ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 702
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2428
(Υποθ. Αρ. 723/95)
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
Φ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Ελένης Αυγερινού τώρα κατοίκου Αθηνών,
Εφεσεί ουσας-αιτήτριας,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Εφεσίβλητη ς-καθ΄ης η αίτηση.
- - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
22.10.99ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την εφεσείουσα: κ. Α.Σ. Αγγελίδης
Για την εφεσίβλητη: κ. Α. Βασιλειάδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ. ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της με την οποία προσέβαλλε την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία διορίστηκαν στη θέση Αρχαιολογικού Λειτουργού, Τμήμα Αρχαιοτήτων, από 17.7.95 τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί αυτής.
Το βασικό επιχείρημα της εφεσείουσας ήταν ότι εσφαλμένα τόσο η διοικητική απόφαση όσο και η επικυρωτική δικαστική απόφαση έκριναν ότι η εφεσείουσα δεν κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας.
Το σχέδιο υπηρεσίας προνοεί ότι:
"2. Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα."
Η πείρα που είχε προβάλει η εφεσείουσα ήταν αυτή που αποκτήθηκε μεταξύ 2.1.74 και 24.8.74 όταν εργάστηκε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων της Κύπρου ως έκτακτη Αρχαιολογική Λειτουργός και εκείνη που απέκτησε όταν εργάστηκε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών από 3.9.74 ως 16.9.90. Προφανώς η πείρα που αποκτήθηκε στην Ελλάδα δεν θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε στο σχέδιο υπηρεσίας, η δε Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας έκρινε ότι πείρα για να θεωρηθεί ως πλεονέκτημα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον διάρκειας 12 μηνών.
Η χρήση διαφορετικών φράσεων στο σχέδιο υπηρεσίας, δηλαδή "υπηρεσία σε δημόσια θέση" και σε έκτακτη απασχόληση στη "Δημόσια Υπηρεσία", κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας καταδεικνύει ότι πρόκειται περί δύο διαφορετικών εννοιών. Δηλαδή η πείρα στη "Δημόσια Υπηρεσία" σημαίνει στη Δημόσια Υπηρεσία της Δημοκρατίας, ενώ η πείρα "σε υπηρεσία σε δημόσια θέση" σημαίνει πείρα αποκτηθείσα σε δημόσια θέση οπουδήποτε, και εκτός Κύπρου.
Περαιτέρω, ο συνήγορος εισηγείται ότι ο καθορισμός από την ΕΔΥ χρονικής διάρκειας ενός έτους για την πείρα ήταν αυθαίρετος καθόσο δεν ορίζεται διάρκεια στο σχέδιο υπηρεσίας.
Είναι νομολογημένο ότι "λέξεις και φράσεις στα σχέδια υπηρεσίας έχουν την έννοια με την οποία χρησιμοποιούνται στο Νόμο, εκτός αν κατάδηλα χρησιμοποιούνται με διαφορετικό νόημα. . ." (Αριστείδης ν. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ. 588 στη σελ.600).
Το ερμηνευτικό άρθρο του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 ορίζει ότι "'δημόσια θέση' σημαίνει θέση στη δημόσια υπηρεσία", και "Δημόσια Υπηρεσία" σημαίνει "κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία". Όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο όρος "δημόσια θέση" στο σχέδιο υπηρεσίας δεν χρησιμοποιείται "κατάδηλα" με άλλο νόημα από αυτό που προσδίδει ο Νόμος και ως εκ τούτου η ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από την ΕΔΥ ήταν ορθή.
Θα προχωρήσουμε τώρα να εξετάσουμε κατά πόσο ο καθορισμός ελάχιστης χρονικής διάρκειας 12 μηνών για να θεωρείται η πείρα ως πλεονέκτημα ήταν επιτρεπτός και, αν ναι, αιτιολογημένος υπό τις περιστάσεις.
Στα πρακτικά της συνεδρίασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 13.4.95 (σελ.43 των πρακτικών του Δικαστηρίου) αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με το ζήτημα:
"Αναφορικά με το πλεονέκτημα η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θεωρεί ως ελάχιστη περίοδο πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης διάρκεια 12 μηνών προκειμένου ένας υποψήφιος να θεωρηθεί ότι το διαθέτει".
Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (βλ. Τυρίμου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Πρ. Αρ. 285/89, ημερομηνίας 30.11.90, Μιχαήλ ν. Ε.Δ.Υ., Πρ. Αρ. 409/94, ημερομηνίας 31.10.95).
Στην παρούσα όμως περίπτωση κρίνουμε ότι ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η ΕΔΥ, καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξείγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.
Ως συνέπεια των πιο πάνω, η έφεση γίνεται αποδεκτή επί του πρώτου λόγου που αναφέρεται στον καθορισμό δωδεκάμηνης περιόδου για την πείρα που συνιστά πλεονέκτημα. Εν όψει της κατάληξής μας δεν θα υπεισέλθουμε στους υπόλοιπους λόγους έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση ανατρέπεται και η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της εφεσείουσας τόσο κατ΄έφεση όσο και πρωτόδικα.
Π. Δ. Δ. Δ. Δ.
/Χ.Π.