ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. ν. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 ΑΑΔ 198
Θαλασσινός Γρηγόρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 364
Zίττης Aρχιμίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 394
Iωάννου Jayne - Στέλλα ν. Συμβουλίου Bελτιώσεως Aγίου Tύχωνα (1998) 3 ΑΑΔ 590
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(1999) 3 ΑΑΔ 476
19 Ιουλίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ANN TANIA DONOVAN DAVIES,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/ Η ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
ΚΑΙ/ Η ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2376)
Διοικητική πράξη — Βεβαιωτική — Απόφαση που εκδίδεται μετά από επανεξέταση χωρίς την εξέταση νέων πραγματικών δεδομένων και στοιχείων και η οποία επιβεβαιώνει προηγούμενη διοικητική απόφαση, είναι βεβαιωτική — Δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Η εφεσείουσα που ήταν αλλοδαπή, επεδίωξε την ανατροπή της απορριπτικής πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία η προσβληθεία στην προσφυγή της απόφαση, για απόρριψη αιτήματος παραχώρησης άδειας απόκτησης ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο, κρίθηκε βεβαιωτική της αρχικής απόφασης.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ερευνώντας όμως αυτεπάγγελτα το θέμα αυτό, λόγω της φύσης του, έστω και αν δεν προβάλλεται σχετικός λόγος έφεσης, αποφασίζεται ότι η επίδικη πράξη προσβλήθηκε απαράδεκτα, γιατί δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα, όντας επιβεβαιωτική της πρωταρχικής απόφασης. Για τη φύση της βεβαιωτικής πράξης παραπέμπουμε στις υποθέσεις: Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κrashias Modern Land & Building Developers Ltd v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198,
Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 539,
Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,
Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,
Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 11 Νοεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 768/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων να απορρίψουν την αίτηση της για χορήγηση άδειας κτήσης ακίνητης ιδιοκτησίας από αλλοδαπό.
Αιμ. Θεοδούλου, για την Εφεσείουσα.
Τ. Πολυχρονίδου, Aνώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Το ιστορικό της υπόθεσης αποτυπώνει τη μακρά προσπάθεια της εφεσείουσας, που είναι αλλοδαπή, να αποκτήσει ακίνητη περιουσία στην Κύπρο, την οποία επισκέπτεται συχνά με την οικογένεια της. Αποτελεί συγχρόνως το γενικό υπόστρωμα του βασικού ευρήματος του πρωτόδικου δικαστή ότι η απορριπτική απόφαση των καθών, που της κοινοποιήθηκε με επιστολή του Επάρχου Λεμεσού ημερ. 17/7/95, δε συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η εκτελεστότητα διοικητικής ενέργειας είναι προϋπόθεση sine qua non για την άσκηση της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του δικαστηρίου αυτού κάτω από τις διατάξεις του άρθρ. 146 του Συντάγματος: βλ. Krashias Modern Land & Building Developers Ltd. v. Δήμου Έγκωμης (1995) 3 Α.Α.Δ. 198, 205 και Χαρίκλεια Κυβερνήτου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 539.
Κατά τα θέσμια του διεθνούς δικαίου η απόκτηση ακινήτου από αλλοδαπό μπορεί να υποβληθεί σε περιορισμούς: βλ. Oppenheim "International Law", 9η έκδοση, τόμος 1, "Peace" (Μέρη 2-4), σελ. 911-912 καθώς και τον τόμο 1 της 8ης έκδοσης του ίδιου έργου σελ. 682-686. Μέχρι και τον περασμένο αιώνα στην Αγγλία οι αλλοδαποί θεωρήθηκαν ανίκανοι να είναι ιδιοκτήτες ακινήτων. Σημειώθηκε μεταρρύθμιση του δικαίου στον τομέα αυτό υπό το βάρος της αρχής της ίσης μεταχείρισης ξένων και αυτόχθονων αναφορικά με τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Η νομοθεσία πολλών χωρών θέτει ως προϋπόθεση για την κτήση ακινήτων την έγκριση της κυβέρνησης ή άλλων αρχών. Στην Ελλάδα τίθεται περιορισμός, επί ποινή ακυρότητας της σχετικής δικαιοπραξίας, για ακίνητα που βρίσκονται σε παραμεθόριο περιοχή. Αναφορικά με το δικαίωμα του κληρονομείν σημειώθηκε σε πολλές χώρες εξομοίωση των ξένων με τους υπηκόους τους: βλ. D. P. O' Connell "International Law" 2η έκδοση, τόμος 2, (1970) σελ. 700-701 με τίτλο "Inheritance of aliens".
Στην Κύπρο το θέμα ρυθμίζεται από τις διατάξεις του άρθρ. 3 του περί Κτήσεως Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Αλλοδαποί) Νόμου Κεφ. 109, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 52/69, 55/72 και 50/90. Ο έλεγχος για την απόκτηση ακινήτων γίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Χρειάζεται η χορήγηση άδειας από αυτό εκτός στις περιπτώσεις όπου ακίνητο περιέρχεται σε αλλοδαπό αιτία θανάτου. Το άρθρο, ως είχε πριν τη μετάφραση και ενοποίηση του νόμου ημερ. 6/12/96, ορίζει ότι:
"3(1) Απαγορεύεται η υπό αλλοδαπού κτήσις, άλλως ή αιτία θανάτου, ακινήτου ιδιοκτησίας άνευ προηγουμένης αδείας του Υπουργικού Συμβουλίου.
(1Α) ..........................................................................................
(2) Επί τη υποβολή αιτήσεως υφ' οιουδήποτε προσώπου, αλλοδαπού ή μη, προς χορήγησιν αδείας διά την υπό συγκεκριμένου αλλοδαπού ή υφ' οιουδήποτε αλλοδαπού κτήσιν ακινήτου ιδιοκτησίας -
(α) Το Υπουργικόν Συμβούλιον επιλαμβάνεται της αιτήσεως ταύτης, αποφασίζει επ' αυτής και γνωστοποιεί εγγράφως την απόφασιν αυτού εις τον υποβαλόντα την αίτησιν μετά πάσης δυνατής ταχύτητος·
(β)............................................................................................"
Η εφεσείουσα αγόρασε ένα μικρό παλαιό σπίτι στο χωριό Πισσούρι τον Ιούλιο του 1985, αντί ποσού £19.000, το οποίο κατέβαλε στον ιδιοκτήτη του. Τον Οκτώβριο του επόμενου έτους (10/10/86) υπέβαλε αίτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο για χορήγηση της σχετικής άδειας. Στο μεταξύ ο πωλητής πέθανε και η μια από τις δύο κόρες του διορίστηκε διαχειρίστρια της περιουσίας. Η άλλη όμως κόρη του εκλιπόντος, που ζει στο εξωτερικό, εναντιώθηκε έντονα στην αποξένωση της πατρικής περιουσίας, ισχυριζόμενη ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του πατέρα της στο σχετικό πωλητήριο έγγραφο. Τελικά η διαφορά μεταξύ των κληρονόμων κατέληξε στα δικαστήρια. Η εξέλιξη αυτή φαίνεται πως ήταν η κύρια αιτία για την απόρριψη της αίτησης, στις 16/7/87, από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από την προηγηθείσα, στις 25/5/87, ταυτόσημη εισήγηση της Επιτροπής. Η απόρριψη κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 31/8/87.
Έκτοτε σ' επανειλημμένες περιπτώσεις, η εφεσείουσα ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης χωρίς όμως, όπως ορθά διαπίστωσε ο πρωτόδικος δικαστής, να παρείχε καινούργια στοιχεία. Η τελευταία απορριπτική απάντηση, που προσβλήθηκε με την προσφυγή που είναι αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης, κοινοποιήθηκε με επιστολή του Επάρχου Λεμεσού ημερ. 17/7/95. Την απόφαση αυτή έλαβε ειδική επιτροπή από Γενικούς Διευθυντές 5 συγκεκριμένων υπουργείων στους οποίους το Υπουργικό Συμβούλιο είχε μεταβιβάσει, με βάση τις διατάξεις του Ν. 23/62 και της Κ.Δ.Π. 121/93 τις σχετικές επί του θέματος εξουσίες του. Ας σημειωθεί ότι ο δικηγόρος της εφεσείουσας, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, αμφισβήτησε την αρμοδιότητα τέτοιας επιτροπής να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει θέματα εγειρόμενα δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 109, όπως τροποποιήθηκε.
Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε πως η πράξη που κοινοποιήθηκε στις 17/7/95 επαναλάμβανε, για πολλοστή φορά, την προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 16/7/87. Η ουσία της απόφασης του συγκεντρώνεται στην παρακάτω παράγραφο:
"Μολονότι δεν ηγέρθη ζήτημα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επιβεβαιωτική προηγουμένων, εντούτοις, και σύμφωνα με τα γεγονότα που εκθέτω πιο πάνω, το Υπουργικό Συμβούλιο έχει ουσιαστικά επαναβεβαιώσει 4 φορές την πρώτη απορριπτική του απόφαση στην αίτηση της προσφεύγουσας, που ελήφθη στις 31/8/87. Η επαναληπτική απόρριψη της αιτήσεως δεν γινόταν μετά από νέα έρευνα οποιονδήποτε καινούργιων στοιχείων. Η απόρριψη γινόταν για τον ίδιο λόγο, αυτόν που αναφέρεται στην τελευταία απόφαση."
Κανένας από τους 5 λόγους έφεσης δε στρέφεται κατά της απόφασης αυτής του πρωτόδικου δικαστή ότι η επίδικη πράξη είναι βεβαιωτική προγενέστερων αποφάσεων. Επισημάναμε το ζήτημα κατά τη διάρκεια της συζήτησης και καλέσαμε το δικηγόρο της εφεσείουσας να το σχολιάσει, από δικονομική αλλά και ουσιαστική άποψη. Ωστόσο δεν υπήρξε ανταπόκριση. Η αγόρευσή του περιστράφηκε γύρω από τους λόγους έφεσης, ιδιαίτερα την οντότητα της ειδικής επιτροπής, και κατά πόσον συνιστούσε αρμόδια αρχή, στην οποία ήταν δυνατή η εκχώρηση των εξουσιών του Υπουργικού Συμβουλίου. Επίσης στην αιτιολογία της πράξης.
Ερευνώντας όμως αυτεπάγγελτα το θέμα αυτό, λόγω της φύσης του, έστω και αν δεν προβάλλεται σχετικός λόγος έφεσης, συμφωνούμε με τον πρωτόδικο δικαστή ότι η επίδικη πράξη προσβλήθηκε απαράδεκτα γιατί δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα, όντας επιβεβαιωτική της πρωταρχικής απόφασης. Για τη φύση της βεβαιωτικής πράξης παραπέμπουμε στις υποθέσεις: Γρηγόρης Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364, Αρχιμήδης Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, Jayne-Στέλλα Ιωάννου ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα (1998) 3 Α.Α.Δ. 590.
Η έφεση απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.