζει τη νομιμοποίηση άλλου προσφοροδότη (ίδε Α. and G. Electrical Services Ltd v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Αίτηση 769/93 της 23/4/96).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

(β) Η απόφαση της 26/1/90: Το Σχέδιο Προγραμματισμού Παραγωγής

Το πρώτο βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι ο καθορισμός του χαρακτήρα της απόφασης της 26/1/90, κατά πόσο δηλαδή είναι κανονιστική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη. Αν η απόφαση δεν είναι κανονιστική ο εφεσείων θα έπρεπε ήδη να είχε προσβάλει τη νομιμότητα της. Αν όμως είναι κανονιστική τότε η εγκυρότητα της μπορεί να ελεγχθεί μέσα στα πλαίσια της εξέτασης της απόφασης της 12/7/95.

 

Η διαφοροποίηση της κανονιστικής πράξης από την ατομική διοικητική πράξη δεν είναι εύκολη. Οπως αναφέρει ο Στασινόπουλος στο "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" σ. 104:

"........ το κριτήριο είναι ουσιαστικό, δια τούτο δε και περισσότερον δυσκαθόριστον. Προσπάθεια καθορισμού των θεμάτων, άτινα, ως εκ της φύσεως αυτών, ανήκουν εις την κανονιστική εξουσίαν και οριοθεσίας μεταξύ των θεμάτων τούτων και των θεμάτων της νομοθετικής λειτουργίας, αποτελεί ματαιοπονίαν ......."

 

Επιπρόσθετα για την εφαρμογή μιας απόφασης που επηρεάζει ένα μεγάλο αριθμό προσώπων ο Στασινόπουλος στο ίδιο βιβλίο του (σ. 105) αναφέρει ότι,

".... υφίστανται ατομικαί πράξεις δυνάμεναι να εφαρμοσθώσι επί μεγάλης πληθύος ατόμων, υποδυόμεναι ούτω της εις τον κανόνα δικαίου προσιδιάζουσαν γενικότητα, μη αποβάλλουσαι όμως εκ τούτου τον χαρακτήρα αυτών ως ατομικών πράξεων. Ουχί η τυχαία, η αριθμητική γενικότης, αλλ' η εννοιολογική, η αφηρημένη γενικότης προσδίδει εις την πράξιν τον κανονιστικόν χαρακτήρα ..."

 

Η διαφορά μεταξύ κανονιστικής και ατομικής διοικητικής πράξης τονίστηκε στην υπόθεση Kanika Hotels Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (Α.Ε. 1491 της 24/3/96) όπου αναφέρθηκε ότι,

"Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η γενικότητα, εννοιολογική γενικότητα και όχι αριθμητική, που παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το δε νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη (Lanitis Farm Ltd. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124)."

 

Πρόσφατα το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο καθορισμός των πληρωτέων τελών για τη λειτουργία αποθηκών αποταμίευσης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Τελωνείων και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου (αρ. 82/67) αποτελεί πράξη νομοθετικού περιεχομένου και δικαίωμα προσφυγής παρέχεται μόνο όταν η εφαρμογή της σχετικής απόφασης επηρεάζει συγκεκριμένο άτομο. (Ιδε Δημοκρατία ν. Cyprus General Bonded and Transit Stores Association A.E. 1854 της 23/1/98).

Σε μια πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας που εξέταζε κατά πόσο μια γνωστοποίηση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που επέτρεπε σε όλα τα καταστήματα μιας συγκεκριμένης περιοχής στη Λεμεσό να παραμένουν ανοικτά τις καθημερινές μέχρι τις 11.00 μ.μ. και τις Κυριακές μέχρι τις 2.00 μ.μ. για την εξυπηρέτηση τουριστών, ο Δικαστής Νικολαΐδης που εξέδωσε τη σχετική απόφαση τόνισε ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχει κανονιστικό χαρακτήρα και δημιουργεί κανόνα δικαίου με γενική και καθολική εφαρμογή μέσα στην περιοχή που καθορίστηκε. Εφόσο δε εφαρμόζεται σε ένα αόριστο αριθμό περιπτώσεων (αφού δεν μπορούν να αποκλειστούν νέα καταστήματα που πιθανό να αρχίσουν να λειτουργούν), η προσβαλλόμενη πράξη δημιουργεί μια γενική, απρόσωπη και αντικειμενική κατάσταση, αφού το αντικείμενο της δεν μπορεί να εξατομικευθεί. (Ιδε Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου και Λαϊκή Υπεραγορά Ορφανίδης Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2369 της 26/11/99.)

Η συμπερίληψη μέσα στο Σχέδιο πρόνοιας που επιτρέπει σε νέους παραγωγούς να αρχίσουν να λειτουργούν νέες μονάδες παραγωγής γάλακτος, υποδεικνύει ότι το Σχέδιο δεν μπορεί να εξατομικευθεί. Η εφαρμογή του Σχεδίου Προγραμματισμού δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε ένα συγκεκριμένο αριθμό παραγωγών αλλά ισχύει για ένα αόριστο αριθμό περιπτώσεων, αφού δεν μπορεί να αποκλειστεί η εισδοχή στο Σχέδιο νέων παραγωγών στο μέλλον. Επεται ότι η γενική εικόνα που δημιουργείται με την πιθανότητα της επιπρόσθετης παρουσίας νέων παραγωγών στο μέλλον προσδίδει στο Σχέδιο κανονιστικό χαρακτήρα, αφού το Σχέδιο δεν εφαρμόζεται μόνο γενικά για τους ήδη υπάρχοντες παραγωγούς γάλακτος αλλά συμπεριλαμβάνει και αυτούς που θα εμφανισθούν στο μέλλον.

 

(γ) Η επίδικη απόφαση της 12/7/95

Εχοντας καταλήξει σε συμπέρασμα ότι η απόφαση της 26/1/90 ήταν κανονιστικού χαρακτήρα θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον ισχυρισμό του εφεσείοντος ότι η απόφαση της 26/1/90 είναι άκυρη αφού δεν έχει τύχει της σχετικής έγκρισης του αρμόδιου Υπουργού.

Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι στις 24/4/90 ο Διευθυντής του Οργανισμού ζήτησε την έγκριση του Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας για την υιοθέτηση του Σχεδίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του Νόμου 4/69. Με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 7/5/90 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου παρέπεμψε σε προηγούμενη επιστολή του ημερομηνίας 3/2/90, σύμφωνα με την οποία ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου είχε πληροφορήσει το Διευθυντή του Οργανισμού ότι ο Υπουργός είχε ήδη εγκρίνει τις τιμές του γάλακτος, που θα ίσχυαν από τις 2/2/90 και ότι για το σωστό προγραμματισμό της παραγωγής του γάλακτος οι παραγωγοί έπρεπε να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες του Σχεδίου. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιασθεί φαίνεται ότι η σχετική έγκριση του αρμόδιου Υπουργού είχε δοθεί. Μπορεί να μην έχει κατατεθεί η ίδια η Υπουργική έγκριση, αλλά η παροχή της έγκρισης προκύπτει από τη σχετική επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας προς το Διευθυντή του Οργανισμού, της 3/2/90, στην οποία αναφέρεται ρητά ότι οι νέες τιμές αγελαδινού γάλακτος εγκρίθηκαν από τον Υπουργό και θα ισχύουν από τις 2/2/90, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται η ευχή ότι οι αγελαδοτρόφοι θα εφαρμόσουν το σχέδιο για την εύρυθμη διάθεση του γάλακτος και την αποφυγή αχρείαστων ταλαιπωριών. Εχοντας υπόψη ότι ο εφεσείων παρέλειψε να παρουσιάσει άλλα στοιχεία και/ή προφορική μαρτυρία που θα ανέτρεπε το συμπέρασμα που προκύπτει ότι η Υπουργική έγκριση είχε δοθεί, η παρούσα έφεση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο