ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 3106
25 Σεπτεμβρίου, 1990
[ΠΙΚΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΛΕΥΚΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 385/89).
Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως — Ατελής εισαγωγή αυτοκινήτου από επαναπατριζόμενο Κύπριο — Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1988 (Ν. 58/88) — Δικαίωμα για ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου από επαναπατριζόμενο Κύπριο — Προϋπόθεση μόνιμης εγκατάστασης 10 χρόνων στο εξωτερικό — Η εγκατάσταση πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι πλασματική — Κατά πόσο περιοδικές επισκέψεις σε άλλες χώρες από τη χώρα εγκατάστασης, για σύντομα χρονικά διαστήματα, αποστερούν τον αιτούντα να αποκτήσει το πιο πάνω δικαίωμα — Ποίος ο ενδεδειγμένος τρόπος εξέτασης του θέματος από τις αρμόδιες αρχές.
Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Βεβαιωτική πράξη — Ποίο το χαρακτηριστικό της γνώρισμα — Απόφαση πληροφοριακού ή συμβουλευτικού περιεχομένου δε συνεπάγεται στη γένεση δικαιωμάτων και δεν μπορεί να βεβαιωθεί από μεταγενέστερη πράξη.
Διοικητική πράξη — Εκτελεστή — Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Καταναλώσεως — Δικαίωμα ατελούς εισαγωγής αυτοκινήτου — Εκτελεστή πράξη για τον καθορισμό του δικαιώματος, μπορεί να εκδοθεί μόνο κατά την εισαγωγή του οχήματος και σε συνάρτηση με αυτή.
Διοικητική πράξη — Nομικό καθεστώς — Το νομικό καθεστώς βάσει του οποίου κρίνονται αιτήσεις πολιτών είναι εκείνο που ισχύει κατά το χρόνο λήψης των επιδίκων αποφάσεων, υπό την αίρεση ότι ο χρόνος αυτός δεν πρέπει να παρατείνεται πέραν του ορίου των 30 ημερών που προβλέπει το Άρθρο 29 του Συντάγματος.
Διοικητικό Δίκαιο — Κεκτημένο δικαίωμα — Ο περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμος του 1989 (Ν. 120/89) — Δεν απέβλεπε στην αναδρομική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων — Τι συνιστά κεκτημένο δικαίωμα στη σχετική νομολογία.
Ο αιτητής εργάστηκε στη Σαουδική Αραβία για δέκα συνεχή χρόνια από 2.3.76 - 1.3.86. Επισκεπτόταν την Κύπρο για διακοπές και για τη διεκπεραίωση εργασίας των ξένων εργοδοτών του. Στις 30.1.88 υπέβαλε αίτηση για τη αναγνώριση δικαιώματος για ατελή εισαγωγή οχήματος η οποία απορρίφθηκε για τον λόγο ότι δεν είχε εργαστεί στο εξωτερικό για συνολική περίοδο 10 χρόνων. Η πιο πάνω απορριπτική απόφαση προσβλήθηκε με προσφυγή η οποία αποσύρθηκε μετά τη διαπίστωση ότι η απόφαση του Διευθυντή Τελωνείων (ο Διευθυντής), δεν ήταν εκτελεστή σύμφωνα με τις νομικές αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Yiangou v. Republic. Στις 27.2.89 ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση της πιο πάνω απόφασης του Διευθυντή υποβάλλοντας δύο νέα στοιχεία:
1. Πιστοποιητικό βεβαίωσης της παραμονής του στο εξωτερικό από 23.11.85-8.3.86, και
2. Παραγγελία του οχήματος που θα έφερνε στην Κύπρο ημερ. 22.11.88.
Το Μάρτιο του 1989, ο Διευθυντής απέρριψε το αίτημα για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε και η αίτηση της 30.1.88. Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή ζητώντας την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας ισχυρίστηκε ότι η απόφαση του Διευθυντή ήταν καθαρά βεβαιωτική απόφαση και δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης βάσει των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέκτηκε την προσφυγή για τους πιο κάτω λόγους:
1. Η αρχική απορριπτική απόφαση του Διευθυντή δεν ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη, λόγω του ότι δεν ήταν παράγωγος δικαιωμάτων και ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατό να βεβαιωθεί. Βεβαίωση σ' αυτό το πεδίο ενέχει την έννοια επιβεβαίωσης προγενέστερης ρύθμισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Σύμφωνα με τη νομική αρχή στην απόφαση Yiangou, η εισαγωγή του αυτοκινήτου είναι το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να προκύψει η γένεση εκτελεστής διοικητικής πράξης αναφορικά με την ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου. Η απόρριψη του αιτήματος το Μάρτιο του 1989, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη. Η θέση αυτή δε μεταβάλλεται από το γεγονός ότι επιβεβαιώνει προγενέστερη πληροφοριακή πράξη.
2. Η θέση των καθ' ων η αίτηση ότι ο Ν. 120/89, δυνάμει του οποίου το δικαίωμα για ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου περιορίστηκε σε ένα χρόνο από την ημερομηνία επανόδου του αιτούντος στην Κύπρο, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους πιο κάτω λόγους:
α) Ο νόμος δεν υφίστατο κατά τον χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης, το Μάρτιο του 1989 και δεν απέβλεπε στην αναδρομική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων που εδικαιούτο να αποκτήσει ο πολίτης πριν την θέσπισή του.
β) Ο Ν. 120/89 δεν απέβλεπε στην αναδρομική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων που ο πολίτης εδικαιούτο να αποκτήσει πριν τη θέσπισή του.
3. Αναφορικά με το θέμα της ουσίας, η οποία έγκειται στη διαπίστωση ότι η παραμονή του αιτητή στην Κύπρο για διάστημα περισσότερο των 30 ημερών το χρόνο και συγκεκριμένα για πρόσθετο χρονικό διάστημα 175 ημερών εύλογα μπορούσε να αποστερήσει τον αιτητή του δικαιώματος που διεκδικεί, αποφασίστηκε ότι:
Ο νόμος δε θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος την άνευ διακοπής παραμονή του αιτητή στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο δέκα χρόνων. Στην παρούσα περίπτωση, οι καθ' ων η αίτηση δεν εξέτασαν το αίτημα σε σχέση με το αν η παραμονή του αιτητή στην Κύπρο για 175 ημέρες, σχετιζόταν με την εργασία του ή είχε ως λόγο άλλη αιτία. Ως εκ τούτου η απόφασή τους είναι νομικά εσφαλμένη και χρήζει επανεξέτασης μέσα στο ορθό νομικό πλαίσιο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Κυρίλλου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 12,
Yiangou v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 27,
Ηadjigeorghiou v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2517,
Τtofis v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1625,
Pieris v. Republic (1983) 3(B) C.L.R. 1054,
Lemis and Others v. District Administration Nicosia and Others (1986) 3(C) C.L.R. 2226,
Christoforou and Others v. Municipal Committee of Ayios Dhometios (1987) 3(C) C.L.R. 1464,
Stamatiou v. Municipal Committee of Aglandjia and Another (1987) 3(C) C.L.R. 1470,
Παπαμιχαήλ και Άλλη v. Δήμου Πάφου (1989) 3(B) Α.Α.Δ. 643,
Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419,
Santis and Others v. Republic (1983) 3(A) C.L.R. 419.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε αίτημα του αιτητή για αναγνώριση δικαιώματος για ατελή εισαγωγή οχήματος με το αιτιολογικό ότι εργάστηκε στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο δέκα ετών.
Α. Ρ. Λιάτσος και Ε. Παπαγεωργίου-Καρακάννα, για τον Αιτητή.
Μ. Ραφτόπουλος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Δ.: Για τον προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων προέχει η εξιστόρηση των γεγονότων που προηγήθηκαν, οδήγησαν και συνθέτουν την προσβαλλόμενη απόφαση ώστε να καταστεί ευχερής ο καθορισμός της φύσης και η ευχέρεια αναθεώρησής της. Στις 30/1/88 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στις Τελωνειακές Αρχές για την αναγνώριση δικαιώματος για την ατελή εισαγωγή οχήματος με αιτιολογικό ότι εργάστηκε στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο δέκα ετών.
Το νομικό καθεστώς για την ατελή εισαγωγή οχημάτων από εργαζoμένους στο εξωτερικό, μετά την επιστροφή τους, διεπόταν, την περίοδο εκείνη, από τις διατάξεις του άρθρου 2 του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως (Τροποποιητικού Αρ. 3) Νόμου του 1987 (Ν. 309/87). Με την τροποποίηση που επέφερε ο νόμος εκείνος μεταβλήθηκε το νομικό καθεστώς για την ατελή εισαγωγή οχημάτων από κατοίκους της χώρας που επέστρεφαν στην Κύπρο μετά από μακρόχρονη παραμονή και εργασία στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11(4)(β) του Ν. 18/78, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 2 του Ν. 309/87, δικαίωμα για την ατελή εισαγωγή αυτοκινήτων παρεχόταν σε πρόσωπο που "... κατά τα αμέσως προ της επανόδου του εις την Δημοκρατίαν 12 έτη αποδεδειγμένως ηργάσθη εις το εξωτερικόν μετά την 20/7/74 δια συνολική περίοδον τουλάχιστον 10 ετών ...". Το δικαίωμα μπορούσε να διεκδικηθεί είτε μέσα σε ένα χρόνο από τη θέσπιση του Ν. 309/87, δηλαδή από 18/12/87, ή μέσα σε περίοδο 12 μηνών από την άφιξη του αιτητή για εγκατάσταση στην Κύπρο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχονται στην αίτηση της 30/1/88, ο αιτητής επέστρεψε στην Κύπρο στις 9/3/86. Συνεπώς, μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμα που του παρείχε ο Ν. 309/87 μέσα σε ένα χρόνο από τη θέσπισή του.
Σύμφωνα με τα στοιχεία τα οποία περιέχονται στην αίτησή του, ο αιτητής απουσίασε από την Κύπρο από 28/2/76 μέχρι 9/3/86. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, εργάστηκε στη Σαουδική Αραβία. Πιστοποιητικό των Αρχών της Σ. Αραβίας το οποίο κατατέθηκε στις Αρχές, βεβαιώνει ότι ο αιτητής εργάστηκε στη χώρα εκείνη για δέκα συνεχή έτη, από "2/3/1396 μέχρι 1/3/1406", περίοδος που αντιστοιχεί μεταξύ 2/3/1976 και 1/3/1986. Στην αίτησή του παρέχονται λεπτομέρειες για τις επισκέψεις του στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της απουσίας του στο εξωτερικό. Εκτός για διακοπές είχε επισκεφθεί την Κύπρο και για τη διεκπεραίωση εργασίας των ξένων εργοδοτών του, κυρίως για την ανεύρεση και πρόσληψη προσωπικού.
Με απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 15/3/88, απορρίφθηκε το αίτημά του για το λόγο ότι δεν είχε εργαστεί στο εξωτερικό για δέκα συνεχή έτη. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξαν, όπως φαίνεται από το φάκελο, μετά από συνυπολογισμό του χρόνου παραμονής του στην Κύπρο κατά τις περιοδικές του επισκέψεις, στη διάρκεια της απουσίας του στο εξωτερικό και του ευρήματος ότι είχε παραμείνει στην Κύπρο για 175 ημέρες περισσότερο από το χρόνο που έγινε δεκτός από τις Αρχές ως η εύλογος περίοδος ετήσιας άδειας, περίοδος 30 ημερών. Η προσέγγιση της Διοίκησης συνάδει με τη νομολογία στον τομέα αυτό ότι η απουσία στο εξωτερικό πρέπει να είναι ουσιαστική και όχι πλασματική. [Βλέπε, μεταξύ άλλων, Κυρίλλου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 12]. Βέβαια, περιοδικές επισκέψεις σε άλλες χώρες από τη χώρα παραμονής, για σύντομα χρονικά διαστήματα, δεν αποστερούν τον εργαζόμενο στο εξωτερικό του δικαιώματος για ατελή εισαγωγή οχήματος, όπως υποστηρίζουν άλλες αποφάσεις του Δικαστηρίου. [Βλέπε, μεταξύ άλλων, Hadjigeorghiou v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2517 και Τtofis ν. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1625.]
Ο αιτητής προσέβαλε την άρνηση των Αρχών με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο (υπόθεση 409/88), την οποία όμως απέσυρε μετά τη διαπίστωση ότι η απόφαση του Διευθυντή Τελωνείων της 15/3/88 δεν ήταν εκτελεστή. Είναι πρόδηλο ότι η προσφυγή αποσύρθηκε ενόψει της απόφασης της ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Yiangou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 27, στην οποία αποφασίστηκε ότι εκτελεστή πράξη για τον καθορισμό του δικαιώματος ατελούς εισαγωγής αυτοκινήτου μπορεί να εκδοθεί μόνο κατά την εισαγωγή του οχήματος και σε συνάρτηση με αυτή. Η έκφραση γνώμης εκ μέρους των Αρχών ως προς την ύπαρξη δικαιώματος για την ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου, συνιστά πράξη πληροφοριακού περιεχομένου και όχι πράξη καθοριστική για τα δικαιώματα του διοικουμένου.
Στις 27/2/89 ο αιτητής, με επιστολή της δικηγόρου του, ζήτησε την επανεξέταση της απόφασης της 15/3/88 με βάση δύο στοιχεία τα οποία παρατίθενται στην αίτηση -
(α) Πιστοποιητικό το οποίο βεβαιώνει ότι για την περίοδο 23/11/85 μέχρι 8/3/86 ο αιτητής είχε εργαστεί στο εξωτερικό, και
(β) Παραγγελία οχήματος BMW ημερομηνίας 22/11/88.
Από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι η εισαγωγή του αυτοκινήτου, με την έννοια της μεταφοράς του στην Κύπρο, έγινε στις 25/1/89 οπόταν το όχημα αποθηκεύθηκε στη Γενική Αποθήκη αποταμιεύσεως Λεμεσού. Η άφιξη και τα χαρακτηριστικά του στοιχεία πιστοποιήθηκαν από τις Αρχές στις 27/2/89.
Με απόφαση του Διευθυντή Τελωνείων, που κοινοποιήθηκε στις 22/3/89, απορρίφθηκε το αίτημα για τους ίδιους λόγους που απορρίφθηκε η αίτηση της 30/1/88, δηλαδή, ότι δεν εργάστηκε στο εξωτερικό για τη συνεχή περίοδο των δέκα ετών. Οι καθ' ων η αίτηση αμφισβητούν το δικαίωμα του αιτητή να αιτηθεί την αναθεώρηση της επίδικης απόφασης για το λόγο ότι αυτή έχει βεβαιωτικό και όχι εκτελεστό χαρακτήρα. Τα νέα στοιχεία που τέθηκαν ως προς το θέμα αυτό δε μετέβαλαν, όπως διαπιστώνουμε, την κατάσταση πραγμάτων ως προς το χρόνο απουσίας του στο εξωτερικό.
Η θέση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι ότι πρόκειται για καθαρά βεβαιωτική απόφαση η οποία δεν επιδέχεται αναθεώρηση βάσει των αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως συνοψίζονται στον τομέα αυτό στην υπόθεση Pieri v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054. Αντίθετα, εκ μέρους του δικηγόρου του αιτητή υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για εκτελεστή πράξη διότι για πρώτη φορά εκδηλώθηκε αποφασιστικά η βούληση της Διοίκησης αναφορικά με το διεκδικούμενο δικαίωμα για την ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου.
Ό,τι αποστερεί τη βεβαιωτική πράξη εκτελεστού χαρακτήρα είναι κυρίως το γεγονός ότι αφήνει ανεπηρέαστο το νομικό καθεστώς που προέκυψε από προηγούμενη πράξη. Αν η πράξη που προηγήθηκε δεν ήταν παράγωγος δικαιωμάτων δεν υπάρχει αντικείμενο προς βεβαίωση. Απόφαση πληροφοριακού ή συμβουλευτικού περιεχομένου δε συνεπάγεται στη γένεση δικαιωμάτων και δεν μπορεί να βεβαιωθεί. Βεβαίωση σ' αυτό το πεδίο ενέχει την έννοια επιβεβαίωσης προγενέστερης ρύθμισης δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Στα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 -59, σ. 240 επεξηγείται ότι απόφαση μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαιωτική μόνο εφόσο βεβαιώνει προεκδοθείσα εκτελεστή πράξη της Διοίκησης. [Βλέπε, επίσης, Στασινόπουλος "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών", 4η Έκδοση, σ.175, Τσάτσος "Αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας", σ.131.] Η θέση του αιτητή ότι η απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στις 15/3/88 και αποτέλεσε το αντικείμενο της αποσυρθείσας προσφυγής δεν ήταν εκτελεστή, ευσταθεί ενόψει της απόφασης στη Yiangou (ανωτέρω). Η αίτηση δεν είχε συσχετισθεί με την εισαγωγή που, όπως αποφασίστηκε στη Yiangou, είναι το μόνο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να προκύψει η γένεση εκτελεστής διοικητικής πράξης αναφορικά με την ατελή εισαγωγή αυτοκινήτου. Το ότι το αίτημα του προσφεύγοντος της 25/2/89 απέβλεπε στην επανεξέταση της απόφασης της 15/3/88, δεν καθιστά την τελευταία εκτελεστή. Ο χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται από τις συνέπειές της. Αφετέρου, το νέο αίτημα είχε συσχετισθεί με την εισαγωγή οχήματος η παραγγελία του οποίου προσδιορίστηκε και η άφιξή του στην Κύπρο αργότερα ελέγχθηκε στα πλαίσια της εξέτασης του νέου διαβήματος του αιτητή. Με την απόφαση της Διοίκησης που κοινοποιήθηκε στις 22/3/89 καθορίστηκε η θέση των Αρχών ως προς το δικαίωμα του αιτητή για την άνευ δασμού εισαγωγή αυτοκινήτου. Η απόρριψη του αιτήματος συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Η θέση αυτή δε μεταβάλλεται από το γεγονός ότι επιβεβαιώνει προγενέστερη πληροφοριακή πράξη.
Και το τελικό θέμα που πρέπει να εξεταστεί είναι αν έχουν τεκμηριωθεί λόγοι που να δικαιολογούν την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Στην επιτυχία της προσφυγής του αιτητή θα διαπιστώναμε ανυπέρβλητο κώλυμα αν δεν είχε τροποποιηθεί η νομοθεσία βάσει της οποίας είχε αρχικά αποταθεί για την εισαγωγή αδασμολόγητου αυτοκινήτου, δηλ. ο Ν. 309/87. Όπως έχει επισημανθεί, ο νόμος εκείνος περιόριζε την άσκηση του δικαιώματος μέσα σ' ένα χρόνο από την ημερομηνία θέσπισής του, δηλαδή από 18/12/87. Η εισαγωγή του οχήματος έγινε τον Ιανουάριο του 1989 και η δεύτερη αίτηση του προσφεύγοντος υποβλήθηκε στις 25/2/89. Το εμπόδιο αυτό έχει υπερπηδηθεί με τη θέσπιση του Περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου 58/88, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1/3/88 και διαλαμβάνει δικαίωμα για την ατελή εισαγωγή οχήματος των κλάσεων που περιλαμβάνουν και μηχανοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως μέσα σ' ένα χρόνο από την ημερομηνία που τέθηκε ο νόμος σε ισχύ. Συνεπώς η εισαγωγή του επίμαχου αυτοκινήτου έγινε μέσα στα χρονικά πλαίσια που προβλέπει ο νόμος, καθώς και η αίτηση για την εισαγωγή του άνευ της καταβολής δασμού.
Εκ μέρους της Δημοκρατίας υποβλήθηκε ότι το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης και της λήψης της επίδικης απόφασης, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση του Ν. 120/89 ο οποίος εκδόθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 3/7/89 αλλά τέθηκε σε εφαρμογή από 1/1/89. Βάσει των διατάξεών του, το δικαίωμα για την ατελή εισαγωγή οχήματος περιορίστηκε σε ένα έτος από την ημερομηνία επανόδου του αιτούντος στην Κύπρο.
Η θέση των καθ' ων η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους εξής λόγους:
1. Ο νόμος δεν υφίστατο κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης το Μάρτιο του 1989. Το νομικό καθεστώς βάσει του οποίου κρίνονται αιτήσεις και υπομνήματα των πολιτών είναι εκείνο το οποίο ισχύει κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης· υπό την αίρεση ότι ο χρόνος για τη λήψη της δεν πρέπει να παρατείνεται πέραν του ορίου που προβλέπει το άρθρο 29 του Συντάγματος, δηλαδή το διάστημα των 30 ημερών από την υποβολή του υπομνήματος. [Βλ. μεταξύ άλλων, Lemis and Others v. District Administration Nicosia (1986) 3(C) C.L.R. 2226, Christoforou and Others v. Municipal Committee of Ayios Dhometios (1987) 3(C) C.L.R. 1464, Stamatiou v. Municipal Committee of Αglandjia and Another (1987) 3(C) C.L.R. 1470 και Στέφη Παπαμιχαήλ και Άλλη ν. Δήμου Πάφου (1989) 3(B) A.A.Δ. 643].
2. Ο Ν. 120/89 δεν απέβλεπε στην αναδρομική ανατροπή κεκτημένων δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων που εδικαιούτο να αποκτήσει ο πολίτης πριν τη θέσπισή του. [Τι συνιστά "κεκτημένο δικαίωμα" εξετάστηκε, μεταξύ άλλων, στην Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, και στη Santis and Others v. Republic (1983) 3 C.L.R. 419.]
Η κατάληξη στην οποία άγομαι είναι ότι οι πρόνοιες του Ν. 120/89 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην αναθεώρηση της επίδικης
απόφασης.
Τέλος, πρέπει να εξετάσουμε αν έχουν καταφανεί λόγοι που δικαιολογούν την ακύρωση της επίδικης απόφασης ως προς την ουσία. Η ουσία έγκειται στη διαπίστωση ότι η παραμονή του αιτητή στην Κύπρο για διάστημα περισσότερο των 30 ημερών το χρόνο και συγκεκριμένα για πρόσθετο χρονικό διάστημα 175 ημερών, εύλογα μπορούσε να αποστερήσει τον αιτητή του δικαιώματος το οποίο διεκδικεί βάσει των διατάξεων της υφιστάμενης κατά τον κρίσιμο χρόνο νομική τάξης πραγμάτων.
Όπως προκύπτει αβίαστα από το σκεπτικό της απόφασης, το θέμα αποφασίστηκε μηχανικά και άσχετα από τους λόγους παραμονής του αιτητή στην Κύπρο για το χρονικό διάστημα των 175 ημερών. Το κριτήριο το οποίο θέτει ο νόμος είναι εργασία στο εξωτερικό για τη συνεχή περίοδο των δέκα ετών. Ο νόμος δε θέτει ως προϋπόθεση για την απόκτηση του δικαιώματος την άνευ διακοπής παραμονή του στο εξωτερικό για συνεχή περίοδο δέκα ετών - ερμηνεία την οποία άλλωστε αποδέχονται και οι Αρχές. Συνεπώς, το ερώτημα είναι, αν η παραμονή του στην Κύπρο, για το χρονικό διάστημα των 175 ημερών, σχετιζόταν με την εργασία του ή είχε ως λόγο άλλη αιτία.
Στην προκειμένη περίπτωση οι Αρχές δεν εξέτασαν το αίτημα κάτω απ' αυτό το πρίσμα και συνεπώς η απόφασή τους πάσχει νομικά. Εναπόκειται στις Αρχές να επανεξετάσουν το θέμα και να αποφασίσουν το αίτημα του προσφεύγοντος μέσα στο σωστό νομικό πλαίσιο.
Καταλήγω ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και ακυρώνεται καθ' ολοκληρία βάσει των διατάξεων του άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
H προσφυγή επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.