ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 327
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2207
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ/στών
Κυπριακή Δημοκρατία,
Εφεσείουσα
- ν. -
Ανδρέα Χριστοδούλου,
Αντώνη Κουταλιανού,
Χρίστου Αλεξάνδρου,
Εφεσιβλήτων
---------------------------
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2208
Κυπριακή Δημοκρατία,
Εφεσείουσα
- ν. -
Ανδρέα Χριστοδούλου,
Αντώνη Κουταλιανού,
Χρίστου Αλεξάνδρου,
Εφεσιβλήτων
---------------------------
15 Μαίου 1998
Για την εφεσείουσα: Δ. Παπαδοπούλου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τον εφεσίβλητο Ανδρέα Χριστοδούλου: Ε. Φλουρέντζος.
Για τον εφεσίβλητο Αντώνη Κουταλιανού: Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τον εφεσίβλητο Χρίστο Αλεξάνδρου: Χρ. Πουργουρίδης.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Χαράλαμπο Φουρνίδη: Α.Σ. Αγγελίδης.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Τέθηκε ως μόνο ζήτημα, με λόγους ταυτόσημους στις δύο εφέσεις, το κατά πόσο η αντίστοιχη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος, σε δύο χωριστές διαδικασίες - ενόψει χωριστών προτάσεων - για την πλήρωση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, (Ε.Δ.Υ.), με προαγωγή, τριών θέσεων Συντηρητή Δασών Α΄, ήταν ή όχι αιτιολογημένη. Η ουσιαστική, ως προς την προσέγγιση, ομοιότητα των συστάσεων αποτέλεσε τον κοινό παρονομαστή για συνεκδίκαση των εφέσεων.
Οι σχετικές αποφάσεις της Ε.Δ.Υ., ημερ. 5 Αυγούστου 1992, οι οποίες προσβλήθηκαν από τρεις μη επιλεγέντες υποψηφίους που ήταν οι ίδιοι και στις δύο περιπτώσεις, ακυρώθηκαν πρωτόδικα επειδή το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συστάσεις, τις οποίες παραθέτω, δεν ήταν αιτιολογημένες:
Πρώτη διαδικασία (Α.Ε. 2208): Ο Διευθυντής ανέφερε:
"Οι υποψήφιοι Αττιπάς Χριστάκης, Τσιντίδης Τάκης και Αλεξάνδρου Χρίστος διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Ο πρώτος έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα ενός ακαδημαϊκού έτους και οι άλλοι δύο κατέχουν τίτλο M.Sc. σε συναφές με τη Δασολογία θέμα.
Έχοντας άμεση γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων και της γενικότερης προσφοράς τους στο Τμήμα και αφού έλαβα υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, και ιδιαίτερα τις αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων για τα τελευταία επτά χρόνια, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία,
Δεύτερη διαδικασία (Α.Ε. 2207)
: Ο Διευθυντής ανέφερε:"Εκτός από τους υποψήφιους Αττιπά Χριστάκη, Τσιντίδη Τάκη και Αλεξάνδρου Χρίστο, που όπως ανέφερα στην προηγούμενη διαδικασία διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, επιπλέον διαθέτει το πλεονέκτημα και ο Κυριάκου Κυριάκος, ο οποίος είναι υποψήφιος μόνο στην παρούσα διαδικασία. Ο Κυριάκου παρακολούθησε σειρά μαθημάτων ενός έτους περίπου στη Δασική Βοτανική, στους Βασιλικούς Βοτανικούς Κήπους Kew και στο University College Βορείου Ουαλλίας.
Έχοντας άμεση γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων και της γενικότερης προσφοράς τους στο Τμήμα και αφού έλαβα υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - κρίνω ότι οι Φουρνίδης Χαράλαμπος και Τσιντίδης Τάκης υπερέχουν των άλλων υποψηφίων και τους συστήνω για προαγωγή. Οι Τσιντίδης και Φουρνίδης υπερτερούν σε αξία των υπολοίπων υποψηφίων, τούτο δε αντικατοπτρίζεται στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις.
Ο Τσιντίδης υπερτερεί σε αρχαιότητα έναντι των Χριστοδούλου Ανδρέα, Χαραλάμπους Ανδρέα και Κουταλιανού Αντώνιου, υπερέχει όμως σημαντικά σε προσόντα, διότι κατέχει το πλεονέκτημα (τίτλο M.Sc.). Ο Τσιντίδης υστερεί επίσης σε αρχαιότητα έναντι του Αττιπά Χριστάκη, ο οποίος κατέχει και το πλεονέκτημα, υπερέχει όμως αυτού καταφανώς σε αξία."
Το άρθρο 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1990 (Ν. 1/90) προβλέπει ότι:
"35(4) Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε."
Η αντίστοιχη διάταξη στο άρθρο 44(3) του προηγούμενου νόμου (Ν. 33/67) προέβλεπε για "συστάσεις" χωρίς να ορίζει ότι θα έπρεπε να είναι αιτιολογημένες. Η συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι, παρόλον τούτο, με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου απαιτείτο και τότε αιτιολογία και γι΄ αυτό οι επί εκείνης της διάταξης αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με την εγκυρότητα συστάσεων χρησιμεύουν για ανάδειξη ως έγκυρων και των υπό τώρα εξέταση εφόσον προκύπτει από τη σύγκριση ότι σε τίποτε δεν υπολείπονται.
Εισήγηση ότι ήταν αναγκαία η αιτιολογία με βάση το προηγούμενο καθεστώς είχε γίνει και στην Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713. Η Ολομέλεια απεφάνθη ότι "η εισήγηση ως προς την αναγκαιότητα αιτιολόγησης της σύστασης δεν ευσταθεί". Και εξήγησε τους λόγους. Το ίδιο και στη Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 όπου στην απόφαση της η πλειοψηφία ανέφερε τα εξής (στη σελ. 241):
"Σύμφωνα με την προηγούμενη Νομολογία και τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος/Τμηματάρχη δεν είναι απαραίτητο να είναι αιτιολογημένες, ιδιαίτερα όταν συνάδουν ή βασίζονται στα καθιερωμένα κριτήρια, δεν μπορούν δε να θεωρηθούν ως ελαττωματικές λόγω έλλειψης αιτιολογίας, εκτός αν ανατραπεί το τεκμήριο της νομιμότητας με βάση το οποίο θεωρούνται πως διαμορφώθηκαν καλόπιστα μετά από δέουσα έρευνα. Βλ. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
.................................. .................................................. .......
.................................. .................................................. .......
Επίσης σε σειρά προσφυγών έχει ήδη γίνει δεκτή η πιο πάνω αρχή ότι οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος με βάση τους περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμους 1967-1987 δεν είναι αναγκαίο να περιέχουν αιτιολογία, νοουμένου βεβαίως ότι αυτές δεν είναι αντίθετες με το περιεχόμενο των φακέλων. Θέμα δικαστικού ελέγχου τίθεται μόνο στην περίπτωση που ο Προϊστάμενος εκλέγει να παραθέσει τους λόγους των εισηγήσεών του, οπόταν αν προκύψει ότι η αιτιολογία που δόθηκε από αυτόν πάσχει, η απόφαση μπορεί να ανατραπεί για το λόγο αυτό."
Πρέπει πέρα από αυτά να επισημανθεί και το ότι, όπως υπέδειξε επανειλημμένα η Ολομέλεια, όπου ο νόμος απαιτεί αιτιολογία, αυτή "πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης σαν συστατικό της στοιχείο".: βλ. Δημοκρατία ν. Χ"Γεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574 (στη σελ. 581)
. Πιπερίδης ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134 (στη σελ. 142). Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298. Δεν μπορώ λοιπόν να συμμεριστώ την άποψη της συνηγόρου της Δημοκρατίας ότι η αιτιολογία θα μπορούσε να αναζητηθεί στο περιεχόμενο των φακέλων. Ωστόσο, εφόσον διαπιστωθεί αυθυπαρξία αιτιολογίας στο σώμα της πράξης - εδώ της σύστασης - μπορεί κανείς να ανατρέξει στους φακέλους για εντοπισμό λεπτομερειών των στοιχείων στα οποία η σύσταση αναφέρεται ή παραπέμπει ως τα ερείσματα του συλλογισμού.Η αιτιολογημένη σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση, προορίζεται, ενόψει του νόμου, ως ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης. Το οποίο συχνά περιγράφεται και ως ουσιώδες: βλ. π.χ. την πρόσφατη απόφαση στη Δημοκρατία ν. Ψωμά, Α.Ε. 1979 ημερ. 17 Οκτωβρίου 1997. Δυνητικά είναι βέβαια. Αυτό όμως συμβαίνει μόνο όπου η σύσταση εισάγει δικά της δεδομένα τα οποία ως αποτέλεσμα της γνώμης του Προϊσταμένου προσθέτουν στην αξία του συστηνομένου. Όπως υποδείχθηκε από την Ολομέλεια στη Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 (στη σελ. 399):
"Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασής του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης."
Τα όσα προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως απαιτούμενα προσόντα σε συνάρτηση με τα καθήκοντα της θέσης, αποτελούν βέβαια την αμετάβλητη βάση. Ο Προϊστάμενος δύναται όμως, υπό το φως της πείρας, να προβεί σε εξειδικεύσεις. Προσθέτοντας έτσι στα ήδη γνωστά. Με αυτή την έννοια είναι που ο Προϊστάμενος αναφέρεται σε ιδιότητες και ικανότητες που προσιδιάζουν στη θέση. Τις οποίες εν συνεχεία μπορεί να συνδέσει με ό,τι συγκεντρώνει κάποιος υποψήφιος. Κι αυτό με δύο τρόπους. Είτε επισημαίνοντας με αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις την υπέρτερη βαθμολογία του συστηνομένου στον επί μέρους σχετικό τομέα παρότι στη γενική εικόνα αξίας εμφανίζεται ισοδύναμος με τους υπολοίπους ή ακόμα και να υστερεί. Είτε, αν πρόκειται για μη βαθμολογηθείσες ιδιότητες και ικανότητες οι οποίες έχουν καταστεί γνωστές ως εκ της υπηρεσιακής σχέσης, με την πρωτογενή αναφορά σε αυτές. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί και το εξής. Στο βαθμό που τέτοιου είδους αναφορά βρίσκεται σε αντίθεση με τη βαθμολογημένη αξία, δεν προσμετρά. Στην Παπαϊωάννου κ.α. (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) λέχθηκαν σχετικά τα εξής (στη σελ. 721):
"Είναι βέβαια θεμελιωμένο πως όταν οι συστάσεις συγκρούονται με την καθόλου εικόνα που εμφανίζουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις θα πρέπει να παραγνωρίζονται ή να τους δίνεται περιορισμένη σημασία ανάλογα με την έκταση της σύγκρουσης. (Βλ. Republic v. Koufettas (1985) 3 C.L.R. 1950)
Όπου η σύσταση δεν περιέχει οποιαδήποτε νέα πληροφόρηση μπορεί και πάλι να είναι αιτιολογημένη εφόσον γίνεται αναφορά στην ουσία των στοιχείων που βρίσκονται στους φακέλους, συνάμα και στάθμιση των στοιχείων ώστε να εξηγείται η κατάληξη. Όμως σε τέτοια περίπτωση η αξία της σύστασης δεν μπορεί να είναι παρά μηδενική. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι και πάλι από τη Στυλιανού κ. α. ν. Δημοκρατίας κ. α
. (ανωτέρω) στις σελ. 398-9:"Από την άλλη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί παράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας."
Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρώ τα εξής. Πρώτο, ότι ο Διευθυντής δεν εξειδίκευσε οποιεσδήποτε ιδιότητες ή ικανότητες που να προσιδίαζαν στη θέση με αναφορά στις ανάγκες της. Δεύτερο, ότι για την κρίση του ως προς τους καταλληλότερους επικαλέστηκε:
(α) την "άμεση γνώση της εργασίας όλων των υποψηφίων και της γενικότερης προσφοράς τους στο Τμήμα"
(β) τα διαθέσιμα στοιχεία των φακέλων: με ρητή γενική αναφορά στη μια περίπτωση - "έλαβα υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία και ιδιαίτερα τις αξιολογήσεις όλων των υποψηφίων για τα τελευταία επτά χρόνια" καθώς είπε - ενώ στην άλλη, παρότι παρέλειψε τέτοια αναφορά, εν τούτοις για τις συγκρίσεις ως προς την αξία, τις μόνο γενικές στις οποίες προέβη, παρέπεμψε στις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Η επίκληση από τον Διευθυντή σε άμεση γνώση για τους υποψηφίους, χωρίς καθόλου να αναφέρει τί ήταν που προέκυπτε από αυτήν, ενώ αφενός δεν μπορεί να αποτελέσει ανεξάρτητο έρεισμα για συγκριτική θεώρηση των υποψηφίων, αφετέρου παρέχει έδαφος για την εντύπωση ότι τα όσα ο Διευθυντής γνώριζε αλλά δεν ανέφερε, πρόσθεταν στην κατάληξη του εφόσον δεν διευκρίνισε ότι η δική του άμεση γνώση δεν πρόσθετε ο,τιδήποτε στα υπάρχοντα. Και θα ήταν νομίζω άτοπο να εικάσει κανείς το ένα ή το άλλο. Ούτε βέβαια, όπως ήδη σημείωσα, συνδέθηκε η δική του γνώση με οποιεσδήποτε ιδιαίτερες ανάγκες της θέσης.
Με αυτές λοιπόν τις αδυναμίες της επίκλησης από τον Διευθυντή άμεσης γνώσης για τους υποψηφίους, καταρρέει το ένα από τα δύο ερείσματα. Οι συστάσεις δεν θα μπορούσαν να περισωθούν στη βάση του εναπομείναντος ερείσματος, ήτοι, των ήδη υπαρχόντων στους φακέλους στοιχείων - σε ό,τι και αν κατέτειναν - εφόσον τα δύο
ερείσματα εμφανίζονται να συναποτελούν την ενιαία βάση της κατάληξης του Διευθυντή. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επεκταθώ. Ενόψει των όσων ανέφερα, οι συστάσεις, κατά τη γνώμη μου, στερούνται αιτιολογίας. Θα απέρριπτα λοιπόν τις εφέσεις με έξοδα.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ