ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
KONTEMENIOTIS ν. C.B.C. (1982) 3 CLR 1027
Kωνσταντινίδης Mιχαήλ και Άλλοι ν. Συμβουλίου Bελτιώσεως Στροβόλου και Άλλου (1990) 3 ΑΑΔ 1544
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΜΑΡΙΑ ΜΑΥΡΟΥΔΗ ν. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ, Υπόθεση Αρ. 1978/2006, 29 Φεβρουαρίου 2008
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΓΙΑΓΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1965/2008, 24 Αυγούστου 2010
(1998) 3 ΑΑΔ 169
27 Φεβρουαρίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
ATREAS ENTERPRISES LTD,
Εφεσείουσα-Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ' ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2029)
Διοικητικό Δίκαιο — Iεραρχική προσφυγή — Φύση και λειτουργία — Δεν επενεργεί ούτε εξομοιώνεται με έφεση — Η υπόθεση εξετάζεται πρωτογενώς — Tο ζήτημα του τι συνιστά "φάκελο της υποθέσεως" επί ιεραρχικής προσφυγής.
Kέντρα Aναψυχής — Kατάταξη — Iεραρχική προσφυγή κατά της σχετικής απόφασης δυνάμει του Άρθρου 12(1) του περί Kέντρων Aναψυχής Nόμου του 1985 — Eπαφίεται στην κρίση του Yπουργού Eμπορίου και Bιομηχανίας να ακούσει διά ζώσης τους ενδιαφερομένους κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής.
Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή της Φυσικής Δικαιοσύνης — Προηγούμενη προφορική ακρόαση — Υποχρεωτική επί πειθαρχικών διαδικασιών ή επί περιπτώσεων όπου ρητώς προβλέπεται στο νόμο η παροχή ευκαιρίας για προφορική ακρόαση — Ιεραρχική προσφυγή.
Aναθεωρητική Δικαιοδοσία — Επέμβαση Δικαστηρίου — Έκταση και όρια.
Έξοδα — Eναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του δικάσαντος δικαστηρίου.
Mε την έφεση οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε προσφυγή τους κατά της απόφασης του Yπουργού Eμπορίου και Bιομηχανίας, με την οποία απερρίφθη ιεραρχική τους προσφυγή κατά της απόρριψης αιτήματός τους για αλλαγή της κατάταξης κέντρου αναψυχής που διατηρούσαν.
H Oλομέλεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
1. Προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο η απουσία ειδικού και ξεχωριστού διοικητικού φακέλου σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή επηρέαζε την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να αποφασίσει το ζήτημα, απλώς και μόνο επειδή αυτό αποτέλεσε αντικείμενο επιχειρηματολογίας. Η μη ύπαρξη ξεχωριστού φακέλου για την ιεραρχική προσφυγή, δεν μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εγκυρότητα της απόφασης του Υπουργού. Σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής "ο φάκελος της υποθέσεως" είναι, προφανώς, ο φάκελος του διοικητικού οργάνου που χειρίσθηκε το θέμα σε πρώτο βαθμό, μαζί με το έγγραφο της ιεραρχικής προσφυγής. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, είναι αναμφισβήτητο ότι τόσο ο φάκελος του Κ.Ο.Τ., όσο και το έγγραφο της προσφυγής της εφεσείουσας, μελετήθηκαν από τον Υπουργό προτού καταλήξει στην απόφασή του.
2. Το μοναδικό επίδικο ζήτημα πάνω στο οποίο είχε καθήκον να αποφανθεί το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο Υπουργός, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, μπορούσε, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει η νομοθεσία, εύλογα να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, αφού, προηγουμένως, εξέταζε και αξιολογούσε την υπόθεση, όπως πράγματι έπραξε, όχι ως εφετείο αλλά πρωτογενώς σύμφωνα με τη νομολογιακή αρχή ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν επενεργεί ούτε εξοιμοιώνεται με έφεση. Το ζήτημα τούτο αποφασίστηκε από το Δικαστήριο.
3. Τέθηκε ο ισχυρισμός ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις της ενώπιον του Υπουργού, επηρέαζε την εγκυρότητα της απόφασής του. Το Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να επεξηγήσει την ορθή νομική θέση πάνω στο θέμα, που δεν είναι άλλη από το ότι ο Υπουργός δεν είχε νομική υποχρέωση να καλέσει την εφεσείουσα να του εκθέσει και δια ζώσης τις απόψεις της αφού, βάσει του Άρθρου 12 του Νόμου, επαφίεται στην κρίση του, ενώ εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή, να καλέσει ή να μην καλέσει τους ενδιαφερομένους σε προφορική ακρόαση, εφ' όσον έχει στα χέρια του τόσο την τοποθέτηση του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου, όπως προκύπτει από το διοικητικό του φάκελο, όσο και την ιεραρχική προσφυγή με τις παραστάσεις του προσφεύγοντος. Η προφορική ακρόαση των ενδιαφερομένων είναι υποχρεωτική μόνο σε πειθαρχική διαδικασία ή σε περιπτώσεις όπου ο νόμος ρητά προβλέπει την παροχή ευκαιρίας για προφορική ακρόαση.
4. Είναι πάγια θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των στοιχείων, που βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης και που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρά μόνο εάν και όταν διαπιστώσει ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή ότι η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας, με την έννοια ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε δεν ήσαν εύλογα επιτρεπτά, εν όψει των εν λόγω στοιχείων. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της θεμελιακής αυτής αρχής, ορθά, απέφυγε να αναμειχθεί στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης.
5. Ο τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία η εφεσείουσα καταδικάστηκε στα έξοδα της δίκης. Είναι καθιερωμένη αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί την επέμβασή του Δικαστηρίου, στον τρόπο με τον οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, ασκήθηκε πρωτόδικα η διακριτική αυτή ευχέρεια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1991) 4 Α.Α.Δ. 1563,
Κontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027,
Κωνσταντινίδης κ.ά. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1544.
Έφεση.
Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 16 Nοεμβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 311/93) με την οποία απέρριψε την προσφυγή της εφεσείουσας με αίτημα όπως η δισκοθήκη της καταταγεί στην κατηγορία "Mπυραρίας" επιπρόσθετα με την υφιστάμενη κατάταξή της ως "Δισκοθήκη B".
Ντ. Παπαδόπουλος, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.
Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.:Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα, που ασκεί επιχείρηση δισκοθήκης στην Κάτω Πάφο με το όνομα "BOOGIES", ζήτησε με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 2/4/1992 όπως ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού (Κ.Ο.Τ.) την κατατάξει στην κατηγορία "Μπυραρίας" επιπρόσθετα της υφιστάμενης κατάταξής της ως "Δισκοθήκης Β". Το αίτημα στηρίχθηκε στο άρθρο 5 του Περί Κέντρων Αναψυχής Νόμου του 1985 (ο Νόμος). Αφού το μελέτησε, ο Οργανισμός αποφάσισε να το απορρίψει. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους της εφεσείουσας με επιστολή του Κ.Ο.Τ. ημερομηνίας 4/6/1992.
Στις 23/6/1993 η εφεσείουσα καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας (ο Υπουργός) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 12(1) του Νόμου ζητώντας την αναθεώρηση της απόφασης του Κ.Ο.Τ.. Ο Υπουργός, αφού μελέτησε τη θέση του Κ.Ο.Τ., αφ' ενός, και το περιεχόμενο της προσφυγής, αφ' ετέρου, υιοθέτησε τη θέση του Κ.Ο.Τ. και απόρριψε την προσφυγή. Η απόφαση του Υπουργού κοινοποιήθηκε στους δικηγόρους της εφεσείουσας με επιστολή ημερομηνίας 8/1/1993. Η απορριπτική απόφαση του Κ.Ο.Τ., που υιοθετήθηκε από τον Υπουργό, λήφθηκε με βάση το ακόλουθο δικαιολογητικό:-
"(α) Τα κέντρα κατηγορίας "Δισκοθήκης" λειτουργούν πάντα σε εσωτερικούς χώρους. Για τη λειτουργία τούτων τίθενται ειδικοί όροι ούτως ώστε να επιτυγχάνεται ηχομόνωση για αποφυγή ηχορύπανσης. Κέντρα κατηγορίας "Μπυραρία" μπορούν να λειτουργούν τόσο σε εσωτερικούς όσο και σε υπαίθριους/εξωτερικούς χώρους.
(β) Η δισκοθήκη BOOGIES στεγάζεται σε ισόγειο κτίριο και είναι φανερό ότι πρόθεση των αιτητών είναι η λειτουργία του κέντρου σαν Δισκοθήκη χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα και τις εξωτερικές βεράντες του κέντρου σαν προέκταση του εσωτερικού χώρου, της δισκοθήκης.
(γ) Τυχόν έγκριση της πιο πάνω αίτησης θα εξουδετερώσει τις πρόνοιες για ηχομόνωση στις δισκοθήκες και θα ανατρέψει τις καθιερωμένες διαφοροποιήσεις στον τρόπο λειτουργίας μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών κέντρων αναψυχής.
(δ) Οι βασικές υπηρεσίες που μπορούν να προσφέρουν κέντρα κατηγορίας "μπυραρίας" (δηλαδή ποτά), προσφέρονται και από τα κέντρα κατηγορίας δισκοθήκης.
Ανεξάρτητα με τα πιο πάνω, τόσο το μέγεθος όσο και η διαρρύθμιση των υφιστάμενων χώρων δεν ικανοποιούν τους σχετικούς Κανονισμούς για την αιτούμενη νέα κατηγορία."
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί ότι η επιχείρηση είχε καταταγεί στην κατηγορία της "Δισκοθήκης Β" υπό τους όρους ότι:-
"(α) Θα ληφθούν όλα τα κατάλληλα μέτρα και θα υπάρξει πλήρης συμμόρφωση με τις οδηγίες των αρμοδίων Αρχών, ώστε να επιτευχθεί πλήρης και αποτελεσματική ηχομόνωση του κτιρίου.
(β) Ο εξωτερικός χώρος μπροστά από το κέντρο (βεράντα) δεν θα χρησιμοποιηθεί για τοποθέτηση τραπεζιών ή καθισμάτων ή για εξυπηρέτηση πελατών. Διευκρινίζεται ότι ο κοινόχρηστος χώρος του κέντρου περιορίζεται στην κλειστή αίθουσα.
(γ) Το θέμα του χώρου στάθμευσης αυτοκινήτων πελατών θα τύχει της έγκρισης του Δήμου Πάφου."
Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας εναντίον της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης του Υπουργού.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλονται ορισμένες κατ' ισχυρισμό παραλείψεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποφασίσει πάνω σε αριθμό, ουσιωδών κατά την εφεσείουσα, σημείων, έξι για την ακρίβεια, που είχαν εγερθεί κατά την εκδίκαση της προσφυγής.
Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε με τη σειρά τα σημεία αυτά.
Το πρώτο σημείο που εγείρεται είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο ο εφεσίβλητος διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα προτού προχωρήσει στην έκδοση της απόφασής του. Έχουμε μελετήσει προσεκτικά το σημείο αυτό, αλλά δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Στην απόφαση του Δικαστηρίου αναφέρεται ρητά ότι οι εφεσίβλητοι κατέληξαν στην απόφασή τους αφού ερεύνησαν, μελέτησαν, και ζύγισαν με λογικά κριτήρια όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους και που συνηγορούσαν υπέρ της απόρριψης του αιτήματος.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο η απουσία ειδικού και ξεχωριστού διοικητικού φακέλου σε σχέση με την ιεραρχική προσφυγή επηρέαζε την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης. Έχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να αποφασίσει το ζήτημα απλώς και μόνο επειδή αυτό αποτέλεσε αντικείμενο επιχειρηματολογίας. Εν πάση περιπτώσει, κατά την κρίση μας, η μη ύπαρξη τέτοιου φακέλου δεν μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την εγκυρότητα της απόφασης του Υπουργού. Σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής "ο φάκελος της υποθέσεως" είναι, προφανώς, ο φάκελος του διοικητικού οργάνου που χειρίσθηκε το θέμα σε πρώτο βαθμό μαζί με το έγγραφο της ιεραρχικής προσφυγής. Στην εξεταζόμενη περίπτωση είναι αναμφισβήτητο ότι τόσο ο φάκελος του Κ.Ο.Τ. όσο και το έγγραφο της προσφυγής της εφεσείουσας μελετήθηκαν από τον Υπουργό προτού καταλήξει στην απόφασή του.
Το τρίτο σημείο που προβάλλεται είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο ο Νόμος επιτρέπει τη χορήγηση άδειας μπυραρίας, και, παράλληλα, άδειας δισκοθήκης στην ίδια επιχείρηση. Έχουμε την άποψη ότι το σημείο αυτό ήταν άσχετο με την υπόθεση και ορθά δεν απασχόλησε το Δικαστήριο.
Το μοναδικό επίδικο ζήτημα πάνω στο οποίο είχε καθήκο να αποφανθεί το Δικαστήριο ήταν κατά πόσο ο Υπουργός, με βάση τα ενώπιόν του στοιχεία, μπορούσε, μέσα στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας που του παρέχει η νομοθεσία, εύλογα να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, αφού, προηγουμένως, εξέταζε και αξιολογούσε την υπόθεση, όπως πράγματι έπραξε, όχι ως εφετείο αλλά πρωτογενώς σύμφωνα με τη νομολογιακή αρχή ότι η ιεραρχική προσφυγή δεν επενεργεί ούτε εξοιμοιώνεται με έφεση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Σπύρος Γεωργίου v. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1991) 4 A.A.Δ. 1563.) Το ζήτημα τούτο αποφασίστηκε από το Δικαστήριο.
Το τέταρτο σημείο που θίγεται είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν κλήθηκε να εκθέσει τις απόψεις της ενώπιον του Υπουργού επηρέαζε την εγκυρότητα της απόφασής του. Ευρίσκουμε, και πάλιν, ότι το Δικαστήριο δεν ήταν υπόχρεο να επεξηγήσει την ορθή νομική θέση πάνω στο θέμα που δεν είναι άλλη από το ότι ο Υπουργός δεν είχε νομική υποχρέωση να καλέσει την εφεσείουσα να του εκθέσει και διά ζώσης τις απόψεις της αφού, βάσει του άρθρου 12 του Νόμου, επαφίεται στην κρίση του, ενώ εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή, να καλέσει ή να μην καλέσει τους ενδιαφερομένους σε προφορική ακρόαση, εφ' όσον έχει στα χέρια του τόσο την τοποθέτηση του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου, όπως προκύπτει από το διοικητικό του φάκελο, όσο και την ιεραρχική προσφυγή με τις παραστάσεις του προσφεύγοντος. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προφορική ακρόαση των ενδιαφερομένων είναι υποχρεωτική μόνο σε πειθαρχική διαδικασία ή σε περιπτώσεις όπου ο νόμος ρητά προβλέπει την παροχή ευκαιρίας για προφορική ακρόαση. (Βλ., μεταξύ άλλων, Κontemeniotis v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 1027, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης κ.α. v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Στροβόλου κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 1544.)
Το πέμπτο σημείο είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει κατά πόσο η επιχείρηση της εφεσείουσας θα μπορούσε να λειτουργήσει και με τις δύο άδειες, χωρίς να εξουδετερώνονται οι όροι περί ηχομόνωσης, ενώ το έκτο, που συνδέεται άμεσα με το πέμπτο, είναι ότι λανθασμένα το ίδιο Δικαστήριο παρέλειψε να πάρει θέση πάνω στην αξιολόγηση του εφεσίβλητου ως προς την προτιθέμενη χρήση του κέντρου από την εφεσείουσα. Ευρίσκουμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απέφυγε να υπεισέλθει σε τέτοια ζητήματα. Είναι πάγια θεμελιωμένη νομολογιακή αρχή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν επεμβαίνει στην εκτίμηση των στοιχείων, που βρίσκονταν ενώπιον της διοίκησης και που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, παρά μόνο εάν και όταν διαπιστώσει ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή ότι η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της ευχέρειας με την έννοια ότι τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε δεν ήσαν εύλογα επιτρεπτά εν όψει των εν λόγω στοιχείων. Στην εξεταζόμενη περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή της θεμελιακής αυτής αρχής, ορθά, κατά την κρίση μας, απέφυγε να αναμειχθεί στην ουσιαστική κρίση της διοίκησης πάνω στα θιγόμενα θέματα.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι "Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάσισε ότι οι Καθ' ων η αίτηση "μελέτησαν, ζύγισαν και αποφάσισαν πάνω σε λογικά κριτήρια την απόφασή τους" και ότι δεν υπήρχε "ούτε ένα στοιχείο αυθαιρεσίας, αδικίας ή καταστρατήγησης θεσμών και αρχών", διότι η απουσία διοικητικού φακέλου και οποιασδήποτε ανεξάρτητης έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση τεκμηριώνει το αντίθετο."
Ευρίσκουμε ότι ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Είναι πρόδηλο ότι ο Υπουργός είχε ενώπιόν του όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πλαισίωναν την υπόθεση όπως τα περιείχε ο φάκελος του πρωτοβάθμιου διοικητικού οργάνου, δηλαδή του Κ.Ο.Τ., αφ' ενός, και η ιεραρχική προσφυγή, αφ' ετέρου.
Ο τρίτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και μέσα στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας του εφεσίβλητου και τούτο διότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο προς υποστήριξη της απόφασής του δεν ευσταθούσαν. Ούτε αυτή η θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Έχουμε ήδη παραθέσει το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του εφεσίβλητου και δεν βρίσκουμε οτιδήποτε το αξιόμεμπτο στον τρόπο με τον οποίο το Δικαστήριο προσήγγισε την εν λόγω απόφαση για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Δεν συμφωνούμε. Η αιτιολογία της απόφασης του Δικαστηρίου προκύπτει αβίαστα από όσα έχουμε ήδη παραθέσει αναφορικά με τους προηγούμενους λόγους έφεσης.
Ο πέμπτος και τελευταίος λόγος έφεσης αναφέρεται στα έξοδα. Προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία η εφεσείουσα καταδικάστηκε στα έξοδα της δίκης. Είναι καθιερωμένη αρχή ότι το ζήτημα των εξόδων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στον τρόπο με τον οποίο, στην προκείμενη περίπτωση, ασκήθηκε πρωτόδικα η διακριτική αυτή ευχέρεια.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.