ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 3 ΑΑΔ 2636
27 Ιουλίου, 1990
[ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ Γ. ΣΤΑΥΡΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 398/89).
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Κριτήρια — Αξία, προσόντα, αρχαιότητα — Θέση Επιθεωρητή Α' στη Δημοτική Εκπαίδευση — Υπεροχή αιτητή σε αρχαιότητα κατά 3 1/2 χρόνια έναντι ενδιαφερομένου προσώπου— Κατοχή των απαιτουμένων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας από αιτητή και ενδιαφερόμενο πρόσωπο— Ελαφρά υπεροχή του αιτητή σε αξία — Το ερώτημα που προκύπτει για το Δικαστήριο είναι αν η απόφαση της Ε.Ε.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν υπό τις περιστάσεις λογικά εφικτή.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί — Προαγωγές — Συνεντεύξεις υποψηφίων — Ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 1969, Άρθρο 35Β(9), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 65/87 — Ισχυρισμός για αντίφαση στην κρίση της Ε.Ε.Υ. αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη και για απόδοση σ' αυτή υπερβολικής βαρύτητας — Δεν τεκμηριώθηκαν.
Ο αιτητής κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Β' Ειδικών Μαθημάτων (Μουσικής) και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη θέση Επιθεωρητή Β' Γενικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης. Ο ισχυρισμός του αιτητή για υπεροχή σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου προσώπου κατά 3 ½ περίπου χρόνια, ανάγεται στο χρόνο της προαγωγής του στη θέση Επιθεωρητή Β'.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή αποφάνθηκε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία μας, το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η απόφαση του διορίζοντος σώματος, για διορισμό ενός υποψηφίου αντί άλλου, ήταν λογικά εφικτή. Ενόψει των στοιχείων που είχε ενώπιόν της η Ε.Ε.Υ., η απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου προσώπου ήταν λογικά εφικτή και δεν υπερέβαινε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,
Evangelou v. Republic (1965) 3 C.L.R. 292.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Eπιτροπής Eκπαιδευτικής Yπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προήχθηκε στη θέση Eπιθεωρητή A΄ Δημοτικής Eκπαίδευσης αντί του αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Λ. Κληρίδης, για το Ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Cur. adv. vult.
KOYPPHΣ, Δ.: Ο αιτητής με την προσφυγή αυτή, ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Λ. Ιωαννίδης, προάχθηκε στη θέση Επιθεωρητή Α' Δημοτικής Εκπαίδευσης, από 1/8/1989.
Στις 4/4/1989, ζητήθηκε η πλήρωση μιας κενής θέσης και μιας κενωθησομένης από 1/8/1989 θέσης Επιθεωρητή Α' στη Δημοτική Εκπαίδευση. Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(1) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, 1969-1988, κατάλογος των υποψηφίων, αντίγραφο του σχεδίου υπηρεσίας και οι φακέλοι υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, διαβιβάστηκαν στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας, που σύμφωνα με το Νόμο είναι Πρόεδρος της οικείας Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας, στις 9/5/1989, διαβίβασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και κατάλογο των υποψηφίων που συστήνει η Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή σύστησε για προαγωγή πέντε υποψήφιους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν το ενδιαφερόμενο μέρος και ο αιτητής.
Στις 22/5/1989, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, αφού εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν, κατάρτισε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων και αποφάσισε να καλέσει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.
Στις 24/5/1989, η Επιτροπή δέχτηκε τους υποψήφιους σε προσωπική συνέντευξη και στις 25/5/1989, η Επιτροπή, ύστερα από συνεκτίμηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων και αφού έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα κριτήρια αυτά, αποφάσισε να προάξει το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση Επιθεωρητή Α' Δημοτικής Εκπαίδευσης, κατά πλειοψηφία, από 1/8/1989.
Οι λόγοι ακύρωσης της πράξεως που επικαλείται ο αιτητής συμπίπτουν με τους λόγους που εγείρονται στην προσφυγή αρ. 397/89 και συνοψίζονται ως εξής:
(α) Στη διαδικασία που ακολουθήθηκε υπήρξαν νομικά σφάλματα και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.
(β) Η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους για προαγωγή δεν πληροί την αρχή της επιλογής του πλέον κατάλληλου υποψήφιου.
(γ) Υπήρξε σαφής παραγνώριση της αρχαιότητας του αιτητή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.
(δ) Η επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εκτίμησης της υφισταμένης πραγματικής κατάστασης.
Ο πρώτος λόγος εξειδικεύεται κυρίως στη συνέντευξη των υποψηφίων στην οποία προέβη η Ε.Ε.Υ. σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 35Β(9) του περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου 1969, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 65/87. Ο ισχυρισμός είναι ότι η συνέντευξη βάρυνε αποφασιστικά στην κρίση της πλειοψηφίας των μελών της Επιτροπής, αντίθετα με τις πρόνοιες του νόμου, όπου προβλέπεται ότι, η συνέντευξη θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο.
Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται ο αιτητής ότι, μέσα από τη λεκτική-περιγραφική κρίση της Ε.Ε.Υ. για την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη, διαπιστώνεται μια έκδηλη αντίφαση προς τους χαρακτηρισμούς στους οποίους κατέληξε αναφορικά με τον αιτητή και το ενδιαφερόμενο μέρος. Έτσι, ενώ η συλλογιστική που παρατίθεται αναλυτικά στην απόφαση της Ε.Ε.Υ. είναι ισχυρότερη για τον αιτητή, στο γενικό χαρακτηρισμό το ενδιαφερόμενο μέρος τοποθετείται ως "εξαίρετος" ενώ ο αιτητής ως "εξαίρετος-". Η πιο πάνω αντίφαση στην περιγραφική κρίση και η παράνομη, όπως χαρακτηρίζεται, αξιολόγηση της επίδοσης στη συνέντευξη οδηγεί, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του αιτητή, σε ακύρωση της πράξεως.
Η αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, εμφαίνεται στο πρακτικό ημερομηνίας 24/5/89, παράρτημα 'Δ' στην Ένσταση. Η αξιολόγηση έγινε με βάση τα κριτήρια που είχε καθορίσει η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερομηνίας 22/5/89 και που αναφέρονται στη γλωσσική επάρκεια και άνεση στη διατύπωση απόψεων, στην ενημέρωση στις σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα, στη γνώση οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων της Δημοτικής Εκπαίδευσης, γνώση ευθυνών και καθηκόντων Επιθεωρητή Α' (Δημοτική Εκπαίδευση), επιστημονική τεκμηρίωση απόψεων και γενική απόδοση και προσωπικότητα.
Είναι γεγονός ότι, στην αναλυτική αξιολόγηση της απόδοσης του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους στη συνέντευξη, η φραστική διατύπωση της Επιτροπής προσομοιάζει και υπάρχουν παρόμοιοι χαρακτηρισμοί για τους δύο υποψήφιους άνκαι πρέπει να διευκρινιστεί ότι και από τις φράσεις που χρησιμοποιούνται προκύπτει η καλύτερη εντύπωση που απεκόμισε η Επιτροπή για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Οπωσδήποτε το γεγονός ότι, η κρίση σε μερικά σημεία συμπίπτει, κατά τη γνώμη μου δεν ισοδυναμεί με αντίφαση προς το τελικό αποτέλεσμά της. Η κατάταξη του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους στη σειρά εξαίρετος- και εξαίρετος αντίστοιχα, υποδηλοί το βαθμό στον οποίο η Επιτροπή αξιολόγησε τα χαρακτηριστικά που επεσήμανε στην απόδοση του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους. Η γλωσσική άνεση που διαπιστώνει η Επιτροπή στην απόδοση τόσο του ενδιαφερομένου μέρους, όσο και του αιτητή, στη μεν πρώτη περίπτωση φτάνει στο σημείο εξαίρετος και στη δεύτερη περίπτωση στο σημείο εξαίρετος-. Πρόκειται για αξιολογική διαφοροποίηση που δε αναιρεί την κρίση της Επιτροπής και ούτε δημιουργεί οποιαδήποτε αντίφαση σε τρόπο που ο ισχυρισμός του αιτητή να αποκτά υπόσταση. Την άποψη της Επιτροπής για απόδοση των δύο υποψηφίων, συμμερίζεται και ο Διευθυντής Δημοτικής Εκπαίδευσης ο οποίος κατέταξε επίσης ως εξαίρετο το ενδιαφερόμενο μέρος και εξαίρετο τον αιτητή.
Από τα στοιχεία εξάλλου που ευρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου, δε μπορώ να συμφωνήσω με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού ότι δηλαδή δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στη συνέντευξη των υποψηφίων πέρα από τα όρια που προδιαγράφει ο νόμος. Η συνέντευξη εκτιμήθηκε μέσα στα πλαίσια της συνολικής εικόνας των υποψηφίων, υπό το φως των προνοιών του νόμου και της φύσεως των καθηκόντων, όπως προσδιορίζονται στα Σχέδια Υπηρεσίας.
Ο ουσιαστικός λόγος που προβάλλεται αφορά την επιλογή του πλέον κατάλληλου υποψηφίου και σ' αυτόν ενσωματώνονται και οι τρεις επί μέρους λόγοι που εξειδικεύονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή τεκμηριώνεται στην κατά 3 1/2 περίπου χρόνια υπεροχή του σε βαθμό αρχαιότητας, έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, που ανάγεται στο χρόνο της προαγωγής τους στη θέση Επιθεωρητή Β'. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Β' Ειδικών Μαθημάτων (Μουσικής) και το Ενδιαφερόμενο μέρος τη θέση Επιθεωρητή Β' Γενικών Μαθημάτων Στοιχειώδους Εκπαίδευσης.
Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, τόσον ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος, έχουν τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και έχουν μεταπτυχιακό τίτλο (M.Ed.) Ο μεταπτυχιακός τίτλος του ενδιαφερομένου μέρους αναφέρεται στην Επιθεώρηση Σχολείων (Inspection of Schools).
Τέλος, στο θέμα της αξίας, από τις εμπιστευτικές εκθέσεις, οι δύο υποψήφιοι παρουσιάζονται ίσοι με πολύ ελαφρά υπεροχή του αιτητή στο σύνολο.
Το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου προκύπτει για το Δικαστήριο είναι ότι η απόφαση της Ε.Ε.Υ. για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους, ήταν υπό τις περιστάσεις λογικά εφικτή.
Αποτελεί πάγια αρχή της νομολογίας μας, ότι το ακυρωτικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει εφόσον η απόφαση του διορίζοντος σώματος να επιλέξει για προαγωγή ένα υποψήφιο αντί άλλου, ήταν λογικά εφικτή. (Βλ. μεταξύ άλλων Odysseas Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74 και Evangelou v. Republic (1965) 3 C.L.R. 292).
Ενόψει των στοιχείων που η Επιτροπή είχε ενώπιόν της και της κατάστασης όπως είχε διαμορφωθεί, κρίνω ότι η απόφασή της για προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ήταν λογικά εφικτή και δεν υπερβαίνει τα όρια της ευχέρειας μέσα στα οποία οφείλει να ενεργεί. Ο αιτητής δεν έχει αποδείξει, ως είχε υποχρέωση, την έκδηλη υπεροχή που απαιτείται για να ευσταθήσουν οι λόγοι ακυρώσεως που επικαλείται.
Ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς όμως καμιά διαταγή για έξοδα.
H προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.