ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 286
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2008
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΧΡ. ΑΡΤΕΜΙΔΗ, Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Τ. ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.
Xριστάκης Νικολαΐδης, από τη Λευκωσία
Εφεσείων-Αιτητής
- ν -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Εφεσίβλητης-Καθ΄ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 30 Μαρτίου, 1998.Για τον εφεσείοντα-αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης.
Για την εφεσίβλητη-καθ΄ ης η αίτηση: Τ. Πολυχρονίδου (κα.).
- - - - - -
Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Δικαστής κ. Μ. Κρονίδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.
: Εφεσιβάλλεται η πρωτόδικη απόφαση με την οποία επικυρώθηκε ο επαναδιορισμός της Γιαννούλας Χ"Παναγή-Παντελή στη θέση Κλινικού Ψυχολόγου στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγιεινής της Δημοκρατίας από 3.2.1992. Αυτή ήταν και η ημερομηνία κατά την οποία πληρώθηκε για πρώτη φορά η επίδικη θέση. Ο εφεσείοντας με την προσφυγή υπ΄ αριθμό 374/92 πέτυχε την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους. Ο λόγος ακύρωσης εντοπίζεται στις ενέργειες της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής (Σ.Ε.) που είχαν σαν αποτέλεσμα τη μη συμπερίληψη του εφεσείοντα και τριών άλλων στον προκαταρκτικό κατάλογο. Η Σ.Ε. βαθμολόγησε την επίδοση, κατά την προφορική εξέταση του εφεσείοντα, σαν "ικανοποιητική". Σαν αποτέλεσμα ο εφεσείων είχε αποκλεισθεί σαν ακατάλληλος από τον πίνακα διοριστέων. Ο αδελφός πρωτόδικος Δικαστής που ακύρωσε τον πρώτο διορισμό διατύπωσε το σχετικό συμπέρασμα του ως εξής:-"Δεν μπορώ να αποδεχθώ ότι η υστέρηση σε απαιτήσεις ως προς τη θεραπευτική δουλειά μπορεί εύλογα, χωρίς άλλο, να οδηγήσει στην ακραία κρίση πως ένας προσοντούχος υποψήφιος είναι απολύτως ακατάλληλος για διορισμό στη θέση.".
Κατά την επανάκριση η ΕΔΥ υπείκουσα στο πνεύμα και το γράμμα της δικαστικής ακύρωσης και ασκώντας τις εξουσίες που της παρέχει η διάταξη του άρθρου 33(8) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90 για προσθήκη υποψηφίων, έθεσε πράγματι τα ονόματα των τεσσάρων αποκλεισθέντων, μεταξύ των οποίων και του εφεσείοντα, στον τελικό κατάλογο.
Στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλονται τρεις λόγοι έφεσης. Ο υπ΄ αριθμός 2 όμως λόγος αποσύρθηκε στο στάδιο της προδικασίας.
Στον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η πρωτόδικη απόφαση παρερμήνευσε ή δεν εφάρμοσε ορθά το άρθρο 44(1) του Νόμου 1/90. Προσθέτουμε εδώ ότι ο εφεσείοντας είναι τυφλός και επομένως συγκαταλέγεται στην ομάδα των αναπήρων.
Το άρθρο 44(1) έχει ως εξής:-
"Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, ανάπηρος ο οποίος είναι υποψήφιος για διορισμό σε μία θέση και κατέχει όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, θα προτιμάται, εφόσο το αρμόδιο για την επιλογή όργανο ικανοποιηθεί ότι
(α) Διαθέτει τις ικανότητες για να ασκεί τα καθήκοντα της θέσης
(β) δεν υστερεί, όταν συγκρίνεται με τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα.".
Το παράπονο του εφεσείοντα, όπως εκφράζεται στον πρώτο λόγο έφεσης, συνίσταται στον ισχυρισμό του ότι ήταν ισάξιος του ενδιαφερόμενου μέρους και ότι λαθεμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάνθη ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο κατείχε μεταπτυχιακό τίτλο σε επίπεδο DESS, υπερείχε στα προσόντα. Ο ίδιος λέγει ότι, με βάση πιστοποιητικά που ήσαν ενώπιον της ΕΔΥ, είχε ειδική εκπαίδευση διαρκείας 14 εβδομάδων στην Κλινική Ψυχολογία κατά τη διάρκεια των σπουδών του για την απόκτηση του βασικού πτυχίου του. Ισχυρίζεται δε ότι η ειδική αυτή εκπαίδευση κατά τη διάρκεια των σπουδών του εξισώνεται με το μεταπτυχιακό δίπλωμα του ενδιαφερόμενου μέρους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι η απόφαση της ΕΔΥ στο θέμα ήταν εύλογη. Το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν μπορεί να εξισωθεί με ειδική εκπαίδευση 14 εβδομάδων κατά τη διάρκεια των σπουδών για την απόκτηση του βασικού πανεπιστημιακού πτυχίου. Το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν προβλέπεται από τα σχέδια υπηρεσίας ως πρόσθετο προσόν. Η ΕΔΥ ορθά περιόρισε τη σημασία του μόνο στο ότι περιορισμένα προσθέτει στο στοιχείο της αξίας.
Περαιτέρω ισχυρίζεται ο εφεσείοντας ότι κακώς η ΕΔΥ έλαβε υπ΄ όψη την κρίση της Σ.Ε. η οποία βαθμολόγησε κατά την προφορική εξέταση τον εφεσείοντα ως "ικανοποιητικό" ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος "εξαίρετο". Και τούτο γιατί δεν έπρεπε να ληφθεί υπ΄ όψη η κρίση της Σ.Ε. αφού με την πρώτη ακυρωτική απόφαση αυτή έπασχε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι στην ουσία ο τρίτος λόγος έφεσης με τον οποίο θα ασχοληθούμε πιο κάτω.
Είναι επίσης η θέση του εφεσείοντα, πάντα στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης, ότι η ΕΔΥ δεν έλαβε καθόλου υπ΄ όψη την "πείρα" του εφεσείοντα ενώ αντίθετα δέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτήσει "επαγγελματική πείρα". Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας προνοεί την απόδοση πλεονεκτήματος για "πείρα που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στο Δημόσιο". Η ΕΔΥ σαφώς αναφέρεται σε "επαγγελματική πείρα" του ενδιαφερόμενου μέρους την οποία απέκτησε μετά από τις σπουδές του. Δεν την θεώρησε ως πλεονέκτημα αλλά σαν στοιχείο που εμπίπτει στον παράγοντα της αξίας. Μόνο αυτή την περιορισμένη σημασία απέδωσε στο στοιχείο αυτό η ΕΔΥ (Βλέπε: Πιπέρης ν. Δημοκρατίας (1984) 3 CLR 1306). Από την άλλη η ΕΔΥ δεν δέχθηκε σαν "επαγγελματική πείρα" την πρακτική εξάσκηση του εφεσείοντα η οποία ήταν μέρος των σπουδών του και για την απόκτηση του βασικού πανεπιστημιακού διπλώματός του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ότι ορθά ενήργησε η ΕΔΥ και αναφέρει στην απόφασή του:-
"Κατά συνέπεια η πιο πάνω πρακτική εξάσκηση, που ήταν μέρος των σπουδών του, δεν μπορεί να προσμετρήσει σαν "επαγγελματική πείρα", που λογικά αποκτάται μετά την περάτωση των σπουδών και τη λήψη του πτυχίου.".
Επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού παραθέτει το άρθρο 44(1) αναφέρει:-
"Έπεται ότι, με βάση τη δεύτερη προϋπόθεση, δεν είναι δυνατή η επιλογή αναπήρου αν κατόπιν σύγκρισης με τους υπόλοιπους υποψηφίους μειονεκτεί απέναντι τους σε προσόντα και αξία. Πώς έχει το θέμα εδώ; Η ενδιαφερομένη, όπως επισημαίνεται στην επίδικη απόφαση, υπερτερεί του αιτητή στο (1) ότι διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο σε επίπεδο DESS σε αντίθεση με τον αιτητή που έχει μόνο βασικό πανεπιστημιακό πτυχίο
Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου μας βρίσκει σύμφωνους. Το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε προσόντα και αξία από τον εφεσείοντα. Κατά συνέπεια εφαρμογή έχει η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 44. Η κρίση ως προς το συσχετισμό της αξίας και των προσόντων του αναπήρου υποψηφίου προς τα αντίστοιχα των συνυποψηφίων του δεν συνδέεται με την αναπηρία του (Βλέπε: Εμμανουήλ Βασιλείου και Άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Προσφυγές αρ. 558/91 και 642/91, ημερομηνίας 2
7.10.1993).Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Για τον τρίτο λόγο έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι όλη η διαδικασία ενώπιον της Σ.Ε. έπασχε σύμφωνα με την πρώτη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Προσφυγή αρ. 374/92, ημερομηνίας 7.5.1993 - και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψη από την ΕΔΥ ως εξαφανισθείσα εξ υπαρχής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση αυτή του συνηγόρου του εφεσείοντα αναφέροντας τα εξής στην απόφασή του:-
"Περαιτέρω δε φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα της απόφασης του Δικαστή Κωνσταντινίδη ούτε από οποιαδήποτε άλλη σκέψη της απόφασης ότι δημιουργήθηκε δεδικασμένο ως προς την εγκυρότητα των συγκεκριμένων σχολίων της Σ.Ε.. Το δεδικασμένο περιορίστηκε στον λόγο αποκλεισμού του αιτητή, όπως έχει επεξηγηθεί. Σε συμμόρφωση προς την ακυρωτική απόφαση η Ε.Δ.Υ. θεώρησε τον αιτητή υποψήφιο περιλαμβάνοντας τον στον τελικό της κατάλογο. Έτσι η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να επαναλάβει και λάβει υπόψη την κρίση της Συμβουλευτικής
Συμφωνούμε με τη θέση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η απόφαση του Δικαστηρίου στην προσφυγή με αριθμό 374/92 δεν έκρινε ως άκυρα τα σχόλια της Σ.Ε. ούτε την αξιολόγηση κατά τις προφορικές συνεντεύξεις. Η ΕΔΥ ορθά έλαβε υπ΄ όψη τόσο τα σχόλια της Σ.Ε. όσο και τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενόψει του γεγονότος ότι το ακυρωτικό αποτέλεσμα και το δικαστικό δεδικασμένο δεν επηρέασαν με οποιοδήποτε τρόπο ούτε τα σχόλια της Σ.Ε. ούτε τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΠσ