ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 3 ΑΑΔ 485

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υποθέσεις αρ. 298/96, 299/96, 300/96.

Σύνθεση Δικαστηρίου: ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ,

Χ"ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ,

ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,

ΗΛΙΑΔΗΣ, ΔΔ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπόθεση αρ. 298/96.

Μεταξύ:

Ηλία Κυριακίδη,

Αιτητή,

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου,

Καθ΄ ων η Αίτηση.

- - -

Υπόθεση αρ. 299/96.

Μεταξύ:

Θεόδωρου Στυλιανού,

Αιτητή,

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου,

Καθ' ων η αίτηση.

- - -

Υπόθεση αρ. 300/96.

Μεταξύ:

Χαράλαμπου Ταλιαδώρου,

Αιτητή,

- ν -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργικού Συμβουλίου,

Καθ΄ ων η αίτηση.

- - -

Ημερομηνία: 26 Noεμβρίου 1997.

Για τους αιτητές: Τ. Παπαδόπουλος με Αλ. Λυκούργου (κα).

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Αλ. Μαρκίδης, Γενικός Εισ. της Δημ. με Τ. Πολυχρονίδου (κα) Δικηγόρο της

Δημοκρατίας, Α.

- - -

Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΙΚΗΣ, Π.: Tο Υπουργικό Συμβούλιο ενασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο 13 Β του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, (όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 192/91), τερμάτισε τις υπηρεσίες των Ηλία Κυριακίδη, (Ανώτερου Αστυνόμου), Θεόδωρου Στυλιανού, (Αστυνόμου Α), και Χαράλαμπου Ταλιαδώρου, (Ανώτερου Υπαστυνόμου). Η απόφαση λήφθηκε στις 7 Μαρτίου 1996. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποδέχτηκε τα ευρήματα της Ερευνητικής Επιτροπής την οποία είχε νωρίτερα συστήσει, για τη διερεύνηση καταγγελιών για κακοποίηση και βασανισμό κρατουμένων, σύμφωνα με τα οποία οι Στυλιανού και Ταλιαδώρου κρίθηκαν ένοχοι πράξεων κακοποίησης και βασανισμού κρατουμένων. Τα ίδια ευρήματα στοιχειοθετούν, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβούλιου και την ευθύνη του Κυριακίδη για πλημμελή άσκηση των καθηκόντων του ως Διευθυντή της Αστυνομικής Δύναμης Λεμεσού. Υπό το πρίσμα αυτών των ευρημάτων το Υπουργικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι συνέτρεχαν οι ακόλουθοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι εξειδικεύονται στην απόφασή του για τον τερματισμό των υπηρεσιών των Στυλιανού και Ταλιαδώρου.

«3.Α. (3) - (α) η προστασία του κύρους του Κράτους και του αγώνα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Λαού για αποκατάσταση του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε όλο το έδαφος της Επικράτειας, δικαιωμάτων που μαζικά παραβιάσθηκαν και παραβιάζονται από την Τουρκία, ιδιαίτερα εν όψει της ανησυχίας που γραπτώς και επίσημα έχει εκφρασθεί από διεθνή όργανα, για την κακομεταχείριση και τους βασανισμούς από αστυνομικά όργανα στην Κύπρο, όπως αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο (υποπαρ. (2)(α) - (2)(δ).

(β) η υποχρέωση της Πολιτείας για αποτελεσματικό σεβασμό και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στα πλαίσια του Συντάγματος, των Διεθνών Συνθηκών και των Νόμων της και ειδικότερα η εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του Άρθρου 35 του Συντάγματος, του Άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών και του Άρθρου 2 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων. και

(γ) η προστασία του κύρους της Αστυνομίας, μιας νευραλγικής σημασίας Κρατικής Υπηρεσίας, που έχει τρωθεί, με σοβαρές συνέπειες στην εκπλήρωση της αποστολής της, και η απομάκρυνση από τις τάξεις της ατόμων που σύμφωνα με την Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής μετέρχονταν συστηματικά τα αποτρόπαια μέσα που αναφέρονται στην Έκθεση.»

Για τους ίδιους λόγους, εξαιρουμένου του δεύτερου σκέλους της παραγράφου (γ), αποφασίστηκε ότι εδικαιολογείτο και ο τερματισμός των υπηρεσιών του Κυριακίδη.

Κάτω από οποιοδήποτε φακό και αν κριθεί, η ουσία της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου έγκειται στο αναγκαίο ή επιθυμητό, χάριν των λόγων που εξειδικεύονται, απομάκρυνσης ανώτερων στελεχών αξιωματικών της Αστυνομικής Δύναμης που ευθύνονται για πράξεις κακοποίησης και βασανισμού κρατουμένων. Οι πράξεις που τους αποδίδονται συνιστούν αδικήματα του Ποινικού Κώδικα και αδικήματα μείζονος σοβαρότητας βάσει του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990, (Ν.235/90). Επίσης συνιστούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα. Η ευθύνη του Η. Κυριακίδη συναρτάται με τη θέση του και την προκύπτουσα συμπερασματικά, παρέκκλιση από το διευθυντικό καθήκον επιτήρησης της σύννομης λειτουργίας της Αστυνομικής Δύναμης στην περιοχή του. Για πέντε άλλα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης στα οποία επίσης καταλογίζονται πράξεις κακοποίησης και βασανισμού κρατουμένων, αποφασίστηκε ότι δεν εδικαιολογείτο ο τερματισμός των υπηρεσιών τους λόγω του χαμηλού βαθμού που κατείχαν στην κλίμακα της ιεραρχίας του σώματος. Το μέρος αυτό της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με τους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επικαλείται για την απόλυση των αιτητών.

Εξαρχής πρέπει να διευκρινιστεί ότι όχι μόνο ενδείκνυται, αλλά επιβάλλεται η απομάκρυνση από τις τάξεις της Αστυνομικής Δύναμης αστυνομικών οι οποίοι παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα των κρατουμένων. Το πρώτο κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο το άρθρο 13Β παρέχει εξουσία για την απόλυση μελών της δύναμης για αξιόμεμπτη διαγωγή κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το δεύτερο εξίσου σημαντικό ερώτημα, είναι κατά πόσο είναι συνταγματικά παραδεκτή η απόδοση στους Στυλιανού και Ταλιαδώρου εγκληματικών πράξεων για τις οποίες δικάστηκαν και αθωώθηκαν. Το τρίτο ερώτημα σχετίζεται με την επάρκεια της έρευνας του Υπουργικού Συμβουλίου.

Οι αιτητές προσβάλλουν, με ξεχωριστές προσφυγές, τις αντίστοιχες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους. Η συνάφεια του αντικειμένου των τριών προσφυγών οδήγησε στη συνεκδίκασή τους ενώ η σπουδαιότητα των θεμάτων τα οποία εγείρονται, στην απευθείας εκδίκασή τους από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Αφετηρία για τη διερεύνηση παραπόνων για κακοποιήσεις κρατουμένων από μέλη του Αστυνομικού σώματος αποτέλεσε η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας Ατόμων η οποία εξέτασε παράπονα για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κρατουμένων, τα οποία την οδήγησαν στην υποβολή σύστασης για τη συγκρότηση ανεξάρτητης επιτροπής, για τη διερεύνηση των συνθηκών κράτησης και τις μεθόδους ανάκρισης κρατουμένων από τις αστυνομικές αρχές, ιδιαίτερα στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού.

Η Κυβέρνηση διακήρυξε την προσήλωση του κράτους στα ανθρώπινα δικαιώματα και την ετοιμότητα εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της Πολιτείας που απορρέουν από τις Διεθνείς Συμβάσεις. Ανταποκρινόμενο στην εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το Υπουργικό Συμβούλιο, προέβη στη σύσταση τριμελούς ερευνητικής επιτροπής βάσει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, Κεφ. 44. Πρόεδρος της Επιτροπής διορίστηκε ο κ. Λ. Λοίζου, πρώην Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και μέλη, ο κ. Ρ. Γαβριηλίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, όπως ήταν τότε, και ο κ. Α. Ανδρέου, Δικηγόρος. Οι όροι εντολής της Επιτροπής, οι οποίοι στοιχειοθετούν και το πλαίσιο της έρευνας, ήσαν οι ακόλουθοι:

«Η Ερευνητική Επιτροπή θα προβεί αμέσως σε πλήρη έρευνα σχετικά με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από αστυνομικά όργανα κατά τη διάρκεια της σύλληψης, κράτησης και ανάκρισης υπόπτων, με ιδιαίτερη έμφαση σε παράπονα βασανισμού ή κακομεταχείρισης.

Η Ερευνητική Επιτροπή θα έχει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 7 του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου.

Η Ερευνητική Επιτροπή θα υποβάλει την έκθεση της στο Υπουργικό Συμβούλιο μόλις συμπληρώσει την έρευνα.»

Σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η έρευνα θα κάλυπτε την περίοδο από 1 Σεπτεμβρίου 1990, μέχρι την ημερομηνία σύστασης της Ερευνητικής Επιτροπής, 3 Σεπτεμβρίου 1993.

Στην Ερευνητική Επιτροπή υποβλήθηκαν και εξετάστηκαν παράπονα από έντεκα άτομα, για κακομεταχείριση και βασανισμό κατά την κράτηση τους για σκοπούς ανακρίσεων σε σχέση με οκτώ διερευνούμενες κατά τον κρίσιμο χρόνο ποινικές υποθέσεις. Οι δέκα είχαν κρατηθεί στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού και ο ένας στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λάρνακας.

Η Ερευνητική Επιτροπή ολοκλήρωσε την έρευνά της και υπέβαλε την έκθεσή της στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 3 Νοεμβρίου 1995.

Η Ερευνητική Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα παράπονα και των έντεκα παραπονουμένων ευσταθούσαν. Προέβη σε εύρημα ότι τα κατονομαζόμενα μέλη του Αστυνομικού σώματος άσκησαν βία και υπέβαλαν σε βασανισμό τους παραπονουμένους προς τον σκοπό εξασφάλισης ομολογίας για τη διάπραξη των εγκλημάτων για τα οποία εκρατούντο και για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες για ανάμειξή τους. Καταλογίζεται ευθύνη σε έντεκα μέλη του Αστυνομικού σώματος, για πράξεις βίας και βασανισμού των παραπονουμένων. Η Ερευνητική Επιτροπή διαπίστωσε ότι στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού ασκείτο συστηματικά βία εις βάρος των κρατουμένων. Οι μέθοδοι και τα μέσα που εχρησιμοποιούντο για τον σκοπό αυτό ήταν, σύμφωνα με την έκθεση αποτρόπαια, πρωτοφανή στα Κυπριακά δεδομένα.

Τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας, στην πρώτη και τη δεύτερη Γνωμοδότησή του, όσο και το Υπουργικό Συμβούλιο, αποδίδουν ευθύνη στον Ηλία Κυριακίδη, για τα συμβάντα στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού λόγω της θέσης που κατείχε, και των ευθυνών του Διευθυντή για τη διασφάλιση της σύννομης λειτουργίας του σώματος. Η ευθύνη συναρτάται με την πλημμελή άσκηση του καθήκοντος επιτήρησης της λειτουργίας της Αστυνομίας στην περιοχή του.

Πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά των Βασανιστηρίων και το διορισμό της Ερευνητικής Επιτροπής, και δύο άλλες Διεθνείς Επιτροπές, η Διεθνής Επιτροπή που προβλέπεται από το Σύμφωνο για Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ανθρώπου, (βλ. Κυρωτικό Νόμο 14/69), και η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων, (βλ. Ν.235/90), αναφέρουν σε εκθέσεις τους ότι υποβλήθηκαν παράπονα για το βασανισμό κρατουμένων προς τον σκοπό εξασφάλισης ομολογίας ενοχής, ιδίως στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού και διατύπωσαν ανησυχίες για το γεγονός, οι οποίες τέθηκαν υπόψη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, αφού μελέτησε την Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής διαπίστωσε ότι εκ πρώτης όψεως συντρέχουν εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τον τερματισμό των υπηρεσιών τόσο, των έντεκα μελών του αστυνομικού σώματος στα οποία αποδίδονται πράξεις κακομεταχείρισης και βασανισμού κρατουμένων, μεταξύ των οποίων και οι Στυλιανού και Ταλιαδώρου όσο, και για τον Η. Κυριακίδη, λόγω της θέσης που κατείχε. Μεταξύ άλλων διαπιστώνει ότι συντρέχει και ο ακόλουθος λόγος για τον τερματισμό των υπηρεσιών των μελών της Αστυνομικής δύναμης που βαρύνονται, βάσει της έκθεσης της Ερευνητικής Επιτροπής, με πράξεις βασανισμού κρατουμένων.

«Το Αστυνομικό Σώμα δεν μπορεί να διατηρήσει στις τάξεις του τα άτομα που μετήλθαν τα αποτρόπαια μέσα που αναφέρονται στο πιο πάνω απόσπασμα (Βλ. υποπαράγραφο (δ) πιο πάνω) της Έκθεσης της Επιτροπής.»

Στη Γνωμάτευση του ο Γενικός Εισαγγελέας επισημαίνει ότι για τις πράξεις κακοποίησης και βασανισμού, που αποδίδονται από την Ερευνητική Επιτροπή στους Στυλιανού και Ταλιαδώρου, αυτοί διώχθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αθωώθηκαν πριν τη σύσταση της Ερευνητικής Επιτροπής. (Βλ. Ποινική Υπόθεση αρ. 19707/92 Δημοκρατία ν. 1. Θ. Στυλιανού, 2. Χ. Ταλιαδώρου, απόφαση εκδόθηκε στις 23.7.1993.) Διώχθηκαν για το αδίκημα που στοιχειοθετείται στο πρώτο μέρος του περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικού) Νόμου του 1990 (Ν.235/90). Το άρθρο 3(1)(2)(β) καθιστά την πρόκληση σωματικής βλάβης κρατουμένων ή τη χρήση μέσων ή μεθόδων συστηματικού βασανισμού τους από δημόσιο λειτουργό ή πρόσωπα ενεργούντα υπό δημόσια ιδιότητα, έγκλημα τιμωρητέο με δεκατετραετή φυλάκιση. Το αδίκημα εμπεριέχει το στοιχείο της πρόκλησης σωματικής βλάβης που συνιστά ξεχωριστό αδίκημα βάσει του Ποινικού Κώδικα και για το οποίο μετά την αθώωση δεν χωρεί δίωξη. Ο Γενικός Εισαγγελέας διαπιστώνει ότι η απαλλαγή τους από το Κακουργιοδικείο καθιστά αδύνατη την εκ νέου δίωξη τους. Το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος προβλέπει ότι κανένας δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το ίδιο αδίκημα. Αυτό καθιερώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Εξίσου αδύνατη διαπιστώνει, είναι και η πειθαρχική δίωξη των Στυλιανού και Ταλιαδιώρου ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 52, των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 Κ.Δ.Π. 53/89, ο οποίος προβλέπει ότι, μέλος της Δύναμης το οποίο «δικάστηκε για ποινικό αδίκημα και δε βρέθηκε ένοχο δεν μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά με την ίδια κατηγορία, ...». Παρά τις διαπιστώσεις αυτές ο Γενικός Εισαγγελέας υιοθετεί την ακόλουθη θέση ως προς την αθώωση των Στυλιανού και Ταλιαδώρου και τις συνέπειες της.

«Η αθώωση δε σημαίνει ότι δεν έγινε έγκλημα. Ούτε και σημαίνει, σε περίπτωση κατά την οποίαν έγινε έγκλημα, ότι οι ένοχοι είναι άλλοι από τους αθωωθέντες. Η αθώωση από Δικαστήριο κατηγορουμένου σημαίνει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ότι το Δικαστήριο δεν επείσθη ότι η κατηγορούσα αρχή κατόρθωσε να αποδείξει πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας ή, έστω και εκ πρώτης όψεως, την ενοχή των συγκεκριμένων κατηγορουμένων. Το εύρημα αυτό δεν ισοδυναμεί κατ΄ ανάγκη με θετική απόφαση ότι οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι είναι αθώοι και ότι, επομένως, αν έγινε έγκλημα, οι ένοχοι είναι άλλοι.»

Είναι σ΄ αυτό το μέρος της Γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα που θεμελιώνεται η θέση ότι διοικητικό όργανο ή αρχή όπως το Υπουργικό Συμβούλιο, μπορεί να αποδώσει αξιόποινες πράξεις σε μέλη του Αστυνομικού Σώματος παρά την αθώωση τους από αρμόδιο δικαστήριο για τις ίδιες πράξεις καθώς και το νομικό αξίωμα και ρητές πρόνοιες των Πειθαρχικών Κανονισμών, ότι αποκλείεται η πειθαρχική δίωξη του αθωωθέντος για τις ίδιες πράξεις. Προκύπτει από τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ότι η αθώωση από ποινικό δικαστήριο δεν αποκλείει οποιαδήποτε άλλη αρχή, ή σώμα να καταλογίσει στον απαλλαγέντα το ίδιο αδίκημα.

Ο Γενικός Εισαγγελέας συμβούλευσε το Υπουργικό Συμβούλιο ότι, εφόσο και το ίδιο διαπιστώσει ότι συντρέχουν εκ πρώτης όψεως εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, μπορεί να κινήσει τη διαδικασία για την εξέταση του ενδεχόμενου τερματισμού των υπηρεσιών των τριών αιτητών και εννέα άλλων μελών του Αστυνομικού Σώματος, αφού πρώτα τους παράσχει την ευκαιρία να ακουστούν. Προς το σκοπό αυτό, συνέστησε όπως οι επηρεαζόμενοι κληθούν να υποβάλουν γραπτώς τις παραστάσεις τους μέσα σε τακτή προθεσμία.

Η Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα υποβλήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1995. Στις 22 Νοεμβρίου 1995, το Υπουργικό Συμβούλιο επιλήφθηκε της έκθεσης της Ερευνητικής Επιτροπής και εξέτασε τα εγειρόμενα θέματα υπό το φως της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα. Έκρινε ότι συντρέχουν, ενόψει των πορισμάτων της Ερευνητικής Επιτροπής, οι εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι αναγράφονται στο εισαγωγικό μέρος της απόφασής μας, για την εξέταση του ενδεχόμενου τερματισμού των υπηρεσιών τόσο, των τριών αιτητών όσο, και των υπολοίπων μελών του σώματος στα οποία καταλογίζονται πράξεις κακοποίησης και βασανισμού κρατουμένων, τους οποίους κάλεσε να υποβάλουν γραπτώς τις παραστάσεις τους. Ανταποκρινόμενοι στην πρόσκληση οι αιτητές υπέβαλαν υπόμνημα στο οποίο εκθέτουν τις θέσεις τους για τα όσα τους καταμαρτυρούνται αναφέρονται, στα δικαιώματα τους κάτω από το Σύνταγμα και το νόμο καθώς και τις συνέπειες της αθώωσής τους.

Οι αιτητές Στυλιανού και Ταλιαδώρου αμφισβήτησαν τα ευρήματα της Ερευνητικής Επιτροπής, αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη σε πράξεις κακοποίησης ή βασανισμού κρατουμένων και πρόβαλαν την αθώωσή τους από τη Δικαιοσύνη ως αδιάσειστο τεκμήριο της αθωότητάς τους. Και ο Κυριακίδης, του οποίου η ευθύνη συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με τις πράξεις των Στυλιανού και Ταλιαδώρου, του προϊστάμενου του Τμήματος Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων Λεμεσού, και του δεύτερου στην τάξη στο ίδιο τμήμα αντίστοιχα, αρνήθηκε τόσο την κακομεταχείριση και βασανισμό κρατουμένων στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού όσο, και κάθε μομφή κατά του ατόμου του για ανοχή ή συγκάλυψη άνομων πράξεων ή για πλημμελή άσκηση των διευθυντικών του καθηκόντων.

Οι παραστάσεις των επηρεαζομένων (των αιτητών και των υπολοίπων), τέθηκαν υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα. Μετά από αξιολόγηση του συνόλου των τεθέντων στοιχείων, ο Γενικός Εισαγγελέας έκρινε ότι συντρέχουν οι εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι καθορίζονται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου της 22 Νοεμβρίου 1995, για τον τερματισμό των υπηρεσιών των τριών αιτητών και πέντε άλλων μελών της Δύναμης, στα οποία καταλογίζονται πράξεις κακοποίησης και βασανισμού κρατουμένων. Στη γραπτή Γνωμοδότηση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο της 6ης Μαρτίου 1996, διαπιστώνει ότι επενεργεί το τεκμήριο της ορθότητας και νομιμότητας υπέρ των εργασιών της Ερευνητικής Επιτροπής επικαλούμενος προς τούτο το αξίωμα «omnia presumuntur rite esse acta». Η δεύτερη διαπίστωση στην οποία προέβη είναι ότι μετά από μελέτη των θέσεων και παραστάσεων των επηρεαζομένων (περιλαμβανομένων των αιτητών), «δεν υπάρχει ο,τιδήποτε σ΄ αυτές που να κλονίζει την αξιοπιστία της Επιτροπής», και θέτει το ερώτημα, κατά πόσο τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της Ερευνητικής Επιτροπής «συνιστούν τους εξειδικευμένους λόγους δημοσίου συμφέροντος σε σχέση με τους οποίους κλήθηκαν να υποβάλουν παραστάσεις τα δώδεκα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης». Βασιζόμενος σ΄αυτά τα ευρήματα έκρινε ότι συντρέχουν οι προαναφερθέντες εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τον τερματισμό των υπηρεσιών των αιτητών και πέντε άλλων από τα έντεκα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, τα οποία βαρύνονται, σύμφωνα με τα ευρήματα της Ερευνητικής Επιτροπής, με πράξεις βασανισμού και κακοποίησης κρατουμένων. Στην ίδια γνωμοδότηση εξηγεί ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών μελών της Αστυνομικής Δύναμης βάσει του άρθρου 13 Β, συνιστά διοικητικό και όχι πειθαρχικό ή άλλο τιμωρητικό μέτρο. Όπως προκύπτει από τη γνωμάτευση του, το μέτρο του τερματισμού των υπηρεσιών Αστυνομικών δεν προσλαμβάνει πειθαρχικό ή τιμωρητικό χαρακτήρα στην περίπτωση που αποβλέπει στην απομάκρυνσή τους από τις τάξεις του σώματος για παράνομες πράξεις αντικείμενες προς το καθήκον τους. Τέλος, ο Γενικός Εισαγγελέας υποδεικνύει στο Υπουργικό Συμβούλιο ότι σ΄ αυτό εναπόκειται τόσο η διαπίστωση των γεγονότων όσο και των εξειδικευμένων λόγων για τους οποίους θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτητών και των άλλων πέντε μελών της Αστυνομικής Δύναμης, για τα οποία γνωμοδότησε ότι συντρέχουν εξειδικευμένοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους. Για τους υπόλοιπους τέσσερις, στους οποίους αποδίδονται πράξεις κακοποίησης και βασανισμού από την Ερευνητική Επιτροπή, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν διαπίστωσε, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου των γεγονότων, βάσιμους λόγους τερματισμού των υπηρεσιών τους.

Η γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα διάνοιξε την οδό στο Υπουργικό Συμβούλιο για την άσκηση της εξουσίας που του παρέχει το άρθρο 13 Β, ως προς τους αιτητές και τα άλλα πέντε μέλη της Δύναμης, για τα οποία διαπιστώθηκε ότι συντρέχουν οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που καθορίστηκαν για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους.

Το Υπουργικό Συμβούλιο επελήφθη του θέματος στις 7 Μαρτίου 1996. Ορθά διαπιστώνεται στο εισαγωγικό μέρος της απόφασης ότι το εγειρόμενο ζήτημα πρέπει «να εξεταστεί εξ υπαρχής, και ανεξάρτητα από την προηγούμενη Απόφασή του με Αρ. 43.291, ημερ. 22.11.1995». Στη συνέχεια καθόρισε τα στοιχεία τα οποία έλαβε υπόψη και μελέτησε για να αχθεί στην απόφαση του - «.... το περιεχόμενο της Έκθεσης της Ερευνητικής Επιτροπής, στο σύνολό του και αφού μελέτησε τις γραπτές θέσεις και/ή παραστάσεις ενός εκάστου των 12 μελών της Αστυνομίας που αναφέρονται στην Απόφαση του με Αρ. 43.291, ημερ. 22.11.1995, οι οποίες λήφθηκαν στις 21.12.1995, 2.2.1996 και 5.2.1996, και τη γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 6.3.1996.»

Συμπυκνούμενος ο λόγος της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου απολήγει σε τούτο. Το δημόσιο συμφέρον, όπως ανακύπτει υπό το φως των ευρημάτων της Ερευνητικής Επιτροπής, επιβάλλει την απομάκρυνση από τις τάξεις της Αστυνομικής Δύναμης ατόμων τα οποία βαρύνονται με την κακοποίηση και βασανισμό κρατουμένων. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης τερματίστηκε η υπηρεσία των Στυλιανού και Ταλιαδώρου που βαρύνονται με εγκληματικές πράξεις καθώς και του Κυριακίδη, του οποίου η πλημμελής άσκηση των διευθυντικών του καθηκόντων επέτρεψε την επίδοση αστυνομικών οργάνων υπό τον έλεγχο του στις παράνομες και εγκληματικές πράξεις κακομεταχείρισης και βασανισμού κρατουμένων.

Η απόφαση λήφθηκε χωρίς αναφορά στην ποινική δίωξη των Στυλιανού και Ταλιαδώρου και την αθώωσή τους ή την απόφαση του Κακουργιοδικείου με την οποία αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν για τις αξιόποινες πράξεις που τους αποδίδει η Ερευνητική Επιτροπή.

Ο κ. Παπαδόπουλος εκ μέρους των αιτητών υποστήριξε κατ΄ αρχή, ότι εάν το άρθρο 13 Β ερμηνευθεί ως παρέχον εξουσία για τον τερματισμό των υπηρεσιών μελών της Αστυνομικής Δύναμης για αξιόποινη ή αξιόμεμπτη συμπεριφορά, αυτό βρίσκεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις των Άρθρων 12, 25, 28, 30 και 54, του Συντάγματος και θα πρέπει να αποκηρυχθεί ως αντισυνταγματικό. Η παροχή τέτοιας εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο θα υπερφαλάγγιζε όλα τα συνταγματικά εχέγγυα και ελευθερίες για τη διαπίστωση της ποινικής και πειθαρχικής ευθύνης του κατηγορουμένου και όλα όσα επάγεται η αθώωση από τη Δικαιοσύνη. Επιπλέον, θέτει τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης σε δυσμενή μοίρα σε ό,τι αφορά το δικαίωμα εργασίας και ταυτοχρόνως αντιμάχεται αυτό τούτο το δικαίωμα εργασίας. Μόνο αν ο τερματισμός υπηρεσιών ερμηνευθεί ως αμιγώς διοικητικό μέτρο και η εφαρμογή του περιοριστεί στις λειτουργικές ανάγκες της Αστυνομικής Δύναμης, υπέβαλε ο κ. Παπαδόπουλος, μπορεί το άρθρο 13 Β να θεωρηθεί συμβατό με το Σύνταγμα. Ο τερματισμός των υπηρεσιών προσωπικού δημοσίων υπηρεσιών για ανάρμοστη συμπεριφορά στην εκτέλεση του καθήκοντος, δεν μπορεί ποτέ, όπως εισηγήθηκε, να διαταχθεί έξω από την πειθαρχική διαδικασία. Σ΄ εκείνη την περίπτωση, το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει και η δικαιοσύνη απαιτεί την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας που συνιστά και το μόνο μέσο για την αντιμετώπιση του εκτρεπόμενου από το καθήκον και απειθαρχούντος υπαλλήλου. Προς υποστήριξη των θέσεων του παρέπεμψε σε σειρά Ελληνικών Συγγραμμάτων. (Βλ. Β. Σκουρή και Α. Τάχου «Ειδικό Διοικητικό Δίκαιο» Δημοσιο-υπαλληλικό Δίκαιο Τεύχος 2, Έκδοση 1985, σελ. 165. Χρ. Γ. Φθενάκης, «Σύστημα Υπαλληλικού Δικαίου» Τόμος Γ΄ Έκδοση Πρώτη, 1967, σελ. 385. Ε. Π. Σπηλιωτόπουλος, «Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου» 1984, σελ. 152. Η. Γ. Κυριακόπουλος «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον» Γ΄ Ειδικόν Μέρος, Έκδοση Τέταρτη 1962, σελ. 338.) Επίσης, υπέβαλε ότι εφαρμογή του άρθρου 13 Β ως μέσου τιμωρίας απολήγει σε μέτρο αυταρχικό, αντικείμενο προς τα δημοκρατικά θέσμια και την αρχή του κράτους δικαίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας αντέκρουσε την τελευταία εισήγηση με αναφορά στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Christodoulides and Others v. The Republic (1984)3 C.L.R. 1297. και Fakas v. Republic (1988)3 C.L.R. 1928.

Αποτελεί αξίωμα του δικαίου ότι εφόσον παρέχεται η δυνατότητα ερμηνείας του νόμου κατά τρόπο συνάδοντα προς το Σύνταγμα αυτή υιοθετείται και ο νόμος διασώζεται. Σύμφωνα με άλλο ερμηνευτικό αξίωμα επίσης σχετικό, επενεργεί μαχητό τεκμήριο ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι η θεσμοθέτηση κανόνων μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος. Μόνο όπου τούτο αποκλείεται από το λεκτικό του νόμου ανατρέπεται το τεκμήριο και προκύπτει θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου. (Βλ. Police v. Ekdotiki Eteria (1982)2 C.L.R. 63 σελ. 78.)

Η θέση των αιτητών, όπως μπορεί να συνοψιστεί, είναι ότι η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών τους παραβιάζει το Σύνταγμα, θεμελιώνεται σε πλάνη ως προς το νόμο και τα πράγματα και απολήγει σε υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας.

Ο άλλος λόγος ο οποίος προβάλλεται για ακύρωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου σχετίζεται με τη συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου, κακή κατά τους αιτητές, λόγω της συμμετοχής στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου εκτός από τα μέλη του και του Υφυπουργού παρά τω Προέδρω και του Κυβερνητικού Εκπροσώπου. Ο Γενικός Εισαγγελέας, χωρίς να αποδέχεται ότι η παρουσία των δύο αξιωματούχων στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου υποδηλώνει και συμμετοχή τους στη λήψη της επίδικης απόφασης ή ότι η παρουσία τους γενικά καθιστά τη συγκρότηση του Υπουργικού Συμβουλίου κακή, υπέβαλε ότι πιθανή ακύρωση της επίδικης απόφασης για τον τυπικό αυτό λόγο θα οδηγούσε, κατά λογική πρόβλεψη, σε επανάληψη της απόφασης. Επιθυμητό είναι επομένως, εισηγήθηκε να εξεταστεί η ουσία της διαφοράς στην οποία επικέντρωσε και την επιχειρηματολογία του προς υποστήριξη της απόφασης.

Η θέση του Γενικού Εισαγγελέα, όπως μπορεί να συνοψιστεί, είναι ότι ο προσδιορισμός των λόγων δημοσίου συμφέροντος που μπορεί να δικαιολογήσουν τον τερματισμό των υπηρεσιών μελών της Αστυνομικής Δύναμης ανάγεται στο Υπουργικό Συμβούλιο, μή αποκλειομένων και λόγων οι οποίοι σχετίζονται με εγκληματική ή πλημμελή συμπεριφορά των μελών της δύναμης κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Ο τερματισμός των υπηρεσιών μελών της Αστυνομίας βάσει του άρθρου 13Β, δεν αποβάλλει το διοικητικό του χαρακτήρα όταν ο σκοπός του μέτρου δεν είναι αυτή τούτη η τιμωρία του παρεκτρεπόμενου αστυνομικού αλλά η προστασία της Αστυνομικής Δύναμης.

Προέχει η ερμηνεία του άρθρου 13 Β, και σ΄ αυτό θα συγκεντρωθούμε. Το γεγονός ότι το επίμαχο άρθρο του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, καταργήθηκε μετά τη λήψη της επίδικης απόφασης, με τον περί Αστυνομίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1996, (Ν. 64(Ι)/96), δεν μεταβάλλει τα επίδικα θέματα. Το Σύνταγμα καθιστά τη δικαστική εξουσία τον αποκλειστικό κριτή της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Η διαπίστωσή της μπορεί να γίνει μόνο μέσα στο πλαίσιο της δίκαιας δίκης, τηρουμένων των θεμελιωδών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, τα οποία καθορίζονται στα Άρθρα 30.2, 3 και 12.5 του Συντάγματος. Η δικαστική απαλλαγή του κατηγορουμένου αποκλείει την εκ δευτέρου δίκη του για το ίδιο αδίκημα όπως ορίζει το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος, διάταξη, η οποία συναρτάται με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας. Μόνο καταδίκη, από αρμόδιο κατά νόμο δικαστήριο, μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό. Το Σύνταγμα, καθιστά τη Δικαιοσύνη το μόνο κριτή της ποινικής ευθύνης ατόμου το οποίο κατηγορείται για τη διάπραξη εγκλήματος και των γεγονότων που στοιχειοθετούν το έγκλημα. Απαλλαγή από αρμόδιο Δικαστήριο για τη διάπραξη αδικήματος επισφραγίζει το τεκμήριο της αθωότητας και το καθιστά αδιάσειστο. Οποιαδήποτε άλλη θέση θα υπέσκαπτε το θεμελιώδες αυτό δικαίωμα του ανθρώπου και θα διάνοιγε τη θύρα για την κρίση αξιόποινων πράξεων από αρχή άλλη από τη Δικαιοσύνη.

Το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο κατοχυρώνεται στο Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, έχει προέλευση το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία επίσης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Κυπριακού δικαίου. (Βλ. Κυρωτικό Νόμο 39/62.) Το τεκμήριο της αθωότητας θεωρείται βασικό εχέγγυο της ελευθερίας και υπόστασης του ανθρώπου τόσο κατά το Αγγλικό όσο και Ηπειρωτικό δίκαιο. Θεώρηση της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκαλύπτει ότι δεν χωρεί κανένας συμβιβασμός ούτε παρέκκλιση από το δικαίωμα που εξασφαλίζει το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Το τεκμήριο της αθωότητας εμπεριέχει και την ελευθερία κατά της αυτοενοχοποίησης. (Βλ. Funke v. France Series A, 265 - A (1993), και την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Saunders v. U.K. No.19187/91 (1994) Com. Rep. 69-75.) Ανάλογη υπήρξε και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Κύπρου επί του ιδίου θέματος. (Bλ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής Αντ. (Αρ. 1) (1994)3 Α.Α.Δ. 1.) Μετά την αθώωση του κατηγορουμένου από αρμόδιο Δικαστήριο, το τεκμήριο της αθωότητας καθίσταται ακλόνητο. Καμμιά αρχή ή σώμα δεν μπορεί να αποδώσει τη διάπραξη αξιόποινης πράξης στον απαλλαγέντα ή ακόμα να διατυπώσει υπόνοιες για την ενοχή του. Η θέση αυτή αποτελεί συνέπεια του τεκμηρίου της αθωότητας όπως τονίζεται στην Krause v. Switzerland No. 7986/77, 13 DR 73 (1978). Το τεκμήριο της αθωότητας έχει καθολική εφαρμογή. Απαγορεύεται σε δημόσια αρχή να αποδώσει εγκληματική πράξη σε οποιοδήποτε εκτός σε καταδικασθέντα από αρμόδιο δικαστήριο. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Krause, είναι χαρακτηριστικό της απαγόρευσης:

«It is a fundamental principle embodied in this Article which protects everybody against being treated by public officials as being guilty of an offence before this is established according to law by a competent court. Article 6, paragraph 2, therefore, may be violated by public officials if they declare that somebody is responsible fοr criminal acts without a court having found so.»

(Ελληνική μετάφραση - ελεύθερη.)

(«Αποτελεί θεμελιώδη αρχή η οποία ενσωματώνεται σ΄ αυτό το άρθρο το οποίο προστατεύει τον καθένα από του να τυγχάνει μεταχείρισης από δημόσιους λειτουργούς ως ένοχος αδικήματος πριν αυτό καταδειχθεί σύμφωνα με το νόμο ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου. Το άρθρο 6, παράγραφος 2, μπορεί επομένως να παραβιαστεί από δημόσιους λειτουργούς οποτεδήποτε δηλώνουν ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για αξιόποινες πράξεις χωρίς το δικαστήριο να έχει διαπιστώσει τούτο ως γεγονός.»)

Η βασική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαφωτιστική ως προς το εύρος και τις συνέπειες του τεκμηρίου της αθωότητας, είναι η Minelli v. Switzerland, Series A 62 (1983), στην οποία διακηρύχθηκε ότι:

« .... the presumption of innocence will be violated if, without the accused's having previously been proved guilty according to law and, notably, without his having had the opportunity of exercising his rights of defence, a judicial decision concerning him reflects an opinion that he is guilty. This may be so even in the absence of any formal finding; it suffices that there is some reasoning suggesting that the court regards the accused as guilty.»

(Ελληνική μετάφραση - ελεύθερη.)

(«.... το τεκμήριο της αθωότητας παραβιάζεται εάν, χωρίς ο κατηγορούμενος να έχει προηγουμένως κριθεί ένοχος σύμφωνα με το νόμο και συγκεκριμένα χωρίς να του έχει παρασχεθεί η ευκαιρία άσκησης των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, δικαστική απόφαση η οποία τον αφορά κατοπτρίζει άποψη ότι είναι ένοχος. Αυτή μπορεί να είναι η περίπτωση ακόμα και στην απουσία οποιουδήποτε τυπικού ευρήματος. αρκεί να υπάρχει έστω και κάποιο αιτιολογικό το οποίο υποδηλώνει ότι το Δικαστήριο θεωρεί τον κατηγορούμενο ένοχο.»)

Το άρθρο 6(2) παραβιάζεται, όπως διευκρινίζεται στη Sekanina v. Austria, Series A, 266-A (1993), ακόμα και όταν διατυπώνονται υπόνοιες για την ανάμειξη προσώπου σε εγκληματική πράξη μετά την αθώωσή του από αρμόδιο δικαστήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι και σε σχέση με τα αστικά δικαιώματα του ατόμου αποκλείεται η διαπίστωση ευρημάτων δυσμενών για τα δικαιώματά του εκτός από αρμόδιο δικαστήριο. Σχετική είναι η απόφαση στη Fayed v. U.K., Series A 294 - B para 61 (1994), στην οποία αποφασίστηκε ότι ευρήματα δυσμενή για τη φήμη του αιτητή, η οποία ανάγεται στα αστικά του δικαιώματα, στα οποία προέβη δημόσιος λειτουργός στο πλαίσιο έρευνας για τη λειτουργία δημόσιας εταιρείας προς τον σκοπό διαπίστωσης δόλου, συνιστούσαν παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης.

Όπως επισημαίνεται στην Αίτηση David Lee Carter Πολιτική Έφεση αρ. 9614 - 21.3.1996, (απόφαση Ολομέλειας), το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος έχει ως λόγο την κατοχύρωση των εχέγγυων της ελευθερίας. Τα δικαιώματα υπεράσπισης, τα οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος, εκτείνονται και στη διαπίστωση της πειθαρχικής ευθύνης υπαλλήλου δημόσιας αρχής. (Βλ. μεταξύ άλλων Ηaros v. Republic 4 R.S.C.C. 39 . Morsis v. Republic 4 R.S.C.C. 133. Menelaou v. Republic (1980)3 C.L.R. 467. Petrou v. Republic (1980)3 C.L.R. 203. Papacleovoulou v. Republic (1982)3 C.L.R. 187. Matsas v. Republic (1988)3 (B) C.L.R. 1448. Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου υπ. αρ. 1061/94 - 28.5.96.)

Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη θεώρηση και στην εφαρμογή των εχέγγυων της υπεράσπισης που κατοχυρώνει το Άρθρο 6(3) της Σύμβασης. (Βλ. Engel v. Netherlands, Series A, 22 (1976). Campbell and Fell v. U.K., Series A 80 (1984). Ozturk v. FRG, Series A, 73 (1984).)

Επιβάλλεται η τήρηση των εχέγγυων της υπεράσπισης που κατοχυρώνει το άρθρο 6(3) σε οποιαδήποτε διαδικασία είναι δυνατό να επηρεαστεί ουσιωδώς το άτομο. (Βλ. Dewur v. Belgium, Series A 35 para 46 (1980). Oι ίδιοι οι περί Αστυνομίας (Πειθαρχικοί) Κανονισμοί (Κ.Δ.Π. 53/89 Κ.44(α)), καθιστούν την απόλυση αστυνομικού την αυστηρότερη πειθαρχική ποινή.

Απόκλιση από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει στην Πολιτεία το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, (Κατοχύρωση Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και Ελευθεριών), δεν χωρεί. Η εκπλήρωση τους αποτελεί αναλλοίωτη και διαχρονική υποχρέωση κάθε αρχής και οργάνου της Δημοκρατίας, όπως ρητά ορίζεται στο Άρθρο 35. (Βλ. μεταξύ άλλων Κλεάνθους ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπ. αρ. 977/89 - 29.8.1991.)

Το κείμενο του άρθρου 13 Β δεν αποσυναρτάται από τις διατάξεις των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος, ούτε εξυπακούει την εφαρμογή του κατά παράβαση των προνοιών τους. Αντίθετα, ο περί Αστυνομίας Νόμος και οι Πειθαρχικοί Κανονισμοί προβλέπουν την πειθαρχική διαδικασία ως το μόνο μέσο πρόσαψης κατηγορίας κατά μέλους της Αστυνομικής Δύναμης και διαπίστωσης της ευθύνης του γι΄ αυτό. Εφόσο το άρθρο 13 Β εντάσσεται στον ίδιο νόμο εύλογο είναι να υποθέσουμε ότι το αντικείμενο του δεν έχει άμεσα ή έμμεσα πειθαρχικό χαρακτήρα και ότι η εξουσία που παρέχεται καλύπτει τομείς που δεν σχετίζονται με την πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων μελών της Αστυνομικής Δύναμης.

Εφόσο η εμβέλεια του άρθρου 13 Β περιορίζεται σε αμιγώς διοικητικά μέτρα, αποκλειομένου του τερματισμού υπηρεσιών για μεμπτή συμπεριφορά κατά την εκτέλεση των αστυνομικών καθηκόντων, η διάταξη αυτή του νόμου ευχερώς εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και τα δικαιώματα και ελευθερίες που διασφαλίζει. Συνεπώς, δεν εγείρεται θέμα αντισυνταγματικότητας των προνοιών του.

Η απόφαση η οποία άπτεται άμεσα της φύσης της διοικητικής εξουσίας για τον τερματισμό της υπηρεσίας υπαλλήλου του δημοσίου και διαφωτίζει ως προς τις παραμέτρους της, είναι η Παπαγεωργίου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 941, 944 - 10.1.1990. Όπως και στην προκείμενη περίπτωση το επίδικο θέμα αφορούσε τη δυνατότητα απόλυσης από το Υπουργικό Συμβούλιο μελών της Αστυνομικής Δύναμης για αξιόμεμπτη συμπεριφορά ή υπόνοια για τέτοια συμπεριφορά βάσει νομοθετικών διατάξεων που παρέχουν εξουσία για τον τερματισμό υπηρεσιών, ως διοικητικό μέτρο, συγκεκριμένα των άρθρων 6 και 7 του περί Συντάξεων Νόμου Κεφ. 311. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι, ούτε τα άρθρα 6 και 7, παρείχαν τέτοια εξουσία αλλά ούτε και το κατάλοιπο της διοικητικής εξουσίας που εναποτίθεται στο Υπουργικό Συμβούλιο βάσει του Άρθρου 54 του Συντάγματος. Η αναγνώριση εξουσίας στο Υπουργικό Συμβούλιο για την απομάκρυνση μελών της Αστυνομικής Δύναμης έξω από την πειθαρχική διαδικασία, επεσήμανε το Δικαστήριο, θα αντίκειτο «σε κάθε έννοια φυσικής και διοικητικής δικαιοσύνης». Θα παραβίαζε όλα τα συνταγματικά εχέγγυα για την απόδοση ευθύνης σε υπάλληλο του δημοσίου για ποινικά ή πειθαρχικά αδικήματα.

Η εξουσία, η οποία παρέχεται από το άρθρο 13 Β, συναρτάται αποκλειστικά με τις λειτουργικές ανάγκες της Αστυνομίας, αποκλειομένης της επίκλησης του για την απομάκρυνση μέλους του σώματος για πλημμελή συμπεριφορά στην άσκηση των καθηκόντων του. Το δημόσιο συμφέρον συναρτάται, σε κάθε περίπτωση, με την προαγωγή των σκοπών για τους οποίους ο νόμος παρέχει την εξουσία για τερματισμό υπηρεσιών λειτουργών του δημοσίου, όπως αποφασίστηκε στη Στεφανίδης & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993)3 Α.Α.Δ. 367, και πρόσφατα επαναβεβαιώθηκε στην Αντωνιάδης & άλλοι ν. Δημοκρατίας Αρ. υπ. 947/96 και άλλες - 16.7.1997 (απόφαση Ολομέλειας). Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου δεν ασκήθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, για την προαγωγή των λειτουργικών αναγκών της Αστυνομίας, αλλά για την απομάκρυνση από τις τάξεις της Αστυνομίας ατόμων που βαρύνονται με σοβαρά ποινικά και πειθαρχικά αδικήματα. Χρησιμοποιήθηκε για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους παρασχέθηκε από το νόμο.

Η Ερευνητική Επιτροπή, όπως διαπιστώσαμε στην Αντωνιάδης (ανωτέρω), δεν συνιστά δικαστικό ή πειθαρχικό σώμα. Ούτε μπορεί η σύσταση της να συσχετιστεί με το διοικητικό μέτρο της διαθεσιμότητας δημοσίων υπαλλήλων κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων. (Βλ. Payiatas v. Republic (1984)3 C.L.R. 1239). Πρόκειται, για καθαρά ερευνητικό σώμα οι διαπιστώσεις και εισηγήσεις του οποίου δεν είναι διαγνωστικές των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του πολίτη. Αν περιβαλλόταν με τέτοια εξουσία η λειτουργία της Ερευνητικής Επιτροπής θα προσέκρουε στις πρόνοιες του Άρθρου 30.1 του Συντάγματος που απαγορεύει τη σύσταση «δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα».

Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν έχει ως λόγο τις λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας αλλά την αποπομπή μελών της δύναμης για ασύγγνωστη εγκληματική διαγωγή, αντινομική προς το αστυνομικό καθήκον και αποστολή. Η απόφαση πλήττει τη μακρά υπηρεσία των αιτητών στην Αστυνομική Δύναμη και τους αποστερεί το δικαίωμα να συνεχίσουν να υπηρετούν στις τάξεις της Αστυνομίας μέχρι την αφυπηρέτησή τους. Αποδίδονται, στους αιτητές, εγκληματικές πράξεις κατά παράβαση του τεκμηρίου της αθωότητας και κατ΄ αντίθεση προς τις συνταγματικές αρχές και τις επάλληλες αρχές που καθιερώνει η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η απόφαση πλήττει επίσης τις διατάξεις του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που αποκλείουν την εκ δευτέρου κρίση οποιουδήποτε των αθωωθέντων και απαλλαγέντων από αρμόδιο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, Στυλιανού και Ταλιαδώρου. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λαμβάνει ως δεδομένα και παραδεχτά, υπό το πρίσμα της γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, τα ευρήματα της Ερευνητικής Επιτροπής για την ενοχή των Στυλιανού και Ταλιαδώρου παρά την αθώωσή τους από το Κακουργιοδικείο. Το Υπουργικό Συμβούλιο λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τις εξουσίες που του παρέχονται βάσει του άρθρου 13 Β και τη δυνατότητα αποπομπής, κάτω από τις διατάξεις του, μελών της Αστυνομικής Δύναμης για παρέκκλιση από το καθήκον τους. Τέτοια εξουσία δεν παρέχεται στο Υπουργικό Συμβούλιο.

Ο τερματισμός των υπηρεσιών του Κυριακίδη έχει ως πραγματικό υπόβαθρο τη διάπραξη από τους υφισταμένους του, Στυλιανού και Ταλιαδώρου, των εγκληματικών πράξεων που τους καταμαρτυρούνται και ως λόγο την πλημμελή άσκηση των διευθυντικών του καθηκόντων ως προϊσταμένου της Αστυνομικής Δύναμης Λεμεσού. Και ο Κυριακίδης απολύθηκε από τις τάξεις της Αστυνομίας για κακή άσκηση των καθηκόντων του έξω από το πλαίσιο του πειθαρχικού κώδικα και χωρίς να διεξαχθεί πειθαρχική δίκη με όλα τα εχέγγυα που του εξασφαλίζει το Σύνταγμα για την υπεράσπισή του.

Η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών των Στυλιανού και Ταλιαδώρου, παραβιάζει:

(α) Το Σύνταγμα Άρθρα 12.2, 12.4, 12.5 και Άρθρο 30.

(β) Το Νόμο, συγκεκριμένα το άρθρο 13 Β, διότι συνιστά άσκηση πειθαρχικής εξουσίας μή προβλεπόμενης από τις πρόνοιες του.

Και

(γ) λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας διότι αφενός, ασκήθηκε εξουσία την οποία δεν παρείχε ο νόμος και αφετέρου, η εξουσία η οποία εναποτίθετο στο Υπουργικό Συμβούλιο ασκήθηκε για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους είχε παρασχεθεί.

Για όμοιους λόγους είναι ακυρωτέα και η απόφαση για τον τερματισμό των υπηρεσιών του Κυριακίδη, εξαιρουμένων εκείνων που σχετίζονται άμεσα με την αθώωση των άλλων δύο αιτητών από το Κακουργιοδικείο.

Οι προσφυγές (η κάθε μια από αυτές), επιτυγχάνουν με έξοδα. (Όπου οι εμφανίσεις ήταν επάλληλες επιτρέπονται έξοδα για μια μόνο εμφάνιση.)

Η επίδικη διοικητική απόφαση, σε κάθε μια από τις τρεις προσφυγές, ακυρώνεται στην ολότητά της βάσει του Άρθρου 146.4(β).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Π.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

Δ.

 

 

 

ΧΘ/ΑυΦ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο