ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1999) 3 ΑΑΔ 773
30 Νοεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
P. IOANNIDES PLASTICS LTD,
Εφεσείοντες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
(Α) ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
(Β) ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2320)
Φορολογία — Φορολογία Εισοδήματος — Επιβολή φόρου επί του εισοδήματος πριν την αφαίρεση της ζημιάς προηγουμένων ετών — Άρθρο 34(2) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, όπως εισήχθη με τον Τροποποιητικό Νόμο 245/90 — Δεν παραβιάζει το Άρθρο 23(3) του Συντάγματος περί μη αναδρομικότητας της φορολογίας — Δεν παραβιάζει το Άρθρο 24(1) και (4) του Συντάγματος περί μη καταστρεπτικής φύσεως της φορολογίας.
Με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 1990 (Ν. 245/90) εισήχθη στο βασικό Νόμο το Άρθρο 34(2) με το οποίο προβλέφθηκε πρόσθετος φόρος ο οποίος θα επιβαλλόταν επί του εισοδήματος χωρίς το συνυπολογισμό της ζημιάς του προηγούμενου έτους, πρόνοια που ίσχυε πριν την τροποποίηση για σκοπούς φόρου εισοδήματος. Στα πλαίσια της έφεσης, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο Ν. 245/90 ήταν αντισυνταγματικός σ' ό,τι αφορούσε στη συγκεκριμένη πρόνοια επειδή είχε αναδρομική ισχύ, κατά παράβαση του Άρθρου 24.3 του Συντάγματος και επειδή επέβαλλε φορολογία καταστρεπτικής φύσεως κατά παράβαση του Άρθρου 24(1) και (4) του Συντάγματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει ότι η πρόνοια στο Άρθρο 34(2) για τη μη αφαίρεση ζημιών, που προέκυψαν κατά τα προηγούμενα έτη από το φορολογητέο εισόδημα του υπό αναφορά έτους, το οποίο έπεται της έναρξης της ισχύος της εν λόγω πρόνοιας, εισάγει με οποιοδήποτε τρόπο αναδρομικότητα. Είναι προφανές ότι με το Άρθρο 34(2) προσδιορίζονται τα στοιχεία της εν λόγω πρόσθετης φορολογίας, με μόνη μελλοντική ισχύ.Πρόκειται για φορολογία με αναφορά στο κέρδος - όχι τη ζημιά - του συγκεκριμένου έτους. Δε διακρίνεται οτιδήποτε το άτοπο. Το ότι σε άλλη φορολογική διάταξη επιτρέπεται παραχώρηση ώστε, ενόψει ζημιών σε προηγούμενα έτη να μη φορολογείται το κέρδος σε επόμενο έτος όταν το κέρδος δεν τις υπερβαίνει, δεν παρέχει στο φορολογούμενο κανένα κεκτημένο δικαίωμα και δεν αφαιρεί από το Νομοθέτη τη δυνατότητα για άλλη, διαφορετική ρύθμιση. Για φόρο βέβαια που αφορά νέο φορολογικό έτος. Το ίδιο προφανές είναι και το ότι η επιβληθείσα φορολογία δεν είναι εν προκειμένω επαχθής η καταστρεπτική ή απαγορευτική ή δυσανάλογη προς τη δυνατότητα του φορολογουμένου. Ούτε και παρουσιάστηκε οτιδήποτε από το οποίο να μπορεί να συνάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 8 Ιουλίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 796/94) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εταιρείας κατά της επιβολής τελικής φορολογίας εισοδήματος για το φορολογικό έτος 1992.
Α. Σκορδής με Σπ. Ευαγγέλου, για τους Εφεσείοντες.
Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Εφεσίβλητους.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία αποκτά το εισόδημα της από την απασχόληση της στον τομέα κατασκευής και εμπορίας πλαστικών ειδών. Με το φορολογικό καθεστώς που ίσχυε πριν από την τροποποίηση - η οποία επήλθε με τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος (Τροποποιητικό) (Άρ.2) Νόμο του 1990 (Ν.245/90) - οι ζημιές, κυρίως οι προερχόμενες από την απόσβεση επενδύσεων, μεταφέρονταν σωρευτικά από όλα τα προηγούμενα φορολογικά έτη στο κάθε επόμενο νέο έτος, για να αφαιρεθούν από το εισόδημα για σκοπούς φόρου εισοδήματος. Καθώς εξήγησε ο συνήγορος της εφεσείουσας, η πρόνοια που λάμβανε υπόψη αυτή την επιταχυνόμενη μάλιστα απόσβεση των επενδύσεων στην περίπτωση της μεταποιητικής βιομηχανίας, προοριζόταν από το Κράτος ως κίνητρο για ανάπτυξη. Με το Ν.245/90 προβλέφθηκε πρόσθετος φόρος, σε σχέση με τον οποίο δεν επιτρεπόταν η εν λόγω μεταφορά παρόλον που, ας σημειωθεί, η δυνατότητα της μεταφοράς παρέμεινε για τον ήδη προβλεπόμενο εταιρικό φόρο. Με το άρθρο 25 του Ν.245/90 εισήχθη στο βασικό Νόμο, ανάμεσα σε άλλα, το άρθρο 34(2). Το οποίο, στο μέρος που εδώ ενδιαφέρει, προνοεί ότι:
"34. (1) .........................................................................................
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, οργανισμοί προσώπων φορολογούνται πρόσθετα με συντελεστή δέκα τοις εκατόν (10%) πάνω στο άθροισμα των εισοδημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 5 του παρόντος Νόμου αφού αφαιρεθούν τα ποσά που επιτρέπονται δυνάμει του παρόντος Νόμου για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος, εξαιρουμένης της ζημιάς που μεταφέρεται από προηγούμενα χρόνια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15 καθώς και των εκπτώσεων που χορηγούνται ..........................".
Αυτό, στην περίπτωση της εφεσείουσας, σήμαινε για το φορολογικό έτος 1992, στο οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση, ότι ενώ εταιρικός φόρος προς 20% δεν καταβαλλόταν αφού μετά τη μεταφορά των συσσωρευμένων ζημιών προηγούμενων ετών δεν απέμενε φορολογητέο κέρδος, θα πληρωνόταν εντούτοις ο νέος πρόσθετος φόρος δεδομένου ότι, σε σχέση με αυτόν, η παλαιά ζημιά δεν συνυπολογιζόταν πλέον προς μείωση του κέρδους εκείνου του έτους.
Ο Έφορος επέβαλε αρχική φορολογία στις 27 Απριλίου 1994 κατόπιν της υποβολής από την εφεσείουσα δήλωσης εισοδήματος και εξηλεγμένων λογαριασμών στις 30 Ιουλίου 1993. Ακολούθησε, στις 17 Μαΐου 1994, ένσταση μέσω των ελεγκτών της εφεσείουσας. Προβλήθηκε ότι ο Ν.245/90 είναι αντισυνταγματικός σε ό,τι αφορά την πρόνοια για επιβολή φορολογίας προς 10% πριν από την αφαίρεση των εκ μεταφοράς ζημιών. Κατόπιν εξέτασης της ένστασης, ο Έφορος την απέρριψε και, στις 15 Ιουλίου 1994, επέβαλε τελική φορολογία. Κατά την ίδια ημερομηνία απέστειλε στην εφεσείουσα τη σχετική ειδοποίηση μαζί με επεξηγηματική επιστολή.
Με την προσφυγή της η εφεσείουσα προώθησε ως λόγους για ακύρωση της προσβληθείσας απόφασης του Εφόρου (α) ότι δόθηκε στο άρθρο 34(2) εσφαλμένη ερμηνεία· (β) ότι με τη δοθείσα ερμηνεία προσδόθηκε στη διάταξη μη ρητά προβλεπόμενη αναδρομικότητα· (γ) ότι με τη δοθείσα ερμηνεία επιβαλλόταν φορολογία καταστρεπτικής φύσης που αντέκειτο στο Άρθρο 24.1 και 2 του Συντάγματος· και (δ) ότι με το άρθρο 34(2) παραβιαζόταν η αρχή της ισότητας που διασφαλιζόταν από το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ερμηνεία που δόθηκε ήταν ορθή και συνταγματική και ότι νόμιμα εφαρμόστηκε η διάταξη με την προσβληθείσα απόφαση. Η πρωτόδικη κρίση αμφισβητήθηκε με αναφορά σε ό,τι προβλήθηκε και πρωτόδικα. Με ανάπτυξη ανάλογης επιχειρηματολογίας.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας επεσήμανε ότι το άρθρο 34(2) όχι μόνο δεν εμπεριέχει οτιδήποτε που να δικαιολογεί την πρόσδοση αναδρομικότητας, αλλά και ότι το Άρθρο 24.3 του Συντάγματος δεν επιτρέπει την επιβολή φορολογίας αναδρομικώς. Υπέβαλε, ενόψει αυτού, ότι η εξαίρεση της ζημιάς που μεταφέρεται από προηγούμενα χρόνια πρέπει να αναφέρεται στην έλευση και συσσώρευση μελλοντικής ζημιάς και όχι στην ήδη προκύψασα από τα προηγούμενα. Χαρακτήρισε τη μεταφορά της ζημιάς από προηγούμενα χρόνια ως κεκτημένο δικαίωμα. Έπειτα εισηγήθηκε ότι με το άρθρο 34(2) επιβαλλόταν φορολογία δυσανάλογη προς τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογουμένου, επαχθής και από τη φύση της καταστρεπτική, αφού επρόκειτο για "φορολογία επί των ζημιών του φορολογουμένου", κατ' αντίθεση προς τις παραγράφους 1 και 4 του ΄Αρθρου 24 του Συντάγματος όπου προβλέπεται ότι:
"1. Έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρη εις τα δημόσια βάρη αναλόγως των δυνάμεων αυτού.
2. ..................................................................................................
3. ..................................................................................................
4. Ουδείς φόρος, τέλος ή εισφορά οιασδήποτε φύσεως, εξαιρέσει των τελωνειακών δασμών, δύναται να είναι καταστρεπτικής ή απαγορευτικής φύσεως."
Τέλος, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι παραβιαζόταν και η αρχή της ισότητας διότι, όπως το έθεσε, έπληττε κατά κύριο λόγο τις βιομηχανίες και μάλιστα εκείνες με τη μικρότερη φοροδοτική ικανότητα.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι η πρόνοια στο εν λόγω άρθρο 34(2) για τη μη αφαίρεση ζημιών, που προέκυψαν κατά τα προηγούμενα έτη, από το φορολογητέο εισόδημα του υπό αναφορά έτους, το οποίο έπεται της έναρξης της ισχύος της εν λόγω πρόνοιας, εισάγει με οποιοδήποτε τρόπο αναδρομικότητα. Είναι, κατά την άποψή μας, προφανές ότι με το άρθρο 34(2) προσδιορίζονται τα στοιχεία της εν λόγω πρόσθετης φορολογίας, με μόνο μελλοντική ισχύ. Πρόκειται για φορολογία με αναφορά στο κέρδος - όχι τη ζημιά - του συγκεκριμένου έτους. Δεν διακρίνουμε οτιδήποτε το άτοπο. Το ότι σε άλλη φορολογική διάταξη επιτρέπεται παραχώρηση ώστε, ενόψει ζημιών σε προηγούμενα έτη να μην φορολογείται το κέρδος σε επόμενο έτος όταν το κέρδος δεν τις υπερβαίνει, δεν παρέχει στο φορολογούμενο κανένα κεκτημένο δικαίωμα και δεν αφαιρεί από το Νομοθέτη τη δυνατότητα για άλλη, διαφορετική ρύθμιση. Για φόρο βέβαια που αφορά νέο φορολογικό έτος. Το ίδιο, κατά την άποψή μας, προφανές είναι και το ότι η επιβληθείσα φορολογία δεν είναι εν προκειμένω επαχθής ή καταστρεπτική ή απαγορευτική ή δυσανάλογη προς τη δυνατότητα του φορολογουμένου. Ούτε και παρουσιάστηκε οτιδήποτε από το οποίο να μπορεί να συνάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας. Δεν νομίζουμε πως χρειάζεται να επεκταθούμε.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.