ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 3 ΑΑΔ 391

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2300

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ,

ΚΡΟΝΙΔΗ,Δ.Δ.

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της

Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών

Εφεσείοντες

- ν. -

1. Ανδρέα Χρυσοστόμου, από τη Λάρνακα

2. Αγαθοκλή Χρυσοστόμου, από την Κισσόνεργα

Εφεσιβλήτων

_______

25 Ιουνίου, 1999

Για τους εφεσείοντες : κα Γ. Κωνσταντίνου-Ερωτοκρίτου, Εισαγγελέας

της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της

της Δημοκρατίας.

Για τους εφεσίβλητους : κ. Αγ. Ξενοφώντος.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Με όλο το σεβασμό διαφωνώ με την αντιμετώπιση της πλειοψηφίας. Οι εφεσίβλητοι με χωριστές αιτήσεις αξίωσαν τη χορήγηση από την Αρχή Αδειών αριθμού αδειών οχημάτων εκμισθούμενων άνευ οδηγού. Η Αρχή Αδειών ικανοποίησε το αίτημα του εκ των εφεσιβλήτων Ανδρέα Χρυσοστόμου για μικρότερο όμως αριθμό αδειών, ενώ απέρριψε εντελώς το αίτημα του εφεσίβλητου Αγαθοκλή Χρυσοστόμου.

Οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών ιεραρχική προσφυγή με την οποία αμφισβητούσαν από τη μια τη μη παραχώρηση σ΄ αυτούς του αριθμού αδειών που είχαν ζητήσει και από την άλλη προσέβαλλαν την έκδοση παρόμοιων αδειών σε άλλους.

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αύξησε τον αριθμό των αδειών που είχαν παραχωρηθεί στον Ανδρέα Χρυσοστόμου και ενέκρινε την παραχώρηση αριθμού αδειών στον Αγαθοκλή Χρυσοστόμου. Ταυτόχρονα απέρριψε την ιεραρχική τους προσφυγή που αφορούσε την παραχώρηση αδειών σε τρίτους, με την αιτιολογία ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής Αδειών που αφορούσαν την χορήγηση αδειών σε άλλα πρόσωπα.

Eναντίον της απορριπτικής απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών καταχωρήθηκε προσφυγή με την οποία αξιωνόταν δήλωση ότι η απόφαση ημερ. 26.5.1989 ότι οι εφεσίβλητοι δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν αποφάσεις της Αρχής Αδειών που αφορούν τη χορήγηση αδειών "Ζ" (όπως είναι γνωστές οι άδειες εκμισθουμένων οχημάτων άνευ οδηγού) σε άλλα πρόσωπα, είναι άκυρη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με απόφασή του ημερ. 30.5.1996 κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πιθανολογήσει την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι καθ΄ ων η αίτηση εφεσίβαλαν την απόφαση.

Το ερώτημα που χρήζει απάντησης είναι κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν στο Ανώτατο Δικαστήριο και να αξιώσουν την ακύρωση της απόρριψης της ιεραρχικής τους προσφυγής. Πρώτα όμως θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών είναι ή όχι εκτελεστή διοικητική πράξη.

΄Εχω τη γνώμη ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής των εφεσίβλητων συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί είναι απόφαση διοικητικού οργάνου, η οποία παράγει έννομα αποτελέσματα. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ο τερματισμός της διαδικασίας εκδίκασης της ιεραρχικής προσφυγής που καταχώρησαν εναντίον της απόφασης της Αρχής Αδειών και η στέρηση της δυνατότητάς τους να ακουστούν.

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη δηλωτική της βούλησης του οργάνου που την εξέδωσε και συνάμα καθοριστικής σημασίας για την έκβαση του διαβήματος των εφεσίβλητων και κατά συνέπεια των δικαιωμάτων τους. Τέλος, περιέχει επιταγή της οποίας η εκτέλεση είναι υποχρεωτική, ενώ αποτέλεσμά της είναι η δημιουργία, τροποποίηση ή κατάργηση έννομης προσδοκίας (Krashias Modern Land & Building Developers Ltd ν. Δήμου ΄Εγκωμης, Α.Ε. 1212, ημερ. 28.4.1995, Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Α.Ε. 1181, ημερ. 7.12.1995. Βλέπε επίσης Πορίσματα Νομολογίας του ΣτΕ 1929-1959, σελ. 237 και Θεμιστοκλής Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Τρίτη ΄Εκδοση, σελ. 120 και επ.).

Το επόμενο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι αν οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον. Η συμμετοχή στην προβλεπόμενη από νομοθετική διάταξη διοικητική διαδικασία αποτελεί, αν όχι μια ιδιότητα, τουλάχιστον μια ιδιαίτερη κατάσταση, την οποία η νομολογία στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αναγνωρίζει σε διάφορες περιπτώσεις, ως απαραίτητη, αλλά και επαρκή θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτούντος, με το σκεπτικό ότι πληροί τις προϋποθέσεις ύπαρξης ιδιαίτερου δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη (Γλυκερία Π. Σιούτη, Το ΄Εννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, ΄Εκδοση 1998, παραγρ. 81, σελ.96).

Θα πρέπει να λεχθεί ότι η σύνδεση αυτή μεταξύ του δικαιώματος συμμετοχής σε μια διοικητική διαδικασία και του εννόμου συμφέροντος για άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά της πράξης, δεν είναι αυτονόητη για όλες τις έννομες τάξεις.

΄Οταν όμως το συγκεκριμένο δικαίωμα συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία προβλέπεται από τη νομοθεσία, ανεξαρτήτως της προσβολής ουσιαστικών δικαιωμάτων, η προσβολή του δικαιώματος συμμετοχής επαρκεί για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος (Σιούτη, ανωτέρω, παραγρ. 82, σελ. 96).

Οι πιο πάνω απόψεις φαίνεται να επικρατούν και στο αγγλικό διοικητικό δίκαιο (P.P. Craig, Administrative Law, 3rd Ed., 1994, σελ. 511), ενώ στη νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων γίνεται δεκτό ότι η συμμετοχή σε διαδικασία ή στην προπαρασκευή της προσβαλλόμενης πράξης, αποτελεί συνήθως επαρκές θεμέλιο για το έννομο συμφέρον των ιδιωτών που συμμετείχαν, προκειμένου να προσβάλουν την πράξη που αποτελεί το προϊόν της διαδικασίας αυτής. (Βλέπε υπόθεση 264/82 Timex, ημερ. 20.3.86, Συλλ. 1985, σελ.849 και υπόθεση C-198/91 Cook, ημερ. 19.5.93, Συλλ. 1993, σελ. Ι-2487). Τέλος, στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, η έλλειψη εννόμου συμφέροντος θεμελιώνεται συχνά στην έλλειψη συμμετοχής στη διοικητική διαδικασία (Σιούτη, ανωτέρω, σελ. 97).

Στην παρούσα υπόθεση το δικαίωμα καταχώρησης ιεραρχικής προσφυγής παρέχεται από το νόμο. Σύμφωνα με το άρθρο 4Α (1) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς (Τροποποιητικού) Νόμου του 1982, Ν.9/82, όπως τροποποιήθηκε (βλέπε άρθρο 4 του Νόμου 84/84), κάθε απόφαση της Αρχής Αδειών που εκδίδεται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, μπορεί να προσβληθεί με έγγραφη προσφυγή υπό παντός έχοντος έννομο συμφέρον, μέσα σε είκοσι μία ημέρες από της κοινοποίησης της απόφασης αυτής.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν εξετάζουμε κατά πόσο η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ορθά αποφάσισε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να ασκήσουν ενώπιόν της ιεαρχική προσφυγή. Εκείνο που μας ενδιαφέρει στο παρόν στάδιο είναι το κατά πόσο οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσφύγουν με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μπορεί για παράδειγμα να αμφισβητηθεί η νομιμοποίηση του δεύτερου εφεσίβλητου, ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε οποιαδήποτε άδεια ενοικίασης αυτοκινήτων της κατηγορίας αυτής και πιθανόν για το λόγο αυτό να στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση της Αρχής Αδειών με ιεραρχική προσφυγή. ΄Ομως η συμμετοχή του στη διαδικασία, δηλαδή η υποβολή αίτησης για παραχώρηση σ΄ αυτόν άδειας και η άσκηση στη συνέχεια ιεραρχικής προσφυγής, από μόνη της του παρέχει, σύμφωνα με τα πιο πάνω, το έννομο συμφέρον να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο και να αμφισβητήσει την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι εφεσίβλητοι έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική τους προσφυγή.

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

/ΜΔ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο