ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 3 ΑΑΔ 145

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών.

ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΑΡ. 911/93, 951/93,

Υπόθεση Αρ. 911/93

 

Χρυστάλλα Συμεωνίδου από τη Λευκωσία

Αιτήτρ ια

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

Καθ΄ων η αίτηση

 

---------------------

Υπόθεσ η Αρ. 951/93

Λουϊζα Χριστοδουλίδου από τη Λευκωσία

Αιτήτρ ια

ν.

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας.

Καθ΄ων η αίτηση

--------------

 

18 Απριλίου 1997.

Για την αιτήτρια στην 911/93: Κ. Μιχαηλίδου.

Για την αιτήτρια στην 951/93: Τ. Χριστοδουλίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Λ. Κουρσουμπά, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λ. Καουτζάνη: Α. Κωνσταντίνου.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Γ. Κυριακίδου: Π. Πολυβίου.

Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Ε. Κακομανώλη Κλεόπα: Γ. Τριανταφυλλίδης.

Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού, Μ. Ευαγγέλου και Γ. Παπαϊωάννου εμφανίστηκαν αυτοπροσώπως.

 

 

 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Χ"Γιάννη και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 317 ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 20 Ιουλίου 1990, για αριθμό διορισμών στη μόνιμη θέση Δικηγόρου της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, για τους ακόλουθους λόγους:

(α) Η ΕΔΥ εφάρμοσε άνισα μέτρα κρίσεως κατά την επιλογή των υποψηφίων.

(β) Η ΕΔΥ ενήργησε κάτω από καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα όσον αφορά το προσόν/πλεονέκτημα της αιτήτριας Λουΐζας Χριστοδουλίδου.

(γ) Δε διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα όσον αφορά την κατοχή, από το ενδιαφερόμενο μέρος Καουτζάνη, των απαραίτητων προσόντων για διορισμό.

(δ) Δε δόθηκε ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας, που ειχαν ορισμένοι από τους αιτητές, και

(ε) Η διεξαχθείσα έρευνα ως προς την κατοχή από τους υποψηφίους του προσόντος της πολυ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, ήταν πλημμελής.

Με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Συμεωνίδου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 258 ακυρώθηκε η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνία 12 Ιουλίου 1991 για διορισμούς

μετά από επανεξέταση, στην ίδια θέση. Είχε εξετάσει η ΕΔΥ κατ΄ευθείαν το ζήτημα της κατοχής των προσόντων ως προς τα οποία κρίθηκε στην πρώτη υπόθεση πως δεν διεξάχθηκε η δέουσα έρευνα και διαπιστώθηκε λόγος ακυρότητας ως εξής:

"Εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι η ακυρωθείσα απόφαση έπασχε από έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα ορισμένων υποψηφίων (προσόντα Καουτζάνη, έρευνα για διαπίστωση πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής), το θέμα αυτό έπρεπε να επανεξετασθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού η διαπίστωση των προσόντων των υποψηφίων εμπίπει στην αρμοδιότητά της. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έπρεπε επίσης να επιληφθεί της διερεύνησης του ισχυριζόμενου πλεονεκτήματος του ενδιαφερόμενου μέρους Εύας Ρωσσίδου-Παπακυριακού, που τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ από την ίδια".

Συνεστήθη Συμβουλευτική Επιτροπή στην οποία και παραπέμφθηκαν τα πιο πάνω θέματα. Οι αιτήτριες προτείνουν πως η Συμβουλευτική Επιτροπή θα έπρεπε να είχε εξετάσει ολόκληρο το φάσμα των θεμάτων όπως αυτά ενέπιπταν εξ αρχής στην αρμοδιότητά της ενόψει των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1967 (Ν. 33/67) που διέπει την περίπτωση, σε σχέση με εξειδικευμένες θέσεις. Μπορούμε να σημειώσουμε από τώρα πως η διοίκηση κινήθηκε, εν προκειμένω, στο πλαίσιο της δικαστικής απόφασης που προηγήθηκε και δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως στοιχειοθετείται στην παρούσα υπόθεση λόγος ακυρότητας με αναφορά στα πιο πάνω θέματα.

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, πάνω στη βάση και των όσων στοιχείων προσκόμισαν, μετά από επί τούτου πρόσκληση, οι υποψήφιοι που δεν ήταν απόφοιτοι αγγλικών πανεπιστημίων ως προς την πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας και η Λ. Καουτζάνη και Εύα Ρωσσίδου Παπακυριακού, επιπλέον, ως προς τα ειδικά θέματα που τις αφορούσαν,

έκρινε πως,

(α) όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας,

(β) η Εύα Ρωσσίδου-Παπακυριακού κατείχε το πλεονέκτημα της πείρας και

(γ) η Λ. Καουτζάνη κατείχε το προσόν της μονοετούς τουλάχιστον άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Ως προς το πλεονέκτημα της πείρας που διεκδίκησε, αρχικά δεν τοποθετήθηκε για να επανέλθει όμως, μετά από επισήμανση της ΕΔΥ πως ήταν απαραίτητη η συμβουλή της, με την κρίση πως η Λ. Καουτζάνη φαίνεται να έχει το πλεονέκτημα της πείρας.

Η ΕΔΥ, με αναφορά στις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής και στα στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο (3.2.90) κατέγραψε τους υποψηφίους που ικανοποιούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Περιλήφθηκαν σ΄αυτούς οι αιτήτριες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Επιπλέον, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατεγράφη ότι από τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην παρούσα διαδικασία είχαν πλεονέκτημα η αιτήτρια Λ. Χριστοδουλίδου ως κατέχουσα μεταπτυχιακό δίπλωμα και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Λ. Καουτζάνη και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού ως έχουσες πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, σύμφωνα με την παράγραφο 3(4) του σχεδίου υπηρεσίας.

Η διαδικασία συμπληρώθηκε με τη "γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων" αποτέλεσμα της οποίας ήταν η κατά πλειοψηφία επιλογή των Μ. Ευαγγέλου, Λ. Καουτζάνη, Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα, Π. Κυριακίδου, Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου, Γ. Παπαϊωάννου και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού ως των πλέον κατάλληλων για διορισμό. Προσδόθηκε συναφώς "περιορισμένη βαρύτητα στις κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις που διεξήγαγε η ΕΔΥ με την προηγούμενη σύνθεσή της, στην αρχική διαδικασία".

Με την προσφυγή της Χρ. Συμεωνίδου (911/93) προσβάλλεται ο διορισμός όλων των επιλεγέντων με την εξαίρεση των Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου και Γ. Κυριακίδου. Με την προσφυγή της Λ. Χριστοδουλίδου (951/93) προσβάλλονται όλοι οι διορισμοί με την εξαίρεση της Ε. Σιέλις-Νικολαΐδου. Οι προσφυγές αναλήφθηκαν από την Ολομέλεια και συνεκδικάστηκαν.

Στις εκτεταμένες αγορεύσεις που καταχωρίστηκαν προβλήθηκε σειρά ισχυρισμών. Σε ορισμένους έχουμε ήδη αναφερθεί. ΄Αλλοι, όπως ο ισχυρισμός της αιτήτριας Χρ. Συμεωνίδου, πως χρησιμοποιήθηκαν άνισα μέτρα κρίσης και της αιτήτριας Λ. Χριστοδουλίδη πως η Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα δεν μπορούσε να είναι υποψήφια, είναι εκδήλως αβάσιμοι. Ο πρώτος παρέμεινε εντελώς γενικός και αόριστος. Ο δεύτερος παραγνωρίζει τη φύση της ακυρωτικής απόφασης. Η ακυρωτική απόφαση εξαφανίζει την πράξη ex tunc και erga omnes και είναι θεμελιωμένο πως η επανεξέταση μετά απο ακυρωτική απόφαση διενεργείται πάνω στη βάση του νομικού και πραγματικού καθεστώτος όπως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η υπόθεση Papaleontiou and Another v. Republic (1985) 3 CLR 1929 που επικαλέστηκε, αναφέρεται σε διαφορετικό ζήτημα

και η αρχή που υιοθέτησε δεν εγείρεται προς εξέταση στην παρούσα υπόθεση. Εκεί θεωρήθηκε πως ήταν αργά για τον αιτητή να προσβάλει τις προαγωγές μετά από επανεξέταση αφού είχε αποκλειστεί ως μή προσοντούχος κατά την αρχική διαδικασία και δεν άσκησε τότε προσφυγή. ΄Οπως εξηγήθηκε, στην ουσία η μεταγενέστερη προσφυγή του έθετε υπό αμφισβήτηση την ορθότητα της πραγματικής και νομικής κατάστασης που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, πάνω στη βάση των οποίων έγιναν, όπως ήταν επιβεβλημένο, οι προαγωγές στο τέλος. Μέρος αυτής της κατάστασης ήταν και η διαπίστωση πως δεν κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Η Ε. Κακομανώλη-Κλεόπα ουδέποτε απεκλείσθη και αναπόφευκτα, όπως εισηγούνται η ίδια και οι καθ΄ων η αίτηση, εξετάστηκε η υποψηφιότητά της στη βάση του ισχύοντος κατά τον ουσιώδη χρόνο πραγματικού και νομικού καθεστώτος.

Από το σύνολο απομένουν για εξέταση τα πιο κάτω, ως προταθέντες λόγοι ακυρότητας:

1. ΄Ηταν το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή και το νόμο ή πλημμελούς έρευνας και πάντως δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η κρίση πως

(α) η Λ. Καουτζάνη κατείχε το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος,

(β) τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με την εξαίρεση της Ε. Κακομανώλη - Κλεόπα, κατείχαν το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, και

(γ) Η Λ. Καουτζάνη και Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού κατείχαν το πλεονέκτημα της πείρας.

2. Οι εντυπώσεις του Γενικού Εισαγγελέα για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ με την προηγούμενη σύνθεση της, συνιστούσε εξωγενές στοιχείο που παρανόμως επέδρασε κατά τη λήψη της τελικής απόφασης.

3. Η ΕΔΥ δεν αιτιολόγησε, όπως όφειλε, την επιλογή υποψηφίων που δεν κατείχαν το πλεονέκτημα.

4. Η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη ή η αιτιολογία πάσχει και, πάντως, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος ως προς τη Λ. Καουτζάνη με αναφορά στη σχέση της με την ιδιωτική εταιρεία Louis Tourist Agency Ltd.

To σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί μονοετή τουλάχιστον άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Σύμφωνα με τη Σημείωση 1, "άσκηση από δικηγόρο, (με την έννοια του περι Δικηγόρων Νόμου, όπως διευκρινίζει η Σημείωση 2) εργασίας νομικής φύσεως, πιστοποιημένη από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στο Γραφείο του ή σε οποιοδήποτε Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο, Τμήμα ή Υπηρεσία θα θεωρείται, για τους σκοπούς του παρόντος Σχεδίου Υπηρεσίας, σαν άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος."

Τα ουσιώδη γεγονότα συνοψίστηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χ"Γιάννη και άλλων ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Η Λ. Καουτζάνη ενεγράφη ως δικηγόρος στις 18 Νοεμβρίου 1988. Από τις 21 Νοεμβρίου 1988 - 14 Ιουνίου 1989 εργάστηκε ως εσωτερική νομική σύμβουλος, υπάλληλος της εταιρείας Louis Tourist Agency Ltd και από τις 15 Ιουνίου 1989 διορίστηκε ως Τελωνειακός Λειτουργός Τρίτης Τάξης. Τέθηκε από συνυποψήφιούς της θέμα ως προς την κατοχή του προσόντος και σε επιστολή της ημερομηνίας 7 Ιουλίου 1990 επισύναψε νέα βεβαίωση της πιο πάνω εταιρείας, ημερομηνίας 6.7.90, σύμφωνα με την οποία είχαν συμφωνήσει να έχει κατά τη διάρκεια της εργοδότησής της "το δικαίωμα να ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και να αναλαμβάνει δικές της υπόθεσεις νομικής φύσεως". Η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος αφού έκρινε πως, ενόψει των αντικρουόμενων στοιχείων που παρουσιάστηκαν, όφειλε η ΕΔΥ να είχε προβεί σε περαιτέρω έρευνα για

διακρίβωση της πραγματικής κατάστασης.

Ενώπιον της διοίκησης βρίσκονταν:

(α) Όσα στοιχεία είχαν προσκομιστεί στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας. Μεταξύ τους και η επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 7.7.90 στην οποία περιλήφθηκε και ο ισχυρισμός ότι θα έπρεπε να μετρήσει ως άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ο χρόνος άσκησης του στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσδιόρισε. Επίσης, αλληλογραφία σε σχέση με την ίδρυση και λειτουργία μιας εταιρείας, ως αποδεικτικό της πράγματι άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος κατά τον ουσιώδη χρόνο.

(β) Επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 11 Ιουνίου 1991 στην οποία επισυνάφθηκαν

(ι) βεβαίωση της εταιρείας Louis Tourist Agency Ltd "προς πάντα ενδιαφερόμενο" στην οποία εξηγείται γιατί δεν αναφέρθηκαν εξ αρχής "στις εσωτερικές διευθετήσεις" που είχαν γίνει "στο θέμα των όρων απασχολήσεως της".

(ιι) φορολογικές δηλώσεις που όπως αναφέρεται υποβλήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο, στις οποίες γίνεται αναφορά σε άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και στο εισόδημα που αποκτήθηκε. Για το 1988 £20 και για το 1989 £50. Συναφώς επισυνάφθηκαν και φωτοαντίγραφα αποδείξεων είσπραξης.

(γ) Επιστολή της Λ. Καουτζάνη ημερομηνίας 5.7.93 στην οποία

(ι) γίνεται εκ νέου αναφορά στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα,

(ιι) επισυνάπτεται βεβαίωση της, ημερομηνίας 18 Νοεμβρίου 1988, πως έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και ότι προσφέρεται ως έτοιμη να το ασκήσει, την οποία κατέθεσε στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με τον περι Δικηγόρο Νόμο, και

(ιιι) Υποστηρίζεται πως, ενόψει των στοιχείων, θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι κατείχε το προσόν και προστίθεται, με αναφορά στην προηγούμενη απόφαση της ΕΔΥ, πως "δεν έχει σημασία ο αριθμός των υποθέσεων και η ποσότητα της εργασίας μου ως δικηγόρου κατά το μικρό αυτό χρονικό διάστημα αλλά το γεγονός ότι προσφερόμουν και όντως ασκούσα το δικηγορικό επάγγελμα πέραν από την εργασία μου στην πιο πάνω εταιρεία."

H Συμβουλευτική Επιτροπή, με την έκθεσή της ημερομηνίας 15.7.93, απλώς αποφάνθηκε πως, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία τα οποία ανάγονται στην ουσιώδη ημερομηνία, "η υποψήφια Λεμονιά Καουτζάνη κατείχε το προσόν". Ομοίως και η ΕΔΥ. Σημείωσε πως αφού έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων μεταξύ των οποίων και οι ακυρωτικές αποφάσεις και οι εκθέσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αριθμός υποψηφίων "ικανοποιούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο όλες τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας". Μεταξύ τους ήταν και η Λ. Καουτζάνη και με την πιο πάνω διατύπωση καλύφθηκε και το θέμα που εξετάζουμε τώρα.

Οι αιτήτριες εγείρουν πληθώρα θεμάτων. Λέγουν πως στην ουσία παραγνωρίστηκε η πρώτη ακυρωτική απόφαση αφού δεν διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για την εξακρίβωση της πραγματικής κατάστασης. Πως η υπηρεσία της Λ. Καουτζάνη στην ιδιωτική εταιρεία δεν ήταν άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Πως αφού ήταν υπάλληλος σε ιδιωτική εταιρεία που ήταν και η μόνη ιδιότητα που πρόβαλε με την αίτηση της για διορισμό ως προς το χρόνο εκείνο, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ασκούσε ως κύριο το επάγγελμα του δικηγόρου και πως, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να είχαν διερευνηθεί οι πραγματικές συνθήκες της απασχόλησης της, σε συνάρτηση προς την απαίτηση να ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου ως κύριο. Αφού, όπως προσθέτουν, και να είχε, λόγω της όποιας εσωτερικής διευθέτησης, δικαίωμα να αναλαμβάνει υποθέσεις αλλά και να το άσκησε, δεν αρκούσε. Η έρευνα, εισηγούνται θα έπρεπε να εμπλέξει ακόμα και το δικηγορικό σύλλογο. Αμφισβητούν την αλήθεια του ισχυρισμού περί τις εσωτερικές διευθετήσεις, αποδίδουν σκοπιμότητα στη συμπλήρωση και υποβολή των φορολογικών δηλώσεων, κατά τον χρόνο που έγιναν και αναφέρονται σε εγγραφή της Λ. Καουτζάνη στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ιδιωτικής υπαλλήλου.

Οι καθ΄ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αναφέρθηκαν στις αρχές σε σχέση με την ερμηνεία και την εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας. Κατά την άποψή τους, ενόψει των στοιχείων, η κρίση της διοίκησης ήταν εύλογα επιτρεπτή. Στην αγόρευση για την Λ. Καουτζάνη προτείνεται επιπλέον πως πράγματι προσφερόταν και άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα με τον τρόπο που εξήγησε και πως προέκυπτε από τα στοιχεία ότι η εργοδότηση της στην ιδιωτική εταιρεία ήταν προσωρινή και δοκιμαστική, όπως δήλωσε η ίδια στις επιστολές της αλλά και "παρεπόμενη απασχόληση", όπως πρόσθεσε. Για να προστεθεί πως η εγγραφή της στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως ιδιωτικής υπαλλήλου και όχι ως αυτοεργοδοτούμενης, δεν της στερούσε, όπως συμβαίνει και με σωρεία άλλων δικηγόρων, "τη δυνατότητα ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος". Προτείνεται, τελικά, ως αυτοτελές στήριγμα του εύλογου της κρίσης της ΕΔΥ, η άποψη πως υπάρχει αμάχητο τεκμήριο ότι ασκούσε το δικηγορικό επάγγελμα. ΄Οπως αναφέρεται στην αγόρευσή της, "αφ΄ης στιγμής το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέθεσε στον Αρχιπρωτοκολλητή την πιο πάνω ενυπόγραφη βεβαίωση, ο νόμος περι Δικηγόρων δημιουργεί τεκμήριο άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Και οι μόνοι που νομιμοποιούνται να αμφισβητήσουν ή να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο είναι το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και οι Επιτροπές των Τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων", σύμφωνα με το άρθρο 6Α(4) του περι Δικηγόρων Νόμου. Για να υποστηρικτεί πλέον πως δεν είχε καν η Λ. Καουτζάνη "το βάρος απόδειξης ότι πραγματικά υπήρξε τέτοια συμφωνία μεταξύ του Ενδιαφερομένου Μέρους και της εταιρείας αυτής".

Όπως είναι νομολογημένο, "οι λέξεις και φράσεις στο σχέδιο υπηρεσίας θεωρούνται ότι έχουν το νόημα που αποδίδει σ' αυτές ο Νόμος εκτός εάν από το κείμενο του σχεδίου υπηρεσίας προκύπτει διαφορετική σημασία". (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη και άλλων ΑΕ 868 και 869 - 13.12.90). Η έννοια του όρου "δικηγόρος ο οποίος ασκεί το επάγγελμα" παρέχεται από τις ερμηνευτικές διατάξεις του περι Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως ενοποιήθηκε. Σημαίνει "δικηγόρο ο οποίος αποκτά το δικαίωμα άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 11 και ο οποίος έχοντας ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, προσφέρεται ως έτοιμος να το ασκήσει και περιλαμβάνει Νομικό Λειτουργό ο οποίος είναι δικηγόρος".

Δεν αρκεί να προσφέρεται κάποιος να ασκήσει το επάγγελμα ούτε και να έχει πράγματι διεκπεραιώσει εργασία που κατά το νόμο ταξινομείται ως άσκηση δικηγορίας. Πρέπει ταυτόχρονα να έχει κατά τον κρίσιμο χρόνο, "ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος".

Το άρθρο 6Α του Νόμου δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως δημιουργούν το τεκμήριο που εισηγήθηκε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η κατά το 6Α(3) ενυπόγραφη βεβαίωση του δικηγόρου πως έχει "ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος και πως προσφέρεται ως έτοιμος να ασκήσει αυτό," κατατίθεται προς έκδοση της ετήσιας άδειας η οποία, με βάση το άρθρο 11(1)(β) συνιστά προϋπόθεση για την κτήση δικαιώματος προς άσκηση της δικηγορίας. Ενώ ο ορισμός του "δικηγόρου ο οποίος ασκεί το επάγγελμα", όπως είδαμε, απαιτεί σωρευτικά απόκτηση του δικαιώματος άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου 1 του άρθρου 11 και να έχει ως κύριο επάγγελμα την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Και, βέβαια, να προσφέρεται ως έτοιμος να το ασκήσει. Η νομιμοποίηση του Συμβουλίου του Παγκυπρίου Δικηγορικού Συλλόγου και των Επιτροπών των Τοπικών Δικηγορικών Συλλόγων σύμφωνα με το άρθρο 6Α(4) του Νόμου, αφορά στο θέμα που ρυθμίζεται. Στη διαγραφή, δηλαδή, από το μητρώο των δικηγόρων που ασκούν το επάγγελμα σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η εγγραφή σ΄αυτό έγινε, εννοείται κατά το χρόνο της πραγματοποίησης της, "με ψευδείς παραστάσεις χωρίς να συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές προϋποθέσεις". Η μή ενεργοποίηση των Συλλόγων προς την πιο πάνω κατεύθυνση δε σημαίνει, στο πλαίσιο του συνόλου της ρύθμισης, εκ του Νόμου γενική και εκ προοιμίου αναγνώριση διαχρονικής συνδρομής των ρητών προϋποθέσεων που θέτουν οι ερμηνευτικές διατάξεις. ΄Οταν, μάλιστα, η ενυπόγραφη βεβαίωση του άρθρου 6Α(3), όπως αναφέρεται σ΄αυτό, αποστέλλεται μόνο στο Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.

΄Ηταν καθήκον της διοίκησης γενικά αλλά και ενόψει της πρώτης ακυρωτικής απόφασης να ερευνήσει περαιτέρω για να εξακριβωθεί η πραγματική κατάσταση. Πραγματική κατάσταση την οποία, ενόψει και των αμφισβητήσεων που εκδηλώθηκαν αλλά και της ακυρωτικής απόφασης, όφειλε να προσδιορίσει για να είναι γνωστή και δικαστικά ελέγξιμη η όποια κρίση της.

Δεν εκπληρώθηκε αυτό το καθήκον. Δεν γνωρίζουμε τί διαπιστώθηκε ως "πραγματική κατάσταση" για τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας. Άρκεσε η ενδεχόμενη αποδοχή πως πράγματι υπήρχαν οι εσωτερικές διευθετήσεις; Μέτρησε η εξήγηση πως η εργοδότηση ήταν προσωρινή και δοκιμαστική; Θεωρείται πως το δικαίωμα εκτέλεσης εργασιών κατ΄ιδίαν και η κατ΄ισχυρισμόν εκτέλεσή τους ικανοποιούσε από μόνη της το σχέδιο υπηρεσίας; Θεωρήθηκε πως ήταν "παρεπόμενη" η εργοδότηση στην ιδιωτική εταιρεία και εάν ναί πάνω στη βάση ποιών πραγματικών διαπιστώσεων; Προσδόθηκε σημασία στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος στην Ελλάδα; Υπήρχε η αντίληψη περί την ύπαρξη "αμάχητου τεκμηρίου";

Η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην οποία στηρίχτηκε η ΕΔΥ, απαγοητευτικά γενική και αόριστη όπως ήταν, αφήνει αναπάντητα κρίσιμα ερωτήματα. Για να απευθύνονται τώρα τα μέρη στο Δικαστήριο, ουσιαστικά προσκαλώντας το να καταλήξει εκείνο σε εκτιμήσεις, συλλογισμούς και αποτιμήσεις ακόμα και διαζευκτικές, ως εάν να ήταν δυνατό να ασκήσουμε εμείς διοίκηση και να πληρώσουμε με πρωτογενείς κρίσεις τα κενά που αφέθηκαν. Η απόφαση για το διορισμό της Λ. Καουτζάνη είναι άκυρη για τους πιο πάνω λόγους. Εναπόκειται στην διοίκηση, στο πλαίσιο της επανεξέτασης, να ερευνήσει και να διαπιστώσει την ουσιώδη πραγματική κατάσταση για τους σκοπούς του σχεδίου υπηρεσίας, που είναι πρωτογενές της καθήκον να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει στα συγκεκριμένα δεδομένα.

Το προσόν της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος ως προς τη Λ. Καουτζάνη με αναφορά στην υπηρεσία της ως Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης.

Η περίοδος της εργασίας της Λ. Καουτζάνη στην ιδωτική εταιρεία δεν θα αρκούσε, ούτως ή άλλως, αφού δεν ήταν διάρκειας ενός έτους. ΄Οπως σημειώσαμε, η Λ. Καουτζάνη προσλήφθηκε στις 15 Ιουνίου 1989 ως Τελωνειακός Λειτουργός Τρίτης Τάξης και θεωρούμε ορθό να αποσαφηνιστεί αν έκτοτε ασκούσε το επάγγελμα του δικηγόρου με την έννοια της Σημείωσης 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Δεν θα μας απασχολήσει, όμως, το ζήτημα αναφορικά με το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στη Λ. Καουτζάνη γιατί, ενόψει των πιο πάνω, η κρίση του θα γινόταν πάνω σε υποθετική βάση.

Τα στοιχεία σ΄αυτή την περίπτωση ήταν εξ αρχής εντελώς συγκεκριμένα και η πραγματική κατάσταση αποκρυσταλλωμένη. Η διαπίστωση δε της ανάγκης για περαιτέρω έρευνα στην πρώτη ακυρωτική απόφαση δεν αφορούσε σ΄αυτή την πτυχή. Ενώπιον της διοίκησης βρίσκονταν:

(α) το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης. Αναφέρονται σ΄αυτό ως καθήκοντα της θέσης, μεταξύ άλλων, η εφαρμογή της νομοθεσίας για την οποία το Τμήμα Τελωνείων είναι υπεύθυνο και η άσκηση αρμοδιοτήτων που παρέχονται σ΄αυτό, η πρόληψη και καταστολή λαθρεμπορίου και άλλων παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας όπως και διεξαγωγή έρευνας για εξακρίβωση παραβάσεων της τελωνειακής νομοθεσίας.

(β) Πιστοποίηση του Διευθυντή Τελωνείων ημερομηνίας 22.1.90 και όμοια ημερομηνίας 14.7.90 αναφορικά με τα κύρια καθήκοντα που ανατέθηκαν στη Λ. Καουτζάνη. Περιλαμβάνονται σ΄αυτά ετοιμασία εκθέσεων γεγονότων σε σχέση με προσφυγές και αγωγές, σε εκκρεμούσες οφειλές ή κατασχέσεις για λήψη αστικών μέτρων προς είσπραξη ή δήμευση, ετοιμασία προσχεδίων και τροποποιήσεων νομοσχεδίων που αφορούσαν στο Τμήμα, αλληλογραφία στην οποία τίθενται θέματα εφαρμογής ή ερμηνείας νόμων, συνεργασία με το Γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για επίλυση θεμάτων που εγείρονται στα διάφορα στάδια διεκπεραίωσης των υποθέσεων του Τμήματος και εμφανίσεις ενώπιον Δικαστηρίου για την παρουσίαση ποινικών υποθέσεων του Τμήματος, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημοσίων Κατήγορων Νόμου του 1989 (Ν. 8/89).

(γ) Πιστοποιητικό του Γενικού Εισαγγελέα με αναφορά στη Σημείωση 1 του Σχεδίου Υπηρεσίας, ότι "εκτελεί από τις 15 Ιουνίου 1989 μέχρι σήμερα εργασία νομικής φύσεως στο Τμήμα Τελωνείων."

Αναπτύχθηκε η εισήγηση πως με γνώμονα το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η πιστοποίηση του Γενικού Εισαγγελέα και η τελική κρίση και πως, και αν ήταν, "δια να θεωρείται ότι πληρούται ο όρος της Σημείωσης 1 θα έπρεπε το ενδιαφερόμενο μέρος να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με εργασία νομικής φύσεως". Δε συμφωνούμε ότι προκύπτει τέτοια απαίτηση από το σχέδιο υπηρεσίας και κρίνουμε ότι στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, η θεώρηση πως ασκήθηκαν από τη Λ. Καουτζάνη, ως δικηγόρου με την έννοια της σημείωσης 2, καθήκοντα εμπίπτοντα στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Τελωνειακού Λειτουργού Τρίτης Τάξης, νομικής φύσης, όπως πιστοποίησε ο Γενικός Εισαγγελέας, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Σ΄αυτή την περίπτωση είναι εξακριβώσιμο από το φάκελλο ό,τι συνυπολογίστηκε και εξάγεται ποιά ήταν η βάση της κρίσης.

Το πλεονέκτημα της πείρας που αναγνωρίστηκε στην Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού.

Το θέμα προέκυψε μετά την πρώτη ακυρωτική απόφαση με επιστολή της Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού προς την ΕΔΥ, ημερομηνίας 22.5.91. Ενόψει δε του λόγου ακυρότητας που οδήγησε στη δεύτερη ακυρωτική απόφαση, του θέματος επελήφθη η Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε. ΄Εκρινε πως η ενδιαφερόμενη κατείχε το πλεονέκτημα λόγω της υπηρεσίας (από το 1983) στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, στην Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού και η ΕΔΥ ενήργησε πάνω σ΄αυτή τη βάση.

Το σχέδιο υπηρεσίας, προνοεί πως πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στην δημόσια υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.

Βρίσκονταν στο φάκελλο:

(α) Επιβεβαίωση από το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού αναφορικά με τα καθήκοντα που εκτελούσε η ενδιαφερόμενη, στη θέση που κατείχε. Περιλαμβάνονται σ΄αυτά θέματα πειθαρχικών διώξεων, και συναφώς εμφανίσεις σε ακροαματικές και συνοπτικές πειθαρχικές διαδικασίες, θέματα σχεδίων Υπηρεσίας, ή σύνταξη Κανονισμών και θέματα που προέκυπταν κατά την εφαρμογή των διαφόρων νόμων περί διορισμού εκτάκτων υπαλλήλων σε οργανικές θέσεις.

(β) Γραπτή δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα, υπό την ιδιότητά του ως νομικού συμβούλου της ΕΔΥ, σύμφωνα με την οποία πολλά από τα καθήκοντα που εκτελούσε η ενδιαφερόμενη, όπως ο χειρισμός των πειθαρχικών υποθέσεων και η σύνταξη και εφαρμογή νομοθεσίας, φαίνεται να είναι της ίδιας φύσης με καθήκοντα δικηγόρου της Δημοκρατίας.

Οι αιτήτριες υποστηρίζουν πως πάνω στη βάση του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης που κατείχε η ενδιαφερόμενη και, ούτως ή άλλως, των καθηκόντων που σύμφωνα με τα πιο πάνω εκτελούσε, δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή η τελική κατάληξη. Κατά την εισήγησή τους θα έπρεπε τουλάχιστον να διεξαχθεί περαιτέρω έρευνα και η τελική κρίση πάσχει περί τα πράγματα και το νόμο.

Κρίνουμε πως δεν παρέχονται περιθώρια παρέμβασης προς ανατροπή της διοικητικής κρίσης στην οποία, όπως είναι πάγια νομολογημένο, ανήκει η αρμοδιότητα και ευθύνη έρμηνείας και εφαρμογής του σχεδίου υπηρεσίας. Από το σύνολο των στοιχείων δεν είμαστε έτοιμοι να δεκτούμε πως εκδηλώθηκε υπέρβαση των ακραίων ορίων και πως η απόφαση που λήφθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Το απαιτούμενο προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας.

Η ΕΔΥ, στην αρχική διαδικασία, ικανοποιήθηκε πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατείχαν το προσόν, με αναφορά σε προφορική συνέντευξη που διεξάχθηκε. Αυτή η μέθοδος έρευνας κρίθηκε με την πρώτη ακυρωτική απόφαση ελλιπής γιατί έδειχνε μόνο κατοχή του προφορικού λόγου και όχι και του γραπτού. Το ερώτημα τώρα επικεντρώνεται στο κατά πόσο τεκμαίρεται η απαιτούμενη γνώση από τα ενδεικτικά που παρουσίασαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Τα στοιχεία έχουν ως ακολούθως:

Λ. Καουτζάνη: (α) Lower Certificate in English (1973) μετά από επιτυχία σε γραπτές εξετάσεις στα αγγλικά του Ιnternational College (London).

(b) Eπιτυχία σε εξετάσεις στην αγγλική γλώσσα Τ.Ο.Ε.F.L.), το 1988. Εξασφαλίστηκαν 577 μονάδες και κατετέθη πιστοποιητικό, ημερομηνίας 30.5.91, σύμφωνα με το οποίο γενικά η βαθμολογία 600 θεωρείται "εξαίρετη" και πως είναι ένα από τα προαπαιτούμενα για εγγραφή στα πανεπιστήμια ή κολλέγια της Αμερικής. Η πλειοψηφία των οποίων θεωρεί αρκετές τις 550 μονάδες.

(γ) Συμπλήρωση διαλέξεων "in Anglo-Cypriot Legal Studies 1988/1989, της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Leicester.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού: Πιστοποιητικά επιτυχίας σε εξετάσεις στην Αγγλική γλώσσα,

(α) Pitman Examinations Institute (English for Overseas Candidates) Intermediate 1973 και

(β) G.C.E, English Language, Ordinary Level, (Grade C), 1988.

Γιώργος Παπαϊωάννου - Πιστοποιητικά επιτυχίας στις εξετάσεις,

(α) First Certificate in English, University of Cambridge (1980).

(β) British Council English Language Testing Service Test" το οποίο, σύμφωνα με έντυπο "Guide for Overseas Students" του University College του Λονδίνου 1989/90, παρέχει τη δυνατότητα εγγραφής για μεταπτυχιακές σπουδές σε πανεπιστήμια του Λονδίνου.

Π. Κυριακίδου (α) Βεβαίωση του δικηγορικού Γραφείου Χρυσαφίνη και Πολυβίου.

. (β) Πιστοποιητικό του Ινστιτούτου Ξένων Γλωσσών G & Η English Institutes, σύμφωνα με το οποίο μετά από τριετή μερική (part -time) παρακολούθηση προγράμματος που οδηγούσε σε "GCE O 'Level in English, έφθασε σε πολύ ψηλό επίπεδο γνώσης.

Μ. Ευαγγέλου - (α) Πιστοποιητικό επιτυχίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλλονίκης, ημερομηνίας 28.5.91, για επιτυχία στο τρίτο έτος στο υποχρεωτικό μάθημα της αγγλικής γλώσσας.

(β) Πιστοποιητικό από το Ινστιτούτο "Αntoniades Εducational Institute", ημερομηνίας 8.6.91, σύμφωνα με το οποίο φοίτησε σ΄αυτό μεταξύ των ετών 1987 και 1990 και κατέχει πολύ καλά τον προφορικό και γραπτό λόγο της αγγλικής γλώσσας.

(γ) Βεβαίωση του δικηγόρου κ. Α. Θεοφίλου.

Στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής και μετά της ΕΔΥ πάνω στο θέμα, έχουμε αναφερθεί. Εξαντλούνται με την καταγραφή της κρίσης πως, μεταξύ άλλων, τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα κατέχουν τα προσόντα της θέσης, χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση. Αν προσμέτρησαν και τα πιστοποιητικά των δικηγόρων που κατέθεσαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Π. Κυριακίδου και Μ. Ευαγγέλου, πρέπει να καταστεί σαφές πως αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Δεν συνιστούν στοιχεία αφ΄εαυτών ενδεικτικά γνώσης. Δεν προέρχονται από πηγή στην οποία θα ήταν εύλογα επιτρεπτό να αναγνωριστεί δυνατότητα τέτοιας πιστοποίησης και η αποδοχή τους θα απέληγε ουσιαστικά σε εξάρτηση της κρίσης του αρμόδιου οργάνου από την αντίληψη άλλων, ανάλογα με το τί εκείνοι θεωρούσαν, με γνώμονα τις δικές τους γνώσεις ή αξιώσεις, ως επαρκές.

Επίσης, ούτε η απλή παρακολούθηση διαλέξεων, την οποία μαζί με τα άλλα, επικαλέστηκε η Λ. Καουτζάνη παρέχει αφ΄εαυτής εχέγγυα γνώσης.

Ως προς τα υπόλοιπα, δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αναζήτηση και ο προσδιορισμός της σημασίας της κατοχής τους. Αυτό έπρεπε να ερευνηθεί διοικητικά και τέτοια έρευνα δεν διεξάχθηκε. Στοιχεία ως προς το τί σημαίνει η περιγραφή του πρώτου πιστοποιητικού της Λ. Καουτζάνη ως "lower", δεν αναζητήθηκαν και δεν υπάρχουν. Ούτε και καταφαίνεται επισήμανση ή έρευνα και πολύ λιγότερο, προβληματισμός από το γεγονός ότι στο πιστοποιητικό T.O.E.F.L της ίδιας, αναγράφεται πως δεν διεξάχθηκε γραπτή δοκιμασία (writing test not administered). Ισχύουν τα ίδια και ως προς το Ιntermediate της Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού αλλά και ως προς το ίδιο το GCE Ordinary Level, (Grade C) που κατείχε. Αλλά και για το First Certificate του Γ. Παπαϊωάννου και το πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις του British Council "English Language Testing Service Test". Eπίσης για το επίπεδο γνώσης που συνεπάγεται η επιτυχία του Μ. Ευαγγέλου στο μάθημα της αγγλικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Πολύ περισσότερο ισχύουν αναφορικά με τα ιδιωτικά φροντιστήρια στα οποία φοίτησαν οι Π. Κυριακίδου και Μ. Ευαγγέλου αφού δεν ερευνήθηκε η υπόσταση και το επίπεδό τους ώστε να ήταν δυνατή η εκτίμηση ως προς το αξιόπιστο των αποτελεσμάτων που βεβαιώνουν. Τελικά εγείρεται από τις αιτήτριες, και είναι ορθό να επισημανθεί, πως δε φαίνεται να απασχόλησε το γεγονός ότι ο Μ. Ευαγγέλου, στην αίτησή του για διορισμό, δήλωσε πως έχει καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας.

Διαπιστώνουμε πλημμελή έρευνα και κρίνουμε την προσβαλλόμενη απόφαση για το διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων, με την εξαίρεση της Ε. Κλεόπα Κακομανώλη, άκυρη γι΄αυτό το λόγο. Σημειώνουμε πως η δήλωση των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή τους αγόρευση πως η Συμβουλευτική "ζήτησε από τους υποψηφίους για τους οποίους δεν υπήρχαν ήδη ενώπιόν της ενδεικτικά αναγόμενα στη γνώση της Αγγλικής γλώσσας κατά τον σχετικό με τους διορισμούς ουσιώδη χρόνο, να τα παρουσιάσουν", δεν προωθεί τη θέση που αναπτύχθηκε ως προς την χωρίς άλλη έρευνα, επάρκεια των πιο πάνω, αφού τα πλείστα υπήρχαν από πριν στο φάκελλο.

Οι εντυπώσεις του Γενικού Εισαγγελέα αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατα τις προφορικές συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΔΥ.

Στο πλαίσιο της αρχικής διαδικασίας διεξάχθηκαν προφορικές συνεντεύξεις και ορθά συμφωνούν όλοι πως οι εντυπώσεις που σχημάτισε τότε η ΕΔΥ δεν ήταν πλεόν επιτρεπτό να ληφθούν υπόψη, αφού άλλαξε στο μεταξύ η σύνθεσή της.

Ο Γενικός Εισαγγελέας, ενόψει αυτής της κατάστασης, με την επιστολή του ημερομηνίας 20.7.93 συμβούλευσε την ΕΔΥ πως μπορούσαν να ληφθούν υπόψη οι κρίσεις που διατύπωσε ο ίδιος, όπως είχαν καταγραφεί έκτοτε στα πρακτικά. Είχαν υποβληθεί στους υποψηφίους "ερωτήσεις σε γενικά θέματα και κυρίως σε θέματα που αφορούσαν στα καθήκοντα της θέσης" και ο ίδιος, ως Γενικός Εισαγγελέας και Προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας, ήταν ο κατ΄εξοχήν ειδικός. Όπως ανέφερε στην επιστολή του, η απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Αντωνίου και άλλοι (1993) 3 ΑΑΔ 325 ως προς τη δυνατότητα θεώρησης της συνέντευξης ως εξέτασης και η υπόθεση Ανδρέα Σκορδή και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας 804/89 και άλλη - 17.4.92 παρείχαν έρεισμα στη γνώμη του. Ακολούθησε διευκρίνιση με την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 27.7.93. ΄Οπως ανέφερε, δεν έπρεπε να γενικευθεί η εφαρμογή της γνώμης που εξέφρασε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις επανεξέτασης κενών θέσεων. ΄Οσα συμβούλευσε αφορούσαν "μόνο την ειδική αυτή περίπτωση λόγω της φύσεως του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας". Το ζήτημα είχε και περαιτέρω εξέλιξη. Σύμφωνα με σημείωμα του Προέδρου της ΕΔΥ, ο Γενικός Εισαγγελέας του ανέφερε, και πληροφόρησε συναφώς την ΕΔΥ, πως "μελέτησε περαιτέρω το θέμα και κατέληξε στην άποψη ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να κρίνει την βαρύτητα που θα αποδώσει στην αξιολόγηση αυτή".

Η ΕΔΥ, όπως σημειώσαμε, αποφάσισε να προσδώσει στις κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα "περιορισμένη βαρύτητα". Διαφωνούντος ενός εκ των μελών της ο οποίος επισήμανε πως αυτές ήταν απλώς υποβοηθητικές για τα μέλη της Επιτροπής που παρευρίσκονταν στη συνέντευξη. Είναι η θέση των αιτητριών πως ήταν εξωγενές στοιχείο κρίσης και πως ο συνυπολογισμός τους συνιστά λόγο ακυρότητας. Οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επικαλέστηκαν την πιο πάνω νομολογία. Ειδικότερα την υπόθεση Ανδρέα Σκορδή και άλλοι (ανωτέρω). ΄Εγινε επίσης αναφορά στην Pourgourides & Αnother (No. 2) v. Republic (1988) 3 CLR 1443 που υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια στην Α. Γεωργίου και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 525, 16 Ιουνίου 1989.

ΟΙ κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα εκφράστηκαν στο πλαίσιο των συνεντεύξεων που διεξήγαγε η ΕΔΥ ενόψει των προνοιών του άρθρου 35(6) του Ν. 33/67. ΄Οχι για να αποτελέσουν αυτοτελές και αυτοδύναμο στοιχείο κρίσης αλλά, ανεξάρτητα από τη φύση των ερωτήσεων πoυ υποβλήθηκαν, για να υποβοηθηθεί η ΕΔΥ κατά τη διαμόρφωση της δικής της κρίσης. (Βλ. συναφώς Μ. Ιακωβίδης ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ΑΕ 1635 ημερομηνίας 21.1.97). Δεν μας υπεδείχθη ούτε και μπορούμε να δούμε κατά ποιό τρόπο οι πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας επέτρεπαν την εκ των υστέρων πρόσδοση σε αυτές σημασίας άλλης από εκείνη που πράγματι είχαν όταν διατυπώθηκαν. Οι δε υποθέσεις που αναφέρθηκαν διακρίνονται. Εκείνο που επικυρώθηκε στην Ανδρέας Σκορδής και άλλοι ήταν η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας να λάβει υπόψη τις συστάσεις του οικείου τμήματος όταν κατά τη διαμόρφωση τους λήφθηκε υπόψη και η εκτίμηση εκπροσώπων του τμήματος ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις. Και επισημάνθηκε ακριβώς πως αυτές οι εκτιμήσεις "δεν απομονώνονται ούτε εξειδικεύονται, αλλά αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο τμήμα των στοιχείων που οδήγησαν στη διαμόρφωση των συστάσεων του τμήματος". Σε καμιά περίπτωση, δηλαδή, ανάχθηκαν σε αυτοτελές στοιχείο κρίσης για την ίδια την ΕΕΥ. Στις συστάσεις του τμήματος αναφέρονται και οι άλλες δυο υποθέσεις και πάλιν με το ερώτημα της νομιμότητάς τους αφού διαμορφώθηκαν και ενόψει της εντύπωσης κατά τις συνεντεύξεις οι οποίες, και εκεί, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νόμιμο στοιχείο κρίσης. Οι κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα, ως στοιχείο εξωγενές, έπρεπε να αγνοηθούν.

Μερικά από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υποστήριξαν πως το ζήτημα είναι επουσιώδες. Ταυτόχρονα όμως επικαλέστηκαν, όπως και άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, τις ευνοϊκότερες γι΄αυτά κρίσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς υποστήριξη της θέσης τους πως η επιλογή τους ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το γεγονός είναι πως η ΕΔΥ πρόσδωσε σημασία στις κρίσεις. Ποιά θα ήταν η τελική της απόφαση χωρίς αυτές, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε. Ιδιαίτερα ενόψει του τρόπου με τον οποίο αιτιολογήθηκε η τελική απόφαση, θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει και ειδικά. Στοιχειοθετείται, επομένως, λόγος ακυρότητας όλων των προσβαλλόμενων διορισμών.

Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η ΕΔΥ σημείωσε στο πρακτικό της 4 Αυγούστου 1993 σε τί θα προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα:

(α) Στο περιεχόμενο και στην έκταση της πείρας των υποψηφίων στο δικηγορικό επάγγελμα.

(β) Στην κατοχή μεταπτυχιακών προσόντων.

(γ) Στην κατοχή πλεονεκτήματος που προβλέπεται στην υποπαράγραφο 4 της παραγράφου 3 του σχεδίου υπηρεσίας.

΄Οταν έφθασε η ώρα της καταγραφής της επιλογής, δεν εξειδικεύθηκε πώς και υπέρ ποιού προσμέτρησαν τα πιο πάνω. Η ΕΔΥ σημείωσε πως επέλεξε τους πιο κατάλληλους ως υπερέχοντες γενικώς των άλλων "συνεκτιμώντας όλα τα στη διάθεσή της στοιχεία που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο". Και στη συνέχεια, παρά τη δέσμευση πως θα προσέδιδε βαρύτητα στην κατοχή του πλεονεκτήματος από ορισμένες υποψήφιες που κατονόμασε, μεταξύ των οποίων και η αιτήτρια Λ. Χριστουδουλίδου, θεώρησε πως, "το πλεονέκτημα δεν μπορεί να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ αυτών". Αυτό, όπως σημειώνεται στο πρακτικό, επειδή έκρινε τους επιλεγέντες ως καταλληλότερους "συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιόν της στοιχεία", τα οποία ούτε αυτή τη φορά εξειδίκευσε.

Την ανεπάρκεια αυτής της αιτιολογίας την καταδεικνύουν ακόμα και τα ίδια τα συγκρουόμενα επιχειρήματα που η γενικότητα και η αοριστία της επέτρεψαν. Αιτήτριες που είχαν εγγραφεί ως δικηγόροι νωρίτερα από ορισμένα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πρόβαλαν αυτό το γεγονός ως ένδειξη της μεγαλύτερης πείρας τους. Σ΄αυτό το επιχείρημα οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στα οποία αφορούσε, πρότειναν πως δεν ήταν η ημερομηνία εγγραφής που είχε σημασία αλλά η πράγματι, μέσα από την άσκηση του επαγγέλματος, απόκτηση συγκεκριμένης πείρας. Αυτόν όμως τον ισχυρισμό τον πρόβαλαν και οι νεότερες ως προς την εγγραφή τους αιτήτριες σε σχέση με άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπο. Το γεγονός είναι πως, τελικά, παρά τη ρητή αναφορά όχι μόνο στην έκταση αλλά και στο περιεχόμενο της πείρας, δεν διεξάχθηκε οποιαδήποτε έρευνα για τέτοιο προσδιορισμό. Το μέλος της Επιτροπής που μειοψήφισε σημειώνει πως τα στοιχεία που υπήρχαν ή ήσαν ασαφή ή δεν αναφέρονταν σ΄αυτό το θέμα και δεν γνωρίζουμε το σκεπτικό της ενδεχόμενης αναγνώρισης πάνω σε τέτοια βάση. Και διερωτάται επιπλέον η Λ. Χριστοδουλίδου που ενεγράφη πριν από τη Λ. Καουτζάνη, τί ήταν εκείνο που την απέκλεισε έναντι της, έστω και με την υπόθεση πως και εκείνη κατείχε πλεονέκτημα, όταν αυτό το πλεονέκτημα ήταν οι 2½ επιπλέον μήνες της υπηρεσίας της στο Τμήμα Τελωνείων ενώ η ίδια είχε το μεταπτυχιακό Βarrister at Law. Για να απαντήσει η Λ. Καουτζάνη πως θα έπρεπε να συνυπολογιστεί η περίοδος κατά την οποία άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα στην Ελλάδα, χωρίς όμως να μπορούμε να γνωρίζουμε αν η ΕΔΥ πράγματι έτσι είδε τα πράγματα, ώστε να τίθεται ζήτημα αναθεώρησης τέτοιας κρίσης.

Δεν θα επεκταθούμε σε άλλες λεπτομέρειες. Εν προκειμένω, η παράλειψη εξειδίκευσης αφήνει σοβαρά ερωτηματικά ως προς το τί μέτρησε υπέρ του ενός και τί υπέρ του άλλου. Και πρέπει να τονίσουμε εδώ πως η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. [Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 CLR 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185]. Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 56).

Κατά μείζονα λόγο τίθεται ζήτημα αιτιολογίας σε σχέση με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της Λ. Χριστοδουλίδου. Αυτό, έναντι όλων των ενδιαφερομένων, με την εξαίρεση της Ε. Ρωσσίδου Παπακυριακού που επίσης κατείχε πλεονέκτημα δυνάμει της παραγράφου 3(4) του Σχεδίου Υπηρεσίας. (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Υψαρίδη και άλλου (Αρ. 2) 1993 3ΑΑΔ 347). Δεν αναφερόμαστε στη Λ. Καουτζάνη ενόψει των όσων σημειώσαμε στο πλαίσιο της απόφασης σχετικά με την κατοχή του βασικού προσόντος της μονοετούς άσκησης του δικηγορικού επαγγέλματος. Οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα εισηγήθηκαν πως περιέχεται στην απόφαση της ΕΔΥ η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία. Στηρίχτηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ιωάννου και άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 390 και στις πρωτόδικες αποφάσεις στις υποθέσεις Κατερίνα Σάββα ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 72/93 - 4.2.94 και Ανδρέας Καμένος και άλλοι ν. Δημοκρατίας Προσφυγή 616/92 και άλλη - 23.2.94. Από την άλλη πλευρά, έγινε εκτεταμένη αναφορά στη σταθερή, πράγματι, νομολογία μας πάνω στο θέμα.

Η κατοχή πλεονεκτήματος δεν προδιαγράφει και επιλογή του υποψηφίου που το κατέχει. Μπορεί σε κάθε περίπτωση να επιλεγεί άλλος υποψήφιος ενόψει πειστικών λόγων που δικαιολογούν την παραγνώρισή του. Αυτοί οι λόγοι πρέπει να καταγράφονται, ως ειδική αιτιολογία, στο πρακτικό της απόφασης. (Βλ. μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ανδρέας Γεωργίου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία ΑΕ 525 - 16.6.89, Ανδρέας Γεωργίου και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 213/84 και άλλες - 31.7.1989, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη και άλλου (Αρ. 2), ανωτέρω, Δέσποινα Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 1512 - 14.1.97). Στις υποθέσεις που επικαλέστηκαν οι καθ΄ων η αίτηση και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα δεν λέχθηκε οτιδήποτε το διαφορετικό. Η Ολομέλεια, μάλιστα, στην Ιωάννου και αλλοι, επανέλαβε πως η απαιτούμενη αιτιολογία "πρέπει να εμφαίνεται στο πρακτικό της απόφασης και όχι να αφήνεται να συνάγεται". Το τί μπορεί να συνιστά επαρκή αιτιολογία εξετάζεται σε συνάρτηση προς τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης και δεν νομίζουμε ότι αρμόζει να ασχοληθούμε με το κατά πόσο στην πιο πάνω υπόθεση ή και στις άλλες που αναφέρθηκαν, παρά τη σαφή διατύπωση της αρχής, η αιτιολογία που επικυρώθηκε πράγματι ήταν ρητή στο σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης.

Εν προκειμένω, είναι έκδηλη η έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος που κατείχε η αιτήτρια Λ. Χριστοδουλίδου. Η παραπομπή σε όλα τα ουσιώδη στοιχεία είναι εντελώς γενική και αόριστη και θα παρακάμπταμε τη νομολογία αν ερευνούσαμε εμείς τους φακέλλους για να εντοπίσουμε σε τί ακριβώς αναφέρεται η ΕΔΥ. Δεν εκπληρώθηκε το καθήκον της αιτιολόγησης και μάλιστα κάτω από συνθήκες που δεν άφηναν περιθώριο οποιασδήποτε παρερμηνείας ως προς το τί ακριβώς απαιτείτο. Στην πρώτη ακυρωτική απόφαση, στην Χ"Γιάννη και άλλοι, ανωτέρω, τονίστηκε με καθόλου αβέβαιο τρόπο η σαφής υποχρέωση για ειδική αιτιολόγηση όπως πιο πάνω και πως "η παράθεση των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη δίπλα από το όνομα του κάθε ενδιαφερόμενου μέρους δεν ικανοποιεί υπό τις περιστάσεις τις απαιτήσεις ειδικής αιτιολογίας ".

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, κηρύσσεται άκυρη στο σύνολό της δυνάμει του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή για να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.

 

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.

 

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

 

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.

 

 

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο