ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1999) 3 ΑΑΔ 425

25 Ιουνίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΤΑΣΟΣ Λ. ΚΕΦΑΛΑΣ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

Εφεσείων - Αιτητής,

v.

KYΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Εφεσιβλήτου - Καθ'ου η αίτηση.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2342)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου — Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού — Οργανωμένα Τουριστικά διαμερίσματα — Ανακατάταξη δυνάμει του Άρθρου 7(2) του περί Ξενοδοχειακών και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου του 1969 (Ν. 40/69) — Απαιτείται έλεγχος τήρησης των Κανονισμών — Νόμιμη η απόφαση κατάταξης διαμερισμάτων σε κατώτερη τάξη, εφόσον δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Κανονισμών για την ανώτερη τάξη.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Έξοδα — Διακριτική ευχέρεια Δικαστηρίου — Κατά κανόνα ακολουθούν το αποτέλεσμα — Το εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο αν η διαταγή είναι άδικη και καταφανώς εσφαλμένη.

Οι εφεσείοντες προσέβαλαν την πρωτόδικη απόφαση με την οποία η προσφυγή τους κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να κατατάξουν τα διαμερίσματά τους στην Β΄ από την Α΄ τάξη, είχε απορριφθεί.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

1.  Όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση η κατάταξη των εφεσειόντων στη Β΄ τάξη, έγινε στη βάση του ανεξάρτητου ερείσματος που παρείχε το Άρθρο 7(2) του Νόμου και όχι δυνάμει του Άρθρου 8(3) το οποίο, πράγματι, δεν εφαρμοζόταν στα γεγονότα. Παρατίθεται αυτούσια η ανάλυση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο θεωρεί ότι αποτελεί την ορθή προσέγγιση στο ζήτημα και δεν χρειάζεται να προσθέσει οτιδήποτε:

"Δεν θεωρώ κατ' αρχήν ότι η πρόνοια στο εν λόγω Άρθρο 7(3) προοριζόταν να παράσχει ωφελήματα από τη μη τήρηση του Νόμου. Πρέπει κατά την άποψή μου να εκληφθεί ότι προϋποθέτει πως κατά την κατάταξη λήφθηκαν υπόψη οι απαιτήσεις του Νόμου έτσι ώστε εν συνεχεία να επιτρέπεται η ανακατάταξη εφόσον παρουσιάζεται κάποια μεταβολή λόγω έλλειψης. Έπειτα, η ρητή πρόνοια για ανακατάταξη σημαίνει τη διενέργεια νέου εγχειρήματος ανάλογα με το τι δικαιολογείται εξ αντικειμένου. Η ανακατάταξη δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εξομοιώνεται με ανάκληση ήδη ληφθείσας απόφασης, ιδιαίτερα σε περίπτωση όπως την προκειμένη όπου κατά τον χρόνο ανακατάταξης δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια λειτουργίας. Υπενθυμίζω την πρόνοια στο εδάφιο (2) του Άρθρου 7 σύφμωνα με την οποία:

'7(2) H κατάταξις ανανεούται ανά διετίαν κατά την καθωρισμένην διαδικασία και κατόπιν ελέγχου της συνδρομής των υπό των Κανονισμών προνοουμένων όρων.»

Ο προβλεπόμενης έλεγχος για τη συνδρομή 'των υπό των Κανονισμών προνοουμένων όρων' σημαίνει κατά τη γνώμη μου, πως χρειάζεται στο κάθε εγχείρημα εκ νέου να διαπιστώνεται η συνδρομή τους. Αν έγινε λάθος με την κατάταξη στο παρελθόν δεν δικαιολογείται η διαιώνιση του κατόπιν της νέας διαπίστωσης.»

2.  Το ζήτημα των εξόδων αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στην άσκηση της οποίας το αποτέλεσμα της προσφυγής ασκεί, μεγαλύτερη επίδραση από ό,τι στο παρελθόν, αποφασιστική μάλιστα στις πλείστες των περιπτώσεων. Το δε εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός στις περιπτώσεις στις οποίες καταφαίνεται ότι η απόφαση ως προς τα έξοδα είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Το Δικαστήριο δεν έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οτιδήποτε από αυτά.

H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379,

Κασάπης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 43,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85,

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Νικολάου, Δ.) που δόθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 598/95) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της απόφασης του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού να υποβιβαστούν τα οργανωμένα διαμερίσματά του στον Πρωταρά από την Α΄ στην Β΄ Τάξη επειδή δε συμμορφώθηκε με τον όρο που αφορούσε την τοποθέτηση κλιματισμού στο καθιστικό των διαμερισμάτων.

Α. Κεφάλας, για τους Εφεσείοντες.

Α. Δικηγορόπουλος, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου να δώσει ο δικαστής Κωνσταντινίδης.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού, ημερομηνίας 2.3.95, τα οργανωμένα διαμερίσματα των εφεσειόντων στον Πρωταρά (Flora Hotel Apts') υποβιβάστηκαν από την Α΄ στη Β΄ τάξη. Η μεταβολή δεν θα ήταν άμεση. Θα επερχόταν εφόσον οι εφεσείοντες παρέλειπαν, μέχρις ημερομηνίας που καθορίστηκε, να ικανοποιήσουν τρεις όρους που τέθηκαν.

Οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή ενώ συμμορφώθηκαν με τους δύο από τους όρους. Αντικείμενο της προσφυγής ήταν το κύρος της απόφασης στην έκταση που αυτή συναρτήθηκε προς την ανάγκη επέκτασης του συστήματος κλιματισμού σε όλους τους κοινόχρηστους χώρους και στο καθιστικό των διαμερισμάτων. Διατυπώθηκαν δύο αιτήματα. Με το πρώτο προσβλήθηκε η "ανακατάταξη" που έγινε. Με το δεύτερο ζητήθηκε δήλωση πως "ο όρος που αναφερόταν στη ρηθείσα απόφαση και αφορά την τοποθέτηση κλιματισμού στο καθιστικό των διαμερισμάτων είναι άκυρος και παράνομος".

Πρωτοδίκως, αφού απορρίφθηκαν ένσταση των εφεσιβλήτων πως η απόφαση δεν ήταν εκτελεστή και ισχυρισμός των εφεσειόντων για λήψη της από μη εξουσιοδοτημένο όργανο - θέματα που δεν εγείρονται πλέον προσδιορίστηκε ως εξής το ζητούμενο.

"Προς εξέταση είναι το κατά πόσον ο ΚΟΤ διατηρούσε τη δυνατότητα να επιμείνει στην τήρηση όρου που έθετε η νομοθεσία ως προϋπόθεση για κατάταξη στην Α΄ τάξη παρόλο που δεν το είχε πράξει αρχικά."

Για λόγους στους οποίους θα επανέλθουμε, απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν κατά του κύρους της απόφασης και, τώρα, οι εφεσείοντες προωθούν ως πρώτο παράπονό τους τη μη αναφορά στο δεύτερο από τα αιτήματά του στην προσφυγή. Παράλληλα υποστηρίζουν πως, εν πάση περιπτώσει, ήταν παράνομος ο όρος για σύστημα κλιματισμού στο καθιστικό των διαμερισμάτων. Ο Κανονισμός 43(1) των περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων (Γενικών) Κανονισμών του 1985 (Κ.Δ.Π. 192/85) αναφέρεται σε κλιματιστικές εγκαταστάσεις ψύξεως μόνο για τα υπνοδωμάτια και τους κοινόχρηστους χώρους. Όχι για το καθιστικό που δεν περιλαμβάνεται σ' αυτά ενόψει των ορισμών που παρέχουν οι περί Ξενοδοχείων και Τουριστικών Καταλυμάτων (Οργανωμένα Διαμερίσματα και Τουριστικά Χωριά) Κανονισμοί του 1993 (Κ.Δ.Π. 206/93).

Οι εφεσίβλητοι επισήμαναν πως ακριβώς η Κ.Δ.Π. 206/93 περιέχει και την ουσιαστική διάταξη (Καν. 44(1)) πως η ανάγκη για εγκατάσταση κεντρικού κλιματισμού ψύξης εκτείνεται πλέον "σε όλα τα διαμερίσματα και τους κοινόχρηστους χώρους". Οι εφεσείοντες δεν αντέτειναν οτιδήποτε επί της ουσίας, ως προς τις επιπτώσεις δηλαδή της γενικής αναφοράς στους νέους Κανονισμούς, που ίσχυαν κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, σε διαμερίσματα. Περιορίστηκαν στην άποψη πως η επίκληση της Κ.Δ.Π. 206/93 αποτελεί νέα επιχειρηματολογία που δεν μπορεί να προβληθεί τώρα.

Διαφεύγουν δύο πράγματα από τους εφεσείοντες. Το πρώτο είναι πως οι ίδιοι επικαλέστηκαν αυτούς τους Κανονισμούς. Το δεύτερο είναι ότι ουδέποτε προηγουμένως είχαν οι ίδιοι εγείρει τέτοιο θέμα ώστε να αναμενόταν ανάπτυξη επιχειρηματολογίας από τους εφεσείοντες. Θα λέγαμε πως οι εφεσείοντες δεν στοιχειοθέτησαν το βάσιμο της θέσης τους σε σχέση με το καθιστικό, αλλά πρέπει να προσθέσουμε πως δεν εντοπίζουμε κανένα απολύτως λάθος και στο χειρισμό του συναδέλφου μας που εκδίκασε την υπόθεση πρωτοδίκως. Η εκτίμησή του αναφορικά με το τι αναδεικνυόταν ως ζήτημα προς εξέταση, ήταν δικαιολογημένη. Και αν ήταν νοητό να ταξινομηθούν ως παραδεκτό αντικείμενο ξεχωριστής θεραπείας τα αναφερθέντα σε σχέση με το καθιστικό, το συμπέρασμα ήταν πως το δεύτερο αίτημα δεν προωθήθηκε αλλά εγκαταλείφθηκε. Ως νομικό δε σημείο ουδέποτε αναπτύχθηκε. Τα περιστατικά στη Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379, ήταν παρόμοια και η Ολομέλεια έκρινε πως η μη στοιχειοθέτηση θεραπείας που ζητήθηκε από τα γεγονότα της προσφυγής, σήμαινε εγκατάλειψή της. Εδώ, στα γεγονότα της προσφυγής απλώς προβάλλεται ισχυρισμός για παρανομία του όρου, που δεν πρόσθετε οτιδήποτε στο δεύτερο αίτημα, χωρίς αναφορά σε οποιοδήποτε γεγονός. Στη συνέχεια δε, με τις γραπτές αγορεύσεις, ούτε ο ισχυρισμός που προβλήθηκε ενώπιόν μας τέθηκε, ούτε οτιδήποτε άλλο συζητήθηκε το οποίο, έστω εμμέσως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι προωθούσε ιδιαίτερο θέμα ως προς το καθιστικό.

Συνοψίζουμε τη βασική θέση των εφεσειόντων σε σχέση με το ζήτημα της "ανακατάταξης". Στηρίχθηκε στο Άρθρο 7(3) του περί Ξενοδοχειακών και Τουριστικών Καταλυμάτων Νόμου του 1969 (Ν. 40/69). Κατά τις διατάξεις του "γίνεται ανακατάταξις εις την αρμόζουσαν κατωτέραν τάξιν ή, επί σοβαρών περιπτώσεων, δεν χορηγείται αύτη" μόνο εφόσον διαπιστώνεται ανεπαρκής συντήρηση, ανεπαρκής επάνδρωση, παραμέληση της λειτουργίας ή απουσία των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά την κατάταξη. Η κατάταξη στην Α΄ τάξη έγινε το 1985. Δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε από τα πιο πάνω και δε συνέτρεχε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Νόμου. Συνεπώς, δεν υπήρχε δυνατότητα μεταβολής, όπως η αποφασισθείσα.

Δέχθηκαν και οι εφεσίβλητοι και το σημείωσε και ο συνάδελφός μας, πως δεν είχε διαπιστωθεί οτιδήποτε από τα αναφερόμενα στο Άρθρο 7(3) του Νόμου. Όταν έγινε η αρχική κατάταξη το 1985, δεν τέθηκαν τέτοιοι όροι. Τέθηκαν αργότερα, κατά την ανανέωση της κατάταξης στις 20.2.92 αλλά ουδέποτε υπήρξε εγκατεστημένο σύστημα κλιματισμού στους χώρους που αναφέρθηκαν ώστε να τίθεται ζήτημα απουσίας των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη κατά την κατάταξη. Οι εφεσείοντες είχαν προειδοποιηθεί βέβαια από τότε πως θα ανακαλείτο η κατάταξή τους αν δεν συμμορφώνονταν αλλά, τελικά, δεν στράφηκε προς τέτοια κατεύθυνση το Διοικητικό Συμβούλιο. Όπως εξηγείται στην πρωτόδικη απόφαση η κατάταξή τους στην Β΄ τάξη έγινε στη βάση του ανεξάρτητου ερείσματος που παρείχε το Άρθρο 7(2) του Νόμου και όχι δυνάμει του Άρθρου 7(3) το οποίο, πράγματι, δεν εφαρμοζόταν στα γεγονότα. Θα παραθέσουμε αυτούσια την ανάλυση του συναδέλφου μας. Θεωρούμε ότι αποτελεί την ορθή προσέγγιση στο ζήτημα και δε νομίζουμε ότι χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε.

"Δεν θεωρώ κατ' αρχήν ότι η πρόνοια στο εν λόγω άρθρο 7(3) προοριζόταν να παράσχει ωφελήματα από τη μη τήρηση του Νόμου. Πρέπει κατά την άποψή μου να εκληφθεί ότι προϋποθέτει πως κατά την κατάταξη λήφθηκαν υπόψη οι απαιτήσεις του Νόμου έτσι ώστε εν συνεχεία να επιτρέπεται η ανακατάταξη εφόσον παρουσιάζεται κάποια μεταβολή λόγω έλλειψης. Έπειτα, η ρητή πρόνοια για ανακατάταξη σημαίνει τη διενέργεια νέου εγχειρήματος ανάλογα με το τι δικαιολογείται εξ αντικειμένου. Η ανακατάταξη δεν πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να εξομοιώνεται με ανάκληση ήδη ληφθείσας απόφασης, ιδιαίτερα σε περίπτωση όπως την προκειμένη όπου κατά το χρόνο ανακατάταξης δεν υπήρχε σε ισχύ άδεια λειτουργίας. Υπενθυμίζω την πρόνοια στο εδάφιο (2) του άρθρου 7 σύμφωνα με την οποία:

'7(2) Η κατάταξις ανανεούται ανά διετία κατά την καθωρισμένην διαδικασίας και κατόπιν ελέγχου της συνδρομής των υπό των Κανονισμών προνοουμένων όρων.'

Ο προβλεπόμενος έλεγχος για τη συνδρομή 'των υπό των Κανονισμών προνοουμένων όρων' σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, πως χρειάζεται στο κάθε εγχείρημα εκ νέου να διαπιστώνεται η συνδρομή τους. Αν έγινε λάθος με την κατάταξη στο παρελθόν δεν δικαιολογείται η διαιώνισή του κατόπιν της νέας διαπίστωσης."

Οι εφεσείοντες, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, στρέφονται και κατά της καταδίκης τους σε έξοδα. Το πρώτο τους επιχείρημα στηρίζεται στην άποψή τους πως οι θέσεις που πρόβαλαν ήταν βάσιμες και πως η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί. Είναι αυτονόητο πως ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσής τους θα επηρέαζε και τη διαταγή ως προς τα έξοδα. Το δεύτερο τους επιχείρημα έχει στη βάση του την άποψη πως δε θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να καταδικαστούν σε έξοδα αφού η διαφορά που προέκυψε και η προσφυγή τους είναι δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου.

Το ζήτημα των εξόδων σε διαδικασία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος απασχόλησε την Ολομέλεια στις υποθέσεις Ανδρόνικος Κασάπης κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 Α.Α.Δ. 43 και Αντώνιος Ι. Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 85. Ακόμα δε πιο πρόσφατα, στη Χριστόδουλος Γ. Χατζηγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23. Το ζήτημα αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, στη άσκηση της οποίας το αποτέλεσμα της προσφυγής ασκεί, για λόγους που εξηγήθηκαν, μεγαλύτερη επίδραση από ό,τι στο παρελθόν, αποφασιστική μάλιστα στις πλείστες των περιπτώσεων. Το δε εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός στις περιπτώσεις στις οποίες καταφαίνεται ότι η απόφαση ως προς τα έξοδα είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι συντρέχει οτιδήποτε από αυτά. Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο