ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αρχείο σε μορφή PDF - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1990) 3 ΑΑΔ 3623

29 Οκτωβρίου, 1990

[Α. Ν. ΛΟΪΖΟΥ, Π., ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΛΑΣ ΜΑΛΑΚΟΥΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/΄Η

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Εφεσιβλήτων.

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 920).

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως — Ατελής εισαγωγή αυτοκινήτου από επαναπατριζόμενο Κύπριο — Απαραίτητη προϋπόθεση η μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο πέραν των 10 ετών — Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος αρ. 18/78, Άρθρο 11(2), Κ.Δ.Π. 188/85 — Ποία στοιχεία πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν από το Δικαστήριο στην ερμηνεία του όρου "μόνιμη εγκατάσταση" και "διαμονή", όπως καθιερώθηκαν στη σχετική νομολογία — Κατά πόσο η παραμονή σε ξένη χώρα για σκοπούς σπουδών ισοδυναμεί με μόνιμη εγκατάσταση.

Λέξεις και Φράσεις — "Μόνιμη εγκατάσταση" στην Κ.Δ.Π. 188/85.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Δικαστικός έλεγχος — Επέμβαση Δικαστηρίου — Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση εκτός αν διαπιστώσει ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή το Νόμο ή έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της εξουσίας.

Ο αιτητής, απόφοιτος της ιατρικής, επέστρεψε στην Κύπρο το 1973 και μέχρι το 1975, έκαμε τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το Φεβρουάριο του 1975 πήγε στην Αγγλία με πρόθεση να εγκατασταθεί μόνιμα και άρχισε να εργάζεται ως ιατρός.  Τον Απρίλιο του 1975, αρραβωνιάστηκε με αγγλίδα υπήκοο, τον Ιούλιο του 1975 αγόρασε σπίτι και το Νοέμβριο του 1975, παντρεύτηκε. Από τις 9.3.76 του δόθηκε απεριόριστη άδεια μόνιμης παραμονής. Ο αιτητής παρέμεινε στην Αγγλία συνεχώς μέχρι τις 14.8.85, όταν γύρισε και εγκαταστάθηκε στην Κύπρο.

Η αίτησή του για απόκτηση δικαιώματος για ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου απορρίφθηκε από τις αρμόδιες αρχές λόγω της μη συμπλήρωσης συνεχούς διαμονής 10 χρόνων στην Αγγλία.  Η απόφαση αυτή επικυρώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο.

O αιτητής ισχυρίστηκε τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, όσο και ενώπιον της Ολομέλειας ότι η περίοδος μεταξύ Φεβρουαρίου 1975 και Μαρτίου 1976 δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τον υπόλοιπο χρόνο διαμονής του εφεσείοντα στην Αγγλία.

Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι ο χρόνος που προηγήθηκε πριν τη χορήγηση στον αιτητή άδειας για μόνιμη κατοίκηση, δεν προσμετρά, με αποτέλεσμα να μη συμπληρωθεί δεκαετία όπως ορίζει ο νόμος, κατά το χρόνο επαναπατρισμού.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επέτρεψε την έφεση με πλειοψηφία και αποφάνθηκε ότι:

Α. Υπό Νικήτα Δ., συμφωνούντων και των Δικαστών Σαββίδη, Στυλιανίδη, Πογιατζή, Χρυσοστομή και Αρτεμίδη. Ο Δικαστής Σαββίδης εξέδωσε και δική του απόφαση.

     Η άποψη της πρωτόδικης απόφασης ότι ο χρόνος για τον υπολογισμό της δεκαετούς εγκατάστασης αρχίζει να μετρά απαραίτητα από τη χρονολογία κτήσης άδειας για παραμονή απεριόριστης διάρκειας, παραβλέπει τα άλλα στοιχεία που συνιστούν μόνιμη εγκατάσταση στα πλαίσια της Κ.Δ.Π. 188/85, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Νόμου αρ. 18/78.  Ούτε και συνάδει με τους κοινωνικούς σκοπούς που επιδιώκει η διάταξη.

     Ενόψει των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης - που συγκροτούν μόνιμη εγκατάσταση όπως διαγράφεται από το νόμο - ο χρόνος διαμονής είναι ενιαίος και έχει την απαιτούμενη συνέχεια.  Η διάσπασή του για την περίοδο Φεβρουαρίου 1975 μέχρι Μαρτίου 1976, κρίνεται εντελώς αδικαιολόγητη.  Η γνώμη αυτή ισχυροποιείται έντονα από το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Λακαταμίτη.

Β. Υπό Σαββίδη Δ.:

     Κάθε υπόθεση αποφασίζεται πάνω στα δικά της γεγονότα με βάση τα οποία το Δικαστήριο θα καταλήξει στο συμπέρασμα αν από τα γεγονότα αυτά μπορεί να στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση της "μόνιμης εγκατάστασης" που απαιτείται από το σχετικό διάταγμα.

     Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση της Διοίκησης αναφορικά με την εκτίμηση των γεγονότων εκτός εάν αποδειχθεί ότι η αρμόδια αρχή ενήργησε κάτω υπό πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο ή υπερέβη τα όρια της διακριτικής της εξουσίας με την έννοια ότι τα ευρήματά της δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά υπό τις περιστάσεις.

Γ.  Υπό Α.Ν. Λοΐζου, Π.:

     Τα γεγονότα της υπόθεσης Λακαταμίτη,  διαφοροποιούνται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και το συμπέρασμα που εξάγεται από την πιο πάνω υπόθεση είναι ότι ο χρόνος παραμονής στο εξωτερικό για σκοπούς εκπαίδευσης και χωρίς δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατόπιν αδείας των αρμοδίων αρχών της χώρας στην οποία βρίσκεται ο αιτητής ή της ιδιάζουσας σχέσης του λόγω του ότι έχει την υπηκοότητα της χώρας εκείνης, δεν μπορεί να θεωρηθεί αφ' εαυτού μόνιμη εγκατάσταση. Στην υπόθεση Λακαταμίτη συνυπήρχαν υποκειμενικοί και αντικειμενικοί λόγοι, απαραίτητα συστατικά της μόνιμης κατοικίας ή μόνιμης εγκατάστασης.

     Η αρχή ότι παραμονή σε μια χώρα ενός ατόμου ως φοιτητή για εκπαιδευτικούς σκοπούς, όσο μακρόχρονη και αν είναι δεν αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση, υιοθετήθηκε σε σειρά αποφάσεων.

Η έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Λακαταμίτη (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 987,

Constantinides v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2375,

Matsas v. Republic (1985) 3(A) C.L.R. 54,

Regina v. Bernet LBC Ex p. Shah (LE) [1983] 2 W.L.R. 16,

Rossides v. Republic (1984) 3(B) C.L.R. 1482,

Μichael v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2067,

Ellina v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2651,

Schinis v. Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2692,

Razis and Another v. Republic (1979) 3 C.L.R. 127,

Mavronichis v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2301,

Constantinides v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 822,

Ioannou v. Republic (1986) 3(B) C.L.R. 1263,

Ttofis v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1625,

Lakatamitis v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1565,

Marangou v. Republic and Another (1989) 3(Α) C.L.R. 21,

Nikandrou v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 551,

Kallis v. Republic (1989) 3(A) C.L.R. 567,

Nicolis v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1264,

Matsas v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448.

Έφεση.

Έφεση εναντίον της απόφασης Δικαστού του Aνωτάτου Δικαστηρίου Kύπρου (Kούρρης, Δ.) που δόθηκε στις 15 Mαρτίου, 1989 (Προσφυγή Αρ. 1070/87) με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα εναντίον της άρνησης του Διευθυντή του Tμήματος Tελωνείων να του επιτρέψει την ατελή εισαγωγή μηχανοκίνητου οχήματος, ως επαναπατρισθέντα.

Π. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Δ. Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Με την απόφαση που θα δοθεί συμφωνούν οι δικαστές Στυλιανίδης, Πογιατζής, Χρυσοστομής και Αρτεμίδης.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η τελωνειακή νομοθεσία παρέχει δασμολογικά ευεργετήματα σε Κύπριους πολίτες που επανέρχονται από την αλλοδαπή για μόνιμη εγκατάσταση. Τα μηχανοκίνητα οχήματα υπάγονται σε ιδιαίτερη δασμολογική κλάση που καθιστά δυνατή την εισαγωγή τους χωρίς την καταβολή του προβλεπόμενου δασμού.  Η απαλλαγή αφορά ένα αυτοκίνητο για κάθε οικογένεια.

Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι να διευκολυνθεί η επάνοδος των αποδήμων. Οι προϋποθέσεις για αναγνώριση του ωφελήματος προσδιορίζονται από την Κ.Δ.Π. αρ. 188/85. Το διάταγμα αυτό είχε εκδοθεί κατ'εξουσιοδότηση του άρθρ. 11(2) του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου αρ. 18/78. Σύμφωνα με τις διατάξεις του το δικαίωμα αδασμολόγητης εισαγωγής αυτοκινήτου παρέχεται σε επαναπατριζομένους μετά από μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό "για συνεχή περίοδο πέραν των 10 ετών" υπό την αίρεση όμως ότι η εισαγωγή πραγματοποιείται μέσα σε εύλογο διάστημα από την άφιξη του δικαιούχου στην Κύπρο.

Η αίτηση που υπέβαλε ο εφεσείων για χορήγηση ατέλειας, που αφορούσε το αυτοκίνητο του τύπου Μερσεντές και που είχε πράγματι εισαχθεί στην Κύπρο, δεν έγινε αποδεκτή από το Διευθυντή Τελωνείων, εφεσίβλητο 2. Η απορριπτική κρίση της τελωνειακής αρχής στηρίχθηκε στον ισχυρισμό ότι η απουσία του εφεσείοντα από την Κύπρο "δεν συνιστούσε μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο τουλάχιστον 10 χρόνων."

Ο εφεσείων επεδίωξε ανατροπή της τελωνειακής απόφασης καταθέτοντας προσφυγή, αλλά δε δικαιώθηκε. Κρίθηκε πρωτόδικα ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή διότι δεν αποδείχθηκε πως ο εφεσείων ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο εξωτερικό για την προβλεπόμενη περίοδο πριν από τον επαναπατρισμό, όπως απαιτεί η παραπάνω διάταξη.

Η πραγματική βάση της υπόθεσης, όπως διακριβώθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, είναι αμοιβαία αποδεκτή. Η αναφορά σ'αυτή θα διαφωτίσει αφενός τις σκέψεις που θεμελίωσαν την πρωτόδικη απόφαση και τον προβαλλόμενο λόγο έφεσης, αφετέρου. Ο εφεσείων, που σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη, κατάγεται από τη Γιαλούσα. Aπό την αποφοίτησή του το 1973 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1975 έκανε τη μεταπτυχιακή του εκπαίδευση στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Το Φεβρουάριο του 1975 αναχώρησε για την Αγγλία. Πρόθεσή του, όπως ρητά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, ήταν να εγκατασταθεί εκεί μόνιμα. Υλοποιώντας την απόφαση που πήρε άρχισε να εργάζεται από 1/4/75, αφού εξασφάλισε πρώτα από την αρμόδια ιατρική αρχή της Αγγλίας την προσωρινή εγγραφή του ως πρακτήρ ιατρός.

Στις 27/4/75 ο εφεσείων μνηστεύθηκε με Αγγλίδα υπήκοο που είχε γνωρίσει στη διάρκεια σύντομης επίσκεψής του στην Αγγλία μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 1973. Ακολούθησε ο γάμος τους το Νοέμβριο του 1975. Στο μεταξύ, τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, απέκτησε δικό του σπίτι. Κεντρικό όμως γεγονός γύρω από το οποίο διαμορφώθηκαν οι εισηγήσεις των διαδίκων ήταν οι όροι διαμονής του εφεσείοντα. Αρχικά οι Αγγλικές Αρχές επέτρεψαν την προσωρινή διαμονή του στη χώρα, αλλά οι χρονικοί περιορισμοί ήρθησαν από 9/3/76 οπότε πήρε άδεια μόνιμης διαμονής.  Πρέπει να τονισθεί εδώ ότι η διαμονή του εφεσείοντα ως και η άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος ήταν συνεχής από την άφιξη του στην Αγγλία το Φεβρουάριο του 1975 μέχρι τις 14/8/1985 που γύρισε και εγκαταστάθηκε εδώ.

Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε στο πρωτόδικο δικαστήριο το επιχείρημα, που ανέπτυξε και ενώπιόν, μας, ότι μια και πρόθεση του εφεσείοντα ήταν από την αρχή η μετοίκηση πάνω σε μόνιμη βάση, πράγμα που βεβαιώνει απερίφραστα η προσβαλλόμενη απόφαση, η περίοδος μεταξύ Φεβρουαρίου 1975 και Μαρτίου 1976 δεν μπορούσε να διαχωρισθεί από τον υπόλοιπο χρόνο διαμονής του εφεσείοντα στην Αγγλία. Πράγματι, την πρόταση αυτή ενισχύουν obiter dicta που παρέθεσε ο κ. Αγγελίδης από την απόφαση Ανδρέας Τοφή ν. Δημοκρατίας (1988) 3(Β) C.L.R. 1625.

Κατά την άποψη όμως των καθών, που διατύπωσε εκ μέρους τους η κα Δ. Παπαδοπούλου, ο χρόνος αυτός δεν προσμετρά διότι η άδεια μόνιμης κατοίκησης χορηγήθηκε στον εφεσείοντα το Μάρτιο του 1976 με αποτέλεσμα να μην είχε συμπληρωθεί δεκαετία, όπως ορίζει ο νόμος, κατά το χρόνο επαναπατρισμού. Είναι ακριβώς αυτό το παράπονο του εφεσείοντα στο οποίο και βασίζεται η έφεση: ότι η διάσπαση του χρόνου ήταν σφαλερή και αυθαίρετη και τον αποστέρησε του δικαιώματος ατέλειας που διαφορετικά θα απολάμβανε.

Η δικηγόρος των καθών συσχέτισε απόλυτα το στοιχείο "της μόνιμης εγκατάστασης" με το καθεστώς διαμονής που παραχωρεί εκάστοτε η ξένη χώρα σε Κύπριο μετανάστη. Θα εξετάσουμε αργότερα μερικές από τις αποφάσεις στις οποίες παρέπεμψε και που κατά την εισήγηση υποστηρίζουν τη γνώμη αυτή. Στην ουσία η κα Παπαδοπούλου υπέβαλε ότι μόνο η παραχώρηση άδειας για μόνιμη κατοικία χωρίς όρους συνιστά μόνιμη εγκατάσταση κατά την έννοια του όρου αυτού που απαντάται στο παραπάνω διάταγμα.

Αυτή τη συλλογιστική φαίνεται ότι υιοθέτησε η πρωτόδικη απόφαση όπως προκύπτει καθαρά από το ακόλουθο απόσπασμα στη σελ. 5:

"His stay from 22/2/1975 till 9/3/1976 was subject to time restrictions and this period cannot be taken into consideration in calculating the relevant time. The time for the purposes of this law has started running from the date that England allowed applicant to stay there indefinitely without any restrictions as to time."

Και σε μετάφραση

"Η παραμονή του από 22/2/1975 μέχρι 9/3/1976 ήταν αντικείμενο χρονικών περιορισμών και η περίοδος αυτή δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του σχετικού χρόνου.  Για τους σκοπούς του νόμου ο χρόνος άρχισε να τρέχει αφότου οι Αγγλικές αρχές επέτρεψαν στον αιτητή (εφεσείοντα) να παραμείνει εκεί επαόριστο χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό αναφορικά με το χρόνο."

Η νομολογία αντιμετώπισε μέχρι σήμερα το ερμηνευτικό πρόβλημα της φράσης "μόνιμη εγκατάσταση" βασικά σε δύο περιπτώσεις. Η μία αφορά φοιτητές που σπούδασαν και έμειναν να εργασθούν στα ξένα και η άλλη τους εργαζόμενους κυρίως σε Αραβικές χώρες.  Κλασσικό παράδειγμα της τελευταίας κατηγορίας αποτελεί η υπόθεση Χαράλαμπου Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 1263. Ένα πρώτο συμπέρασμα, που συνάγεται από τη μελέτη και της υπόλοιπης νομολογίας, είναι πως η περίοδος της δεκαετίας δεν δημιουργεί αυτόματα το δικαίωμα. Η παραμονή πρέπει να έχει το χαρακτήρα της μονιμότητας. Υιοθετώντας την προγενέστερη απόφαση Πέτρος Μάτσας ν. Δημοκρατίας (1985) 3 Α.Α.Δ. 54, το δικαστήριο απεφάνθη ότι η έκφραση "μόνιμη εγκατάσταση" στο διάταγμα εξυπακούει την ύπαρξη πραγματικής και μόνιμης κατοικίας σε ένα τόπο. Και υπ' αυτό το πρίσμα ο όρος πρέπει να αντιδιασταλεί από την έννοια της συνήθους διαμονής (ordinary residence). Συγκεφαλαιώνοντας τις σκέψεις του το δικαστήριο παρατήρησε:

"The concept of permanent settlement is not tied to the length of stay, but to the element of permanence associated with physical stay."

Ο αιτητής στην περίπτωση αυτή είχε απασχοληθεί στη Σαουδική Αραβία για περίοδο 14 χρόνων με σύμβαση εργασίας που συνήψε με οίκο ο οποίος είχε επιχειρηματική δραστηριότητα εκεί. Ήταν παραδεκτόν ότι η Σαουδική Αραβία απαγορεύει απόλυτα την εγκατάσταση μη Μουσουλμάνων στην επικράτειά της. Ενώ βρισκόταν ακόμη στη Σαουδική Αραβία, ο αιτητής αποτάθηκε και πήρε άδεια να κτίσει δικό του σπίτι στην Κύπρο. Κατ' εφαρμογήν των παραπάνω αρχών η προσφυγή του από την απορριπτική της ατέλειας απόφαση της τελωνειακής αρχής δεν έγινε αποδεκτή.

Με το ίδιο πνεύμα και το ίδιο αποτέλεσμα έδωσε λύση η νομολογία στις περιπτώσεις που η υπέρ δεκαετίαν παραμονή σε ξένη χώρα είχε σαν μοναδικό ή κύριο σκοπό την επιδίωξη πανεπιστημιακών σπουδών όπως ήταν η περίπτωση Μάτσα, ανωτέρω. Μια άλλη περίπτωση είναι η Κυριάκος Ρωσσίδης, ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1482.

Η υπόθεση Φίλιππος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1986) 3 Α.Α.Δ. 2067, εξετάζει το συσχετισμό που υφίσταται μεταξύ του όρου που χρησιμοποιεί το διάταγμα και του στοιχείου της κατοικίας, επισημαίνοντας συνάμα την κάποια συνάφειά του με την έννοια του domicile.

"Permanent establishment" is not synonymous to residence. It indicates the quality of residence rather than its length. The duration of residence is one of the factors to be taken into consideration. An element of intention to reside and establish is necessary. Evidence of intention is important when the period or periods of residence point to both directions.  One cannot be permanently settled both in the Republic and in another country. The intention may be gathered from conduct or action consistent with such settlement.  Though permanent settlement cannot be assimilated to domicile, it is akin to it.  It caries with it the notion of a real or permanent home."

Έπεται ότι το εννοιολογικό πλαίσιο της έκφρασης αυτής περικλείει δύο στοιχεία: ένα υλικό, την πραγματική δηλαδή εγκατάσταση σε ένα τόπο και την πρόθεση ενός προσώπου να έχει τον τόπο αυτό ως μόνιμη κατοικία για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Το νοητό στοιχείο μπορεί να συναχθεί από το δικαστήριο αφού συνεκτιμηθούν όλες οι σχετικές περιστάσεις.

Ποία όμως η σχέση ανάμεσα στη μόνιμη εγκατάσταση με την έννοια που εξηγήσαμε και το καθεστώς διαμονής που επιτρέπει στον μετανάστη η χώρα που τον φιλοξένησε. Είναι η πρώτη φορά που το θέμα συζητείται ειδικά από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου. Η απάντηση που έδωσε στο ερώτημα αυτό μέχρι σήμερα η νομολογία είναι ότι η φύση της διαμονής, όπως καθορίζεται από τη φιλοξενούσα χώρα, αποτελεί παράγοντα συνεκτιμώμενο με άλλα περιστατικά, που επηρεάζει την κρίση του δικαστηρίου. Θετικά μεν υπέρ συμπεράσματος ότι η εγκατάσταση για περίοδο πέραν των 10 ετών θεωρείται μόνιμη στην περίπτωση που δεν επιβάλλονται περιορισμοί και αρνητικά σε άλλες περιπτώσεις που η διαμονή συνοδεύεται από περιορισμούς χρονικούς ή άλλους.

Στην εντελώς πρόσφατη απόφαση Ρεβέκκα Έλληνα ν. Δημοκρατίας (1988) 3(C) C.L.R. 2651, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου έθεσε το θέμα ως εξής:

"No doubt the determination of what constitutes 'permanent settlement' depends on the facts of each case and a relevant consideration is whether the country in which the person claims to have settled permanently has allowed that person to remain therein as a permanent resident or whether such country has granted only a temporary permit under conditions."

Τις σκέψεις αυτές επανέλαβε σχεδόν αυτούσιες στην απόφαση του, που δόθηκε την επόμενη, Θεόδωρος Σχοινής ν. Δημοκρατίας (1988) 3(Γ) Α.Α.Δ. 2692. Ο ίδιος δικανικός συλλογισμός υπολανθάνει και σε μερικές άλλες σχετικές αποφάσεις.  Πρέπει να λεχθεί ότι εδώ εντοπίζεται και συνοψίζεται η αρχή πάνω στην οποία βασίστηκε η πρωτόδικη κρίση.

Παίρνοντας την περίπτωση ορισμένων Αραβικών χωρών που για κανένα λόγο δεν επιτρέπουν τη μόνιμη παρουσία ξένων είναι, ομολογουμένως, δύσκολο αν όχι αδύνατο να υποστηριχθεί ότι ο Κύπριος μετανάστης μπορεί να αποκτήσει μόνιμη κατοικία σε μια τέτοια χώρα για τους σκοπούς του διατάγματος. Όμως δεν μπορεί να ισχύει ο ίδιος κανόνας σε χώρες που ο φιλοξενούμενος τυγχάνει πολύ πιο φιλελεύθερης μεταχείρισης.  Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη της πρωτόδικης απόφασης ότι ο χρόνος για τον υπολογισμό της δεκαετούς εγκατάστασης αρχίζει να μετρά απαραίτητα από τη χρονολογία κτήσης άδειας για παραμονή απεριόριστης διάρκειας. Η γνώμη αυτή παραβλέπει όλα τα άλλα στοιχεία που συνιστούν μόνιμη εγκατάσταση στα πλαίσια του διατάγματος. Περαιτέρω δε συνάδει με τους κοινωνικούς σκοπούς που επιδιώκει η διάταξη.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα γεγονότα. Η πραγματική εγκατάσταση του εφεσείοντα είναι αποδεδειγμένη. Συμπεραίνεται από όλες τις σχετικές περιστάσεις όπως το γάμο του με Αγγλίδα, την αγορά σπιτιού και βεβαίως την επαγγελματική σταδιοδρομία που είχε και που στην ουσία άρχισε μόλις έφτασε στην Αγγλία. Είναι εμφανές ότι για συνεχή περίοδο που ξεπερνά τα 10 χρόνια είχε σαν μοναδικό κέντρο των βιοτικών του σχέσεων τη χώρα εκείνη. Υπάρχει πράγματι συρροή όλων των θετικών προϋποθέσεων που συγκροτούν μόνιμη εγκατάσταση όπως διαγράφεται από το νόμο. Ο χρόνος διαμονής στην περίπτωση αυτή είναι ενιαίος και έχει την απαιτούμενη συνέχεια. Υπό το πρίσμα των παραπάνω αρχών η διάσπασή του για την περίοδο Φεβρουαρίου 1975 μέχρι Μαρτίου 1976 κρίνεται ολότελα αδικαιολόγητη. Ούτε υπάρχει οτιδήποτε στο λεκτικό της διάταξης που να την καθιστά επιτρεπτή. Η περίοδος που παρέμεινε ο εφεσείων στο εξωτερικό δεν είναι νομικά διαιρετή.

Η γνώμη αυτή ισχυροποιείται έντονα από το σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας Δημοκρατία ν. Δημήτρη Λακαταμίτη (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 987:

"Η παραμονή ενός προσώπου επομένως στο εξωτερικό δε θεωρείται μόνιμη, αν αυτή γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους. Όταν όμως η πρόθεση μετάβασής του στο εξωτερικό είναι για μόνιμη εγκατάσταση, τότε έστω και αν κατά τη διάρκεια της το άτομο αυτό σπουδάζει, τούτο δε σημαίνει πως διαφοροποιείται η ιδιότητα της μόνιμης εγκατάστασης σε προσωρινή."

Η έφεση επιτυγχάνει. Η απόφαση των καθών ως και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνονται. Δεν εκδίδεται διάταγμα για έξοδα.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να διαβάσω από πριν την απόφαση του συναδέλφου μου Δικαστή κ. Νικήτα και συμφωνώ απόλυτα με τις απόψεις που εκφράζει και το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει.

Η ερμηνεία των εννοιών "μόνιμη εγκατάσταση" και "διαμονή" και η απάντηση στο ερώτημα ποια είναι τα στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη πριν το Δικαστήριο καταλήξει στην ερμηνεία του όρου αυτού έχει δοθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Razis and Another v. The Republic (1979) 3 C.L.R. 127, 135-138· Rossides v. The Republic (1984) 3 C.L.R. 1482, 1486· Matsas v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 54, 58-62· Mavronichis v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2301· Constantinides v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 822, 826· Ioannou v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 1263· Michael v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 2067, 2075· Ttofis v. The Republic (1988) 3(Β) C.L.R. 1625· Lakatamitis v. The Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1565· Ellina v. The Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2992· Marangou v. The Republic (1989) 3(Α) C.L.R. 21· Nikandrou v. The Republic (1989) 3(Α) C.L.R. 551· Schinis v. The Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2692· Kallis v. The Republic (1989) 3(A) C.L.R. 567· Nicolis v. The Director of the Department of Customs and Another (1988) 3(B) C.L.R. 1264).

Σε μερικές απ' αυτές κρίθηκε πως παραμονή σε ξένη χώρα για σκοπούς σπουδών δεν ισοδυναμεί με μόνιμη εγκατάσταση για τους σκοπούς της Κ.Δ.Π. 188/82 (βλέπε μεταξύ άλλων Matsas v. The Republic (όπως πιο πάνω); Rossides v. The Republic (όπως πιο πάνω). Σε άλλες κρίθηκε ότι η παραμονή για απασχόληση σε χώρες, σαν τη Σαουδική Αραβία στις οποίες η μόνιμη εγκατάσταση μη Μουσουλμάνων δεν είναι επιτρεπτή, δεν ισοδυναμεί με μόνιμη εγκατάσταση [βλέπε σχετικά Ioannou v. The Republic (όπως πιο πάνω)].

Στην υπόθεση Michael v. The Republic (αναφορά γίνεται πιο πάνω) ο Δικαστής κ. Στυλιανίδης αναλύει, στο απόσπασμα της απόφασης του στο οποίο γίνεται αναφορά στην απόφαση του Δικαστή κ. Νικήτα στην παρούσα υπόθεση, την έννοια της "μόνιμης εγκατάστασης" και την έννοια "διαμονή" και το συσχετισμό τους με την έννοια "domicile".

Στην υπόθεση Nicolis v. The Republic (πιο πάνω) σύμφωνα με τα γεγονότα της οποίας ο αιτητής είχε φύγει από την Κύπρο το 1973 για τη Δανία όπου εργοδοτήθηκε ως ναυτικός και παρέμεινε εγκατεστημένος στο εξωτερικό ως το 1984 που επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με τη σύζυγό του που είχε συζευχθεί το 1981 στη Δανία κατέληξα στο συμπέρασμα πως η άρνηση του Διευθυντή Τελωνείων για αδασμολόγητο αυτοκίνητο κάτω από τις πρόνοιες του σχετικού διατάγματος δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή.  Στην απόφαση αναφέρονται τα εξής:

"In the present case from the facts before me it emanates that the applicant since 1973 had been residing abroad and had no connection with Cyprus. There is no indication that in Denmark or in any other European country permanent settlement for a foreigner irrespective of denomination as in the case of Ioannou (supra) cannot be acquired.  In fact from what emanates from the facts set out in applicants affidavit he had permanently settled and resided abroad since 1973, a fact which stands uncontradicted."

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως κάθε υπόθεση αποφασίζεται πάνω στα δικά της γεγονότα με βάση τα οποία το Δικαστήριο θα καταλήξει στο συμπέρασμα αν από τα γεγονότα αυτά μπορεί να στοιχειοθετηθεί η προϋπόθεση της "μόνιμης εγκατάστασης" που απαιτείται από το σχετικό διάταγμα.

Είναι καθιερωμένη αρχή στο Διοικητικό Δίκαιο πως το Δικαστήριο εξετάζοντας την εγκυρότητα μιας απόφασης δεν επεμβαίνει στην υποκειμενική εκτίμηση και διακρίβωση των γεγονότων από τη Διοίκηση, εκτός αν διαπιστώσει ότι η αρμόδια Αρχή ενήργησε κάτω από πλάνη σε σχέση με τα γεγονότα ή το Νόμο ή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας με την έννοια ότι τα ευρήματα της δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά υπό τις περιστάσεις (Constantinides v. The Republic (1988) 3(C) C.L.R. 2375 και Matsas v. The Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1448).

Με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως έχουν εκτεθεί στην απόφαση του συναδέλφου κ. Νικήτα, και έχοντας υπόψη τη νομολογία μας που αναφέρω πιο πάνω, καθώς και το δικαιολογητικό της απόφασης του συναδέλφου κ. Νικήτα η επίδικη απόφαση του καθ' ου η αίτηση Διευθυντή Τελωνείων δέον να ακυρωθεί και κατά συνέπεια η έφεση επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση του καθ'ου η αίτηση ως και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνονται χωρίς διαταγή για έξοδα.

A. N. ΛOΪZOY, Π.: Ο εφεσείων, ο οποίος σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, επέστρεψε στην Κύπρο το 1973 και μέχρι το 1974 έκαμνε εις το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας την κατά νόμο απαιτούμενη εξάσκησή του. Στις 22 Φεβρουαρίου 1975 μετέβηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με πρόθεση να εγκατασταθεί μόνιμα και να αρραβωνιαστεί μια αγγλίδα υπήκοο την οποία συνάντησε κατά τη διάρκεια μιας σύντομης επίσκεψης του στη χώρα αυτή μεταξύ Ιουλίου - Σεπτεμβρίου 1973. Του επιτράπηκε η είσοδος στο Ηνωμένο Βασίλειο ως επισκέπτου με περιορισμό ως προς το χρόνο της παραμονής εκεί που ήταν μέχρι τον Μάρτιο του 1976 οπόταν του δόθηκε απεριόριστη  άδεια μόνιμης παραμονής από τις 9 Μαρτίου 1976. Εν τω μεταξύ στις 27 Απριλίου 1975 αρραβωνιάστηκε. Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αγόρασε σπίτι και τον Νοέμβριο του 1975 παντρεύτηκε.

Την 1 Απριλίου 1975 ο εφεσείων άρχισε να εργάζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο ως ιατρός αφού επήρε πιστοποιητικό προσωρινής εγγραφής ως πρακτήρ ιατρός. Ο αιτητής παρέμεινε στο Ηνωμένο Βασίλειο συνεχώς μέχρι τις 14 Αυγούστου 1985 οπόταν και επέστρεψε στην Κύπρο για να εγκατασταθεί μόνιμα εδώ. Ο εφεσείων υπέβαλε αίτηση διά ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου κάτω από τις διατάξεις του σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 11(2) των περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμων του 1978 - 1981 Κλάσις 01 εδάφιον 19 που ίσχυε κατά τον ουσιώδη για την υπόθεση αυτή χρόνο. Το σχετικό μέρος είναι το πιο κάτω:

"Μηχανοκίνητα οχήματα των κλάσεων 87.02.11 και 87.02.19 εισαγόμενα υπό Κυπρίων οι οποίοι κατόπιν μονίμου εγκαταστάσεως εις το εξωτερικόν δια συνεχή περίοδον τουλάχιστον 10 ετών επανέρχονται και εγκαθίστανται μονίμως εν τη Δημοκρατία νοουμένου ότι η εισαγωγή γίνεται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από της αφίξεως των κατά την κρίσιν του Διευθυντού:

Νοείται περαιτέρω ότι ο Υπουργός Οικονομικών κέκτηται εξουσίαν όπως παραχωρή ατέλειαν εις Κυπρίους επαναπατρισθέντας προ της 1.1.1982 οι οποίοι δεν πληρούν τους ανωτέρω όρους."

Θα μπορούσε να σημειωθεί εδώ ότι η απαλλαγή καλύπτει μόνο ένα όχημα για κάθε δικαιούχο οικογένεια.

Το ερώτημα το οποίο εγείρεται είναι κατά πόσο η περίοδος πριν από τις 9 Μαρτίου 1976, αντικειμενικά εξετάζοντας το θέμα και κάτω από το πρίσμα των αρχών του δικαίου που το διέπουν όπως φαίνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου αυτού και των αγγλικών δικαστηρίων που αναφέρτηκαν και υιοθετήθηκαν στις Κυπριακές υποθέσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περίοδος μόνιμης εγκατάστασης στο εξωτερικό, ούτως ώστε να ικανοποιείται η απαίτηση του διατάγματος που αναφέρθηκε πιο πάνω ότι η τέτοια εγκατάσταση ήταν για συνεχή περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών. Γιατί, αν η ερώτηση αυτή δεν απαντηθεί καταφατικά τότε το αίτημα του εφεσείοντα αποτυγχάνει μια και η περίοδος από τις 9 Μαρτίου 1976 μέχρι της ημερομηνίας του επαναπατρισμού του δεν καλύπτει την απαιτούμενη δεκαετία.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Λακαταμίτη (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 987 μετά από ανάλυση των γεγονότων της υπόθεσης εκείνης και την αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς το θέμα του ορισμού της "μόνιμης εγκατάστασης" που ήταν και το κρίσιμο στοιχείο στην υπό αναφορά διάταξη 01.19 παρατήρησε ότι:

"Η παραμονή ενός προσώπου επομένως στο εξωτερικό δεν θεωρείται μόνιμη, αν αυτή γίνεται για εκπαιδευτικούς λόγους.  Όταν όμως η πρόθεση μετάβασής του στο εξωτερικό είναι για μόνιμη εγκατάσταση, τότε έστω και αν κατά τη διάρκεια της το άτομο αυτό σπουδάζει, τούτο δε σημαίνει πως διαφοροποιείται η ιδιότητα της μόνιμης εγκατάστασης σε προσωρινή."

Και προχωρεί το Δικαστήριο και παραθέτει από την απόφαση Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1988) 3(C) C.L.R. 2375, - το πιο κάτω απόσπασμα:

"Μπορούμε επίσης να αναφέρουμε εδώ ότι η μαρτυρία του αιτητή ενώπιον του δικαστηρίου πρόσθεσε στο υλικό που τέθηκε ενώπιον των καθ' ων η αίτηση (της διοίκησης) ένα υποκειμενικό μόνο στοιχείο το οποίο παρότι είναι ουσιώδες για να αποφασιστούν ζητήματα ως κατοικία και διαμονή, εντούτοις, το στοιχείο αυτό πρέπει να εξεταστεί με βάση το σύνολο των περιστατικών και δεν είναι δυνατό να εκληφθεί ότι αποδείχνει αναντίρρητα την πρόθεση του ενδιαφερόμενου προσώπου και ειδικώτερα όταν τέτοιες δηλώσεις γίνονται μετά το συμβάν, και στην πραγματικότητα, πολύ αργότερο από αυτά."

Σε αναφορά στα γεγονότα όμως της υπόθεσης Λακαταμίτη η Ολομέλεια καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής εκείνος ικανοποιούσε τα κριτήρια της μόνιμης εγκατάστασης στο εξωτερικό για περίοδο υπερβαίνουσα τα δέκα χρόνια γιατί όπως ορθά είχε βρει ο πρωτόδικος δικαστής εναντίον της απόφασης του οποίου είχε γίνει η έφεση εκείνη, ο αιτητής έφυγε από την Κύπρο με τη μητέρα του σε ηλικία 16 χρονών και εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Μετά, πάλι συνοδευόμενος από τη μητέρα του που είχε Βρεττανικό διαβατήριο, εγκαταστάθηκε στην Αγγλία. Οι αρχές του επέτρεψαν επ' αόριστο παραμονή.  Και αυτός για τους σκοπούς της αγγλικής νομοθεσίας εθεωρείτο Βρεττανός πολίτης με τις υποχρεώσεις και τα οφελήματα που συνεπαγόταν αυτή η ιδιότητα όπως κοινωνικές παροχές και εκπαίδευση με δίδακτρα που πληρώνουν οι άγγλοι πολίτες. Μετά δε τις σπουδές του εργάστηκε για ορισμένο χρονικό διάστημα οπόταν και αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο. Είναι φανερό λοιπόν από την αναφορά αυτή στα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση έφεσης αναμφίβολα διαφοροποιούνται και εάν οποιοδήποτε συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από την υπόθεση Λακαταμίτη είναι ακριβώς ότι ο χρόνος παραμονής στο εξωτερικό για σκοπούς εκπαίδευσης και χωρίς δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατόπιν αδείας των αρμοδίων αρχών της χώρας του εξωτερικού στην οποία βρίσκεται ο αιτητής ή της ιδιάζουσας σχέσης του λόγω του ότι έχει υπηκοότητα της χώρας εκείνης, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί αφ' ευατού μόνιμη εγκατάσταση. Θα πρέπει δε να σημειωθεί επίσης ότι το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της μόνιμής του παραμονής στο εξωτερικό σπούδαζε, δεν μπορούσε να μεταβάλει το μόνιμο χαρακτήρα της εγκατάστασης του στο εξωτερικό. Όπως και το αντίθετο, η παραμονή στο εξωτερικό για σκοπούς σπουδών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μόνιμη εγκατάσταση έστω και αν υπάρχει η υποκειμενική αυτή πρόθεση. Επιπλέον η μετάβαση του αιτητή στην υπόθεση Λακαταμίτη είχε δύο σημαντικά στοιχεία ταυτόχρονα. Από τη μια η πρόθεσή του ήτο από την αρχή η μόνιμη εγκατάστασή του στη χώρα εκείνη και από την άλλη έγινε δεκτός για τέτοια μόνιμη εγκατάσταση για τους λόγους που εξέθεσα ήδη. Συνυπήρχαν δηλαδή και υποκειμενικοί και αντικειμενικοί λόγοι, απαραίτητα συστατικά της μόνιμης κατοικίας ή μόνιμης εγκατάστασης.

Αναφορά αξίζει επίσης να γίνει και στην προσέγγιση του Δικαστηρίου σε μονομελή σύνθεση στην υπόθεση Matsas v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 54 που υιοθετήθηκαν οι αρχές που εξετάστηκαν στην αγγλική υπόθεση Regina v. Bernet LBC Ex p. Shah LE) [1983] 2 W.L.R. 16, στην οποία η Βουλή των Λόρδων ενδιάτριψε για τη σημασία και επίδραση των λέξεων "συνήθης κατοικία" και "μόνιμος κατοικία" και στην οποία ελέχθησαν τα πιο κάτω:

"There is, of course, one important exception. If a man's presence in a particular place or country is unlawful, e.g. in breach of the immigration laws, he cannot rely on his unlawful residence as constituting ordinary residence (even though in a tax case the Crown may be able to do so):  In re Abdul Manan for the Home Department, ex. parte Marqueritte (1982) [1971] 1 W.L.R. 859, and Reg. v. Secretary of State 3 W.L.R. 753, C.A.. There is, indeed, express provision to this effect in the Act of 1971, section 33(2). But even without this guidance I would conclude that it was wrong in principle that a man could rely on his own unlawful act to secure an advantage which could have been obtained if he had acted lawfully."

Mε άλλα λόγια η παρουσία ενός ατόμου σε μια χώρα πρέπει να είναι σύμφωνα με τις Διατάξεις περί Μετανάστευσης της χώρας στην οποία διεκδικεί αυτός να ήταν μόνιμα εγκατεστημένος και όχι με καταστρατήγηση των Νόμων της χώρας και πέραν της εξουσιοδότησης της άδειας εισόδου σ' αυτόν, αν έχει δοθεί τέτοια άδεια.

Η αρχή ότι παραμονή σε μια χώρα ενός ατόμου ως φοιτητή για εκπαιδευτικούς σκοπούς όσο μακρόχρονη και να είναι δεν αποτελεί μόνιμη εγκατάσταση, υιοθετήθηκε σε σειρά αποφάσεων μεταξύ άλλων στην υπόθεση Kyriakos G. Rossides v. The Repulic (1984) 3 C.L.R. 1482 και στις αποφάσεις που αναφέρονται σε αυτή και αναφέρονται με επιδοκιμασία στην Α.Ε. 572 Constantinides v. The Republic, που αναφέρθηκε πιο πάνω.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους και σαν θέμα συνέπειας προς τη Νομολογία μας αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω με την απόφαση της πλειοψηφίας και θα απέρριπτα την έφεση χωρίς καμιά διαταγή για έξοδα.

H έφεση επιτυγχάνει κατά πλειοψηφία χωρίς έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο