ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.35
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Ιερώνυμου Αγιομαμίτη κ.α. ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 240/97, 29 Ιουλίου 1999
Χαραλάμπους Χαράλαμπος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2011) 3 ΑΑΔ 273
ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΤΣΑΓΚΟΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 180/2005, 31 Ιανουαρίου 2006
ΝΙΚΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 891/2002, 23 Δεκεμβρίου, 2003
ΜΙΧΑΗΛ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 137/2012, 25/1/2019, ECLI:CY:AD:2019:C20
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΠΑΠΑΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 410/2003, 12 Νοεμβρίου, 2004
ΑΝΔΡΕΑΣ Ε. ΛΑΟΥΡΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1029/2002, 7 Ιουλίου, 2003
Αντωνιάδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 2969
ΑΝΤΡΕΑΣ ΧΑΤΖΗΡΑΦΤΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 1924/2008 και 138/2009, 3/12/2012
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ι. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 1121/2002, 15 Οκτωβρίου, 2003
Eυθυμίου Xριστάκης και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 992
ΧΡΥΣΟΥΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 897/2008, 12 Οκτωβρίου 2010
Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 2587
Μητροδώρας Θεοδώρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 319/98, 30 Ιουλίου 1999
Παπαχριστοφόρου Nέστορας ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (2000) 4 ΑΑΔ 391
Καραγιάννη-Κλεάνθους Αθηνά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 673, ECLI:CY:AD:2016:C564
ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ ΜΑΛΛΙΩΤΗ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 635/2003, 27 Ιανουαρίου, 2005
Σοφοκλή Ν. Σοφοκλέους ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 922/97., 14 Οκτωβρίου, 1998
Λεωνίδου Θεόδωρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 385
Μικελλίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 878
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Προσφυγή αρ. 1008/02, 3 Μαρτίου 2004
Δημοκρατία ν. Aνδρέα Xριστοδούλου και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 327
Γεωργιάδης Ανδρέας ν. Δημοκρατίας (1994) 4 ΑΑΔ 2294
Μιχαήλ κ.ά. ν. ΕΔΥ (1997) 4 ΑΑΔ 1343
Δρ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Δ. ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 61/2002, 30 Μαϊου, 2003
Πετρίδης ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 452
Tηλεμάχου Aνδρέας και Άλλος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 179
Ανδρέα Ζήνωνος ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Λευκωσία, Υπόθεση Αρ. 309/96, 30 Νοεμβρίου, 1998
ΕΛΕΝΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 165/2010, 18/5/2012
Κουτσουπίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 2935
Xριστοδουλίδου Κρυστάλλω ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 626
Δημητριάδης Πανίκος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 163, ECLI:CY:AD:2017:C67
Χασάπη Παντελής ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 903
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 147/2007, 12 Απριλίου 2011
ΚΩΣΤΑΣ ΛΕΟΝΤΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 905/2002, 15 Οκτωβρίου, 2003
Περικλέους κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ. (1996) 4 ΑΑΔ 561
Πογιατζής Aνδρέας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1138
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΙΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 931/2010, 28/12/2012
Οικονομίδης Αντώνης και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 242
ΜΑΡΙΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΙΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 931/2010, 28/11/2012
Πιπερή ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 2751
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ, Υπόθεση Αρ. 349/2003, 18 Οκτωβρίου, 2004
Γεώργιου Πουλλικκά ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση αρ. 318/98, 20 Μαρτίου, 2000
Φιλιππίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 3397
Άννα Μεταξά ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, Υπόθεση Αρ. 602/01, 27.9.02
Λουκά Αρχοντίδη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 647/2001., 28 Μαϊου, 2002
ΑΘΗΝΟΥΛΑ ΜΕΛΕΤΙΕ - ΠΑΝΑΓΙΔΗ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 448/2010, 10/8/2012
Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 2851
Νικολαΐδης Μάριος και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 549
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χριστοδούλου, ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 2207, 15 Μαίου 1998
Σταυρινού Σάββας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1170
Λεοντίου Κώστας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 450
Νέστορα Παπαχριστοφόρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 194/99, 10 Μαΐου, 2000
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Iωάννη Σολωμού (2002) 3 ΑΑΔ 73
Δημοσθένους Ανδρέας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 339, ECLI:CY:AD:2016:C369
Κυπριανού ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1997) 4 ΑΑΔ 1923
Σοφοκλέους ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 ΑΑΔ 3393
Τηλεμάχου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 3161
Γεώργιου Παναγή ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 351/98., 30 Δεκεμβρίου, 1998
ΧΡΥΣΗ ΑΔΑΜΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 677/2003, 9 Μαρτίου, 2005
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ν. ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ, 8/2008 και 255/2008, 11/5/2012
Αντωνιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 ΑΑΔ 849
Μιχαηλίδης Άντρος ν. Δήμου Αγλαντζιάς (2010) 3 ΑΑΔ 464
ΑΝΤΡΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΔΗΜΟΥ ΑΓΛΑΝΤΖΙΑΣ, Aναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 119/07, 28 Σεπτεμβρίου 2010
Ανδρέα Σιέλη ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1/2001., 16 Ιανουαρίου, 2002
Άσπρου Δημήτρης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 4 ΑΑΔ 287
(1994) 3 ΑΑΔ 387
22 Ιουλίου, 1994
[ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΟΛΥΜΠΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείουσα- Ενδιαφερόμενο Μέρος,
ν.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΧΑΤΖΗΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ 634/92), ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΔΙΤΗ (ΑΙΤΗΤΗ ΣΤΗΝ 805/92),
Εφεσιβλήτων-Αιτητών,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ
ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση στην προσφυγή.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 1833 &1845).
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Θέση Διευθυντή Βιομηχανίας στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας — Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) — Σχέδιο Υπηρεσίας — Σύσταση από το Γενικό Διευθυντή του οικείου Υπουργείου για προαγωγή του εφεσίβλητου ο οποίος υπερτερούσε σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους — Ενδιαφερόμενο μέρος υπέρτερο σε αξία με βάση αξιολόγηση του ίδιου Γενικού Διευθυντή και με ψηλότερη βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις — Απόφαση της ΕΔΥ για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους — Επικυρώθηκε.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Ανάγκη ειδικής αιτιολογίας για παραγνώρισή της.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αρχαιότητα — Δεν υπερίσχυσε από μόνη της παρά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σχέδιο υπηρεσίας — Διοικητική πείρα — Διοικητικά καθήκοντα — Τί προϋποθέτει η άσκηση διοικητικών καθηκόντων — Διάκριση μεταξύ διοικητικής και εποπτικής πείρας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Αξία — Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η όλη σταδιοδρομία του υπαλλήλου.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Προφορικές συνεντεύξεις υποψηφίων — Πόση βαρύτητα πρέπει να αποδίδεται σ' αυτές.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας — Διακριτική ευχέρεια.
Δημόσιοι Υπάλληλοι — Προαγωγές — Σύσταση από τον Προϊστάμενο τον οικείου τμήματος — Ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) άρθρο 34(9) — Η βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλλου — Αρχές που εφαρμόζονται.
Η εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο μέρος υπηρετούσε στο Γραφείο Προγραμματισμού από το 1980 από διάφορες θέσεις και από τις 15.5.1991 ήταν Ανώτερος Λειτουργός Προγραμματισμού. Μέχρι το 1989 τα καθήκοντα που ασκούσε δεν περιλάμβαναν την εποπτεία ή την οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού και δεν εβαθμολογείτο στις εμπιστευτικές εκθέσεις κάτω από το κεφάλαιο "διευθυντική και εποπτική ικανότητα".
Το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης απαιτούσε "δεκάχρονη τουλάχιστον πείρα σε θέματα βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστον διοικητική πείρα". Επίσης απαιτούσε ως ξεχωριστό προσόν την "ικανότητα για την οργάνωση και διεύθυνση προσωπικού".
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας σύστησε τον αιτητή (Χ" Κωνσταντίνου) για προαγωγή στην επίδικη θέση. Σύμφωνα με αξιολόγηση του ίδιου Γενικού Διευθυντή το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκε ως υπέρτερο σε αξία και η απόδοση του κρίθηκε ως καλύτερη κατά τη συνέντευξη. Το ενδιαφερόμενο μέρος είχε επίσης ψηλότερη βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Η ΕΔΥ προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στην επίδικη θέση. Κοινή αιτιολογία της απόφασης της ΕΔΥ για μη υιοθέτηση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή ότι ο αιτητής ήταν ο καταλληλότερος από τους υποψηφίους, ήταν ότι το μόνο στοιχείο που διεκρίνετο έναντι των ανθυποψηφίων του ήταν η αρχαιότητα. Επίσης στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ ο αιτητής κρίθηκε ως πολύ καλός από το Γενικό Διευθυντή και την ΕΔΥ, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος ως πάρα πολύ καλή από το Γενικό Διευθυντή και ως εξαίρετη από την ΕΔΥ.
Η προαγωγή ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο αποφάνθηκε ότι:
1. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς διοικητικής πείρας που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας.
2. Λανθασμένα η ΕΔΥ θεώρησε ότι υπήρχε κάποια αντίφαση ή αντινομία στη θέση του Γενικού Διευθυντή ο οποίος αφενός έκρινε την απόδοση του ενδιαφερομένου μέρους καλύτερη από εκείνη του αιτητή κατά τη συνέντευξη ενώ, αφετέρου, σύστησε τον αιτητή.
3. Η ΕΔΥ λειτούργησε κάτω από πλάνη κρίνοντας ότι τα υπηρεσιακά στοιχεία του ενδιαφερομένου μέρους υπερτερούσαν αισθητά σε αξία έναντι του αιτητή.
4. Η αιτιολογία για την παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή δεν ήταν ικανοποιητική. Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προφορική εξέταση με αποτέλεσμα να επισκιάσει ή να ανατρέψει την σταδιοδρομία των υποψηφίων.
Στην έφεση, οι εφεσείοντες υποστήριξαν πως εύλογα δεν θεωρήθηκε ότι η απόκτηση διοικητικής πείρας προϋπέθετε εποπτεία, οργάνωση, ή κατεύθυνση προσωπικού. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Επίσης ο εφεσίβλητος Χ" Κωνσταντίνου εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα δεν διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε "δεκάχρονη διοικητική πείρα σε θέματα βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης".
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1. Η άσκηση διοικητικών καθηκόντων δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού. Τα διοικητικά καθήκοντα και η διοικητική πείρα που αποκτάται με την άσκησή τους είναι έννοια ευρύτερη. Το σχέδιο υπηρεσίας του διοικητικού λειτουργού είναι σχετικό ως ενδεικτικό της δυνατότητας της ΕΔΥ να αποσυνδέσει τα διοικητικά καθήκοντα από την κατ' ανάγκη άσκηση εποπτείας, οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού.
Το σχέδιο υπηρεσίας δεν συνέδεσε την "ικανότητα για την οργάνωση και διεύθυνση προσωπικού" με την άσκηση διοικητικών καθηκόντων για ορισμένη χρονική περίοδο. Η διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αυτή την ικανότητα εξαντλεί τη σημασία της "διευθυντικής/εποπτικής ικανότητας", από την άποψη των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντων. Εξ άλλου η οργανωτική και διοικητική ικανότητα ήταν απαραίτητο προσόν στις δύο προηγούμενες θέσεις που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος.
Για τους πιο πάνω λόγους ήταν εύλογα επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το προσόν της πενταετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας.
2. Από την ανάλυση των καθηκόντων, που άσκησε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1980 εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού σε συνδυασμό με τα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων, προκύπτει ότι η απόφαση της ΕΔΥ για κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος της "δεκάχρονης διοικητικής πείρας σε θέματα βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης" ήταν ορθή.
3. Η ΕΔΥ δεν υπονοούσε ότι ενυπήρχε στοιχείο αντινομίας στη θέση του Γενικού Διευθυντή. Αυτό που προκύπτει είναι πως η ΕΔΥ θεώρησε την κρίση του Γενικού Διευθυντή ως προς την απόδοση κατά τη συνέντευξη ως στοιχείο που μπορούσε να συνυπολογιστεί αφού, με δεδομένη τη σύστασή του, αποκάλυπτε ομογνωμία ως προς το ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν καλύτερο στη συνέντευξη.
4. Η ΕΔΥ έκρινε την υπεροχή σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή με βάση την ψηλότερη βαθμολογία του στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Δεν διαπιστώνεται πλάνη της ΕΔΥ στον τρόπο που ενήργησε.
5. Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμησή της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Ο συνυπολογισμός του αποτελέσματός της δεν υποβάθμισε τη σημασία της αξίας των υποψηφίων στο βαθμό που την αποκάλυπτε η αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.
Από την άλλη η σύσταση του Γενικού Διευθυντή που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Κατά το άρθρο 34(9) του Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), η σύσταση προέρχεται από τον προϊστάμενο του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση ο οποίος, όπως στην παρούσα περίπτωση, είναι άλλος από τον προϊστάμενο που είχαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους. Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σύστασή του δεν μπορεί να συσχετισθεί προς το φάσμα των καθηκόντων της θέσης στην ολότητά του. Όμως ως προς τον τομέα που κάλυψε θα μπορούσε εύλογα να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος στον τομέα της διευθυντικής/διοικητικής ικανότητας αξιολογήθηκε με το ισχύον τότε αυστηρότερο σύστημα αξιολόγησης, ως εξαίρετη. Αυτό, εφόσον η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλλου.
6. Η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ήταν ευρεία. Η αιτιολόγηση της απόφασής της για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους, παρά την αρχαιότητα του εφεσίβλητου και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω εύλογα επιτρεπτή.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η απόφαση της ΕΔΥ επικυρώνεται.
Εφέσεις.
Εφέσεις εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανώτατου Δικαστηρίου Κύπρου (Πικής, Δ.) που δόθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου, 1993 (Προσφυγές Αρ. 634/92 και 805/92) με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή της Ολυμπίας Στυλιανού στη θέση Διευθυντή Βιομηχανίας στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για την εφεσείουσα στην ΑΕ 1833.
Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με τη Ρ. Βραχίμη - Πετρίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τους εφεσείοντες στην 1845.
Α. Παπαφιλίππου και Χρ. Χριστοφίδης, για τον εφεσίβλητο 1.
Αρ. Βρυωνίδης, για τον εφεσίβλητο 2.
Cur. adv. vult.
ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ. Με απόφαση δικαστή του Δικαστηρίου αυτού ακυρώθηκε η προαγωγή της Ολυμπίας Στυλιανού στη θέση Διευθυντή Βιομηχανίας στο Υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας. Εφεσιβάλλουν την απόφαση η Δημοκρατία (ΑΕ 1845) και το ενδιαφερόμενο μέρος (ΑΕ 1833). Ο εφεσίβλητος Κ. Χ" Κωνσταντίνου, με ειδοποίηση σύμφωνα με τη Δ.35 Θ 10 των Θεσμών περί Πολιτικής Δικονομίας, επιδιώκει την τροποποποίηση της πρωτόδικης απόφασης με την αναγνώριση πρόσθετου λόγου ακυρότητας της διοικητικής απόφασης. Οι εφέσεις συνεκδικάστηκαν.
Η προαγωγή ακυρώθηκε για τους εξής λόγους:
(α) Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν κατείχε το προσόν της πενταετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας.
(β) Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας και η αιτιολογία που παρατέθηκε δεν στοιχειοθετεί βάσιμο λόγο για τη μή υιοθέτησή της.
Το προσόν της πείρας
Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί "δεκάχρονη τουλάχιστον πείρα σε θέματα βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστον διοικητική πείρα". Η Ολυμπία Στυλιανού υπηρετεί στο Γραφείο Προγραμματισμού από τον Οκτώβριο του 1980. Ήταν έκτακτη υπάλληλος (εκτελούσε καθήκοντα Λειτουργού Προγραμματισμού) από 2 Οκτωβρίου 1980 μέχρι 14 Μαρτίου 1983, Λειτουργός Προγραμματισμού από 15 Μαρτίου 1983 μέχρι 14 Δεκεμβρίου 1986 (Κλίμακα Α8-Α11) και Ανώτερος Λειτουργός Προγραμματισμού από 15 Μαΐου 1991 (κλίμακα Α13). Μέχρι το 1989 τα καθήκοντα που ασκούσε η Ολυμπία Στυλιανού δεν περιλάμβαναν την εποπτεία ή την οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού και δεν εβαθμολογείτο στις εμπιστευτικές εκθέσεις κάτω από το κεφάλαιο "διευθυντική και εποπτική ικανότητα". Αποφασίστηκε πρωτοδίκως ότι πριν από το 1990 δεν ασκούσε διοικητικά καθήκοντα και ότι, επομένως, κατά τον κρίσιμο χρόνο κατοχής των προσόντων δεν είχε την απαιτούμενη πενταετή τουλάχιστον διοικητική πείρα. Αυτή η κατάληξη ήταν η συνέπεια της εννοιολογικής ταύτισης της "διοικητικής πείρας" με τη "διευθυντική/εποπτική ικανότητα".
Οι εφεσείοντες, με αναφορά στον προσδιορισμό των "διοικητικών καθηκόντων", όπως τα βρίσκουμε στο σχέδιο υπηρεσίας του Διοικητικού Λειτουργού, αλλά και με συσχετισμό της συζητούμενης προς τις υπόλοιπες πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας της κενής θέσης αλλά και των θέσεων που κατείχε προηγουμένως το ενδιαφερόμενο μέρος, υποστήριξαν πως εύλογα δεν θεωρήθηκε ότι η απόκτηση διοικητικής πείρας προϋπέθετε εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού. Οι εφεσίβλητοι υποστήριξαν την πρωτόδικη απόφαση. Όπως το έθεσαν, δεν νοείται να διοικεί ένας τον εαυτό του αλλά κάποιον άλλο.
Η έννοια της διοικητικής πείρας ορθά συνδέθηκε προς την άσκηση διοικητικών καθηκόντων. Θεωρούμε όμως πως η άσκηση διοικητικών καθηκόντων δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού. Τα δύο δεν είναι ταυτόσημα. Τα διοικητικά καθήκοντα και η διοικητική πείρα που κτάται με την άσκησή τους είναι έννοια ευρύτερη. Περιλαμβάνει την εμπλοκή, στο πλαίσιο της υπηρεσίας ενός λειτουργού, στο καθόλου διοικητικό έργο. Το σχέδιο υπηρεσίας του διοικητικού λειτουργού είναι σχετικό όχι ως κατευθείαν ερμηνευτικό της συζητούμενης πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας εδώ, αλλά ως ενδεικτικό της δυνατότητας της ΕΔΥ να αποσυνδέσει τα διοικητικά καθήκοντα από την κατ' ανάγκη άσκηση εποπτείας, οργάνωση και κατεύθυνση προσωπικού. Παραθέτουμε απόσπασμα από το πιο πάνω σχέδιο υπηρεσίας ως προς το περιεχόμενο της έννοιας των διοικητικών καθηκόντων:
"Εκτελεί διοικητικά καθήκοντα αναφορικά με την εξέταση διάφορων υποθέσεων, προβλημάτων και θεμάτων που αφορούν τις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί. Για την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών συλλέγει και αναλύει τα απαιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες, ετοιμάζει σημειώματα, υπομνήματα, εκθέσεις και πρακτικά, υποβάλλει εισηγήσεις για την επίλυση των διάφορων προβλημάτων, διεκπεραιώνει τις αποφάσεις που λαμβάνονται, εφαρμόζει τη σχετική νομοθεσία και κανονισμούς και διεξάγει τη συνεπαγόμενη αλληλογραφία".
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι σχετικό το σχέδιο υπηρεσίας του Γενικού Διευθυντή Υπουργείων/Γραφείου Προγραμματισμού το οποίο, κατά τον καθορισμό των προσόντων, διακρίνει μεταξύ της διοικητικής και της εποπτικής πείρας.
Προς την ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα εξής: Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή Βιομηχανίας απαιτεί ως ξεχωριστό προσόν την "ικανότητα για την οργάνωση και διεύθυνση προσωπικού". Προκύπτει ότι ευλόγως θα μπορούσε να κριθεί πως το σχέδιο υπηρεσίας δεν καθόρισε αυτή την ικανότητα ως συνακόλουθο της άσκησης διοικητικών καθηκόντων αλλά ως ανεξάρτητο χαρακτηριστικό. Είναι λογικό ότι η κτήση τέτοιας ικανότητας μπορεί να διέρχεται μέσα από την άσκηση καθηκόντων τα οποία είναι δυνατό να την αναδείξουν. Αλλά το σχέδιο υπηρεσίας, σ' αυτή την περίπτωση, δεν τη συνέδεσε με την άσκηση τέτοιων καθηκόντων για ορισμένη χρονική περίοδο. Η διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αυτή την ικανότητα, που δεν έχει αμφισβητηθεί, εξαντλεί στην παρούσα υπόθεση τη σημασία της "διευθυντικής / εποπτικής ικανότητας", από την άποψη των απαιτούμενων προσόντων από το σχέδιο υπηρεσίας. Σημειώνουμε τελικά και το γεγονός ότι η οργανωτική και διοικητική ικανότητα ήταν απαραίτητο προσόν της θέσης του Λειτουργού Προγραμματισμού Α που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1986 και στη συνέχεια της θέσης του Ανώτερου Λειτουργού Προγραμματισμού. Για τους πιο πάνω λόγους ήταν εύλογα επιτρεπτό να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε το προσόν της πενταετούς τουλάχιστον διοικητικής πείρας.
Ο εφεσίβλητος Κ. Χ" Κωνσταντίνου εισηγήθηκε ότι εσφαλμένα δεν διαπιστώθηκε πρωτοδίκως ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν είχε "δεκάχρονη διοικητική πείρα σε θέματα βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης". Είχε υποβάλει αυτή την εισήγηση από την αρχή κυρίως όμως γιατί, κατά τον ισχυρισμό του, η πείρα του ενδιαφερόμενου μέρους δεν ήταν της απαιτούμενης διάρκειας εφόσον είχε διοριστεί ως Λειτουργός Προγραμματισμού το 1983.
Δεν συμφωνούμε. Υπήρχε ενώπιον της ΕΔΥ ανάλυση των καθηκόντων που άσκησε το ενδιαφερόμενο μέρος από το 1980 εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού. Από αυτή την ανάλυση σε συνδυασμό και με τα σχέδια υπηρεσίας των προηγούμενων θέσεων της προς τα οποία δεν συμφωνούμε πως είναι ασυμβίβαστη, προκύπτει πως η κρίση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή. Γίνεται σ' αυτά λεπτομερής αναφορά σε υπερδεδεκαετή απασχόληση σε σειρά τομέων που συνεπάγονται ανάλογη πείρα στη βιομηχανική και οικονομική ανάπτυξη.
Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας έκαμε την πιο κάτω σύσταση:
"Λαμβάνοντας υπόψη την έρευνα που έκαμα όσον αφορά τις ικανότητες των υποψηφίων να διευθύνουν προσωπικό, να προσεγγίζουν και δημιουργούν καλές και αρμονικές εργατικές σχέσεις, να κινητοποιούν ανθρώπινο δυναμικό κ.τ.λ, συστήνω τον Χ"Κωνσταντίνου Κωνσταντίνο για τη Θέση Διευθυντή Βιομηχανίας".
Η ΕΔΥ ομόφωνα έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν, παρά τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ο καταλληλότερος από τους υποψηφίους. Εκείνο που χώρισε τα Μέλη της ήταν η διαφορά που εκδηλώθηκε ως προς το αν ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος ή ο εφεσίβλητος Ι. Μοδίτης ο πιο κατάλληλος. Τα τρία μέλη της που τάχθηκαν υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους και τα δυο που τάχθηκαν υπέρ του Ι. Μοδίτη αιτιολόγησαν ειδικά την άποψη που διαμόρφωσαν ως προς την υπεροχή του ενός έναντι του άλλου. Όλα τα Μέλη της ΕΔΥ έδωσαν κοινή αιτιολογία της απόφασης να μήν υιοθετήσουν τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Είναι η ακόλουθη:
"Οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή για το Χατζηκωνσταντίνου Κωνσταντίνο είναι οι εξής:
Ο Χατζηκωνσταντίνου στο μόνο στοιχείο που διακρίνεται είναι στην αρχαιότητα έναντι των λοιπών υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και στην αξία μόνο έναντι του Καρλεττίδη στην αξιολόγηση για το 1990. Στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής ο Χατζηκωνσταντίνου κρίθηκε ως σχεδόν πάρα πολύ καλός και στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση κρίθηκε ως πολύ καλός τόσο από το Γενικό Διευθυντή όσο και από την Επιτροπή. Η Στυλιανού κρίθηκε ως εξαίρετη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση ως πάρα πολύ καλή από το Γενικό Διευθυντή και ως εξαίρετη από την Επιτροπή. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν είναι αρκετή για να υπερνικήσει τα λοιπά κριτήρια, πολύ δε περισσότερο υπό το φως και της αξιολόγησης του ίδιου του Γενικού Διευθυντή."
Σε άλλο σημείο, σημειώθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σε αξία έναντι του Κ. Χ" Κωνσταντίνου "γιατί έχει ψηλότερη βαθμολογία στις υπηρεσιακές εκθέσεις".
Κρίθηκε πρωτόδικα ότι:
1. Λανθασμένα η ΕΔΥ θεώρησε ότι υπήρχε κάποια αντίφαση ή αντινομία στη θέση του Γενικού Διευθυντή ο οποίος αφενός έκρινε την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους καλύτερη από εκείνη του αιτητή κατά τη συνέντευξη ενώ, αφετέρου, σύστησε τον αιτητή.
2. Η ΕΔΥ λειτούργησε κάτω από πλάνη κρίνοντας ότι τα υπηρεσιακά στοιχεία του ενδιαφερόμενου μέρους την έφεραν να υπερέχει αισθητά σε αξία έναντι του αιτητή.
3. Η αιτιολογία που οδήγησε στην παραγνώριση της σύστασης του Γενικού Διευθυντή δεν ήταν ικανοποιητική. Αντί να προσδοθεί στην προφορική εξέταση η οριακή σημασία που της αρμόζει προσεγγίστηκε ως στοιχείο μεγάλης σημασίας και ουσιαστικά αφέθηκε να επισκιάσει ή να ανατρέψει την σταδιοδρομία των υποψηφίων.
Οι δύο πλευρές ανέπτυξαν συγκεκριμένα επιχειρήματα σε σχέση με την κάθε πτυχή της πρωτόδικης απόφασης. Από τη μελέτη τους, μέσα στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων, καταλήξαμε στα ακόλουθα:
(α) Συμμεριζόμαστε το συμπέρασμα του συναδέλφου μας ότι η καταληκτική αναφορά της ΕΔΥ στην αξιολόγηση του Γενικού Διευθυντή σχετιζόταν με την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Δεν μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε ότι με την αναφορά αυτή η ΕΔΥ υπονοούσε ότι ενυπήρχε στοιχείο αντινομίας στη θέση του Γενικού Διευθυντή. Δεν νομίζουμε ότι από τη διατύπωση της κρίσης της φαίνεται να ενεργούσε με τη λανθασμένη αντίληψη ότι ο Γενικός Διευθυντής αφού έκρινε ως καλύτερη την απόδοση του ενδιαφερόμενου μέρους στην προφορική εξέταση θα έπρεπε και να τη συστήσει. Αυτό που προκύπτει είναι πως η ΕΔΥ θεώρησε την κρίση του Γενικού Διευθυντή ως προς την απόδοση κατά τη συνέντευξη ως στοιχείο που μπορούσε να συνυπολογιστεί αφού, με δεδομένη τη σύσταση του, αποκάλυπτε ομογνωμία ως προς το ότι το ενδιαφέρομενο μέρος ήταν καλύτερο στη συνέντευξη.
(β) Η ΕΔΥ δεν πρόσθεσε επιθετικό προσδιορισμό κατά την αναφορά της στην υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε αξία έναντι του αιτητή. Έλαβε υπόψη την ψηλότερη βαθμολογία της στις υπηρεσιακές εκθέσεις. Τη σύσταση, ως ανεξάρτητο δείκτη αξίας ανάλογα με τη βαρύτητα που δικαιολογείται να της προσδοθεί, την εξέτασε ξεχωριστά.
Παραθέτουμε το σχετικό πίνακα:
Ο. Στυλιανού Κ. |
Χ" Κωνσταντίνου |
1985 - Εξαίρετος-9Ε-2ΛΚ |
1985 - Λίαν Καλός-7Ε-5ΛΚ |
1986-Εξαίρετος-10Ε-1ΛΚ |
1986 - Εξαίρετος-9Ε-3ΛΚ |
1987-Εξαίρετος-ΠΕ |
1987 - Εξαίρετος-9Ε-3ΛΚ |
1988-9-Εξαίρετος-ΠΕ |
1988 - Λίαν Καλός-6Ε-όΛΚ |
|
1989 - Εξαίρετος-10Ε-2ΛΚ |
1990 - 6 Εξαίρετος |
1990-6 Εξαίρετος |
2 Πολύ Ικανοποιητικός |
2 Πολύ Ικανοποιητικός |
1991-3 Εξαίρετος |
|
5 Πολύ Ικανοποιητικός |
1991 8 Πολύ Ικανοποιητικός |
Δεν διαπιστώνουμε πλάνη της ΕΔΥ. Το ζήτημα αν οι υπηρεσιακές εκθέσεις, ενόψει και του γεγονότος ότι οι αξιολογήσεις έγιναν για υπηρεσία σε διαφορετικούς τομείς και από διαφορετικούς λειτουργούς, θα έπρεπε να έχουν ορισμένη ή μικρότερη σημασία είναι διαφορετικό. Η πραγματικότητα είναι πως οι υπηρεσιακές εκθέσεις του ενδιαφερομένου μέρους ήταν καλύτερες από εκείνες του αιτητή.
Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμησή της πράγματι, όπως είναι σταθερά νομολογημένο, δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Και η προφορική εξέταση όμως, όπως παρατηρείται στην πρωτόδικη απόφαση, ρίπτει φως στην αξία των υποψηφίων. Οι υποψήφιοι στην παρούσα υπόθεση υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση που απέβλεπε, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, στη διαπίστωση των γνώσεων, της κρίσης, της προσωπικότητας και των ικανοτήτων των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης. Ο συνυπολογισμός του αποτελέσματός της δεν υποβάθμισε την σημασία της αξίας των υποψηφίων στο βαθμό που την αποκάλυπτε η αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις. Αισθητά ή οριακά, το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε σ' αυτό το τομέα.
Από την άλλη, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν αποτελεί παράλληλη προς εκείνη της ΕΔΥ κρίση ως προς το ποιος υπερέχει κατά αξία με βάση το περιεχόμενο των φακέλλων και με αυτή την έννοια δεν αποσκοπεί στην αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους. Σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Η σύσταση, κατά το Νόμο [βλ. άρθρο 34(9) του Περί Δημοσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90)], προέρχεται από τον προϊστάμενο του οικείου τμήματος δηλαδή του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση, ο οποίος μπορεί να είναι άλλος από τον προϊστάμενο που είχαν οι υποψήφιοι κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους, όπως ακριβώς συμβαίνει και στην παρούσα υπόθεση. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας μπορούσε να έχει άμεση γνώση για τον αιτητή όχι όμως και για το ενδιαφερόμενο μέρος το οποίο υπηρετούσε σε διαφορετικό τμήμα. Έπεται ότι η σύστασή του δεν αναμένεται να είναι το αποτέλεσμα της αναδρομής στις προσωπικές του εμπειρίες με στόχο τη διατύπωση άποψης ως προς την αξία τους με γνώμονα το σύνολο της σταδιοδρομίας τους. Ο προϊστάμενος του οικείου τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιος από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Είναι ενδεικτική συναφώς και η ίδια η σύσταση του Γενικού Διευθυντή στην παρούσα υπόθεση. Ο Γενικός Διευθυντής σημειώνει πως η σύστασή του ήταν το αποτέλεσμα έρευνας που έκαμε και σημειώνουμε παρεμπιπτόντως πως δεν εξειδίκευσε τη φύση της έρευνας και την πηγή των πληροφοριών του. Επισημαίνουμε ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν μπορεί να συσχετισθεί προς το φάσμα των καθηκόντων της θέσης στην ολότητά του αλλά και ως προς τον τομέα που κάλυψε ευλόγως θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος, στο κεφάλαιο "διευθυντική/διοικητική ικανότητα" αξιολογήθηκε και μάλιστα με το αυστηρότερο σύστημα αξιολόγησης που ίσχυε κατά την περίοδο εκείνη, ως εξαίρετη. Αυτό, εφόσον η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται και από το συσχετισμό της προς τα στοιχεία του φακέλλου. Η ειδική αιτιολογία που δόθηκε σ' αυτή την αξιολόγηση ήταν η εξής:
"Η κα Στυλιανού χαρακτηρίζεται από δυνατή προσωπικότητα και όσες φορές της δόθηκε η ευκαιρία να καθοδηγήσει και να διευθύνει εργασία είτε στο σύνολό της είτε μέρος ευρύτερης εργασίας απέδειξε ότι διαθέτει σε πολύ ψηλό βαθμό ηγετικές ικανότητες. Είναι σταθερή, αιτιολογεί πλήρως τις απόψεις της και εμπνέει σεβασμό, απαραίτητη προϋπόθεση για διεκπεραίωση διευθυντικών καθηκόντων".
Η κενή θέση βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία της Δημόσιας Υπηρεσίας. Η διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ήταν ευρεία. Η αιτιολόγηση της απόφασης για προαγωγή υποψηφίου άλλου από το συστηθέντα όσο και αν αυτός ήταν αρχαιότερος, πάνω στη βάση της κρίσης ότι ήταν τελικά αξιότερος του για τους λόγους που δόθηκαν, ήταν εύλογα επιτρεπτή. Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των εφεσειόντων. Η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας επικυρώνεται.
Εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.