ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(1997) 3 ΑΑΔ 481

18 Νοεμβρίου, 1997

[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΙΤΗΡΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 2017)

 

Εκτελεστή διοικητική πράξη — Βεβαιωτική πράξη — Δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Έννομο συμφέρον — Επιτροπή Σιτηρών Κύπρου — Προαγωγές — Ανεπιφύλακτη αποδοχή προαγωγής — Αποστερεί τον αιτητή του εννόμου συμφέροντος για προσβολή της.

Ο αιτητής, ο οποίος στις 23.1.1992, αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα προαγωγή στη θέση Ανώτερου Αποθηκάριου, ζήτησε με επιστολή του ημερ. 3.4.1993 αναδρομική ισχύ της προαγωγής από 1.7.1985.  Το αίτημα του απορρίφθηκε με επιστολή της Επιτροπής Σιτηρών Kύπρου (η Eπιτροπή) ημερ. 9.4.1993.  Η δεύτερη προσπάθεια του επί του ιδίου θέματος επίσης απορρίφθηκε στις 11.6.1993.

Η απόφαση ημερ. 11.6.1993, αποτέλεσε αντικείμενο προσφυγής, η οποία απορρίφθηκε, λόγω του ότι δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας και κοινοποιηθείσας στον εφεσείοντα απόφασης στις 9.4.1993.

Στην έφεση προβλήθηκαν εκ μέρους του εφεσείοντα οι ισχυρισμοί ότι:

1. Η επιστολή ημερ. 9.4.1993 προερχόταν από το Διευθυντή, ο οποίος ήταν αναρμόδιος να αποφανθεί, και

2.  η εν λόγω επιστολή ήταν πληροφοριακού χαρακτήρα.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.      Το γεγονός ότι η πιο πάνω επιστολή υπογράφηκε από το Διευθυντή δεν την καθιστά δική του.  H εν λόγω επιστολή στάληκε από το Διευθυντή, εκ μέρους της Eπιτροπής. Ως εκ τούτου ο περί αναρμοδιότητάς του ισχυρισμός, που προβλήθηκε από τον Eφεσείοντα, δεν ευσταθεί.  Η ενσωμάτωση δε σ' αυτή σαφούς άρνησης σε συγκεκριμένο αίτημα, υποδηλοί ότι δεν είχε πληροφοριακό χαρακτήρα.

2.  Ο αιτητής αποστερήθηκε του εννόμου συμφέροντός του να προσβάλει την επίδικη απόφαση λόγω της ελεύθερης και εκούσιας, χωρίς επιφύλαξη, αποδοχής της προαγωγής του.

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή και επικυρώνεται.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Συμβούλιο των Κεντρικών Σφαγείων (Κοφίνου) και/ή Άλλοι ν. Ρωσσίδη (1996) 3 A.A.Δ. 39,

Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433,

Παπαδόπουλος και Άλλοι ν. Ρ.Ι.Κ. και Άλλου (1996) 3 A.A.Δ. 1.

Papadopoullou & Another v. C.B.C. (1987) 3(C) C.L.R. 1685.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Παπαδόπουλος, Δ.) που δόθηκε στις 24 Oκτωβρίου, 1994 (Προσφυγή Aρ. 751/93) με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Eπιτροπής Σιτηρών Kύπρου να μην αποδεκτεί το αίτημα του εφεσείοντα, ώστε η προαγωγή του στη θέση Aνώτερου Aποθηκάριου να έχει αναδρομική ισχύ.

Κ. Ευσταθίου, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Στις 13 Δεκεμβρίου, 1991, ο εφεσείων προάχθηκε στη θέση ανώτερου αποθηκάριου της Επιτροπής Σιτηρών Κύπρου (στα επόμενα η "Επιτροπή") με ισχύ από 1 Ιανουαρίου 1992.  Η προσφορά για τη θέση είχε γίνει με επιστολή ημερ. 13 Ιανουαρίου, 1992 στην οποία αναφέρονταν σχετικά τα εξής: "Η Επιτροπή Σιτηρών αποφάσισε να σας προσφέρει προαγωγή στη θέση    Ανώτερου Αποθηκάριου από 1ης Ιανουαρίου, 1992."  Στις 23 Ιανουαρίου, 1992, ο αιτητής δήλωσε γραπτώς ανεπιφύλακτη αποδοχή με το εξής λεκτικό:  "Αποδέχομαι την προαγωγή και ευχαριστώ."

Ωστόσο, ο εφεσείων, με επιστολή του δικηγόρου του ημερ. 3 Απριλίου, 1993, ζήτησε αναδρομική ισχύ της προαγωγής από 1 Ιουλίου, 1985.  Αυτό το διάβημα έγινε με αναφορά σε προϊστορία στην οποία δεν παρίσταται εν προκειμένω ανάγκη να ανατρέξουμε.  Η Επιτροπή, με επιστολή ημερ. 9 Απριλίου, 1993, την οποία υπέγραψε εκ μέρους της ο διευθυντής, κατέστησε σαφές, με αναφορά προς δοθέντα λόγο, ότι το αίτημα δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί.  Στις 27 Απριλίου, 1993, ο εφεσείων επανήλθε επί του θέματος με νέα επιστολή του δικηγόρου του, επαναλαμβάνοντας το αυτό αίτημα χωρίς να προστίθεται οτιδήποτε το νέο.  Η Επιτροπή απάντησε με επιστολή ημερ. 8 Σεπτεμβρίου, 1993 - και πάλι ας σημειωθεί υπογεγραμμένη από το διευθυντή της - στην οποία αναφέρεται, μετά από σχετική εισαγωγή, ότι:

"Το Διοικητικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερομηνίας 11.6.93 δεν αποδέχθηκε τις απόψεις του δικηγόρου σας.  Εκτός αν υπάρχει κάτι νεώτερο δεν είναι δυνατό να παρουσιαστεί ξανά η υπόθεση στο Διοικητικό Συμβούλιο ή να γίνει συνάντηση."

Ο εφεσείων προσέβαλε με την προσφυγή του αυτή την τελευταία απόφαση, ημερ. 11 Ιουνίου, 1993. Η Επιτροπή διατύπωσε κατ' αρχήν ένσταση, προβάλλοντας ότι επρόκειτο περί βεβαιωτικής και όχι εκτελεστής απόφασης και ότι, επιπλέον, η προσφυγή ήταν απαράδεκτη, δεδομένης της δηλωθείσας ανεπιφύλακτης αποδοχής του εφεσείοντος αναφορικά με την έναρξη ισχύος της προαγωγής.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν παρά μόνο βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας και κοινοποιηθείσας στον εφεσείοντα στις 9 Απριλίου, 1993.  Ως εκ τούτου απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.  Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα αυτής της κατάληξης.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε κατ' αρχάς ότι η επιστολή της Επιτροπής, ημερ. 9 Απριλίου, 1993, δεν αποκάλυπτε απόφαση ληφθείσα από την Επιτροπή που είναι το κατά νόμο αρμόδιο όργανο και ότι στο βαθμό που προοριζόταν να καθορίσει την υπηρεσιακή κατάσταση του εφεσείοντος, αποτύγχανε, διότι προερχόταν από το διευθυντή που ήταν αναρμόδιος να αποφανθεί.  Εισηγήθηκε εναλλακτικά ότι η εν λόγω επιστολή δεν ήταν παρά μόνο πληροφοριακού περιεχομένου.  Τις εισηγήσεις αυτές τις αντέκρουσε ο συνήγορος της εφεσίβλητης, ο οποίος πρόσθετα επικαλέστηκε και έλλειψη εννόμου συμφέροντος το οποίο, βέβαια, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, εξετάζεται από το Δικαστήριο και αυτεπάγγελτα.

Κατά την άποψη μας, με την επιστολή ημερ. 9 Απριλίου, 1993, γνωστοποιήθηκε στον εφεσείοντα η απόφαση της Επιτροπής επί του υποβληθέντος αιτήματος. Ρητώς αναφερόταν σε αυτή, ότι επρόκειτο για επιστολή της Επιτροπής.  Που ήταν το αρμόδιο όργανο. Αυτή η διαπίστωση καθιστά αχρείαστη τη συζήτηση της απόφασης στην υπόθεση Συμβούλιο των Κεντρικών Σφαγείων Κοφίνου ν. Ρωσσίδη, Α.Ε. 1219 ημερ. 12 Φεβρουαρίου 1996, στην οποία αναφέρθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος και την αντιπαραβολή της με τις προηγούμενες αποφάσεις στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433 και Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ., Α.Ε. 1298 ημερ. 12 Ιανουαρίου 1996.  Το ότι την εν λόγω επιστολή την υπέγραψε ο διευθυντής δεν την καθιστούσε δική του. Την απέστειλε, όπως σαφώς εμφαίνεται, εκ μέρους της Επιτροπής.  Δεν ευσταθεί λοιπόν η εισήγηση περί αναρμοδιότητας.  Έπειτα, το ότι δεν επρόκειτο περί επικοινωνίας πληροφοριακού περιεχομένου καθίσταται πρόδηλο από το ότι ενσωμάτωνε σαφή άρνηση σε συγκεκριμένο αίτημα.  Δε θα επεκταθούμε πέραν αυτών των διαπιστώσεων  περί των εξωτερικών γνωρισμάτων της εν λόγω απόφασης.  Η παρούσα διαδικασία δεν παρέχει δυνατότητα για αναδίφηση των εγγενών της στοιχείων για έλεγχο νομιμότητας, εφόσον δεν είναι εκείνη που προσεβλήθη.  Ορθά λοιπόν ήταν που η προσφυγή κρίθηκε απαράδεκτη. 

Προκύπτει εξ άλλου και το ζήτημα εννόμου συμφέροντος.  Είναι πάγια νομολογημένο ότι η ελεύθερη και εκούσια, χωρίς επιφύλαξη, αποδοχή διοικητικής πράξης, με πλήρη γνώση των περιστάσεων, όπως στην προκείμενη περίπτωση, επιφέρει στέρηση εννόμου συμφέροντος για την προσβολή της πράξης: βλ. ενδεικτικά τις αποφάσεις στις υποθέσεις Papadopoullou & Another v. C.B.C. (1987) 3 C.L.R. 1685 και Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.ά. ν. Ρ.Ι.Κ. (ανωτέρω).

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο