ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 827

20 Νοεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

LAVINIA INVESTMENTS LTD,

Εφεσείοντες,

ν.

ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

1.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,

2.  ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2266)

 

Φορολογία — Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών — Διάθεση μετοχών εταιρείας, η οποία είναι ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας — Το προϊόν της διάθεσης της ιδιοκτησίας υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση την ακίνητη ιδιοκτησία — Η επιφύλαξη του Άρθρου 9 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου του 1980 (Ν. 52/80) όπως τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό Ν. 135/90 — Ορθά φορολογήθηκε η εφεσείουσα με βάση την ονομαστική αξία των μετοχών της που διέθεσε αντί με βάση την υπολογισθείσα αξία τους δυνάμει του καταβληθέντος μέρους τους.

Εταιρικό Δίκαιο — Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών — Μετοχή — Νομική φύση και δικαιώματα που παρέχει — Η σημασία της ονομαστικής αξίας μετοχής και η συνάρτησή της με τη μερική ή εξ ολοκλήρου πληρωμή της — Θεωρία και νομολογία.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Xρίστου ν. Δημοκρατίας, Υποθέσεις Αρ. 153/93 κ.ά., ημερ. 30.1.1995,

Borland's Trustee v. Steel Brothers & Co [1901] 1 Ch. 279,

Paulin [1935] 1 K.B. 26,

Oakbank Oil Co. v. Crum [1882] 8 App. Cas. 65.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (Αρτεμίδης, Δ.) που δόθηκε στις 23 Φεβρουαρίου, 1996 (Προσφυγή Αρ. 167/93) με την οποία απέρριψε την προσφυγή των εφεσειόντων κατά της απόφασης για υπολογισμό της αξίας μετοχών με βάση την ονομαστική τους αξία και όχι με βάση το καταβληθέν μέρος τους.

Κακογιάννης, για τους Εφεσείοντες.

Ελ. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ Π.: Tην απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν κάτοχος 237.028 συνήθων μετοχών £1 η κάθε μια, στην εταιρεία Hara Hotels Ltd. Άλλα δύο φυσικά πρόσωπα ήταν oι υπόλοιποι μέτοχοι. Η εταιρεία Hara Hotels Ltd ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτρια ακίνητης ιδιοκτησίας στην περιοχή Αμαθούντας στη Λεμεσό.

Στις 17.2.1990 η εφεσείουσα και οι άλλοι δύο μέτοχοι πώλησαν όλες τις μετοχές τους σε άλλη εταιρεία. Λόγω της διάθεσης των μετοχών υποβλήθηκε δήλωση διάθεσης ακίνητης ιδιοκτησίας και επιβλήθηκε η σχετική φορολογία. Στις 27.11.1992 οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την ένσταση της εφεσείουσας που υποβλήθηκε μέσω των ελεγκτών της, με την οποία προβλήθηκε η αξίωση παραχώρησης αναπροσαρμογής λόγω πληθωρισμού για τις προσθήκες που έγιναν στο ακίνητο. Η ένσταση αναφερόταν επίσης και στον υπολογισμό του φόρου με βάση την ονομαστική αξία που κατείχε η εφεσείουσα κατά την ημερομηνία πώλησης αντί με το πληρωθέν μέρος της αξίας των μετοχών.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέκτηκε το πρώτο επιχείρημα που αφορούσε την παραχώρηση έκπτωσης λόγω πληθωρισμού, αλλά απέρριψε την προσφυγή στο σημείο που αναφερόταν στο αίτημα για υπολογισμό της αξίας των μετοχών με βάση το καταβληθέν μέρος τους και όχι με βάση την ονομαστική τους αξία. Εναντίον του τελευταίου μέρους της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση.

Η εφεσείουσα προβάλλει τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι ο αριθμός μετοχών που κατέχει μέτοχος, αντιπροσωπεύει το νόμιμο συμφέρον του στην εταιρεία χωρίς διάκριση μεταξύ των εξ ολοκλήρου και των μερικώς πληρωθεισών μετοχών. Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι τα δικαιώματα του μετόχου στα περιουσιακά στοιχεία εταιρείας εξαρτώνται, επιφυλασσόμενης οποιασδήποτε αντίθετης πρόνοιας στο ιδρυτικό έγγραφο και καταστατικό της, κατά κύριο λόγο από το κατά πόσο οι μετοχές που κατέχει είναι μερικώς ή εξ ολοκλήρου πληρωθείσες.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα προσοχή και βαρύτητα στο γεγονός ότι για το μέρος του εκδοθέντος κεφαλαίου στην εταιρεία Hara Hotels Ltd που δεν είχε καταβληθεί, δεν είχαν γίνει οποιεσδήποτε κλήσεις.

Τέλος προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε ότι στην υπόθεση Νίκου Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 153/93 κ.ά., ημερ. 30.1.1995, γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα κατά πόσο ο αριθμός μετοχών που κατέχει μέλος, ανεξάρτητα αν αυτές είναι μερικώς ή εξ ολοκλήρου πληρωθείσες, αντιπροσωπεύει το νόμιμο συμφέρον και υποχρεώσεις του στο ενεργητικό και παθητικό της εταιρείας.  Είναι η θέση της εφεσείουσας ότι στην πιο πάνω υπόθεση καμιά αναφορά δεν γίνεται στο συγκεκριμένο θέμα.

Η βάση της υπόθεσης βρίσκεται στον περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο του 1980, Ν.52/80. Η επιφύλαξη του άρθρου 9 του νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1990, Ν. 135/90, προβλέπει ότι σε περίπτωση διάθεσης μετοχών εταιρείας, το προϊόν της διάθεσης της ιδιοκτησίας υπολογίζεται αποκλειστικά με βάση την ακίνητη ιδιοκτησία.

Σκοπός του νόμου είναι βέβαια η φορολογία των κεφαλαιουχικών κερδών που προκύπτουν από την πώληση ακίνητης περιουσίας και σκοπός της επιφύλαξης του άρθρου 9 είναι η φορολογία του προϊόντος της πώλησης και όχι η αξία των μετοχών.  Η ακίνητη περιουσία της εταιρείας είναι μιά μόνο συνάρτηση που επηρεάζει την αξία των μετοχών της και σωστά ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να φορολογήσει την οποιαδήποτε αξία των μετοχών, πέραν της αξίας που αντιπροσώπευε το ακίνητο.

Η μετοχή είναι περιουσιακό στοιχείο. Ο μέτοχος είναι συνιδιοκτήτης της εταιρείας, αλλά όχι των περιουσιακών της στοιχείων, τα οποία, εν όψει της φύσης της εταιρείας ως χωριστού νομικού προσώπου, ανήκουν στην ίδια την εταιρεία. Η έκταση των δικαιωμάτων του, αλλά και των υποχρεώσεών του ως ιδιοκτήτη υπολογίζεται από το ποσοστό της συμμετοχής του, έτσι που όλοι οι μέτοχοι της εταιρείας μαζί να αποτελούν τους ιδιοκτήτες της.  Αντίστοιχα, το ποσό που καταβάλλεται ή οφείλεται από όλους τους μετόχους προς την εταιρεία ισούται προς το εκδοθέν κεφάλαιό της (Palmer's Company Law, 1982, Πρώτος Τόμος, παρ. 3-05).

Όταν το ονομαστικό κεφάλαιο εταιρείας εκδίδεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς, κάθε ένα από τα πρόσωπα στα οποία εκδίδεται, καθίσταται υπόχρεο να πληρώσει στην εταιρεία την ονομαστική αξία των μετοχών που έχει λάβει. Εφ' όσον μέρος του κεφαλαίου δεν έχει κληθεί, η υποχρέωση πληρωμής του παραμένει ως δυνητική υποχρέωση. Το ολικό ποσό αυτής της ευθύνης ονομάζεται μη κληθέν κεφάλαιο. Το εκδοθέν, αλλά μη πλήρως πληρωθέν μετοχικό κεφάλαιο εταιρείας θεωρείται από τα δικαστήρια ότι συνιστά, τουλάχιστον κατ' αρχήν, πόρο που είναι διαθέσιμος, αν χρειαστεί, στους δανειστές  της εταιρείας.

Τα βασικά δικαιώματα που παρέχει μετοχή είναι το δικαίωμα σε μέρισμα, το δικαίωμα της ψήφου στις συνελεύσεις των μελών και το δικαίωμα στην περίπτωση διάλυσης της εταιρείας, μετά την πληρωμή των χρεών, συμμετοχής στη διανομή των περιουσιακών της στοιχείων. Από την άλλη το κυριότερο καθήκον του μετόχου είναι η καταβολή της αξίας της μετοχής.

Όπως αναφέρει και ο Palmer, ανωτέρω, παραγρ. 33-02, η κατοχή μετοχής σε εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, γενικώς παρέχει το δικαίωμα λήψης μεριδίου των κερδών της εταιρείας και του ενεργητικού της σε περίπτωση διάλυσής της, καθώς και όλων των άλλων ωφελημάτων που προκύπτουν από την ιδιότητα του μετόχου σε συνδυασμό με υποχρέωση συνεισφοράς στις υποχρεώσεις της εταιρείας, ενώ τόσο τα ωφελήματα, όσο και οι υποχρεώσεις, υπολογίζονται με βάση ένα συγκεκριμένο παράγοντα, την ονομαστική αξία της μετοχής. Όλα βέβαια υπόκεινται στις διατάξεις του ιδρυτικού εγγράφου και καταστατικού της εταιρείας.

Με άλλα λόγια, το μη καταβληθέν κεφάλαιο αποτελεί ουσιαστικά οφειλή του μετόχου προς την εταιρεία. Αποτελεί μια πηγή από την οποία η εταιρεία μπορεί να αντλήσει πόρους για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της επιχείρησής της. Περαιτέρω, αν παρέχονται ανάλογες εξουσίες από το καταστατικό της, η εταιρεία μπορεί να δανειστεί, υποθηκεύοντας το μη πληρωθέν της κεφάλαιο.

Η ονομαστική αξία που δίδεται σε μετοχή απλώς εξυπηρετεί ένα αριθμό χρήσιμων σκοπών, ο κυριότερος των οποίων είναι η παροχή ενός μέτρου της υποχρέωσης συμμετοχής των μετόχων στην πληρωμή των χρεών της εταιρείας. Η ονομαστική αξία δεν παρέχει οποιοδήποτε μέτρο της πραγματικής αξίας της μετοχής.  Η αξία της μετοχής, δηλαδή η τιμή την οποία ένας αγοραστής δυνατόν να πληρώσει για να την αποκτήσει, εξαρτάται από ένα αριθμό παραγόντων (βλέπε Pennington on Company Law, 4η Έκδοση, σελ. 139, 140). Τέτοιοι παράγοντες είναι η αξία του ενεργητικού της εταιρείας, ο κύκλος εργασιών της, η αξία της στο χρηματιστήριο κλπ.

Τεκμαίρεται ότι όλες οι μετοχές, εκτός αν υπάρχει μαρτυρία περί του αντιθέτου, δίδουν τα ίδια δικαιώματα και επιβάλλουν τις ίδιες ευθύνες. Το ίδιο τεκμήριο ισότητας υπάρχει και ως προς τις ευθύνες των μετόχων (Gower's Principles of Modern Company Law, 4η Έκδοση, σελ. 403).

Η μετοχή δεν είναι ένα ποσό χρημάτων, αλλά ένα συμφέρον που μετράται με ένα χρηματικό ποσό (Borland's Trustee v. Steel Brothers & Co [1901] 1 Ch. 279, 288. Βλέπε επίσης In Re Paulin [1935] 1 K.B. 26), το μέρος δε του ονομαστικού κεφαλαίου που κατέχει ο καθένας από τους μετόχους είναι ακριβώς το μέτρο του συμφέροντος αυτού (Oakbank Oil Co v. Crum [1882] 8 App. Cas. 65).

Σκοπός του νόμου είναι η καταβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών ύστερα από διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας. Η επιφύλαξη του άρθρου 9 τέθηκε με σκοπό την επιβολή φόρου κεφαλαιουχικών κερδών και στην περίπτωση που η ακίνητη περιουσία ανήκει σε εταιρεία. Μέσα στο πνεύμα αυτό θα πρέπει να εξεταστεί το θέμα που προκύπτει. 

Θεωρούμε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ορθή και λογική. Είδαμε προηγουμένως ότι κάθε μετοχή αντιπροσωπεύει τη συμμετοχή, το ποσοστό που διαθέτει ο συγκεκριμένος μέτοχος στην εταιρεία. Το ποσοστό ιδιοκτησίας στην εταιρεία του κάθε μετόχου δεν επηρεάζεται από το κατά πόσο έχει πληρωθεί ή όχι ολόκληρη η ονομαστική αξία των μετοχών του.  Το μη πληρωθέν μέρος των μετοχών συνιστά ουσιαστικά οφειλή του μετόχου προς την εταιρεία και καμιά σχέση δεν έχει με το ποσοστό του στην ιδιοκτησία της. Ούτε, για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, έχει σημασία κατά πόσο οι μελλοντικές κλήσεις, ή το μη πληρωθέν μέρος του κεφαλαίου ικανοποιεί ή όχι τον όρο "περιουσία της εταιρείας".

Η πιο πάνω θέση γίνεται πιο εύκολα κατανοητή αν σκεφτεί κανένας ότι σε περίπτωση διάλυσης της εταιρείας κάθε μέτοχος δικαιούται σε μερίδιο στο ενεργητικό που θα παραμείνει μετά την πληρωμή των υποχρεώσεων της εταιρείας, ανάλογο του ποσοστού συμμετοχής του στο κεφάλαιο.

Έτσι η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο