ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 843
17 Δεκεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΟΝΤΕΑΤΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
ΜΕΣΩ ΕΠΙΣΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2297)
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Αναγνώριση Υπηρεσίας — Κανονισμός 15(2) των περί Δημοσίας Υπηρεσίας Γενικών Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) — Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος αναγνωρίζεται ως υπηρεσία — Ερμηνεία του όρου «μεταπτυχιακό δίπλωμα» — Ακολουθούνται οι αρχές ελέγχου ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας — Εύλογη η απόφαση της Ε.Δ.Υ., ότι αυτό αποτελεί επιπρόσθετο δίπλωμα μετά το βασικό.
Ο εφεσείων επεδίωξε να ανατρέψει με την έφεσή του την επικύρωση της απόφασης της Ε.Δ.Υ. από το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με την οποία το μεταπτυχιακό δίπλωμα που υπέβαλε για σκοπούς αναγνώρισης υπηρεσίας, δε θα μπορούσε να γίνει δεκτό για τους σκοπούς του σχετικού Κανονισμού.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση της πλειοψηφίας (απόφαση Δικαστού Ηλιάδη με την οποία συμφώνησαν οι Δικαστές Νικήτας, Νικολάου και Καλλής) αποφάσισε ότι:
Οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας του Καν. 15(2) είναι εκείνες που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας. Αυτή η προσέγγιση δικαιολογείται από τις πρόνοιες του Καν. 15 στο σύνολό τους. Είναι πρόδηλο από τις πρόνοιες αυτές ότι έχουν θεσπιστεί σε σχέση με ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας αφού σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(1):
«Σε σχέδια υπηρεσίας στα οποία απαιτείται ορισμένος χρόνος υπηρεσίας ή πείρας για προαγωγή, ο χρόνος σπουδών που διανύθηκε από υπάλληλο θα αναγνωρίζεται ως υπηρεσία ή πείρα ως ακολούθως ...»
Εφόσον οι σχετικοί Κανονισμοί σχετίζονται με ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας, οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας τους δεν μπορεί να είναι άλλες από εκείνες που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας.
Το Δικαστήριο έχει την άποψη, πως, όπως και στην περίπτωση της "μετεκπαίδευσης" έτσι και το "μεταπτυχιακό δίπλωμα" σημαίνει επιπρόσθετο δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά την απόκτηση του βασικού πρώτου διπλώματος. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θεωρείται ότι η ερμηνεία που έχει δώσει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ήταν ορθή.
Με δική του αντίθετη απόφαση μειοψηφίας ο Δικαστής Χατζηχαμπής, διαφώνησε ως προς την απόφαση ότι ο Κανονισμός 15(2) ερμηνεύεται ως τα σχέδια υπηρεσίας, κατά διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ.. Θεώρησε ότι θα έπρεπε να ερμηνευτεί ως κάθε Κανονισμός σύμφωνα με το γράμμα του, το οποίο δεν επέτρεπε την ερμηνεία που έδωσε η Ε.Δ.Υ..
H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56,
Προδρόμου v. Κ.Ο.Τ. (1995) 3 C.L.R. 128,
Μιχαηλίδης και Άλλος v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 442.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολαΐδης, Δ.) που δόθηκε στις 30 Μαΐου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 828/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα κατά της απόφασης της ΕΔΥ ότι ο Εφεσείων δε διέθετε πρώτο πανεπιστημιακό δίπλωμα, έτσι ώστε ο ακαδημαϊκός τίτλος τον οποίο κατείχε "La Laurea Di Dottore in Architettura" να θεωρείται ως μεταπτυχιακό προσόν.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η απόφαση της πλειοψηφίας (Νικήτας, Νικολάου, Καλλής, Ηλιάδης), θα δοθεί από το Δικαστή Ηλιάδη. Ο κ. Χατζηχαμπής, Δ. θα δώσει δική του απόφαση.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Το βασικό ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα διαδικασία είναι κατά πόσο ο ακαδημαϊκός τίτλος "La Laurea Di Dottore in Architettura" που κατείχε ο αιτητής μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό δίπλωμα, χωρίς ο αιτητής να κατέχει οποιοδήποτε άλλο πρώτο ακαδημαϊκό δίπλωμα.
(α) Τα γεγονότα
Ο εφεσείων, που κατά τον ουσιώδη χρόνο κατείχε τη θέση Αρχιτέκτονα 1ης Τάξης στο Τμήμα Δημοσίων Έργων, ζήτησε όπως ο ακαδημαϊκός τίτλος "La Laurea Di Dottore in Architettura" και η προηγούμενη τριετής υπηρεσία του ως Καθηγητή σε Πανεπιστήμια αναγνωριστούν ως μεταπτυχιακά προσόντα, ο δε χρόνος που δαπανήθηκε για την απόκτηση τους θεωρηθεί, για σκοπούς αναδρομικής προαγωγής, ως υπηρεσία στη θέση που πρωτοδιορίστηκε, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Γενικών Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91).
Ο Κανονισμός 15(2) προνοεί ότι,
"Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω διατάξεις δημόσιοι υπάλληλοι που απέκτησαν μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, μετά από σπουδές στο εξωτερικό, προτού διοριστούν στη δημόσια υπηρεσία, και που υπηρετούσαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος των Κανονισμών αυτών διατηρούν το δικαίωμα αναγνώρισης του χρόνου που διανύθηκε για απόκτηση τέτοιων προσόντων ως υπηρεσίας ή πείρας στη θέση που πρωτοδιορίστηκαν μέχρι δύο έτη κατ' ανώτατο όριο, με βάση τον κανονικά απαιτούμενο χρόνο για απόκτησή τους, εφόσο το προσόν αυτό σχετίζεται με τα καθήκοντα της θέσης τους."
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποτάθηκε προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών, ο οποίος με τη σειρά του ζήτησε από τις Ιταλικές Αρχές διευκρινίσεις κατά πόσο το προσόν του εφεσείοντος ήταν τίτλος στην Αρχιτεκτονική ή μεταπτυχιακό δίπλωμα. Το Ιταλικό Υπουργείο Εξωτερικών απάντησε με ρηματική διακοίνωση του ότι το δίπλωμα ήταν μεταπτυχιακό και ισοδυναμούσε με το Αγγλικό Master. Ακολούθως η ΕΔΥ ζήτησε από το Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων να αποστείλει αντίγραφο του α΄ Πανεπιστημιακού διπλώματος του εφεσείοντος και το χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για την απόκτηση του. Όταν ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων πληροφόρησε την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ότι στο προσωπικό φάκελο του αιτητή δεν υπήρχε άλλο δίπλωμα, η Επιτροπή ζήτησε από τον εφεσείοντα να παρουσιάσει, αν κατείχε, το α΄ Πανεπιστημιακό προσόν του. Όταν ο τελευταίος παρέλειψε να ανταποκριθεί η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας συνήλθε και απέρριψε το αίτημα του αφού έκρινε ότι ο εφεσείων δεν διέθετε α΄ Πανεπιστημιακό δίπλωμα, έτσι που το προσόν που κατείχε να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει την εγκυρότητα της πρωτόδικης απόφασης του Δικαστηρίου η οποία επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ως ορθή, για διάφορους λόγους που συνοψίζονται στην κεντρική εισήγηση ότι ο τίτλος του εφεσείοντος θα πρέπει να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό δίπλωμα.
Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι η απόκτηση Πανεπιστημιακού διπλώματος προϋποθέτει ύπαρξη α΄ ακαδημαϊκού διπλώματος, αποτελεί ερμηνεία που δεν εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 15(2) των σχετικών Κανονισμών. Και τούτο γιατί το άρθρο 15(2) αδιαμφισβήτητα δεν χρήζει ερμηνείας αφού προνοεί για μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, χωρίς να προσδιορίζει τον τρόπο απόκτησης του ως β΄ προσόντος. Τονίσθηκε επίσης ότι στην περίπτωση ερμηνείας κανονισμών εφαρμόζονται διαφορετικοί κανόνες ερμηνείας από εκείνους που εφαρμόζονται στην περίπτωση ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας.
Το όλο θέμα πρέπει να εξεταστεί με βάση το περιεχόμενο της διαβεβαίωσης της Ιταλικής Πρεσβείας της 24/6/94 από την οποία κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε τα δύο πιο κάτω σχετικά αποσπάσματα:
"This is to certify that the "Laurea di dottore" in Architecture achieved in an Italian University is a second degree academic title and - according to the European Union "acquis" on the matter - is equivalent to the British Master degree.
The Italian first degree academic title, able to be compared to the British Bachelor degree, is the "Diploma Universitario" that can be achieved in the Italian Universities after a course comprised between two and three years.
The last reform of the Italian University Law (November 1990) has indeed modified the previous situation with the institution of a three level degree structure: "Diploma Universitario", "Diploma di Laurea" and "Dottorato di Ricerca e Diploma di Specializzazione".
...................................................................................................
The Italian "Diploma di Laurea" consists of five years course and requires a pass in all the exams and also the preparation of an original thesis having the characteristics of a personal contribution to the field of studies that is going to be concluded."
Στην υπόθεση Δημοκρατία v. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, 61, όπου εξετάστηκε η ερμηνεία του όρου "μετεκπαίδευση" τονίστηκε ότι,
"'Μετεκπαίδευση' σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική. Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Ο όρος 'μετεκπαίδευση', στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5)."
Στην υπόθεση Προδρόμου v. Κ.Ο.Τ. (1995) 3 C.L.R. 128 το προβλεπόμενο απαραίτητο προσόν ήταν πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε συγκεκριμένα θέματα τα οποία αναφέροντο, ενώ η ύπαρξη μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου σε οποιοδήποτε από τα θέματα αυτά θεωρείτο πρόσθετο προσόν. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού να θεωρήσει ότι το μεταπτυχιακό δίπλωμα που κατείχε ο εφεσείων ισοδυναμούσε με πανεπιστημιακό τίτλο ή ισότιμο προσόν, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Το ίδιο ακριβώς θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Μιχαηλίδης και άλλος v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 442, όπου δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά από πενταετή κύκλο σπουδών, άνκαι μπορούσε να θεωρηθεί ως ισοδύναμο με δίπλωμα Master στη χώρα που αποκτήθηκε, κρίθηκε ως πρώτο δίπλωμα και δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μεταπτυχιακό.
Έχουμε την άποψη πως οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας του Καν. 15(2) είναι εκείνες που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας σχεδίων υπηρεσίας. Αυτή η προσέγγιση δικαιολογείται από τις πρόνοιες του Καν. 15 στο σύνολό τους. Είναι πρόδηλο από τις πρόνοιες αυτές ότι έχουν θεσπιστεί σε σχέση με ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας αφού σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(1):
"Σε σχέδια υπηρεσίας στα οποία απαιτείται ορισμένος χρόνος υπηρεσίας ή πείρας για προαγωγή, ο χρόνος σπουδών που διανύθηκε από υπάλληλο θα αναγνωρίζεται ως υπηρεσία ή πείρα ως ακολούθως ......"
Εφόσον οι σχετικοί Κανονισμοί σχετίζονται με ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίων υπηρεσίας, οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας τους δεν μπορεί να είναι άλλες από εκείνες που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της ερμηνείας του σχεδίου υπηρεσίας.
Τρέφουμε την άποψη πως, όπως και στην περίπτωση της "μετεκπαίδευσης" έτσι και το "μεταπτυχιακό δίπλωμα" σημαίνει επιπρόσθετο δίπλωμα που αποκτήθηκε μετά την απόκτηση του βασικού πρώτου διπλώματος. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θεωρούμε ότι η ερμηνεία που έχει δώσει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ήταν ορθή.
Η έφεση απορρίπτεται. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται. Ο εφεσείων καταδικάζεται όπως καταβάλει τα έξοδα.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠHΣ, Δ.: Η διάφορη κατάληξη μου από εκείνη των αδελφών μου δικαστών βασίζεται σε άλλη αντίκρυση του εγειρόμενου θέματος και της νομολογίας. Με δεδομένο το πραγματικό υπόβαθρο που τίθεται στην απόφασή τους, έχω την άποψη ότι κατά πρώτο το κρινόμενο θέμα δεν αφορά διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ στην ερμηνεία σχεδίων υπηρεσίας σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του σχετικού προς αυτά κανονισμού αλλά ευθέως την ίδια την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού με βάση τις συνήθεις αρχές ερμηνείας. Προκειμένου δε περί διαπίστωσης εν τελευταία αναλύσει της πρόθεσης του νομοθέτη, δεν τίθεται θέμα διακριτικής ευχέρειας ερμηνείας. Το δίπλωμα του Εφεσείοντα είτε εμπίπτει είτε δεν εμπίπτει στα πλαίσια του εν λόγω κανονισμού, ως θέμα ορθής ερμηνείας του. Κατά δεύτερο λόγο, ο σχετικός κανονισμός αναφέρεται σε μεταπτυχιακό δίπλωμα. Επ' αυτού, δεν θεωρώ ότι η νομολογία στηρίζει την άποψη της ΕΔΥ. Η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία v. Χρήστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, δεν είναι ευθέως σχετική αφού αναφέρεται όχι σε μεταπτυχιακό δίπλωμα αλλά σε μετεκπαίδευση, και δεν βλέπω πως οι δύο όροι θα μπορούσαν να ταυτισθούν. Περαιτέρω, όπως παρατήρησε ο Στυλιανίδης, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση, στη σ. 61:
"'Μετεκπαίδευση' σημαίνει συμπληρωματική εκπαίδευση πέραν από την κανονική. Χρονικά και πραγματικά ακολουθεί τη βασική εκπαίδευση. Ο όρος 'μετεκπαίδευση', στο σχέδιο υπηρεσίας, σημαίνει πρόσθετη εκπαίδευση μετά από την απόκτηση των διπλωμάτων ή πιστοποιητικών, απαραίτητων προϋποθέσεων που αναφέρονται στις παραγράφους (1) και (5)."
Η έννοια της μετεκπαίδευσης είναι εκ των πραγμάτων τέτοια ώστε να εξυπακούει ακολουθία επί της βασικής εκπαίδευσης. Η υπόθεση όμως δεν αποφασίζει ότι η μετεκπαίδευση πρέπει αναγκαστικά να διακρίνεται, ως χωριστό και αυτόνομο στάδιο, της βασικής εκπαίδευσης, θέμα που δεν εγείρετο εξ άλλου στην υπόθεση. Αυτό που αποφασίζει είναι ότι το δίπλωμα που ο Αιτητής ζητούσε να αναγνωρισθεί ως μετεκπαίδευση δεν μπορούσε να ήταν τέτοιο αφού αποκτήθηκε το Δεκέμβριο του 1963, ενώ ο Αιτητής πήρε το πρώτο του δίπλωμα, που απαιτείτο ως βασικό προσόν, τον Ιούλιο του 1965. Το κατ' ισχυρισμό δίπλωμα μετεκπαίδευσης προηγήθηκε δηλαδή αντί να έπετο του πρώτου και βασικού προσόντος και έτσι αντιστρατεύετο κάθε έννοια μετεκπαίδευσης. Δεν υπάρχει εισήγηση στην απόφαση ότι η μετεκπαίδευση πρέπει να έχει χωριστή, παρά μόνο ακόλουθη, οντότητα της βασικής εκπαίδευσης.
Σημαντική θεωρώ την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΟΤ v. Προδρόμου (1995) 3 Α.Α.Δ. 128. Το τι αποφασίζει η υπόθεση αυτή είναι ότι το δίπλωμα ΜΒΑ Marketing του ενδιαφερόμενου μέρους, όντας μεταπτυχιακό δίπλωμα, δεν υποκαθιστούσε την έλλειψη κατοχής του απαιτούμενου πτυχιακού διπλώματος στα καθοριζόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας θέματα τα οποία περιλάμβαναν το Marketing. Όπως παρατήρησε ο Νικολαΐδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στις σελίδες 131-132:
"..... το δίπλωμα MBA (Marketing) συνιστά μεταπτυχιακό τίτλο που δεν αποτελεί υποκατάστατο του πρώτου πτυχίου, ούτε προεξοφλεί την κατοχή τίτλου σε ένα από τα καθοριζόμενα θέματα."
Ως εκ τούτου, αποφάνθηκε το δικαστήριο, κακώς ο ΚΟΤ θεώρησε ότι το ΜΒΑ συνιστούσε πτυχιακό δίπλωμα ώστε να ικανοποιούντο οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Η ουσία της υπόθεσης, όπως προκύπτει και από το πιο πάνω απόσπασμα και από το αποτέλεσμα, είναι ότι η κατοχή μεταπτυχιακού διπλώματος σε κάποιο θέμα από μόνη της δεν εξυπακούει κατ' ανάγκη και την ύπαρξη πτυχιακού διπλώματος στο εν λόγω θέμα, ούτε καθίσταται το μεταπτυχιακό δίπλωμα πτυχιακό επειδή δεν προηγήθηκε αυτού πτυχιακό δίπλωμα. Συνεπώς, ο χαρακτηρισμός του διπλώματος ως μεταπτυχιακού δεν αναιρείται ως εκ της έλλειψης προηγούμενου πτυχιακού τίτλου.
Μεταφέροντας το σκεπτικό αυτό την προκειμένη περίπτωση, ακολουθεί ότι ο χαρακτηρισμός του διπλώματος του εφεσείοντα ως μεταπτυχιακού δεν μπορούσε να αναιρεθεί ως εκ του ότι δεν προηγήθηκε αυτόνομο πτυχιακό δίπλωμα ούτε μπορούσε το δίπλωμα του εφεσείοντα να θεωρηθεί ως πτυχιακό δίπλωμα, όπως ουσιαστικά θεωρήθηκε. Η κατάληξη αυτή οδηγεί και σε μια περαιτέρω διάσταση, ευθέως σχετική προς τα γεγονότα της προκειμένης υπόθεσης. Ο χαρακτηρισμός διπλώματος ως μεταπτυχιακού, αν και δεν εξυπακούει, δεν το αποκλείει να εμπεριέχει και το πτυχιακό δίπλωμα. Αυτό είναι θέμα δέουσας έρευνας των δεδομένων στην κάθε περίπτωση. Στην Προδρόμου δεν υπήρχε τέτοια ένδειξη, αφού το MBA (Marketing) ήταν αποκλειστικά μεταπτυχιακό, ενώ στη Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 442 (Α. Λοΐζου, Π.), δεν υπήρχε αρμόδια άποψη ή ένδειξη ότι το κρινόμενο δίπλωμα ήταν μεταπτυχιακό, το δε χρονικό μήκος των σπουδών προς απόκτηση του δεν θεωρείτο αποφασιστικός παράγοντας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως τα πράγματα ενδέχεται να είναι διαφορετικά. Συμφωνώ με τους αδελφούς μου δικαστές ότι το όλο θέμα πρέπει να εξετασθεί με βάση το περιεχόμενο της διαβεβαίωσης της Ιταλικής Πρεσβείας ως αρμόδιας να παρέχει το υπόβαθρο της φύσης και του status του διπλώματος του εφεσείοντα. Και η διαβεβαίωση λέγει πολύ καθαρά ότι το εν λόγω δίπλωμα "Laurea di Dottore" είναι "second degree academic title" και "equivalnt to the British Master degree", προχωρεί δε να εξηγήσει πώς αποκτάται και ποία η σχέση του προς το πρώτο πτυχίο "Diploma Universitario" και προς το ανώτερο μεταπτυχιακό "Dottorato di Ricerca e Diploma di Specializzazione". Όχι μόνο ο αρμόδιος χαρακτηρισμός του διπλώματος ως μεταπτυχιακού θα έπρεπε να ήταν το τέλος του πράγματος για την ΕΔΥ, αλλά και ο συσχετισμός των πτυχίων στον οποίο προέβη η Ιταλική Πρεσβεία έπρεπε τουλάχιστον να προβληματίσει την ΕΔΥ, και ενδεχόμενα να ερευνήσει περαιτέρω, κατά πόσο το "Laurea di Dottore" δεν εμπεριείχε και το "Diploma Universitario", έστω και αν αυτό δεν αποκτήθηκε σε χωριστό και αυτόνομο στάδιο.
Εν όψει της θεώρησης αυτής, είναι η άποψη μου ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι τρωτή ως ληφθείσα και υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα και κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας και θα έπρεπε να ακυρωθεί, επιτρέποντας την έφεση και παραμερίζοντας την πρωτόδικη απόφαση.
H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία με έξοδα.