ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 3 ΑΑΔ 77
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 57/94
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ,
ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Δ.
Mεταξύ:
Κώστα Βύρωνα, εκ Λευκωσίας
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων
Αξιωματικών
2. Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ΄ων η αίτηση
__________
25 Φεβρουαρίου, 1999
Αίτηση ημερ. 3.11.1997
Για τον αιτητή : κ. Ν. Παπαευσταθίου για κ. Τάσσο Παπαδόπουλο.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας με τον κ. Α. Χριστοφόρου,
Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α'.
___________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ. : Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής αξιώνει την τιμωρία των καθ΄ ων η αίτηση λόγω μη πλήρους και ενεργούς συμμόρφωσής τους με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο αιτητής υπηρετούσε στον Κυπριακό Στρατό, από τις τάξεις του οποίου αφυπηρέτησε την 1.9.1996 με το βαθμό του Ταξίαρχου ε.α. Το 1993 κρίθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του ως προακτέος κατ΄ αρχαιότητα. Προσφυγή που ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω κρίσης έγινε δεκτή και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση.
Σύμφωνα με τον αιτητή τα αρμόδια όργανα με βάση την υποχρέωσή τους για συμμόρφωση έπρεπε να προβούν στην άμεση συγκρότηση και σύγκλιση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων των Αξιωματικών, την επανεξέταση της τακτικής κρίσης του για το έτος 1993 και τη διενέργεια της προαγωγής του στο βαθμό του Ταξίαρχου με βάση την κρίση αυτή. Οι καθ΄ ων η αίτηση παρέλειψαν να συμμορφωθούν και ο αιτητής αξιώνει την τιμωρία τους.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να τιμωρήσει μέλη της Διοίκησης για παράλειψη συμμόρφωσής τους με απόφαση δικαστηρίου αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρξε συμμόρφωση αφού το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του υπ΄ αρ. 46647 ημερ. 29.9.1997 αποφάσισε να ακυρώσει τους πίνακες, ο δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικά από το 1ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Ε.Φ. με επιστολή ημερ. 6.11.1997.
Την ημερομηνία εκδίκασης της αίτησης, ύστερα από απόρριψη αιτήματος του συνηγόρου του αιτητή για αναβολή, αγόρευσε μόνο ο Γενικός Εισαγγελέας εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση.
Στο παρελθόν το Ανώτατο Δικαστήριο επανειλημμένα επιλήφθηκε του θέματος της παρακοής διατάγματός του. Η αντιμετώπιση δεν ήταν ομοιόμορφη. Στην υπόθεση Ioannides v. Republic and Others (1971) 3 C.L.R. 8, η μη συμμόρφωση με ενδιάμεσο διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου που απαγόρευε την απέλαση του αιτητή από την Κύπρο θεωρήθηκε ως πράξη που συνιστούσε περιφρόνηση του δικαστηρίου με αποτέλεσμα να επιβληθούν στους καθ΄ων η αίτηση διάφορες ποινές.
Στην υπόθεση Republic v. Nissiotou (1985) 3 C.L.R. 1335, το Δικαστήριο δέκτηκε ότι οι σχετικές εξουσίες του Δικαστηρίου αναφέρονται περιοριστικά στα Aρθρα 146.4, 146.5 και 150 του Συντάγματος. Ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η θεραπεία που αξιωνόταν με την αίτηση, ήτοι διάταγμα που να ανάγκαζε τους καθ΄ων η αίτηση σε υπακοή και ενεργό συμμόρφωση, δεν μπορούσε να εκδοθεί με βάση τα πιο πάνω ΄Αρθρα του Συντάγματος ή οποιανδήποτε άλλη συνταγματική πρόνοια ή αρχή δικαίου.
Η αντιμετώπιση μεταβλήθηκε στην απόφαση Kyriacou and Others v. The Minister of Interior (1988) 3 C.L.R. 643, όπου αποφασίστηκε ότι η αθέτηση της υποχρέωσης προς ενεργό συμμόρφωση που οφείλει η διοίκηση συνιστά περιφρόνηση του δικαστηρίου.
Τέλος στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου δέκτηκε ότι οι απόψεις που εκφράστηκαν στις αποφάσεις Nissiotou πρωτόδικα και Kyriacou της Ολομέλειας δεν δικαιολογούνται από το Σύνταγμα και ιδιαίτερα από τη διατύπωση των ΄Αρθρων 146 και 150, ούτε από τις διάφορες νομοθετικές διατάξεις και τις γενικές αρχές του δικαίου που ισχύουν στο Ηπειρωτικό σύστημα.
Η πλειοψηφία θεώρησε ότι η υπόθεση Θαλασσινού ήταν η κατάλληλη περίπτωση για να διαφωνήσει με τις πιο πάνω υποθέσεις και να καταλήξει ότι δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κάτω από την αναθεωρητική δικαιοδοσία, ένοχους του αδικήματος της περιφρόνησης του δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή.
Με σαφήνεια η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δηλώνει ότι εγκαταλείπει τα αποφασισθέντα και αφίσταται από αυτά, γιατί θεωρεί επιβεβλημένο να το πράξει, χάριν της προσήλωσης στην ερμηνεία των συνταγματικών και νομοθετικών κειμένων. Το Δικαστήριο έχει εξουσία να ερμηνεύει τα νομοθετήματα και όχι να τα συμπληρώνει.
Επισημαίνεται τέλος η απουσία νομοθετικής ρύθμισης, όπως έγινε σε άλλα κράτη, καθώς και η παράλειψη του ΄Αρθρου 150 του Συντάγματος να προβλέψει την ποινή που θα μπορούσε να επιβληθεί.
Με την πιο πάνω απόφαση της πλειοψηφίας διαφώνησαν δύο μέλη του Δικαστηρίου που δέκτηκαν ότι το ΄Αρθρο 150 του Συντάγματος μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περίπτωση παρακοής ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς τη θέσπιση νόμου αναφορικά με το θέμα της ποινής, γιατί το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να επιβάλει το είδος και το ύψος της ποινής που είναι εύλογη για την αντιμετώπιση της συγκεκριμένης περίπτωσης. Κυρίως όμως αποφάσισαν πως δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για ανατροπή της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου (υπόθεση Kyriacou, ανωτέρω) και επομένως μια νέα εξέταση του θέματος θα ξέφευγε απαράδεκτα από τα όρια που θέτει η νομολογία για παραγνώριση προηγούμενων αποφάσεων.
Η υπόθεση Θαλασσινός αποτελεί το ισχύον σήμερα νομικό καθεστώς. Στην παρούσα υπόθεση ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή δεν ανέπτυξε τις θέσεις του και συνεπώς δεν κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από αυτή. Κληθήκαμε όμως να αποφασίσουμε ότι οι καθ΄ων η αίτηση μπορούν να θεωρηθούν ένοχοι παρακοής διατάγματος του δικαστηρίου. ΄Ετσι αναπόφευκτα θα πρέπει να ασχοληθούμε με το θέμα, ιδιαίτερα αφού ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας πρόβαλε τη θέση ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα.
Το ερώτημα κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο μπορεί να ανατρέψει προηγούμενη απόφασή του συζητήθηκε σε έκταση στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και ΄Αλλων, Εκλογική Αίτηση 1/95, ημερ. 26.3.1996. Και από τις τρεις σχετικές αποφάσεις που εκδόθηκαν φαίνεται ότι όλοι δέχονται ότι προηγούμενη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να ανατραπεί, τίθενται όμως διαφορετικές προϋποθέσεις.
Η πλειοψηφία δέκτηκε ότι τα περιθώρια και οι προϋποθέσεις για απόκλιση από προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ανάλογες με εκείνες που παρέχονται στη Βουλή των Λόρδων (βλ. επίσης Νικολάου και ΄Αλλων ν. Νικολάου και ΄Αλλου (Αρ.2) (1991) 1 Α.Α.Δ. 1338).
Η πλειοψηφία ακολούθησε την αρχή ότι λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου δικαιολογούν την απόκλιση, άνκαι ευχέρεια για απόκλιση παρέχεται και όταν κριθεί ότι η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα. Η αρχή αυτή που εκφράστηκε για πρώτη φορά στην υπόθεση Νικολάου, ανωτέρω, φέρεται να θεμελιούται στην απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση
O' Brien and another v. Robinson [1973] 1 All E.R. 583, άνκαι κατά τη γνώμη μας το συμπέρασμα αυτό δεν δικαιολογείται.Είναι αναμφισβήτητο ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, παρ΄ όλον ότι δεσμεύεται από προηγούμενές του αποφάσεις, δεν στερείται της δυνατότητας να αποστεί από αρχές που διατυπώθηκαν στο παρελθόν. ΄Ομως η απόκλιση θα πρέπει να γίνεται με μεγάλη περίσκεψη. Μόνο λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως η ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων ή η αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου, δικαιολογεί μια τέτοια κατάληξη.
Ακόμα απόφαση της Βουλής των Λόρδων στην οποία υπήρξε ισοψηφία θεωρείται δεσμευτική για το ίδιο το Δικαστήριο και για όλα τα κατώτερα δικαστήρια, όπως αν είχε αποφασιστεί ομόφωνα (nemine dissentiente) (Α.G. v. Dean and Canons of Windsor
(1860) 8 H. L. Cas. 369, 392, Inland Revenue Commissioners v. Walker [1915] A.C. 509, 519, 522. Βλ. επίσης 22, Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, παραγρ. 1686).Δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε ξανά ποιά απ΄ τις πιο πάνω απόψεις θα πρέπει να ακολουθηθεί. Αισθανόμαστε ότι δεσμευόμαστε από την απόφαση της πλειοψηφίας. Στην παρούσα υπόθεση, όσο χαλαρά και αν εξεταστεί το θέμα, καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει ούτε το ελάχιστο των προϋποθέσεων που τέθηκαν με την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Μαυρογένης. Δεν κληθήκαμε να αποστούμε από τη Θαλασσινός, άνκαι κάτι τέτοιο προκύπτει από αυτό τούτο το γεγονός της καταχώρησης της παρούσας αίτησης.
Αφού δεν προβλήθηκε ότι η απόφαση στην Θαλασσινός είναι έκδηλα λανθασμένη, δεν δικαιολογείται απόκλιση από αυτή. ΄Οπως αναφέρεται στην απόφαση της πλειοψηφίας στη Μαυρογένης, για να δικαιολογείται ανατροπή προηγούμενης απόφασης θα πρέπει να διαπιστώνεται το αδιαμφισβήτητα εσφαλμένο της. Το σφάλμα θα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν ή αν έχουν, ακόμα χειρότερα, εκφραστεί, περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ορθότητα της αρχής
δικαίου που ενσωματώνει, το σφάλμα σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παρέχει βάση για την ανατροπή της προηγούμενης απόφασης.Οι λόγοι που συνηγορούν υπέρ της δυσκολίας απόκλισης είναι προφανείς. Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου συνδέεται με την ερμηνεία του νόμου, αλλά κυρίως στηρίζει την ανάγκη για τη βεβαιότητα περί το δίκαιο που πρέπει να υπάρχει.
Οι αρχές δικαίου που προκύπτουν από τη δικαστική απόφαση αποδεσμεύονται από τους εκάστοτε συντάκτες της και τις προσωπικές τους απόψεις και καθίστανται κανόνες δικαίου γενικής αποδοχής, πάνω στις οποίες το κοινωνικό σύνολο βασίζεται για να ενεργήσει συμμορφούμενο με την υφιστάμενη νομική κατάσταση.
Αυτή ειδικά η λειτουργία της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγούμενου αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα υπόθεση, αφού η ανατροπή των υφισταμένων, θα δημιουργούσε απρόβλεπτες και σοβαρές επιπτώσεις.
Το ισχύον νομικό καθεστώς, η αρχή δηλαδή ότι δεν ευσταθεί διαδικασία για περιφρόνηση του δικαστηρίου στις περιπτώσεις μη ενεργού συμμόρφωσης, καθοδήγησε τη διοίκηση και τα πρόσωπα που την αποτελούν, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δεν θα ήταν δίκαιο, ούτε πιστεύουμε και σκόπιμο, να ανατρέψουμε την κατάσταση και να δημιουργήσουμε ουσιαστικά ποινικό αδίκημα που θα τιμωρεί πράξεις που, σύμφωνα με την ισχύουσα νομολογία, δεν αποτελούσαν ποινικό αδίκημα και δεν τιμωρούνταν κατά το χρόνο της διάπραξής τους.
Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να επαναλάβουμε ότι συμμεριζόμαστε την άποψη που έχει εκφραστεί στην υπόθεση Θαλασσινός ότι για τη δίωξη για περιφρόνηση του δικαστηρίου απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση, αφού ισχύει η αρχή nulla poena, nulla crimen, sine lege.
Οι συνταγματικές πρόνοιες δεν είναι αρκετές για τη δημιουργία ποινικού αδικήματος. Απαιτείται νόμος που να προβλέπει τις προϋποθέσεις του αδικήματος και την ποινή. Στο Σύνταγμα παρέχεται μόνο η εξουσιοδότηση για τη νομοθετική ρύθμιση του θέματος. ΄Ισως μάλιστα να είναι ώριμος ο χρόνος για σχετικό προβληματισμό.
΄Οσο κι΄ αν η επανεξέταση μιας νομικής θέσης που εκφράστηκε σε προηγούμενη απόφαση παρέχει στο Ανώτατο Δικαστήριο την ευκαιρία να διορθώσει τα τυχόν σφάλματα και να προβεί σε αυτοέλεγχο, θεωρούμε ότι η συνείδηση των μελών του δεν είναι η μόνη δέσμευση που έχει.
Η ασφάλεια της νομολογίας και η ομαλή λειτουργία της πολιτείας επιτάσσει όπως το υφιστάμενο νομικό καθεστώς, όπως καθορίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να συνεχίζει να ισχύει, εκτός αν υπάρχουν οι εξαιρετικές περιστάσεις που αναλύθηκαν πιο πάνω.
Ο κίνδυνος πολιτειακής αναστάτωσης που συνεπάγεται η ανατροπή απόφασης, με τα επακόλουθα που μπορεί να έχει μια τέτοια απόκλιση στην παρούσα υπόθεση, τονίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δέσμευση που πρέπει να πηγάζει από τη νομολογία.
Πριν τελειώσουμε θα θέλαμε να τονίσουμε ότι δεν νομίζουμε ότι υπάρχει σύγκρουση νομολογίας μεταξύ της Θαλασσινός και της
Kyriacou. Στη Θαλασσινός η υπόθεση Κyriacou τέθηκε υπ΄ όψη του Δικαστηρίου το οποίο μελέτησε τα ίδια ακριβώς θέματα και κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Η Θαλασσινός καταργεί όλες τις προηγούμενες εκδοθείσες αποφάσεις και αποδίδει την υφιστάμενη νομική κατάσταση.Εν όψει της πιο πάνω κατάληξης δεν θεωρούμε χρήσιμο να ασχοληθούμε με τα υπόλοιπα εγειρόμενα θέματα. Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΔ