ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 3 ΑΑΔ 120

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

< B>Αναθεωρητική Έφεση αρ. 2121.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.

Μεταξύ:

Νεοκλή Αγαθαγγέλου και άλλων,

Εφεσειόντων-Αιτητών,

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργού Άμυνας και/ή

Υπουργικού Συμβουλίου,

Εφεσιβλήτων-Καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

Ημερομηνία: 17.2.1998

Για τους εφεσείοντες: Σ. Οικονομίδης.

Για τους εφεσίβλητους: Α. Χριστοφόρου, Δικ. Δημ. εκ μέρους Γεν. Εισ.

- - -

 

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

- - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείοντες (οι αιτητές στην προσφυγή) και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν το αξίωμα του υπολοχαγού στην Εθνική Φρουρά πριν την προαγωγή των δεύτερων σε λοχαγούς, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, της 1ης Δεκεμβρίου 1993. Το θεμέλιο για την προαγωγή τους τέθηκε με προηγούμενη απόφαση του Υπουργού της 27ης Αυγούστου, 1993 για την κατ΄ εξαίρεση πρόωρη κρίση τους από το Συμβούλιο Κρίσεων. Με την απόφαση αυτή διανοίχθηκε η οδός για την προαγωγή τους. Κατά την κρίση, από το Συμβούλιο, που ακολούθησε την απόφαση του Υπουργού τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κρίθηκαν προακτέοι.

Οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμοί του 1990, (οι Κανονισμοί), καθιστούν την υπηρεσία τεσσάρων ετών στη θέση υπολοχαγού προϋπόθεση για να κριθούν για προαγωγή στην ανώτερη βαθμίδα του λοχαγού (Κ.27(1)). Ούτε οι εφεσείοντες ούτε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν την προβλεπόμενη υπηρεσία το 1993. Το δικαίωμα των ενδιαφερομένων προσώπων για προαγωγή κτήθηκε ως αποτέλεσμα της απόφασης του Υπουργού της 27ης Αυγούστου 1993, και της επακόλουθης κρίσης τους για τον σκοπό αυτό. Ο Κ.27(4), παρέχει δικαίωμα στον Υπουργό, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να διατάξει την κρίση, σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων, αξιωματικού ο οποίος δεν έχει συμπληρώσει την απαιτούμενη υπηρεσία, στο βαθμό που κατέχει, για να τύχει κρίσης.

Όπως ορίζει η ίδια η παράγραφος 4, του Κ.27 των Κανονισμών, η εξουσία αυτή ασκείται «σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας .....» Ολόκληρο το κείμενο του Κ.27(4) έχει ως ακολούθως:

«Σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας, ο Υπουργός, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορεί να διατάξει όπως κριθεί κατά την τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων και Αξιωματικός που κατά την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για σύγκληση του Συμβουλίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κρίση που αναφέρονται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού.»

To πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε απαράδεχτη την προσφυγή των εφεσειόντων, κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων, για ένα και μόνο λόγο επειδή εστερούντο του νενομισμένου συμφέροντος να προσβάλουν την απόφαση. Εστερούντο, όπως συνάγεται, ιδίου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη διοικητική απόφαση. Η ακύρωση της προαγωγής δεν θα απέφερε οποιοδήποτε όφελος σ΄ αυτούς εφόσον οι ίδιοι δεν είχαν τύχει κρίσης από το Συμβούλιο Κρίσεων. Αφήνεται να νοηθεί, χωρίς να αναφέρεται ρητά, ότι διάφορη θα ήταν η αντιμετώπιση του Δικαστηρίου, ως προς τη νομιμοποίηση των εφεσειόντων να προσφύγουν, εάν αντικείμενο της προσφυγής ήταν η απόφαση του Υπουργού Άμυνας της 27ης Αυγούστου, 1993 με την οποίαν αποφασίστηκε η κατ΄ εξαίρεση κρίση των ενδιαφερομένων προσώπων βάσει του Κ.27(4).

Οι εφεσίβλητοι υποστηρίζουν την απόφαση ως ορθή υπό το φως της Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994)3 Α.Α.Δ. 349 (Ολομέλεια), στην οποίαν αποφασίστηκε ότι η κρίση των αξιωματικών από το Συμβούλιο Κρίσεως συνιστά εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση. Συνεπώς, εφόσον οι εφεσείοντες δεν προσέβαλαν την κρίση των ενδιαφερομένων προσώπων ή την απόφαση της 27ης Αυγούστου 1993, που άνοιξε το πεδίο για τον σκοπό αυτό δεν ενομιμοποιούνταν να προσβάλουν τη μεταγενέστερη πράξη έστω και αν αυτή θεμελιωνόταν στις προηγούμενες αποφάσεις.

Οι κρίσεις αξιωματικών θεωρούνται ως πράξεις εκτελεστές εφόσον προδιαγράφουν με βεβαιότητα την αναμόρφωση της υπηρεσιακής κατάστασης των επηρεαζομένων. Σε τέτοιες περιπτώσεις παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής σε επηρεαζόμενα πρόσωπα όπως αναγνωρίζεται στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1425 - 29.2.1996. (Βλ. επίσης Π. Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.) Εφόσον προδιαγράφεται ο επηρεασμός συμφέροντος με βεβαιότητα σε χρονικό σημείο του μέλλοντος αναγνωρίζεται δικαίωμα προσφυγής λόγω του αναπόφεκτου της έλευσής του. Κατά τα άλλα δεν υφίσταται κώλυμα στην αμφισβήτηση από το προσωπικό συντεταγμένης αρχής, σώματος ή οργάνου, τουλάχιστο από ομοιόβαθμους, να προσβάλουν διοικητικές αποφάσεις οι οποίες πηγάζουν από την άσκηση εξουσίας για εξαιρετικές ρυθμίσεις προς προστασία του ιδιαίτερου συμφέροντος στη σύννομη λειτουργία της υπηρεσίας. Αυτό προκύπτει ευθέως από την απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2166 - 28.2.1997, και προγενέστερες αποφάσεις οι οποίες αναλύονται σ΄ αυτή. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι η εξουσία του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως για την κατ΄ εξαίρεση προαγωγή μελών της αστυνομικής δύναμης σε λοχίες λόγω ανδραγαθίας παρείχε το δικαίωμα σε αστυνομικούς που είχαν τα προσόντα για προαγωγή να προσβάλουν την απόφαση. Το συμφέρον τους είχε ως αντικείμενο προστασίας τη διασφάλιση της σύννομης στελέχωσης και την κατά νόμο ανέλιξη στον κλάδο της Αστυνομίας όπου υπηρετούσαν. Ο κάθε αστυνομικός είχε ίδιο συμφέρον στην άσκηση της εξουσίας για κατ΄ εξαίρεση προαγωγή των ομοιόβαθμών του. Η ανατροπή της ιεραρχίας, στην τάξη όπου υπηρετούσαν, ήταν το άλλο στοιχείο που ενομιμοποιούσε την προσφυγή τους.

Όπως επισημαίνεται στην πιο πάνω απόφαση του δικαστηρίου η εξουσία για προαγωγή επ΄ ανδραγαθία αποβλέπει στην ανταμοιβή του ηρωϊσμού. Ολόκληρη η τάξη των αστυφυλάκων όπως υποδεικνύεται και «κάθε ένας από αυτούς, έχει συμφέρον στη διασφάλιση της σύννομης άσκησης της εξουσίας, για προαγωγή επ΄ ανδραγαθία. Η άσκηση της εξουσίας μέσα στο πλαίσιο του Νόμου προάγει το κύρος των αστυφυλάκων. ενώ η κατάχρηση της διανοίγει τη θύρα για τον εξοστρακισμό της αξιοκρατίας στις προαγωγές.»

Ανάλυση της απόφασης, η οποία αποτελεί το αντικείμενο αναθεώρησης σ΄ αυτή την υπόθεση, της τρίτης κατά σειρά στην αλληλουχία των αποφάσεων που οδήγησαν στην προαγωγή των ενδιαφερομένων προσώπων αποκαλύπτει ότι:

(α) Η απόφαση είναι η τελευταία από τις τρεις. Αυτή μετέβαλε την ιεραρχία στην τάξη όπου υπηρετούσαν οι εφεσείοντες και επηρέασε άμεσα την υπηρεσιακή τους κατάσταση.

(β) Η απόφαση η οποία προσβάλλεται συναρτάται άμεσα με τις δύο αποφάσεις που προηγήθηκαν. Δεν διαχωρίζεται από αυτές εφόσον δεν μπορούσε να ληφθεί στην απουσία τους. Αποτελεί στην κυριολεξία την επωδό των αποφάσεων που προηγήθηκαν.

(γ) Συμπλέκονται, οι αποφάσεις που προηγήθηκαν, στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων τα οποία επέφερε η απόφαση η οποία προσβάλλεται.

(δ) Το γεγονός ότι η δεύτερη από τις τρεις πράξεις, (η κρίση των αξιωματικών), είναι αφεαυτής εκτελεστή δεν την αποταυτίζει από την τελική πράξη την οποία και προοιώνιζε.

(ε) Κατά πόσο η αρχική απόφαση, για την κατ΄ εξαίρεση κρίση αξιωματικών, είναι εκτελεστή ή προπαρασκευαστική πράξη δεν παρίσταται ανάγκη να το αποφασίσουμε. Το ερωτηματικό προκύπτει από το γεγονός ότι δεν είναι παράγωγος, αφεαυτής, αποτελεσμάτων για την υπόσταση των ευεργετούμενων από την εξαίρεση. Αυτό συναρτάται με τη μεταγενέστερη κρίση, των ευεργετουμένων, ως προακτέων. Αποτελεί όμως το θεμέλιο και για τις δύο αποφάσεις που ακολούθησαν.

Η ανάλυση στην οποία έχουμε προβεί αποκαλύπτει ότι η απόφαση η οποία προσβάλλεται είναι το αποτέλεσμα σύνθετης διοικητικής ενέργειας η οποία, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Στασινόπουλος στο Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 224-225:

«διαβαίνουσα ούτω δια μέσου πλειόνων εκτελεστών διοικητικών πράξεων, συγκροτεί την λεγομένην σύνθετον διοικητικήν ενέργειαν.»

Η τελική πράξη, η οποία αποτελεί το τέρμα σύνθετης διοικητικής ενέργειας, επάγεται τη συγχώνευση των εκτελεστών πράξεων που προηγούνται. Εφόσον προσβληθεί, η τερματική απόφαση, «παραδεκτώς προσβάλλονται και λόγοι αναγόμενοι εις τας μερικωτέρας και συγχωνευθείσας πράξεις, η διαπίστωσις δε της ακυρότητος τινός εξ αυτών επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικωτέρων πράξεων, δια την έκδοσιν των οποίων η κριθείσα ως παράνομος αποτελεί νόμιμον προϋπόθεσιν.» Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 244. Βλ. επίσης Αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας Σ.Ε. 655(42), 75(45), 1336(50), 1163(56), 1882(57), 1987(58), 564(32), 1064(36).

Ως προς την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αυτή επιμετρά από τη γνωστοποίηση ή κοινοποίηση της τερματικής απόφασης. (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (ανωτέρω) σελ. 256 - Σ.Ε. 1064(36), 1257(56).)

Το συμφέρον των αιτητών για την προσβολή της απόφασης που αποτελεί την τελική έκφραση σύνθετης διοικητικής ενέργειας πηγάζει από τη μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης, το ενδιαφέρον για τη σύννομη άσκηση της εξουσίας για την κατ΄ εξαίρεση προαγωγή των ομοιόβαθμών τους και το δικαίωμα για ίση μεταχείριση. Το αντικείμενο της αναθεώρησης, εφόσον κρίνεται παραδεχτή η προσφυγή των εφεσειόντων, είναι η νομιμότητα της απόφασης του Υπουργού καθώς και εκείνων που προηγήθηκαν και έθεσαν το θεμέλιο για τη λήψη της επίδικης διοικητικής απόφασης.

Καταλήγουμε, ότι η έφεση πρέπει να επιτραπεί. Η προσφυγή κρίνεται παραδεχτή. Σύμφωνα με την καθιερωμένη διαδικασία θα δοθεί νέα ημερομηνία για την εξέταση, από την Ολομέλεια, της νομιμότητας της απόφασης η οποία προσβάλλεται υπό το φως των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται στην προσφυγή.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα.

 

Π.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

 

 

/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο