ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 3 ΑΑΔ 36
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΦΟΡΑ ΑΡ. 2/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ,ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ,
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ/στών
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 140 του Συντάγματος
Μεταξύ
:-Προέδρου της Δημοκρατίας,
Αιτητή
- και -
Βουλής των Αντιπροσώπων,
Καθ' ης η Αίτηση
------------------------
29 Ιανουαρίου, 1997
Για τον Αιτητή - Πρόεδρο της Δημοκρατίας: Ρ. Γαβριηλίδης,
Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, μαζί με Τ. Πολυχρονίδου (κα),
Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
Για την Καθ' ης η Αίτηση - Βουλή των Αντιπροσώπων: Ε. Ευσταθίου.
------------------------
Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Γ.Μ. Πική, Π.
------------------------
Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Επιζητείται, με την Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πόσο ο περί Δημόσιων Εταιρειών με Κρατική Συμμετοχή (Προσωπικό) Νόμος του 1996 - (ο «νόμος») - ευρίσκεται σε αντίθεση, ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των ΄Αρθρων 26, 28, 146 και 179 του Συντάγματος. Ο νόμος προβλέπει ότι:-
«Δημόσια Εταιρεία» - (η «εταιρεία»), δηλαδή εταιρεία η οποία συστήνεται βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο κατέχεται σε ποσοστό πέραν του ημίσεως από το κράτος ή ημικρατικό οργανισμό, ή πέραν από το ήμισυ του διοικητικού της συμβουλίου διορίζεται από τη Δημοκρατία, ή τα κεφάλαια της οποίας είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, σε συνεννόηση με τις συντεχνίες, καταρτίζει σχέδια υπηρεσίας, τα οποία καθορίζουν τη διαδικασία και τα κριτήρια προκήρυξης θέσεων, διορισμού και προαγωγής του προσωπικού της, καθώς και τις μεταθέσεις και κάθε μεταβολή στους
Ο όρος «συντεχνία» ενέχει την έννοια εγγεγραμμένης συντεχνίας, στην οποία ανήκουν τα μέλη του προσωπικού της εταιρείας.
Ο όρος «συνεννόηση» σημαίνει την επελθούσα συναντίληψη, μετά από ανταλλαγή απόψεων ή διαπραγματεύσεις επί του αντικειμένου συμφωνίας. Το λεξικό της «Πρωΐας» - Σύγχρονον Ορθογραφικόν Ερμηνευτικόν Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, ΄Εκδοσις Τρίτη Επηυξημένη, Τόμος Δεύτερος, προσδιορίζει την έννοια του όρου «συνεννόηση» ως ακολούθως: «η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συνεννοούμαι, ταυτότης αντιλήψεων, συμφωνία».
Ο νόμος, αφενός, συναρτά την πρόσληψη, την προαγωγή και τους όρους εργασίας του προσωπικού της εταιρείας με την επίτευξη συμφωνίας με τις συντεχνίες και, αφετέρου, υπαγάγει τη σχέση εργοδότη - εργοδοτουμένου, που προκύπτει από τη σύμβαση εργοδότησης, στον αναθεωρητικό έλεγχο του Διαιτητικού Δικαστηρίου, πολιτικού δικαστηρίου της Δημοκρατίας - (συστήθηκε βάσει του περί Ετησίων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου του 1967,
(Ν. 8/67), (όπως τροποποιήθηκε)).Ευθέως ο νόμος περιορίζει την ελευθερία της εταιρείας, ως προς την επιλογή και τον καθορισμό των όρων υπηρεσίας του προσωπικού. Επίσης, η εκτέλεση της συμφωνίας τίθεται έξω από το πλαίσιο των αρχών του δικαίου των συμβάσεων. Αντί τούτου, η εφαρμογή της (συμφωνίας) υπάγεται σε αναθεωρητικό έλεγχο από πολιτικό δικαστήριο, κατά το πρότυπο της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (΄Αρθρο 146 του Συντάγματος).
Δεν αμφισβητείται, ορθά, κατά την κρίση μας, ότι εταιρεία, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά που προβλέπει ο νόμος, δεν αποβάλλει, όπως και κάθε άλλη εταιρεία που συστήνεται βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, ΚΕΦ. 113, το χαρακτήρα νομικού προσώπου του ιδιωτικού δικαίου. Οι σκοποί και οι κανόνες λειτουργίας εταιρείας, η οποία εγγράφεται βάσει του ΚΕΦ. 113, καθορίζονται από το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό της, αντίστοιχα.
Εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει των προνοιών του
ΚΕΦ. 113, λειτουργεί στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. ΄Εχει όλα τα δικαιώματα και υποχρεώσεις και απολαμβάνει των ιδίων ελευθεριών, όπως φυσικά υποκείμενα του δικαίου - (βλ. Hellenic Bank v. Republic (1986) 3 C.L.R. 481). Μια από τις ελευθερίες, τις οποίες απολαμβάνουν, είναι εκείνη η οποία κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 26.1 του Συντάγματος, η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι».Σε αντίθεση, οργανισμοί δημοσίου δικαίου συνιστούν πλάσματα δικαίου, τα οποία επενεργούν στο δημόσιο τομέα, για την προαγωγή των σκοπών που θέτει ο νόμος ο οποίος προβλέπει τη δημιουργία τους - (βλ.
ΡΙΚ ν. Καραγιώργη & άλλων (1991) 3 Α.Α.Δ. 159 και Στεφανίδης & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 367).΄Οπως αναγνωρίστηκε στην
Ports Authority v. Republic (1983) 3 C.L.R. 385 και, κατ' έφεση, Republic v. Cyprus Ports Authority (1986) 3 C.L.R. 117, σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου μπορεί να ανατεθούν και πρωτογενείς λειτουργίες του κράτους.Το ΄Αρθρο 122 του Συντάγματος, το οποίο επικαλέστηκε ο κ. Ευσταθίου, δε μεταβάλλει το χαρακτήρα εταιρείας που συστήνεται και λειτουργεί βάσει του ΚΕΦ. 113, η οποία, εξ ορισμού, αποτελεί υποκείμενο του ιδιωτικού δικαίου. Το ΄Αρθρο 122 εντάσσει στον όρο «δημόσια υπηρεσία» και το προσωπικό εταιρείας η οποία συστήνεται βάσει νόμου, τα κεφάλαια της οποίας παρέχονται ή είναι εγγυημένα από το κράτος και η διοίκηση της οποίας τελεί υπό τον έλεγχο της Δημοκρατίας. Εταιρεία, η οποία ανταποκρίνεται στους όρους του ΄Αρθρου 122, συνιστά οργανισμό δημοσίου δικαίου, για την προαγωγή των σκοπών που καθορίζει ο νόμος ο οποίος προβλέπει τη σύστασή της.
Τα υποκείμενα του δημοσίου και του ιδιωτικού δικαίου διαχωρίζονται ανάλογα με το πεδίο λειτουργίας τους. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τις αποφάσεις τους - (βλ.
Achilleas Hadjikyriacou and Theologia Hadjiapostolou 3 R.S.C.C 89. Savvas Yianni Valana and The Republic 3 R.S.C.C. 91. Antoniou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623. και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342).Η συμμετοχή του κράτους σε εμπορική δραστηριότητα δεν αποκλείεται
. η εξουσία του δεν περιορίζεται μόνο σε πράξεις εξουσίας, αλλά εκτείνεται και σε πράξεις διαχείρισης, οποτεδήποτε το κράτος ενεργεί προς προστασία του ταμιευτικού του συμφέροντος. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων (1992) 1 Α.Α.Δ. 882, σελ. 892, χαρακτηρίζει πράξεις διαχείρισης και τείνει να διαφωτίσει ως προς το πεδίο στο οποίο επενεργούν:-«Πράξεις αυτής της κατηγορίας - πράξεις εξουσίας - ανάγονται και επενεργούν στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, οι αρχές του οποίου διέπουν την υπόστασή τους. Εφόσον είναι εκτελεστές, δηλαδή γενεσιουργοί δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπόκεινται σε αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο στο οποίο παρέχεται, βάσει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αποκλειστική αρμοδιότητα για τον έλεγχο της εγκυρότητάς τους.
Η λειτουργία δημόσιας αρχής ή οργάνου δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, επεκτείνεται και στο ιδιωτικό δίκαιο οποτεδήποτε η αρχή ενεργεί για την προστασία του ταμιευτικού της συμφέροντος (fiscus). Οι πράξεις αυτές χαρακτηρίζο-νται ως πράξεις διαχείρισης. ΄Ερεισμα για τον καταρ-τισμό ή σύναψη πράξης διαχείρισης, αντλείται όχι από τη δημόσια εξουσία αρχής ή οργάνου, αλλά από τα περιουσιακά τους δικαιώματα βάσει του αστικού δικαίου. Πράξεις διαχείρισης δημόσιας αρχής επενερ-γούν στον τομέα του ιδιωτικού δικαίου και αποτελούν αντικείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά το αστικό δίκαιο. Στις πράξεις διαχείρισης εμπίπτουν και συμβάσεις αναφορικά με τη διάθεση και εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας δημόσιας αρχής. Η ισοτιμία των συμβαλλομένων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πράξεων διαχείρισης οποτεδήποτε παίρνουν τη μορφή «σύμβασης». άλλο είναι η αποβολή, εκ μέρους της Αρχής, του μανδύα της εξουσίας στον καταρτισμό τους.»
Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος δεν αναφέρεται σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου αλλά σε εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ιδιωτικού δικαίου, στην οποία η Δημοκρατία μετέχει με τον τρόπο που προσδιορίζεται στο νόμο.
Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του ΄Αρθρου 122, οι σκοποί της εταιρείας, στην οποία αναφέρεται ο νόμος, δεν προσδιορίζονται, ούτε ταυτίζονται με την προαγωγή σκοπών του δημοσίου, οι οποίοι καθορίζονται σε νόμο. Επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο των σχεδίων υπηρεσίας δεν προδιαγράφεται. Ισχύει ο,τιδήποτε συμφωνηθεί μεταξύ της εταιρείας και των συντεχνιών.
Εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ΚΕΦ. 113, έχει ανεξάρτητη οντότητα, διάφορη από εκείνη των μετόχων της. Συνιστά θεμελιακή αρχή του εταιρικού δικαίου ότι εταιρεία, η οποία συστήνεται βάσει του ΚΕΦ. 113, έχει προσωπικότητα ξεχωριστή και ανεξάρτητη από εκείνη των μετόχων της - (βλ. Salomon v. Salomon (1897) A.C. 22).
΄Οπως τονίστηκε στη
Michaelides v. Gavrielides (1980) 1 C.L.R. 244, η εταιρεία συνιστά νομική οντότητα εντελώς ξεχωριστή από τα συστατικά της στοιχεία, τους μετόχους. Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται στην Bank of Cyprus v. Republic (1983) 3 C.L.R. 636, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση - Bank of Cyprus (Holdings) v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1883. Στην τελευταία απόφαση τονίστηκε ότι η εταιρεία δεν είναι ούτε αντιπρόσωπος ούτε εμπιστευματοδόχος ή εκπρόσωπος των μετόχων της. (Βλ., επίσης, την πρόσφατη απόφαση στην Ρούσος ν. Δημοκρατίας - (Α.Ε. 1401 - 5/11/1996).)Ο κ. Ευσταθίου επικαλέστηκε, επίσης, την απόφαση στην
Patikkis v. N'sia M'pal C'ttee (1988) 1 C.L.R. 103, χωρίς να υποστηρίζει ότι υπάρχει άμεση ταύτιση μεταξύ των ζητημάτων τα οποία επιλύθηκαν στην πιο πάνω απόφαση και εκείνων της παρούσας υπόθεσης.Στην
Patikkis, αποφασίστηκε ότι οι όροι εργασίας του προσωπικού δημόσιας αρχής, του Δήμου Λευκωσίας σ' εκείνη την περίπτωση, οι οποίοι διέπονταν από ιδιωτική σύμβαση, μπορούσαν να τροποποιηθούν μετά την αρχική σύμβαση, υπό το φως της ακολουθητέας πρακτικής της αρχής, ώστε να ενσωματώνεται σ' αυτούς και το δικαίωμα της φυσικής δικαιοσύνης για την παροχή ευκαιρίας ακρόασης, πριν την άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη τερματισμού της συμφωνίας. Επίσης, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η ενσωμάτωση αυτού του δικαιώματος στη σύμβαση εργασίας εδικαιολογείτο και από την αρχή της ίσης μεταχείρισης, που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος. Στην ίδια απόφαση, επισημαίνεται ότι η πρακτική του Δήμου Λευκωσίας ήταν σύμφωνη με το καθήκον, κάτω από το ΄Αρθρο 28.1, για τη μεταχείριση του προσωπικού με πνεύμα ισότητας.Ο λόγος της
Patikkis, (ανωτέρω), δεν άπτεται των επιδίκων θεμάτων, τα οποία θίγει η παρούσα Αναφορά. Ο λόγος της έγκειται στη δυνατότητα τροποποίησης σύμβασης εργασίας, μεταξύ δημόσιας αρχής και εργοδοτουμένου, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του εργοδότη και του καθήκοντός του για ίση μεταχείριση των μελών του προσωπικού δημόσιας αρχής, άσχετα από τον τομέα στον οποίο ανάγεται η σύμβαση εργασίας.Το κύριο θέμα της παρούσας υπόθεσης περιστρέφεται γύρω από τη δυνατότητα περιορισμού του δικαιώματος της ελευθερίας του «συμβάλλεσθαι», βάσει του ΄Αρθρου 26.1, και όχι τη δυνατότητα τροπο-ποίησης των όρων της σύμβασης, λόγω της πρακτικής του εργοδότη ή του καθήκοντος δημόσιας αρχής για την ίση μεταχείριση του προσωπικού της.
Η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» αποτελεί έκφραση αυτής τούτης της ελευθερίας του ανθρώπου, όπως υποστηρίζει η Ελληνική νομολογία και ερμηνευτικά συγγράμματα του Συντάγματος της Ελλάδος του 1952 - (βλ. Σβώλος και Βλάχος - «Το Σύνταγμα της Ελλάδος», 1954, Τόμος Α, σελ. 325-326 και 333-334). Το Κυπριακό Σύνταγμα κατοχυρώνει την ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου -(΄Αρθρο
26.1).
Παρατηρήσεις του Δικαστηρίου στην
Στην
Constantinos Chimonides v. Evanthia K. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125, το Ανώτατο Δικαστήριο ήταν διαιρεμένο ως προς την εμβέλεια της ελευθερίας του «συμβάλλεσθαι» και, συγκεκριμένα, κατά πόσο το δικαίωμα καλύπτει, εκτός από τη σύναψη της συμφωνίας και όλων όσων σχετίζονται με αυτή, και την εκτέλεσή της.Το ελεύθερο του «συμβάλλεσθαι» περιλαμβάνει, όπως εξηγείται στο σύγγραμμα του Καθηγητή Δαγτόγλου το «Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β΄», σελ. 998, την ελευθερία της -
(α) επιλογής του αντισυμβαλλομένου,
(β) προσχώρησης ή μη σε σύμβαση,
(γ) διαμόρφωσης του περιεχομένου της συμφωνίας
(δ) καταγγελίας της σύμβασης. (Στη
Chimonides, (ανωτέρω), διατυπώθηκαν διϊστάμενες απόψεις κατά πόσο καλύπτεται και αυτή η πτυχή του δικαιώματος από το ΄Αρθρο 26.1.)Στη
Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419 (Ολομέλειας), κρίθηκε ότι η αποστέρηση της επιλογής μεταξύ δύο διϊσταμένων δικαιωμάτων και η νομοθετική κατάργηση της γενόμενης επιλογής συνιστούσαν παραβίαση του δικαιώματος, το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 26.1 του Συντάγματος.Ο κ. Ευσταθίου υπέβαλε ότι σκοπός του νόμου είναι η επέκταση καθολικών αξιών, που σχετίζονται με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, και στο πεδίο του ιδιωτικού δικαίου. Η αξιοπρεπής διαβίωση του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται στο ΄Αρθρο 9 του Συντάγματος, πρέπει να επεκταθεί σε ολόκληρο το πεδίο του δικαίου, όπως και οι αρχές της χρηστής διοίκησης. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην αρχή της τριτενέργειας, την οποία πραγματεύεται, σε έκταση, η Τζούλια Ηλιοπούλου - Στράγγα στο σύγγραμμά της - Η «Τριτενέργεια» των Ατομικών και Κοινωνικών Δικαιωμάτων του Συντάγματος
1975, 1990. Το αντικείμενο της μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου στο ιδιωτικό δίκαιο. Η τριτενέργεια μπορεί να χατακτηριστεί ως η επενέργεια, με τρόπο άμεσο ή έμμεσο, των θεμελιωδών ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου στη διάπλαση των νομικών αρχών σ' ολόκληρο το πεδίο του δικαίου.Στην Κύπρο, η νομολογία αναγνωρίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου επενεργούν και προστατεύονται έναντι πάντων - (βλ., μεταξύ άλλων
Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33. και Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).Η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» είναι ένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, το οποίο, όπως και κάθε άλλο θεμελιώδες δικαίωμα, προστατεύεται έναντι πάντων. ΄Οπου το Σύνταγμα κατοχυρώνει παράλληλα δικαιώματα, αυτά ερμηνεύονται και εφαρμόζονται με τρόπο ο οποίος να εναρμονίζει τους συνάλληλους σκοπούς τους - (βλ.
In re Efthymiou (1987) 1 C.L.R. 329. Δημοκρατία ν. Ford και άλλων - (Νομικά Ερωτήματα 305 και 306 - 11/7/1995).Στην προκείμενη περίπτωση, ο νόμος δεν έχει ως αντικείμενο την αξιοπρεπή διαβίωση του ατόμου, ώστε να τίθεται θέμα παραλληλισμού της εφαρμογής των διατάξεων των ΄Αρθρων 26 και 9 του Συντάγματος. Οι περιορισμοί, στους οποίους υπόκειται το δικαίωμα της ελευθερίας του «συμβάλλεσθαι», καθορίζονται στο ίδιο το ΄Αρθρο 26.1. Οι περιορισμοί, υπό τους οποίους τίθεται η άσκηση της ελευθερίας αυτής, βάσει του νόμου που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας Αναφοράς, δε σχετίζονται με κανένα από τους περιορισμούς που τίθενται από το ΄Αρθρο 26.1
.Με το νόμο, αποστερείται η εταιρεία της ελεύθερης επιλογής του αντισυμβαλλομένου, του προσδιορισμού του περιεχομένου της σύμβασης και, γενικότερα, του καταρτισμού της σύμβασης κατά τη βούλησή της. Επομένως, οι διατάξεις του νόμου αντίκεινται προς το δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το ΄Αρθρο 26.1 και είναι ασύμφωνες με αυτό. Τούτου δοθέντος, ο νόμος κρίνεται αντισυνταγματικός, λόγω της αντίθεσής του προς τις διατάξεις του ΄Αρθρου 26.1. Δεν παρίσταται, συνεπώς, ανάγκη να αποφασίσουμε κατά πόσο ο νόμος παραβιάζει το ΄Αρθρο 26.1 και
για το λόγο ότι περιορίζει την ελευθερία των συμβαλλομένων σε σχέση με την εκτέλεση της συμφωνίας.Στη
Chimonides, (ανωτέρω), είχαν εκφραστεί διϊστάμενες θέσεις ως προς το κατά πόσο το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 26.1, εκτείνεται και στην εκτέλεση της συμφωνίας. Δε θα επεκταθούμε στο θέμα αυτό, εφόσο δεν είναι αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς.Για τους λόγους, που έχουμε εκθέσει, ο νόμος παραβιάζει τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το ΄Αρθρο 26.1. Ο νόμος στοιχειοθετείται έξω από το πλαίσιο του ΄Αρθρου 26.1 του Συντάγματος και ενάντια προς τις διατάξεις του. Το γεγονός αυτό καθιστά το θεμέλιο του νόμου ακροσφαλές και, παρεπόμενα, το σύνολο των διατάξεών του αντισυνταγματικό. Ενόψει αυτής της διαπίστωσης, δεν είναι αναγκαίο να αποφασίσουμε κατά πόσο παραβιάζονται και οι διατάξεις του ΄Αρθρου 28, όπως έγινε εισήγηση, γιατί το ερώτημα καθίσταται θεωρητικό. Το ίδιο ισχύει και ως προς την παραβίαση του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Εάν επρόκειτο για την ανάθεση της αναθεώρησης απόφασης ή πράξης, εκπορευομένης από όργανο ή αρχή η οποία ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, σε πολιτικό δικαστήριο, η νομοθετική διάταξη θα προσέκρουε στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 146.1 του Συντάγματος, που αναθέτει την αναθεωρητική δικαιοδοσία αποκλειστικά στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Γνωματεύουμε ότι ο νόμος είναι ασύμφωνος και αντίθετος προς τις διατάξεις του ΄Αρθρου 26.1 του Συντάγματος και, για το λόγο αυτό, κρίνεται αντισυνταγματικός.
Η γνωμάτευσή μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΄Αρθρου 140.2 του Συντάγματος.
Π.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΜΠ