ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 490

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2067.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Χρίστου Ιωσηφίδη,

Εφεσείοντα-Αιτητή,< /P>

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (Ε.Δ.Υ.),

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

Hμερομηνία: 24 Ιουνίου 1998.

Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Για τους εφεσίβλητους: Ρ. Πετρίδου (κα), Ανώτ. Δικ. της Δημ. εκ μέρους

του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: Μιχ. Τριανταφυλλίδης.

- - -

 

ΠΙΚΗΣ Π.: Ο Κραμβής, Δ., είναι σύμφωνος με την απόφαση που ακολουθεί.

- - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Υπάρχει διϊστάμενη νομολογία ως προς τις επιπτώσεις που ενέχει, στην αναθεωρητική δίκη, η ανάκληση της διοικητικής πράξης ή απόφασης, η οποία προσβάλλεται. Τη διάσταση αυτή είχα την ευκαιρία να επισημάνω στην G.A.P. Estates Limited v. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 395/93 - 12.8.1994. Όπως εξήγησα, προκύπτει από την Payiatas v. Republic (1984)3 C.L.R. 1239, ότι η ανάκλησή της, δεν καταργεί τη δίκη. Την ίδια θέση είχα υιοθετήσει και σε δύο προγενέστερες της G.A.P. (ανωτέρω), πρωτόδικες αποφάσεις, στη Vakis v. Republic (1985)3 C.L.R. 534, και στη Christodoulides v. CY.T.A. (1988)3 C.L.R. 1162. Στη Christodoulides< FONT FACE="Arial,Arial">, αναφέρεται ότι: (σελ. 1164)

«Τhe revocation of an administrative act does not put an end to the proceedings in which its validity is impugned. This was authoritatively stated to be the law by the Full Bench of the Supreme Court in Payiatas v. Republic (1984)3 C.L.R. 1239.»

Στη Vakis, όπως και στη Christodoulides< FONT FACE="Arial,Arial">, αποφασίστηκε, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 146 γενικά και της παραγράφου 6 ειδικά, ότι η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη. Δικαιωματικά ο προσφεύγων μπορεί να αξιώσει συνέχιση της δίκης, για να διαπιστωθεί η νομιμότητα της πράξης που προσβάλλει. Η ακύρωσή της από το Ανώτατο Δικαστήριο, βάσει του Άρθρου 146.4, αποτελεί προϋπόθεση για τη διεκδίκηση θεραπείας κάτω από την παράγραφο 6, του ιδίου Άρθρου.

Στην Kyriakides v. Educ. Service Commission (1987)3 C.L.R. 457, o Tριανταφυλλίδης Π., αποφάσισε ότι η ανάκληση της απόφασης, (προαγωγές στη θέση βοηθού διευθυντή σχολείου) που ήταν το αντικείμενο της προσφυγής, δεν επέφερε τον τερματισμό της δίκης. Διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος περιλαμβάνει και ηθική ζημία η οποία, όπως διαφαίνεται από το κείμενο της απόφασης, μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο θεραπείας βάσει του Άρθρου 146.6. Άλλη απόφαση που άπτεται του θέματος είναι η Valiantis and Others v. Republic (1987)3 C.L.R. 151. Ο Στυλιανίδης Δ., (όπως ήταν τότε), θεώρησε, υπό το φως των προνοιών του Άρθρου 146.6, τη δίκη ως μή καταργηθείσα, ως αποτέλεσμα της ανάκλησης. Έκρινε, ότι η απόφαση δεν εξαφάνισε τα δυσμενή αποτελέσματα της προσβληθείσας πράξης. Σημαντική είναι η ακόλουθη διαπίστωση στην οποία το Δικαστήριο προέβη: (σελ. 154)

«It is not within the task or competence of this Court to inquire whether the applicants suffered any damage from the revoked decisions. This is within the exclusive jurisdiction of the District Court.»

H δίκη καταργείται πρωτόδικα και κατ΄ έφεση εφόσον ο αιτητής εγκαταλείπει την προσφυγή του. (Βλ. Republic v. Louca and Others (1984)3 C.L.R. 241.)

Στην Παπαδοπούλλου ν. Δημοκρατίας Υπ. αρ. 125/86, 25.4.1989, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η ανάκληση επιφέρει την κατάργηση της δίκης εκτός όπου διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι η ζημία ή η βλάβη του προσφεύγοντος δεν εξαλείφεται με την ανάκληση. Η ουσία της απόφασης της Ολομέλειας που δόθηκε από τον Στυλιανίδη, Δ., συμπυκνώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σελ. 14-15)

«Αφού λάβαμε υπόψη μας τις πρόνοιες των σχετικών παραγράφων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, τις βασικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου και τη νομολογία του Δικαστηρίου τούτου, καταλήξαμε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξετάζει την έκταση των ζημιών, αλλά ερευνά αν εκ πρώτης όψεως παραμένει ζημία ή βλάβη, η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανάκληση, για να αποφασίσει αν η δίκη καταργείται ή συνεχίζεται.»

Στην Παπαδοπούλλου (ανωτέρω), γίνεται αναφορά στις προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου - του μονομελούς δικαστηρίου και της ολομέλειας - περιλαμβανομένης της Payiatas, χωρίς να διατυπώνεται άμεσα οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς την ορθότητα του λόγου τους. Η απόφαση στην Παπαδοπούλλου εμφανώς συγκρούεται με την προηγούμενη απόφαση της ολομέλειας στην Payiatas. Το γεγονός αυτό δεν σχολιάζεται ούτε η δέσμευση που ενείχε η Payiatas, ως θέμα δικαστικού προηγούμενου. Δεν οριοθετείται το πλαίσιο της διαφωνίας ούτε δίδονται λόγοι για την απόκλιση από την προηγούμενη απόφαση. Μόνη εξαίρεση αποτέλεσε η απόφαση στην Kyriakides (ανωτέρω), ο λόγος της οποίας αποδοκιμάστηκε.

Στην G.A.P. (ανωτέρω), διαπίστωσα τη διάσταση μεταξύ του λόγου της Payiatas και εκείνου της Παπαδοπούλλου επισημαίνοντας ότι όπου υπάρχει σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Δικαστηρίου από τις οποίες δημιουργείται δέσμευση, παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ τους, ανάλογα με την κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητά τους. Η αρχή αυτή αναγνωρίστηκε στη Young v. Bristol Aeroplane Co. (1944)2 All E.R. 293 (C.A.), απόφαση του Αγγλικού Εφετείου και κατ΄ έφεση Young v. Bristol Aeroplane Co. (1946)1 All E.R. 98 (H.L.). Στo ακόλουθο απόσπασμα, από την απόφαση του Προέδρου του Εφετείου (με αριθμητικά ενισχυμένη σύνθεση), Λόρδου Green, αναγνωρίζεται ρητά το δικαίωμα του Δικαστηρίου να επιλέξει μεταξύ προηγούμενων συγκρουόμενων αποφάσεων oι οποίες δημιουργούν δέσμευση για το Δικαστήριο: (σελ. 298)

«In considering the question whether or not this court is bound by its previous decisions and those of courts of co-ordinate jurisdiction, it is necessary to distinguish four classes of case. The first is that with which we are now concerned, namely, cases where this court finds itself confronted with one or more decisions of its own or of a court of co-ordinate jurisdiction which cover the question before it, and there is no conflicting decision of this court or of a court of co-ordinate jurisdiction. The second is where there is such a conflicting decision. The third is where this court comes to the conclusion that a previous decision, although not expressly overruled, cannot stand with a subsequent decision of the House of Lords. The fourth (a special case) is where this court comes to the conclusion that a previous decision was given per incuriam. In the second and third classes of case it is beyond question that the previous decision is open to examination. In the second class, the court is unquestionably entitled to choose between the two conflicting decisions. In the third class of case the court is merely giving effect to what it considers to have been a decision of the House of Lords by which it is bound. The fourth class requires more detailed examination and we will refer to it again later in this judgment.»

H αρχή της Young, σε σχέση με την απόκλιση από προηγούμενη δικαστική απόφαση περιλαμβανομένης και της ευχέρειας επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων, επαναβεβαιώθηκε από τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στη A-G of St Christopher v. Reynolds (1979)3 All E.R. 129. Αναφορά στη δυνατότητα αυτή γίνεται και στην απόφαση του Λόρδoυ Reid στη Scruttons v. Midland Silicones (1962)1 All E.R. 1. H θέση του διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα: (σελ. 12)

«I would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House. But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision. The first two of these grounds appear to me to apply to the present case.»

Στην Young, διακρίνεται η περίπτωση συγκρουόμενων αποφάσεων του ιδίου δικαστηρίου, (η δεύτερη κατηγορία), από εκείνη που αφορά αποφάσεις που εκδίδονται per incuriam, (η τέταρτη κατηγορία). Ευχέρεια απομάκρυνσης από απόφαση, για το λόγο ότι εκδόθηκε per incuriam δηλαδή χωρίς αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία ή δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο, παρέχεται μόνο στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων ή το Εφετείο, (ανάλογα με την περίπτωση), όχι όμως σε ιεραρχικά κατώτερο δικαστήριο. Αναγνώριση τέτοιας δυνατότητας σε ιεραρχικά κατώτερα δικαστήρια θα τα καθιστούσε, όπως μπορεί να παρατηρήσουμε, σε μεγάλο βαθμό κριτές της δεσμευτικότητας των αποφάσεων, ιεραρχικά ανώτερων δικαστηρίων, γεγονός που θα κλόνιζε το θεμέλιο του δεσμευτικού προηγούμενου.

Το ότι δεν παρέχεται σε κατώτερο ιεραρχικά δικαστήριο η δυνατότητα απόκλισης από απόφαση ανώτερου δικαστηρίου (Εφετείου), με το δικαιολογητικό ότι εκδόθηκε per incuriam, προκύπτει ευθέως από την Αγγλική νομολογία. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στην Cassell & Co. Ltd. v. Broome (1972)1 All E.R. 801 του Λόρδου Diplock, αντανακλά την ισχύουσα αρχή: (σελ. 874)

«The Court of Appeal, [(1971)2 All E.R. 187, (1971)2 WLR 853] found themselves able to disregard the decision of this House in Rookes v. Barnard [(1964)1 All E.R. 367, (1964) AC 1129] by applying to it the label per incuriam. That label is relevant only to the right of an appellate court to decline to follow one of its own previous decisions, not to its right to disregard a decision of a higher appellate court or to the right of a judge of the High Court to disregard a decision of the Court of Appeal. Even if the jurisdiction of the Court of Appeal had been co-ordinate with the jurisdiction of this House and not inferior to it the label per incuriam would have been misused.»

H ευχέρεια επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων ανώτερου δικαστηρίου αναγνωρίζεται και από το Ανακτοβούλιο στην Baker v. The Queen (1975)3 All E.R. 55. To ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας προσδιορίζει την αρχή: (σελ. 64)

«Although the Judicial Committee is not itself strictly bound by the ratio decidendi of its own previous decisions, courts in Jamaica are bound as a general rule to follow every part of the ratio decidendi of a decision of this Board in an appeal from Jamaica that bears the authority of the Board itself. To this general rule there is an obvious exception, viz where the rationes decidendi of two decisions of the Board conflict with one another and the later decision does not purport to over-rule the earlier. Here the Jamaican courts may choose which ratio decidendi they will follow and in doing so they may act on their own opinion as to which is the more convincing.»

H ελευθερία επιλογής μεταξύ συγκρουόμενων αποφάσεων ανώτερου δικαστηρίου από ιεραρχικά κατώτερο δικαστήριο, με βάση την κρίση του τελευταίου για την ορθότητα της αρχής που ενσωματώνουν, αναγνωρίστηκε πρόσφατα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Caspi Shipping Limited κ.ά. ν. Toυ προϊόντος πώλησης του πλοίου «Saphire Seas» που βρίσκεται κατατεθειμένο στο Δικαστήριο, Αγωγή Ναυτοδικείου αρ. 85/97 - 20.5.1998. Ο Δικαστής Sheen στην υπόθεση The St. Anna (1983)2 All E.R. 691, ήταν αντιμέτωπος με δύο συγκρουόμενες αποφάσεις του Αγγλικού Εφετείου αναφορικά με τη βάση αγωγής για την ανάκτηση ποσού επιδικασθέντος από Διαιτητή, τη Bremer Oeltransport v. Drewry (1933)1 K.B. 753, - (1933) All E.R. 851, και τη μεταγενέστερη απόφαση The Beldis (1935) All E.R. 760. Οι συγκρουόμενες αποφάσεις άφηναν νομολογιακά ελεύθερο το πεδίο ως προς το ποιά απόφαση θα ακολουθείτο. Παρόλο που επισημαίνει ο δικαστής Sheen ότι στη The Beldis δεν είχε γίνει παραπομπή στην Bremer δεν την απέρριψε ως δικαστικό προηγούμενo για το λόγο ότι ήταν per incuriam. Επέλεξε, όπως ρητά αναφέρει, μεταξύ των δύο συγκρουόμενων αποφάσεων με επίμετρο την κρίση του Δικαστηρίου για την ορθότητα του λόγου τους. H ελευθερία αυτή αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πρόσφατη απόφασή μας στην Caspi. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στην περίπτωση προηγούμενων αποφάσεων του Εφετείου, οι οποίες κρίνονται per incuriam, η ευχέρεια του (Εφετείου) να μή τις ακολουθήσει δεν συναρτάται μόνο με την ύπαρξη άλλης προγενέστερης συγκρουόμενης απόφασής του. αλλά και με την παραγνώριση νομοθετικής ή κανονιστικής διάταξης. (Βλ. μεταξύ άλλων Willis v. Association of Universities of the British Commonwealth (No. 2) (1965)2 All E.R.393. Farrell v. Alexander (1976)1 All E.R. 129. Nicholas v. Penny (1950)2 All E.R. 89.)

Σε τελευταία ανάλυση η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σ΄αυτή την υπόθεση ευρίσκεται αντιμέτωπη με διϊστάμενες προηγούμενες αποφάσεις της αναφορικά με τις επιπτώσεις της ανάκλησης διοικητικής απόφασης στην αναθεωρητική δίκη. Σε τέτοια περίπτωση, όπως διαπιστώνεται (υπό το φως της νομολογίας) στον Halsbury's Laws of England 4th ed. Vol. 26, παρ. 578:

«The Court of Appeal is entitled and bound to decide which of two conflicting decisions of its own it will follow.»

Όπως εξηγήσαμε στην G.A.P. και ο Στυλιανίδης Δ., νωρίτερα στη Valiantis and Others (ανωτέρω), εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου η διαπίστωση της ζημίας που υφίσταται ο προσφεύγων ως αποτέλεσμα παράνομης διοικητικής πράξης. Ούτε παρέχονται ουσιαστικά ή δικονομικά μέσα για τη διαπίστωση της ζημίας ή βλάβης στην αναθεωρητική δίκη. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, κάτω από το Άρθρο 146, περιορίζεται στην κρίση της νομιμότητας των αποφάσεων ή πράξεων που προσβάλλονται. Το κείμενο του Άρθρου 146 δεν συναρτά τη βιωσιμότητα της προσφυγής με οποιοδήποτε γεγονός μεταγενέστερο της έγερσής της. Αντίθετα, η αναθεώρησή της προς τον σκοπό διαπίστωσης της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης η οποία προσβάλλεται αποτελεί καθήκον του Δικαστηρίου. Το καθήκον αυτό επιβάλλεται, όχι μόνο χάριν της διαφύλαξης των δικαιωμάτων του αιτητή βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146, αλλά και χάριν της διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης.

Αποτελεί υποχρέωση της αρχής ή του όργάνου που εξέδωσε απόφαση ή πράξη, η οποία ακυρώνεται από το Δικαστήριο, να εξαλείψει τα αποτελέσματά της. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από την παράγραφο 5 του Άρθρου 146. Η ανάκληση της απόφασης ή της πράξης δεν επάγεται την ίδια υποχρέωση.

Το Άρθρο 146.6 δεν συναρτά το δικαίωμα για την παροχή θεραπείας από πολιτικό δικαστήριο μόνο με την ακύρωση της πράξης αλλά και από τη μή επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε στον αιτητή, από την αρχή που εξέδωσε την απόφαση. Η παράγραφος 6 του Άρθρου 146, προβλέπει:

«Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου κατά την τετάρτην παράγραφον του παρόντος άρθρου δικαιούται, εφ΄ όσον η αξίωσις αυτού δεν ικανοποιήθη υπό του περί ου πρόκειται οργάνου, αρχής ή προσώπου, να επιδιώξη δικαστικώς αποζημίωσιν ή άλλην θεραπείαν επί τω τέλει, όπως επιδικασθή εις τούτο δικαία και εύλογος αποζημίωσις καθοριζομένη υπό του δικαστηρίου ή παρασχεθή εις τούτο άλλη δικαία και εύλογος θεραπεία ήν το δικαστήριον έχει την εξουσίαν να παράσχη.»

Στην Εγγλεζάκη και άλλες ν. Γενικού Εισαγγελέα (1992)1 Α.Α.Δ. 697 επισημάναμε ότι: (σελ. 702)

«Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, προέκυψε ζημία, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί, από την αρμόδια διοικητική αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυψε καμιά ζημιά γιατί οι εφεσείουσες δεν ήταν, βάσει του γραπτού διαγωνισμού, μεταξύ των εισακτέων φοιτητών.»

Στην Κεντρική Τράπεζα ν. Θεοδωρίδη (1993)1 Α.Α.Δ. 420, επεξηγείται και πάλιν η θέση ότι ζήτημα αποζημίωσης μπορεί να εγερθεί μόνο εφόσον ακυρώνεται η πράξη και το αίτημα για αποκατάσταση της ζημίας δεν ικανοποιείται από την αρχή ή το όργανο που φέρει την ευθύνη για την παράνομη πράξη. Μόνο τότε μπορεί να προκύψει ζήτημα ζημίας και αντίστοιχο δικαίωμα διεκδίκησής της ενώπιον πολιτικού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα για αποζημίωση το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 146.6, είναι, όπως διαπιστώνεται στην The Attorney-General of the Republic v. Andreas A. Markoullides and Another (1966)1 C.L.R. 242, ανεξάρτητο από οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα. Χαρακτηρίζεται (το δικαίωμα) στην Frangoulides v. Republic (1982)1 C.L.R. 462, ως «a cause suis generis». Διακρίνεται από το αγώγιμο δικαίωμα των αποζημιώσεων, όπως είναι γνωστό στο κοινό δίκαιο, ή οποιοδήποτε άλλο αγώγιμο δικαίωμα για αποζημιώσεις. (Βλ. επίσης Costas Tsakistos v. The Attorney-General of The Republic etc. (1969)1 C.L.R. 355.) To ακόλουθο απόσπασμα από τη Frangoulides, χαρακτηρίζει τη φύση του δικαιώματος: (σελ. 470)

«It is ancillary to judicial review, as a measure necessary for its effectiveness. Primarily it entitles the injured party to recover damage not remediable by proper administrative action. If the proper administrative action is not taken, the remedy is to go to the administrative court again. If this step notwithstanding the injured party is left to shoulder damages, then he has a right to recover them from the Republic.»

Και στη σελ. 471:

«The remedies under Article 146.1 and Article 146.6 are mutually exclusive. One cannot simultaneously pursue an action for administrative review and an action for damage allegedly arising from the same administrative act. (See, Kyriakides v. The Republic, 3 R.S.C.C. 13; Hagop Ouzounian v. The Republic (1966)3 C.L.R. 553 - a judgment of Triantafyllides, J., as he then was). The annulment of the administrative act complained of, is a prerequisite to the valid pursuit of an action for damages under Article 146.6. Any other approach would invariably undermine the exclusive jurisdiction of the Supreme Court to take cognizance of complaints directed against the legality of administrative acts.»

(Βλέπε επίσης Λανίτη Λτδ & άλλοι ν. Γεν. Εισαγγελέα (1991)1 Α.Α.Δ. 225, και Μαυρονύχης ν. Αρχής Βιομ. Καταρτίσεως (1995)1 Α.Α.Δ. 612.)

Η εξουσία του πολιτικού Δικαστηρίου για την παροχή θεραπείας δεν περιορίζεται στις αποζημιώσεις. εκτείνεται, σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες της παραγράφου 6, του Άρθρου 146, στην παροχή κάθε μορφής θεραπείας την οποία το πολιτικό Δικαστήριο έχει εξουσία να παράσχει. Οι εξουσίες αυτές προσδιορίζονται στο Τέταρτο Μέρος του περί Δικαστηρίων Νόμου, (14/60) και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος καθώς και αποφάσεις αναγνωριστικές δικαιώματος. Το δικαίωμα για αποζημιώσεις βάσει του Άρθρου 146.6 δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την πρόκληση υλικής ζημίας. Οι αρχές της επιείκειας αποτελούν, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, τον οδηγό τόσο στη διαπίστωση της ζημίας όσο και στην ικανοποίησή της. (Βλ. Phedias Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Pantelis Petrides v. The Greek Communal Chamber and Another (1965)1 C.L.R. 39. Attorney General v. Andreas A. Markoullides and Another (1966)1 C.L.R. 242. Marcou and Another v. Republic (1968)3 C.L.R. 166 . Costas Tsakistos v. Attorney General (1969)1 C.L.R. 355. Frangoulides v. Republic (1982)1 C.L.R. 462.)

Το ακόλουθο απόσπασμα από την Θεοδωρίδη (ανωτέρω), είναι διαφωτιστικό για τους παράγοντες που προσμετρούν στον προσδιορισμό της ζημίας: (σελ. 426)

«Στη Markoullides (ανωτέρω) λήφθηκε υπόψη στον καθορισμό της ζημίας η απείθεια του ενάγοντα στις οδηγίες της Αρχής Ηλεκτρισμού για τη μετάθεση του που θεμελίωσε την πειθαρχική δίωξη εναντίον του παρά την ακύρωση της απόφασης για την παύση του. Ότι προκύπτει είναι ότι η ακύρωση της πράξης δε διαγράφει τη διαγωγή του υπαλλήλου στην υπηρεσία του η οποία εφόσον κριθεί μεμπτή επενεργεί προς μείωση ή ακόμα και εξαφάνιση του δικαιώματος για αποζημίωση. Καθοδήγηση για το μέτρο της ζημίας βάσει του Άρθρου 146.6 μπορεί να αντληθεί και από το δίκαιο της επιείκιας (equity) που συναρτά την παροχή θεραπείας και το μέτρο του καθορισμού της με την επίδειξη επιπέδου συμπεριφοράς που συνάδει με τις αρχές της δικαιοσύνης, δηλαδή καθαρή συνείδηση και άμεμπτη διαγωγή.»

Άμεσα σχετική είναι η φρασεολογία του Άρθρου 146.6: «Παν πρόσωπον ζημιωθέν εξ αποφάσεως ή πράξεως ή παραλείψεως κηρυχθείσης ακύρου ...». Η έννοια της ζημίας περιλαμβάνει κάθε μορφή βλάβης δυνάμενης να θεραπευθεί με κατάλληλη απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου.

Kαταλήγω, για τους λόγους που έχω εκθέσει, ότι η απόφαση στην Payiatas, ενσωματώνει την ορθή αρχή δικαίου. Η διαπίστωση η οποία έγινε στην G.A.P. (ανωτέρω), την οποία επίσης επικαλέστηκε ο εφεσείων, είναι ορθή.

Πιο κάτω συνοψίζω τους λόγους που έχω εκθέσει, για τους οποίους η ανάκληση δεν καταργεί τη δίκη.

(α) Το Άρθρο 146 δεν θέτει κανένα περιορισμό στην αναθεώρηση πράξης ή απόφασης η οποία προσβάλλεται με το προβλεπόμενο ένδικο μέσο.

(β) Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, βάσει του Άρθρου 146, περιορίζεται στη θεώρηση της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης η οποία τίθεται προς αναθεώρηση βάσει των κριτηρίων που ρητά τίθενται από το Άρθρο 146.1: «... επί τω λόγω ότι αύτη είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ΄ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο.»

(γ) Η ακύρωση της απόφασης ή πράξης από το Δικαστήριο καθιστά υποχρέωση της αρχής που την εξέδωσε να εξαλείψει την πράξη και όλες τις συνέπειές της. Η υποχρέωση αυτή συναρτάται αφενός, με την προστασία των δικαιωμάτων του αιτητή (περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων του κάτω από το Άρθρο 146.6) και αφετέρου, με τη διασφάλιση της νομιμότητας στη δημόσια λειτουργία.

(δ) Η ακύρωση της πράξης ή απόφασης αποτελεί πρϋπόθεση για τη διεκδίκηση του δικαιώματος που εξασφαλίζει η παράγραφος 6 του Άρθρου 146. Δεν είναι όμως η μόνη. Δεύτερη προϋπόθεση αποτελεί η μή ικανοποίηση της αξίωσης, του επιτυχόντα αιτητή στην προσφυγή, από το αρμόδιο όργανο, αρχή ή πρόσωπο. Μόνο τότε γεννάται δικαίωμα διεκδίκησης αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας από το πολιτικό Δικαστήριο. Η διαπίστωση της γένεσης του δικαιώματος και της θεραπείας, στην οποία δικαιούται ο επιτυχών στην προσφυγή αιτητής, ανάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία του αρμόδιου πολιτικού Δικαστηρίου.

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει κρίνουμε, κατ΄ αντίθεση προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ανάκληση της απόφασης που προσέβαλε ο εφεσείων δεν ανέκοψε ή κατάργησε τη δίκη. Γι΄ αυτό θα επιτρέπαμε την έφεση και θα εξετάζαμε τη νομιμότητα της απόφασης που προσβάλλεται προς τον σκοπό αποπεράτωσης της δίκης.

 

 

 

Π.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο