ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 3 ΑΑΔ 1
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< B>Αναθεωρητική Έφεση αρ. 1515.
Σύνθεση Δικαστηρίου:
ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ,ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΔΔ.
Μεταξύ:
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Επαρχιακού
Κτηματολογικού Λειτουργού Αμμοχώστου
του Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας,
Εφεσειόντων-Καθ΄ ων η αίτηση.
- ν -
Βάσου Ιωάννου, Λτδ., από την Αγία Νάπα,
< FONT FACE="Arial,Arial"> Εφεσιβλήτων-Αιτητών.
- - -
12 Ιανουαρίου 1998
Για τους εφεσείοντες: Γ. Φράγκου (κα) Ανώτ. Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γενικού Εισ. της Δημοκρατίας.
Για τους εφεσίβλητους: Αιμ. Λεμονάρης.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει
ο Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.:
Οι αδελφές Μαργαρίτα και Χρυστάλλα, το γένος Γιαννή (Ιωάννου), ήταν ιδιοκτήτριες, εξ αδιαιρέτου, ενός δευτέρου μεριδίου εκάστη, τεμαχίου γης στην Αγία Νάπα. Προέβησαν σε μεταβίβαση του ακινήτου, δια δωρεάς, στην εφεσίβλητη εταιρεία «Βάσου Ιωάννου Λτδ». Η μεταβίβαση φορολογήθηκε με μεταβιβαστικά τέλη ίσα προς 7% της αγοραίας, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, αξίας του κτήματος. Τα τέλη, ανερχόμενα σε £35,000, καταβλήθηκαν από την εφεσίβλητη εταιρεία (η εφεσίβλητη).Η εφεσίβλητη αξίωσε την επιστροφή των μεταβιβαστικών τελών επικαλούμενη τις διατάξεις του άρθρου 9(2) του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου, Κεφ. 219, (όπως διαμορφώθηκε από το άρθρο 4 του τροποποιητικού Νόμου, Ν.31/76). Το εδάφιο αυτό προβλέπει:
«Οσάκις ακίνητος ιδιοκτησία μεταβιβάζεται εις εταιρείαν της οποίας μόνοι μέτοχοι είναι οιοιδήποτε των ακολούθων, ήτοι του μεταβιβάσαντος δικαιοπαρόχου και στενών συγγενών αυτού, και καθ΄ οιονδήποτε χρόνον προσάγεται εις τον Διευθυντήν ικανοποιητική, κατά την κρίσιν αυτού, απόδειξις του γεγονότος ότι, κατά την διάρκειαν πενταετίας από της ημερομηνίας της δηλώσεως μεταβιβάσεως ή, εάν τοιαύτη είναι η περίπτωσις, μέχρι της εντός της προαναφερθείσης περιόδου τυχόν διαλύσεως ή εκκαθαρίσεως της εταιρείας, ουδέν πρόσωπον άλλο του μεταβιβάσαντος δικαιοδόχου και των αυτών ή ετέρων στενών συγγενών αυτού απέκτησεν οιανδήποτε μετοχήν της εταιρείας άλλως ή αιτία θανάτου, ο Διευθυντής επιστρέφει εις την εταιρείαν το ποσόν των κατά τον χρόνο της δηλώσεως μεταβιβάσεως επιβληθέντων και εισπραχθέντων τελών και δικαιωμάτων, μειωμένον κατά ποσόν ίσον προς 4 επί τοις εκατόν της κατά την ημερομηνίαν της προαναφερθείσης δηλώσεως μεταβιβάσεως εκτετιμημένης αξίας της μεταβιβασθείσης ακινήτου ιδιοκτησίας.»
Αποδοχή του αιτήματος της εφεσίβλητης θα συνεπαγόταν επιστροφή του ποσού των £33,400.-. Το υπόλοιπο £1,600.-, αντιπροσώπευε τα τέλη, στα οποία θα υπόκειτο η μεταβίβαση, εάν κρινόταν ότι η δωρεά ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 9(2). (4% επί της εκτιμημένης αξίας του ακινήτου.)
Οι κτηματολογικές αρχές απέρριψαν το αίτημα της εφεσίβλητης για ένα και μοναδικό λόγο. Διότι δεν υφίστατο η στενή συγγένεια που προβλέπει ο νόμος μεταξύ των δικαιοπαρόχων, της κάθε μια από αυτές, με τους μετόχους της εφεσίβλητης. Στενή συγγένεια, για τους σκοπούς του νόμου, προσδιορίζεται από το εδάφιο 3 του άρθρου 9, και έχει ως ακολούθως:
«Δια τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2) στενός συγγενής εν σχέσει προς πρόσωπόν τι σημαίνει τον ή την σύζυγον αυτού και συγγενείς αυτού μέχρι και του τρίτου βαθμού συγγενείας.»
Μέτοχοι της εφεσίβλητης, κατά το χρόνο της μεταβίβασης του ακινήτου, ήσαν οι δικαιοπάροχοι, οι γονείς τους, ο Βάσος και Μαρία Ιωάννου και οι σύζυγοί τους, ο Χριστάκης Παντελή, σύζυγος της Μαργαρίτας και ο Μάρκος Θωμά, σύζυγος της Χριστίνας.
Στην απόφαση του Κτηματολογίου διαπιστώνεται ότι δεν υφίστατο στενός δεσμός συγγένειας μεταξύ εκατέρας των δικαιοπαρόχων και του επ΄ αδελφή γαμβρού της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε την προσφυγή της εφεσίβλητης. Το σκεπτικό του Δικαστηρίου, στο οποίο θεμελιώνεται η απόφαση, εκτίθεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Έχω τη γνώμη ότι η ερμηνεία που οι καθ΄ ων η αίτηση έδωσαν στο εδάφιο (2) του άρθρου 9 και ο τρόπος που οι καθ΄ ων η αίτηση προέβηκαν στον καθορισμό της συγγένειας μεταξύ των δικαιοπαρόχων και των μετόχων της Εταιρείας, χωρίς να λάβουν υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου (2) του περί
Στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφέρεται ότι το άρθρο 9(2), συνιστά «φορολογικό νομοθέτημα» και επομένως «η ερμηνεία που επιβάλλεται να δοθεί από το Δικαστήριο πρέπει να είναι φιλελεύθερη και ευνοϊκή για τον πολίτη και όχι στενή και ευνοϊκή για τη διοίκηση (Βλέπε Grain Millers and Traders Ltd. v. Mayor, etc. of the Town of Limassol (1963)2 C.L.R. 55).»
Η αναφορά στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, σκοπεί να υποδηλώσει τη σημασία του ερμηνευτικού κανόνα της νομοθεσίας, σύμφωνα με τον οποίο, οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στον ενικό περιλαμβάνουν και τον πληθυντικό
. επομένως, έπρεπε να θεωρηθεί, παρά το γεγονός ότι η μεταβίβαση έγινε από τις δύο ιδιοκτήτριες από κοινού, ότι επρόκειτο για δύο ξεχωριστές μεταβιβάσεις. Δυσκολευόμεθα πράγματι να κατανοήσουμε τη σχετικότητα του ερμηνευτικού αυτού κανόνα στο πλαίσιο της παρούσας διοικητικής διαφοράς. Η έλλειψη του στοιχείου της στενής συγγένειας μεταξύ εκατέρας των ιδιοκτητριών με όλα τα μέλη της εταιρείας στην οποία μεταβιβάστηκε το κτήμα υφίστατο ανεξάρτητα από το αν η μεταβίβαση μπορούσε να διαχωριστεί σε δύο ή όχι. Η μεταβίβαση δεν έγινε στους μετόχους αλλά στην εταιρεία η οποία αποτελεί νομική οντότητα ανεξάρτητη από τους μετόχους της. Το κριτήριο, το οποίο θέτει ο νόμος, για απαλλαγή από τα μεταβιβαστικά τέλη είναι η ύπαρξη στενής συγγένειας μεταξύ της δικαιοπαρόχου και καθενός από τους μετόχους της εταιρείας κατά το χρόνο της μεταβίβασης και η διατήρηση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας μεταξύ στενών συγγενών της δικαιοπαρόχου για τα επόμενα πέντε χρόνια.Στην προκείμενη περίπτωση απουσίαζε το στοιχείο της στενής συγγένειας μεταξύ της κάθε μιας από τις δικαιοπαρόχους με κάθε ένα των μετόχων της εταιρείας τόσο, κατά το χρόνο της μεταβίβασης όσο, και κατά την πενταετή περίοδο που ακολούθησε. Η μόνη μεταβολή που σημειώθηκε στον κατάλογο των μετοχών κατά τα πέντε χρόνια που ακολούθησαν τη μεταβίβαση ήταν ότι οι γονείς μεταβίβασαν τις μετοχές τους στις δύο θυγατέρες τους.
Ο νόμος είναι σαφής όσο και το πεδίο εφαρμογής του. Σ΄ αυτή την περίπτωση δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την παροχή απαλλαγής από τα μεταβιβαστικά τέλη που θέτει το άρθρο 9(2) του Κεφ. 219.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Υποκαθίσταται με απόφαση σύμφωνα με την οποία, (α) η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα
. (β) η επίδικη διοικητική απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρο 146.4(α).Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΑυΦ.