ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 316

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 2153, 2154, 2155.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.

 

Ελένη Χρυσοστόμου (Εφεσείουσα - Ε/Μ 2) (Α.Ε. 2153)

Έλενα Μαυρομουστάκη (Εφεσείουσα - Ε/Μ) (Α.Ε. 2154)

1. Θωμάς Δημήτρη 3. Χριστοφή Μελανή )

4. Χ"Νικόλα Παναγιώτα 5. Σταύρου Λίνα ) Α.Ε. 2155

6. Κωνσταντινίδη Φώφη 7. Ασπρόφτας Τάσος )

8. Ζήσιμου Ευριδίκη 9. Παπαδοπούλου Φυτούλα )

Εφεσείοντες-Ενδ ιαφερόμενα Μέρη,

- ν -

1. Κωνσταντινίδου Αικατερίνης του Δημητρίου

2. Μιτσή Στέλλας του Παπανδρέα

3. Τσούντα Γεωργίας του Ανθίμου,

Εφεσιβλή των-Αιτητριών,

 

- και -

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Επιτροπής Εξέτασης Σωματικής Ικανότητας

2. Υπουργείου Άμυνας

Καθ΄ ων η αίτηση στην προσφυγή.

- - -

 

Ημερομηνία: 13 Απριλίου 1998.

Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2153.

Για την εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο

μέρος αρ. 2, Ελένη Χρυσοστόμου: Χρ. Χριστοφίδης.

Για τις εφεσίβλητες-αιτήτριες: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τη Δημοκρατία: Μ. Ευαγγέλου, Δικ. Δημ. εκ μέρους του Γεν. Εισ.

Αναθεωρητική 'Εφεση αρ. 2154.

Για την εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 10: Ι. Νικολάου.

Για τις εφεσίβλητες-αιτήτριες: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τη Δημοκρατία: Μ. Ευαγγέλου, Δικ. Δημ. εκ μέρους του Γεν. Εισ.

 

 

Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2155.

Για τις εφεσείουσες-ενδιαφερόμενα

μέρη αρ. 1, 3, 4, 5, 6, 8 και 9: Μ. Τριανταφυλλίδης.

Για την εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο μέρος αρ. 7: Μ. Τριανταφυλλίδης,

προσωπικά και εκ μέρους της

Λ. Γεωργιάδου (κας).

Για τις εφεσίβλητες-αιτήτριες: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τη Δημοκρατία: Μ. Ευαγγέλου, Δικ. Δημ. εκ μέρους του Γεν. Εισ.

- - -

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

- - -

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσίβλητοι κάλεσαν το Δικαστήριο να απορρίψει την έφεση ως προδήλως αβάσιμη. Το αίτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο της προδικασίας κατ΄επίκληση του Κ.10(i) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996. Ο Κανονισμός αυτός παρέχει εξουσία στο Εφετείο να απορρίπτει, στο προδικαστικό στάδιο, καταφανώς αβάσιμες εφέσεις αφού ακούσει τους διαδίκους επί του προκειμένου.

Η εξουσία για τη συνοπτική απόρριψη έφεσης πηγάζει από το Σύνταγμα, και έχει ως αντικείμενο την περιφρούρηση των διαδικασιών και τη διαφύλαξη των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου από περισπασμούς που επάγεται η εξέταση αβάσιμων δικαστικών μέτρων. Αυτή τούτη η φύση της εξουσίας, για την απόρριψη έφεσης έξω από το καθιερωμένο θεσμικό πλαίσιο, προσδίδει σ΄ αυτή το χαρακτήρα εξαιρετικού μέτρου, το οποίο ασκείται με φειδώ αλλά χωρίς δισταγμό, εφόσο διαπιστωθεί το προδήλως αβάσιμο του διαβήματος. (Βλ. Πίτσιλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα Α.Ε. 2272 - 13.3.1998. Justice Party v. Republic (1985)3 C.L.R. 1621.)

Οι εφεσείοντες έτυχαν προαγωγής η οποία ακυρώθηκε σε προσφυγή των εφεσιβλήτων. Συνακόλουθα της ακυρωτικής απόφασης και εκκρεμούσης της έφεσης η αρμόδια Αρχή προέβη στην εξαφάνιση της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, και την επανεξέταση της πλήρωσης των θέσεων. Επανεπέλεξε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και προέβη στο διορισμό τους αναδρομικά. απόφαση την οποία οι εφεσείοντες αποδέχτηκαν χωρίς επιφύλαξη. Οι εφεσίβλητοι υπέβαλαν, υπό το πλέγμα αυτής της αλληλουχίας γεγονότων, ότι η έφεση απώλεσε το αντικείμενό της. Κατά την εισήγησή τους, οι εφεσείοντες έχασαν κάθε συμφέρον για την προώθηση της έφεσης. Το γεγονός ότι ασκήθηκε προσφυγή εναντίον της δεύτερης διοικητικής απόφασης άφησε αμετάβλητη τη θέση αυτή.

Στην αγόρευσή του ο κ. Αγγελίδης έκαμε αναφορά στην αυτοτέλεια της πρωτοβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας καθώς και στο σκοπό και στο πλαίσιο της δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. (Βλ. (Ορφανίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992)3 Α.Α.Δ. 44.) Η επιχειρηματολογία αυτή προβλήθηκε για να καταδειχθεί αφενός, ότι η άσκηση έφεσης δεν μετριάζει το καθήκον της Διοίκησης να εφαρμόσει την ακυρωτική απόφαση και αφετέρου, ότι η επανεξέταση, κατ΄ έφεση, της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, υπό το πρίσμα των λόγων έφεσης, δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε όφελος στους εφεσείοντες άλλο από εκείνο που έχουν προσπορισθεί με τον αναδρομικό επαναδιορισμό τους.

Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης φέρνει στο προσκήνιο τις αδυναμίες της επιχειρηματολογίας των εφεσιβλήτων, ενόψει του ελλοχεύοντα κινδύνου οι εφεσείοντες να αποστερηθούν του δικαιώματος έφεσης εναντίον της πρώτης ακυρωτικής απόφασης παρά τη, θεωρητικά πάντα, πιθανή ακύρωση της δεύτερης διοικητικής απόφασης.

Κατ΄ αρχή πρέπει να επισημάνουμε ότι η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος. (Βλ Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Υπόθεση αρ. 977/89 - 29.8.1991. Dias United Publishing Co., Ltd., v. Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 870/91 - 5.12.1996 και στην πρόσφατη απόφαση της μειοψηφίας στην Υπουργικό Συμβούλιο ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες ΑΝΤΕΝΝΑ P.T. ΛΙΜΙΤΕΔ Α.Ε. 2025 - 27.2.1998.)

Η έφεση αποτελεί το δικαιϊκό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.

Είναι ορθό ότι σκοπός της δικαστικής λειτουργίας είναι η επίλυση διαφορών και η αποσαφήνιση δικαιωμάτων, όπου είναι αναγκαία, προς αποτροπή εκδηλωθείσας διαμάχης ως προς το περιεχόμενο ή την άσκησή τους. Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται δικαστικών διαβημάτων τα οποία έχουν θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για την απόρριψη δικαστικού μέτρου το οποίο δεν αποβλέπει στην επίλυση ζωτικής διαφοράς. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

Δοθείσας της φύσης της δικαιοδοσίας, την οποία καλούμεθα να ασκήσουμε, είμαστε ηθελημένα φειδωλοί στη διατύπωση θέσεων ώστε να μή προκαταλάβουμε την απόφασή μας σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα, με την έφεση, θέματα. Περιοριζόμεθα στη διαπίστωση ότι δεν καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αποδυναμώνει κάθε πιθανό επιχείρημα ότι η επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης έχει προσλάβει θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα.

Απορρίπτουμε το αίτημα, για τη διαγραφή της έφεσης, ως προδήλως αβάσιμης. Τα έξοδα της προηγούμενης εμφάνισης ενώπιον του Δικαστηρίου επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων.

Η συνύπαρξη των δύο διαδικασιών, της έφεσης και της προσφυγής, δικαιολογεί την εκδίκαση της έφεσης το ταχύτερο δυνατό, θέμα το οποίο, θα επιληφθούμε στο πλαίσιο της προδικασίας.

 

Π.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο